Απαγόρευση ορισμένων πράξεων από κάτοχο εμπιστευτικών πληροφοριών και παραβάσεις.

9.(1) Απαγορεύεται στα πρόσωπα που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8, άμεσα ή έμμεσα:

(α)Να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για να αποκτήσουν ή να διαθέσουν ή για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν ή διαθέσουν  για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ή μέσω προσώπων που έχουν στενούς δεσμούς με αυτούς,  άμεσα ή έμμεσα, χρηματοοικονομικά μέσα που αφορούν οι πληροφορίες αυτές·

(β) να ανακοινώνουν την εμπιστευτική αυτή πληροφορία σε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν ενεργούν στα συνήθη πλαίσια άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους

(γ)να συνιστούν σε άλλο πρόσωπο, ή να το παρακινούν, βάσει αυτής της εμπιστευτικής πληροφορίας, να αποκτήσει ή να διαθέσει είτε ο ίδιος, είτε μέσω άλλου, τα χρηματοοικονομικά μέσα που αφορά η πληροφορία αυτή, ανεξάρτητα αν το άλλο πρόσωπο γνώριζε την πληροφορία αυτή.

(2) Οι απαγορεύσεις του εδαφίου (1) ισχύουν και σε κάθε χρηματοοικονομικό μέσο που δεν έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά σε κράτος μέλος, αλλά του οποίου η αξία εξαρτάται από χρηματοοικονομικό μέσο εισηγμένο σε τέτοια αγορά.

(3) Απαγορεύεται η χρήση της πρακτικής που είναι γνωστή ως προπορευόμενες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των προπορευόμενων συναλλαγών για τα παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα.

(4) Για να υπάρχει παράβαση του παρόντος άρθρου, δεν χρειάζεται να αποδειχτεί η αποκόμιση κέρδους ή οφέλους.

(5) Αποκλείεται το άδικο της πράξεως και ο υπαίτιος του κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν τιμωρείται, αν αποδείξει ότι κατά τη χρήση της πληροφορίας συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Με βάση το άρθρο 6 είχε την εύλογη πεποίθηση πως η πληροφορία αυτή ήταν δημόσια γνωστή, σε έκταση που να αποτρέπεται το ενδεχόμενο ότι ένεκα της χρήσης της πληροφορίας αυτή οποιοσδήποτε βρίσκεται σε προνομιακή θέση έναντι άλλου που δεν κατείχε την πληροφορία αυτή·

(β) θα τελούσε συναλλαγή οπωσδήποτε, έστω και αν δεν κατείχε την πληροφορία αυτή ως εκκαθαριστής, παραλήπτης, διαχειριστής πτωχεύσεως, εμπιστευματοδόχος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ή άλλως πως·

(γ)  ότι δεν προσδοκούσε ότι εξαιτίας της χρήσης της πληροφορίας αυτής οποιοδήποτε πρόσωπο θα προέβαινε σε συναλλαγή σε χρηματοοικονομικά μέσα που αφορούσε η πληροφορία.