ΜΕΡΟΣ IV ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΩΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙ ΘΑΛΑΣΣΟΠΛΟΟΥΝΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ Ή ΘΑΛΑΣΣΟΠΛΟΟΥΝΤΩΝ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ
Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους

20.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται αναφορικά με -

(α) Κυπριακά πλοία, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙΙ κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4(1)· και

(β) πλοία, φέροντα τη σημαία ή νηολογημένα σε κράτος μέλος, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙΙ κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4(2)· και

(γ) πλοία, φέροντα τη σημαία ή νηολογημένα σε τρίτο κράτος, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙΙ κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4(3)· και

(δ) κυπριακά αλιευτικά σκάφη, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙΙΙ κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 15(1)· και

(ε) τους ναυτικούς κάθε πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, που αναφέρεται στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (δ).

(2) Στο παρόν Μέρος -

«σχετικό αλιευτικό σκάφος» σημαίνει αλιευτικό σκάφος αναφορικά με το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Μέρους κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1)(δ)·

«σχετικό πλοίο» σημαίνει πλοίο αναφορικά με το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Μέρους κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1)(α), (β) και (γ).

Εξουσίες επιθεωρητών

21.-(1)(α) Οι εξουσίες που χορηγούνται από τον παρόν άρθρο, αναφορικά με την επιθεώρηση σχετικού πλοίου και σχετικού αλιευτικού σκάφους, χορηγούνται σε-

(i) οποιοδήποτε επιθεωρητή ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 3(2)(α) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 1996, και

(ii) οποιοδήποτε επόπτη πλοίων ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου (3)(2)(β) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 1996.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), το άρθρο 3(2) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 1996 εφαρμόζεται ως εάν η φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κώδικος», η οποία περιέχεται σε έκαστη των παραγράφων (α) και (β) του εν λόγω άρθρου, είχε αντικατασταθεί από τη φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, του Κώδικος και του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Οργάνωση του Χρόνου Εργασίας των Ναυτικών) Νόμου του 2003».

(2) Με σκοπό την διακρίβωση της εκπλήρωσης οποιασδήποτε υποχρέωσης που απορρέει είτε από το Μέρος ΙΙ ή ΙΙΙ είτε από κανονισμούς ή Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, κάθε επιθεωρητής έχει εξουσία σε κάθε εύλογο χρόνο (ή, σε περίπτωση η οποία κατά την εύλογη κρίση του ενέχει κίνδυνο, σε οποιοδήποτε χρόνο)-

(α) Να ανακόπτει, εισέρχεται, επιθεωρεί και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε σχετικό πλοίο ή σχετικό αλιευτικό σκάφος, είτε αυτό ναυλοχεί είτε είναι εν πλώ, και στους ναυτικούς του σχετικού πλοίου ή σχετικού αλιευτικού σκάφους· και

(β) να εξετάζει οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται σε σχετικό πλοίο ή σχετικό αλιευτικό σκάφος, για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορία ή καταχώρηση σε σχέση με οποιαδήποτε υποχρέωση που απορρέει όπως προαναφέρεται, να τα αντιγράφει και φωτοτυπεί, και να παίρνει αντίγραφα, φωτοτυπίες και αποσπάσματα τους, υπό την προϋπόθεση, όσον αφορά στα αποσπάσματα, ότι έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά ενδεχομένως να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο ή τους κανονισμούς ή τα Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει αυτού· και

(γ) να εισέρχεται σε σχετικό πλοίο ή σχετικό αλιευτικό σκάφος-

(i) συνοδευόμενος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την παρουσία κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3), και

(ii) φέροντας μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή υλικά, που κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3).

(3) Ο έχων την εκμετάλλευση σχετικού πλοίου ή σχετικού αλιευτικού σκάφους, και ο πλοίαρχος και κάθε άλλος ναυτικός τέτοιου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον επιθεωρητή, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί-

(α) Οποιαδήποτε διευκόλυνση, και

(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και

(γ) υπογεγραμμένη δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχει στον επιθεωρητή,

ο δε επιθεωρητής έχει εξουσία να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.

(4) Κάθε επιθεωρητής επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει των εδαφίων (2) και (3), το δελτίο ταυτότητάς του το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό σύμφωνα με τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Δελτία Ταυτότητας Επιθεωρητών Πλοίων και Εποπτών Πλοίων) Κανονισμούς του 2000, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο-

(α) Στο οποίο το εδάφιο (3) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή

(β) χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή παρέχει σε επιθεωρητή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή αρνείται να παράσχει σε επιθεωρητή πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο επιθεωρητής απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(6) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (5) -

(α) Αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του εδαφίου (3), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·

(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, δήλωσης, στοιχείου, βιβλίου ή εγγράφου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.

(7) ΄Εκαστος επιθεωρητής, ο οποίος διενεργεί επιθεώρηση δυνάμει του παρόντος άρθρου ή εκτελεί καθήκον βάσει του άρθρου 22, σε σχέση με πλοίο νηολογημένο στο έδαφος ή φέρον τη σημαία κράτους το οποίο δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση αριθ. 180 της ΔΟΕ ή το Πρωτόκολλο της Σύμβασης αριθ. 147 της ΔΟΕ, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε η μεταχείριση που παρέχεται στο εν λόγω πλοίο και το πλήρωμά του κατά την διενέργεια της επιθεώρησης ή την εκτέλεση του καθήκοντος να μην είναι ευνοϊκότερη από την παρεχόμενη σε ένα πλοίο το οποίο φέρει τη σημαία κράτους που είναι μέρος της εν λόγω Σύμβασης ή του εν λόγω Πρωτοκόλλου ή αμφοτέρων.

Καθήκοντα επιθεωρητών αναφορικά με πλοία

22.-(1) Σε περίπτωση που επιθεωρητής είτε εντέλλεται από το Διευθυντή να διαπιστώσει το αληθές υποβληθείσας δυνάμει του άρθρου 23 καταγγελίας η οποία αφορά σε σχετικό πλοίο είτε έχει άλλως πως εύλογη αιτία να πιστεύει ότι παραβιάζεται οποιαδήποτε διάταξη του Μέρους ΙΙ σε σχέση με σχετικό πλοίο, διενεργεί δυνάμει του άρθρου 21 επιθεώρηση επί του εν λόγω πλοίου κατά την οποία εξακριβώνει κατά πόσο -

(α) Ο αναφερόμενος στο άρθρο 5(5) πίνακας είναι καταρτισμένος, συνταγμένος και τοποθετημένος κατά τα διαλαμβανόμενα σε εκείνο το άρθρο· και

(β) τηρείται επί του σχετικού πλοίου το αναφερόμενο στο άρθρο 8(1)(α) μητρώο κατά τα διαλαμβανόμενα σε εκείνο το άρθρο· και

(γ) υφίστανται αποδεικτικά στοιχεία περί της δέουσας θεώρησης του προαναφερόμενου μητρώου από -

(i) επιθεωρητή, σε περίπτωση που το σχετικό πλοίο είναι κυπριακό, ή

(ii) αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το σχετικό πλοίο, σε περίπτωση που το εν λόγω πλοίο δεν είναι κυπριακό.

(2) Σε περίπτωση που επιθεωρητής είτε εντέλλεται από τον Διευθυντή να διαπιστώσει το αληθές υποβληθείσας δυνάμει του άρθρου 23 καταγγελίας η οποία αφορά σε σχετικό πλοίο είτε άλλως πως έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι ναυτικός σχετικού πλοίου είναι υπερβολικά καταπονημένος, διενεργεί δυνάμει του άρθρου 21 επιθεώρηση επί του εν λόγω πλοίου, η οποία είναι λεπτομερέστερη από την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) και κατά την οποία εξακριβώνει κατά πόσο οι ώρες ανάπαυσης οι οποίες καταχωρούνται στο αναφερόμενο στο άρθρο 8(1)(α) μητρώο -

(α) Πληρούν τις διατάξεις του Μέρους ΙΙ, και

(β) έχουν τηρηθεί κανονικά, λαμβανομένων υπόψη άλλων αρχείων που αφορούν τη λειτουργία του εν λόγω πλοίου.

Υποβολή καταγγελίας στο Διευθυντή για παράβαση του Μέρους ΙΙ ή ΙΙΙ

23.-(1) ΄Εκαστος εκ των ακόλουθων δικαιούται να υποβάλει στο Διευθυντή καταγγελία, υπό τη μορφή πληροφορίας ή έκθεσης, περί παράβασης οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ σε σχέση με σχετικό πλοίο ή περί παράβασης οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙΙ σε σχέση με σχετικό αλιευτικό σκάφος:

(α) Ναυτικός του σχετικού πλοίου ή του σχετικού αλιευτικού σκάφους·

(β) επαγγελματικός σύνδεσμος, ένωση και συντεχνία, κάθε ένα εκ των οποίων είναι νόμιμα συνεστημένο και θεμελιώνει, δυνάμει νόμου ή του καταστατικού του, επαρκώς έννομο συμφέρον περί της ασφάλειας του σχετικού πλοίου ή του σχετικού αλιευτικού σκάφους, ιδίως όσον αφορά στην ασφάλεια ή υγεία των ναυτικών του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους·

(γ) οποιοδήποτε πρόσωπο εν γένει το οποίο έχει ίδιον έννομο συμφέρον περί της ασφάλειας του σχετικού πλοίου ή του σχετικού αλιευτικού σκάφους, ιδίως όσον αφορά στην ασφάλεια ή υγεία των ναυτικών του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(2) Σε περίπτωση υποβολής καταγγελίας στο Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής διασφαλίζει ότι η ταυτότητα του υποβάλλοντα την καταγγελία δεν αποκαλύπτεται ούτε στον πλοίαρχο του σχετικού πλοίου ή του σχετικού αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η καταγγελία, ούτε στον έχοντα την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(3) Επιθεωρητής ή δημόσιος υπάλληλος, που αποκαλύπτει στον πλοίαρχο ή τον έχοντα την εκμετάλλευση σχετικού πλοίου ή σχετικού αλιευτικού σκάφους την ταυτότητα του υποβάλλοντα καταγγελία η οποία αφορά στο εν λόγω πλοίο ή αλιευτικό σκάφος-

(α) Διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες· και

(β) διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται-

(i) προκειμένου περί δημοσίου υπαλλήλου, κατά τα οριζόμενα στους περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμους του 1990 έως 2001,

(ii) προκειμένου περί επόπτη πλοίων, μέχρι και τη παύση του διορισμού του ως επόπτη πλοίων από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Λήψη διορθωτικών μέτρων κατά παράβασης του Μέρους ΙΙ

24.-(1) Σε περίπτωση που -

(α) Υπεβλήθηκε στο Διευθυντή καταγγελία δυνάμει του άρθρου 23 περί παράβασης οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ, σε σχέση με σχετικό πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό, την οποία καταγγελία ο Διευθυντής κρίνει προδήλως βάσιμη, ή

(β) ο Διευθυντής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει, είτε βάσει επιθεώρησης που διενεργήθηκε από επιθεωρητή δυνάμει του άρθρου 21 είτε άλλως πως, ότι έλαβε χώρα παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ, σε σχέση με σχετικό πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό,

ο Διευθυντής καταρτίζει έκθεση περί της παράβασης την οποία διαβιβάζει στην κυβέρνηση του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το εν λόγω πλοίο.

(2) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής διαπιστώνει, βάσει διενεργηθείσας δυνάμει του άρθρου 21 επιθεώρησης κατά την οποία ο επιθεωρητής ενήργησε κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 22(1) ή (2), ότι λαμβάνει χώρα παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ σε σχέση με -

(α) Σχετικό πλοίο το οποίο είναι κυπριακό, οπουδήποτε βρίσκεται, ή

(β) σχετικό πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό και το οποίο έχει καταπλεύσει σε λιμένα της Δημοκρατίας κατά την κανονική πορεία της εμπορικής του δραστηριότητας ή για λειτουργικούς σκοπούς,

ο Διευθυντής έχει εξουσία και υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα κατά την κρίση του ευλόγως αναγκαία μέτρα προς διόρθωση οποιωνδήποτε συνθηκών επί του εν λόγω πλοίου οι οποίες είναι επικίνδυνες για την ασφάλεια ή την υγεία ναυτικών του εν λόγω πλοίου.

(3) Σε περίπτωση που επιθεωρητής διαπιστώνει, βάσει επιθεώρησης την οποία διενήργησε δυνάμει του άρθρου 21 και κατά την οποία ενήργησε κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 22(1) ή (2), ότι λαμβάνει χώρα παράβαση οποιαδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ σε σχέση με -

(α) Σχετικό πλοίο το οποίο είναι κυπριακό, οπουδήποτε βρίσκεται, ή

(β) σχετικό πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό και το οποίο έχει καταπλεύσει σε λιμένα της Δημοκρατίας κατά την κανονική πορεία της εμπορικής του δραστηριότητας ή για λειτουργικούς σκοπούς,

ο επιθεωρητής-

(αα) συντάσσει σχετική έκθεση την οποία διαβιβάζει στον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου τον οποίο καλεί σε απολογία, και έχει εξουσία, εάν το κρίνει ευλόγως αναγκαίο, να απαγορεύει κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26 τον απόπλου του εν λόγω πλοίου-

(i) μέχρις ότου διορθωθούν οποιεσδήποτε συνθήκες επί του εν λόγω πλοίου οι οποίες είναι επικίνδυνες για την ασφάλεια ή την υγεία ναυτικών του εν λόγω πλοίου, ή

(ii) μέχρις ότου αναπαυθούν επαρκώς ναυτικοί του εν λόγω πλοίου· και

(ββ) εάν διαπιστώσει, βάσει της προαναφερόμενης επιθεώρησης, ότι οι ναυτικοί του εν λόγω πλοίου οι οποίοι απασχολούνται ως φύλακες για την πρώτη ή τις επόμενες βάρδιες είναι υπέρ το δέον καταπονημένοι, συντάσσει σχετική έκθεση την οποία διαβιβάζει στον πλοίαρχο τον οποίο καλεί σε απολογία, και έχει υποχρέωση να απαγορεύει κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26 τον απόπλου του εν λόγω πλοίου -

(i) μέχρις ότου διορθωθούν οποιεσδήποτε συνθήκες επί του πλοίου οι οποίες είναι επικίνδυνες για την ασφάλεια ή υγεία ναυτικών του εν λόγω πλοίου, ή

(ii) μέχρις ότου αναπαυθούν επαρκώς οι προαναφερόμενοι καταπονημένοι ναυτικοί του εν λόγω πλοίου.

Λήψη διορθωτικών μέτρων κατά παράβασης του Μέρους ΙΙΙ

25. Σε περίπτωση που επιθεωρητής διαπιστώνει, βάσει επιθεώρησης την οποία διενήργησε δυνάμει του άρθρου 21, ότι λαμβάνει χώρα παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙΙ σε σχέση με κυπριακό αλιευτικό σκάφος, συντάσσει σχετική έκθεση την οποία διαβιβάζει στον πλοίαρχο του εν λόγω αλιευτικού σκάφους τον οποίο καλεί σε απολογία, και έχει εξουσία, εάν το κρίνει ευλόγως αναγκαίο, να απαγορεύει κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26 τον απόπλου του εν λόγω αλιευτικού σκάφους -

(α) Μέχρις ότου διορθωθούν οποιεσδήποτε συνθήκες επί του εν λόγω αλιευτικού σκάφους οι οποίες είναι επικίνδυνες για την ασφάλεια ή την υγεία ναυτικών του εν λόγω αλιευτικού σκάφους, ή

(β) μέχρις ότου αναπαυθούν επαρκώς ναυτικοί του εν λόγω αλιευτικού σκάφους.

Διαδικασία απαγόρευσης απόπλου

26.-(1) Επιθεωρητής απαγορεύει τον απόπλου πλοίου δυνάμει του άρθρου 24 ή αλιευτικού σκάφους δυνάμει του άρθρου 25, δια της διαβίβασης γραπτής οδηγίας προς τον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(2) ΄Εκαστη οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον πλοίαρχο του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους στο οποίο αφορά, και ισχύει μέχρις ότου είτε ανακληθεί από επιθεωρητή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (9) είτε ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια ένστασης ή ιεραρχικής ή δικαστικής προσφυγής.

(3) Σε κάθε οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ο εκδίδων αυτήν επιθεωρητής-

(α) Καθορίζει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους για τους οποίους επιβάλλει την απαγόρευση απόπλου, και ιδίως -

(i) τα αποτελέσματα της επιθεώρησης στα οποία βασίζονται οι λόγοι επιβολής της απαγόρευσης απόπλου, και

(ii) τα κατά την κρίση του εύλογα διορθωτικά μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν για άρση των λόγων για τους οποίους επιβάλλει την απαγόρευση απόπλου· και

(β) πληροφορεί τον πλοίαρχο, στον οποίο η οδηγία διαβιβάζεται -

(i) περί του καθοριζόμενου στο εδάφιο (6) δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η οδηγία, και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, και

(ii) περί του δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η οδηγία, και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, να προσβάλουν είτε την οδηγία είτε εκδιδόμενη απόφαση του Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (6)-

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(iii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, το άρθρο 29 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(4) Επιθεωρητής έχει εξουσία να διατάζει, δια της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας του, όπως το πλοίο ή το αλιευτικό σκάφος, στο οποίο αφορά η οδηγία -

(α) Παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, ή

(β) μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί.

(5) Επιθεωρητής κοινοποιεί έκαστη αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία του -

(α) Στον έχοντα τη εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η οδηγία, και

(β) σε περίπτωση που η οδηγία αφορά σε πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό, είτε στην αρμόδια αρχή του κράτους της σημαίας του εν λόγω πλοίου ή του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το εν λόγω πλοίο είτε στον πρόξενο του εν λόγω κράτους είτε, σε περίπτωση απουσίας του πρόξενου, στον πλησιέστερο διπλωματικό αντιπρόσωπο του εν λόγω κράτους.

(6)(α) Ο πλοίαρχος πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ο έχων την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους και ο εντός της Δημοκρατίας αντιπρόσωπος του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν την εν λόγω οδηγία με ένσταση ενώπιον του Διευθυντή, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 7 ημερών από την διαβίβαση στον πλοίαρχο της εν λόγω οδηγίας.

(β) Η κατά την παράγραφο (α) υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβληθείσας οδηγίας.

(γ) Σε περίπτωση υποβολής ένστασης δυνάμει της παραγράφου (α), ο Διευθυντής την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον ενιστάμενο ή να δώσει σ’ αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η ένσταση.

(δ) Ο Διευθυντής έχει εξουσία να αναθέτει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς του Τμήματός του την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη ένσταση και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της ένστασης.

(ε) Ο Διευθυντής, εντός προθεσμίας 3 ημερών από την υποβολή της ένστασης, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον ενιστάμενο την απόφασή του επί της ένστασης, δια της οποίας απόφασης-

(i) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την ένσταση, και

(ii) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία.

Η απόφαση του Διευθυντή καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον ενιστάμενο.

(στ) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει ένσταση που του υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (α), στην απόφαση του επί της ένστασης ο Διευθυντής εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον ενιστάμενο -

(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση του Διευθυντή-

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 29 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(7) ΄Εκαστος εκ του πλοίαρχου και του έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στους οποίους έχει διαβιβαστεί ή κοινοποιηθεί, αντίστοιχα, αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, υποχρεούται κατά την περίοδο ισχύος της οδηγίας να συμμορφούται με αυτή και να προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους ο εκδίδων την οδηγία επιθεωρητής επέβαλε την απαγόρευση απόπλου.

(8)(α) Σε περίπτωση που πλοίαρχος πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στον οποίο διαβιβάστηκε αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ισχυρίζεται στο Διευθυντή ότι έχει ενεργήσει σύμφωνα με το εδάφιο (7), ο Διευθυντής διασφαλίζει τη κατά το συντομότερο δυνατό διενέργεια επιθεώρησης από επιθεωρητή επί του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, προς διαπίστωση της άρσης των λόγων για τους οποίους επιθεωρητής επέβαλε την απαγόρευση απόπλου.

(β) Οι δαπάνες κάθε επιθεώρησης που διενεργείται κατά τα διαλαμβανόμενα στη παράγραφο (α) βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του επιθεωρούμενου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(9) Σε περίπτωση που επιθεωρητής ικανοποιηθεί ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους επεβλήθηκε απαγόρευση απόπλου δια αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας, ανακαλεί την οδηγία δια γραπτής του απόφασης την οποία διαβιβάζει στον πλοίαρχο και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορούσε η ανακληθείσα οδηγία.

(10) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πλοίαρχος που -

(α) Επιχειρεί τον απόπλου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους κατά παράβαση ισχύουσας απαγόρευσης απόπλου η οποία επεβλήθηκε στο εν λόγω πλοίο ή αλιευτικό σκάφος δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή

(β) παραβαίνει ισχύουσα διαταγή επιθεωρητή, η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (4),

και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(11) Διαπράττει το καθοριζόμενο ποινικό αδίκημα στο εδάφιο (10) και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει του, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.

(12) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο-

(α) Υποβάλλει ένσταση, δυνάμει του εδαφίου (6)(α), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (6)(γ), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(13) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με εκτελεστή απόφαση του Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (6)(ε), και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

Αδικαιολόγητη καθυστέρηση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους

27. -(1) Κατά την άσκηση εξουσίας και την εκτέλεση καθήκοντος-

(α) Από επιθεωρητή βάσει του άρθρου 21, 22, 24(3), 25 ή 26,

(β) από το Διευθυντή βάσει του άρθρου 24(2),

έκαστος εκ των προαναφερόμενων καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή καθυστέρηση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(2)(α) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, ο έχων την εκμετάλλευση του ούτως επηρεαζόμενου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους δικαιούται αποζημίωση βάσει του ΄Αρθρου 172 του Συντάγματος για τις τυχόν απώλειες ή ζημιές που έχει υποστεί.

(β) Σε περίπτωση που προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, ο οποίος προβάλλει το ισχυρισμό.

Διοικητικό πρόστιμο

28.-(1) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει, βάσει των αποτελεσμάτων επιθεώρησης που διενεργήθηκε από επιθεωρητή δυνάμει του άρθρου 21 ότι-

(α) Ο έχων την εκμετάλλευση κυπριακού πλοίου ή ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου δεν εκπληρώνει οποιαδήποτε υποχρέωση την οποία του επιβάλλει το Μέρος ΙΙ ή κανονισμοί ή Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή

(β) ο έχων την εκμετάλλευση κυπριακού αλιευτικού σκάφους ή ο πλοίαρχος τέτοιου αλιευτικού σκάφους δεν εκπληρώνει οποιαδήποτε υποχρέωση την οποία του επιβάλλει το Μέρος ΙΙΙ ή κανονισμοί ή Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου,

ο Διευθυντής έχει εξουσία να επιβάλει σε τέτοιο πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες, ανάλογα με την βαρύτητα αυτής της παράβασης, και ανεξάρτητα από το εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου, ή κανονισμών.

(2) Ο Διευθυντής επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (1) με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή του-

(α) Η οποία καθορίζει την παράβαση· και

(β) δια της οποίας πληροφορεί τον παραβάτη-

(i) περί του καθοριζόμενου στο εδάφιο (4) δικαιώματός του, και

(ii) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση -

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(iii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες καθορίζονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, το άρθρο 29 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα· και

(γ) την οποία διαβιβάζει στον παραβάτη.

(3) Ο Υπουργός έχει εξουσία να καθορίζει δια οδηγιών του τα κριτήρια υπολογισμού του ύψους επιβαλλόμενου δυνάμει του εδαφίου (1) διοικητικού προστίμου, χωρίς τούτο να περιορίζει την διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, την οποία ασκεί εντός των πλαισίων των οδηγιών του Υπουργού, να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.

(4) Ο παραβάτης δικαιούται να υποβάλει παραστάσεις στο Διευθυντή κατά της επιβολής διοικητικού προστίμου ή κατά του ύψους αυτού, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 5 ημερών από την διαβίβαση στον παραβάτη της απόφασης δια της οποίας επιβάλλεται το διοικητικό πρόστιμο. Μετά την τυχόν υποβολή παραστάσεων, ο Διευθυντής το συντομότερο δυνατό εκδίδει και διαβιβάζει στον παραβάτη την τελική του απόφαση.

(5) Πρόσωπο στο οποίο επεβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο έχει υποχρέωση να το καταβάλει στο Διευθυντή όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών -

(α) Από την διαβίβαση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου, ή

(β) σε περίπτωση που υποβάλλονται παραστάσεις ενώπιον του Διευθυντή σύμφωνα με το εδάφιο (4), από την διαβίβαση της επί των παραστάσεων απορριπτικής απόφασης του Διευθυντή, ή

(γ) σε περίπτωση προσφυγής στον Υπουργό δυνάμει του άρθρου 29, από την διαβίβαση της επί της προσφυγής απορριπτικής απόφασης του Υπουργού.

Ιεραρχική προσφυγή

29.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, ο αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία και ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό-

(α) Οδηγία επιθεωρητή περί απαγόρευσης απόπλου του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους,

(β) απόφαση του Διευθυντή περί επιβολής διοικητικού προστίμου, ή

(γ) απορριπτική απόφαση του Διευθυντή είτε επί υποβληθέντων ενστάσεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26(6) είτε επί υποβληθέντων παραστάσεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 28(4), η οποία απόφαση αφορά στο εν λόγω πλοίο ή αλιευτικό σκάφος,

εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από την διαβίβαση ή κοινοποίηση στον προσφεύγοντα κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, της οδηγίας ή απόφασης, στην οποία εδράζεται η προσφυγή.

(2) Η κατά το εδάφιο (1) υποβολή προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση προσβληθείσας οδηγίας ή απόφασης.

(3) Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής δυνάμει του εδαφίου (1), ο Υπουργός την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σ’ αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.

(4) Ο Υπουργός έχει εξουσία να αναθέτει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς του Υπουργείου του την εξέταση

θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη προσφυγή και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της προσφυγής.

(5) Ο Υπουργός, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την υποβολή της προσφυγής, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον

προσφεύγοντα την απόφασή του επί της προσφυγής, δια της οποίας απόφασης-

(α) Αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την προσφυγή, και

(β) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία ή απόφαση.

Η απόφαση του Υπουργού καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον προσφεύγοντα, εκτός εάν αφορά σε προσφυγή κατά απόφασης την οποία ο Διευθυντής εξέδωσε δυνάμει του άρθρου 28(1) ή (4).

(6) Σε περίπτωση που ο Υπουργός υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει προσφυγή που του υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), στην απόφαση του επί της προσφυγής ο Υπουργός εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον προσφεύγοντα περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση του Υπουργού με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και περί της προθεσμίας εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.

(7) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -

(α) Υποβάλλει προσφυγή, δυνάμει του εδαφίου (1), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (3), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(8) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με εκτελεστή απόφαση του Υπουργού δυνάμει του εδαφίου (5), η οποία αφορά σε προσφυγή κατά οδηγίας επιθεωρητή ή απόφασης του Διευθυντή, που αφορά σε απαγόρευση απόπλου, και το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

Αποπληρωμή δαπανών επιθεώρησης και διοικητικής ή δικαστικής χρηματικής ποινής

30.-(1) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης -

(α) Του έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους να καταβάλει στο Διευθυντή το αντίτιμο των δαπανών επιθεώρησης οι οποίες τον βαρύνουν κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26(8)(β), ή

(β) προσώπου, στο οποίο επεβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του παρόντος Νόμου, να καταβάλει στο Διευθυντή τέτοιο πρόστιμο εντός των προθεσμιών που αναφέρονται στο άρθρο 28(5),

ο Διευθυντής λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.

(2) Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα συνιστά επιβάρυνση επί πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, η οποία επιβάρυνση ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, έπεται όμως κατά τάξη της τελευταίας υποθήκης:

(α) Δαπάνες επιθεώρησης που βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, βάσει του άρθρου 26(8)(β)·

(β) διοικητικό πρόστιμο που επεβλήθηκε στον έχοντα την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, δυνάμει του παρόντος Νόμου·

(γ) χρηματική ποινή που επεβλήθηκε από Δικαστήριο δυνάμει του παρόντος Νόμου στον έχοντα την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(3) Σε περίπτωση που -

(α) Απαγόρευση απόπλου, που επεβλήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, προσβλήθηκε επιτυχώς ενώπιον του Διευθυντή δυνάμει του άρθρου 26(6), ή

(β) απαγόρευση απόπλου ή διοικητικό πρόστιμο, που επεβλήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, προσλήθηκε επιτυχώς είτε ενώπιον του Υπουργού κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29 είτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος,

ισχύουν τα ακόλουθα:

(αα) τα εδάφια (1) και (2)(α) και (β) δεν εφαρμόζονται-

(i) αναφορικά με δαπάνες επιθεώρησης οι οποίες σχετίζονται με τέτοια απαγόρευση απόπλου, και

(ii) αναφορικά με τέτοιο διοικητικό πρόστιμο·

(ββ) ο Διευθυντής επιστρέφει οποιοδήποτε καταβληθέν αντίτιμο των προαναφερόμενων δαπανών και οποιοδήποτε καταβληθέν προαναφερόμενο διοικητικό πρόστιμο, στο πρόσωπο που το είχε καταβάλει.

Διοικητική συνεργασία

31. Το άρθρο 19 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κρατικός ΄Ελεγχος Λιμένα) Νόμου του 2001, εφαρμόζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως εάν το εν λόγω άρθρο 19 είχε τροποποιηθεί ως ακολούθως:

(α) Η φράση «η αρμόδια αρχή», όπου συναντάται, είχε αντικατασταθεί από τη φράση «ο Διευθυντής»·

(β) ο όρος «πλοίο», όπου συναντάται και σε οποιαδήποτε γραμματική του παραλλαγή, είχε την έννοια που αποδίδει ο παρών Νόμος στον όρο «θαλασσοπλοούν πλοίο».

Δημοσίευση πληροφοριών

32. Το άρθρο 14 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κρατικός ΄Ελεγχος Λιμένα) Νόμου του 2001 εφαρμόζεται αναφορικά με τις πληροφορίες σχετικά με μέτρα που λαμβάνονται αναφορικά με μη κυπριακά πλοία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 ή 24 του παρόντος Νόμου, έως εάν το εν λόγω άρθρο 14 είχε τροποποιηθεί ως ακολούθως:

(α) Η φράση «η αρμόδια αρχή», όπου συναντάται, είχε αντικατασταθεί από τον όρο «ο Διευθυντής»·

(β) ο όρος «πλοίο», σε οποιαδήποτε γραμματική του παραλλαγή, είχε την έννοια που αποδίδει ο παρών Νόμος στον όρο «θαλασσοπλοούν πλοίο»·

(γ) η φράση «ή ο ελλιμενισμός σε λιμένα της Δημοκρατίας», στο εδάφιο (1), είχε διαγραφεί.