Διαδικασία απαγόρευσης απόπλου

26.-(1) Επιθεωρητής απαγορεύει τον απόπλου πλοίου δυνάμει του άρθρου 24 ή αλιευτικού σκάφους δυνάμει του άρθρου 25, δια της διαβίβασης γραπτής οδηγίας προς τον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(2) ΄Εκαστη οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον πλοίαρχο του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους στο οποίο αφορά, και ισχύει μέχρις ότου είτε ανακληθεί από επιθεωρητή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (9) είτε ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια ένστασης ή ιεραρχικής ή δικαστικής προσφυγής.

(3) Σε κάθε οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ο εκδίδων αυτήν επιθεωρητής-

(α) Καθορίζει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους για τους οποίους επιβάλλει την απαγόρευση απόπλου, και ιδίως -

(i) τα αποτελέσματα της επιθεώρησης στα οποία βασίζονται οι λόγοι επιβολής της απαγόρευσης απόπλου, και

(ii) τα κατά την κρίση του εύλογα διορθωτικά μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν για άρση των λόγων για τους οποίους επιβάλλει την απαγόρευση απόπλου· και

(β) πληροφορεί τον πλοίαρχο, στον οποίο η οδηγία διαβιβάζεται -

(i) περί του καθοριζόμενου στο εδάφιο (6) δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η οδηγία, και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, και

(ii) περί του δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η οδηγία, και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, να προσβάλουν είτε την οδηγία είτε εκδιδόμενη απόφαση του Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (6)-

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(iii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, το άρθρο 29 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(4) Επιθεωρητής έχει εξουσία να διατάζει, δια της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας του, όπως το πλοίο ή το αλιευτικό σκάφος, στο οποίο αφορά η οδηγία -

(α) Παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, ή

(β) μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί.

(5) Επιθεωρητής κοινοποιεί έκαστη αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία του -

(α) Στον έχοντα τη εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η οδηγία, και

(β) σε περίπτωση που η οδηγία αφορά σε πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό, είτε στην αρμόδια αρχή του κράτους της σημαίας του εν λόγω πλοίου ή του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το εν λόγω πλοίο είτε στον πρόξενο του εν λόγω κράτους είτε, σε περίπτωση απουσίας του πρόξενου, στον πλησιέστερο διπλωματικό αντιπρόσωπο του εν λόγω κράτους.

(6)(α) Ο πλοίαρχος πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ο έχων την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους και ο εντός της Δημοκρατίας αντιπρόσωπος του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν την εν λόγω οδηγία με ένσταση ενώπιον του Διευθυντή, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 7 ημερών από την διαβίβαση στον πλοίαρχο της εν λόγω οδηγίας.

(β) Η κατά την παράγραφο (α) υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβληθείσας οδηγίας.

(γ) Σε περίπτωση υποβολής ένστασης δυνάμει της παραγράφου (α), ο Διευθυντής την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον ενιστάμενο ή να δώσει σ’ αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η ένσταση.

(δ) Ο Διευθυντής έχει εξουσία να αναθέτει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς του Τμήματός του την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη ένσταση και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της ένστασης.

(ε) Ο Διευθυντής, εντός προθεσμίας 3 ημερών από την υποβολή της ένστασης, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον ενιστάμενο την απόφασή του επί της ένστασης, δια της οποίας απόφασης-

(i) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την ένσταση, και

(ii) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία.

Η απόφαση του Διευθυντή καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον ενιστάμενο.

(στ) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει ένσταση που του υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (α), στην απόφαση του επί της ένστασης ο Διευθυντής εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον ενιστάμενο -

(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση του Διευθυντή-

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 29 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(7) ΄Εκαστος εκ του πλοίαρχου και του έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στους οποίους έχει διαβιβαστεί ή κοινοποιηθεί, αντίστοιχα, αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, υποχρεούται κατά την περίοδο ισχύος της οδηγίας να συμμορφούται με αυτή και να προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους ο εκδίδων την οδηγία επιθεωρητής επέβαλε την απαγόρευση απόπλου.

(8)(α) Σε περίπτωση που πλοίαρχος πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στον οποίο διαβιβάστηκε αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ισχυρίζεται στο Διευθυντή ότι έχει ενεργήσει σύμφωνα με το εδάφιο (7), ο Διευθυντής διασφαλίζει τη κατά το συντομότερο δυνατό διενέργεια επιθεώρησης από επιθεωρητή επί του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, προς διαπίστωση της άρσης των λόγων για τους οποίους επιθεωρητής επέβαλε την απαγόρευση απόπλου.

(β) Οι δαπάνες κάθε επιθεώρησης που διενεργείται κατά τα διαλαμβανόμενα στη παράγραφο (α) βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του επιθεωρούμενου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(9) Σε περίπτωση που επιθεωρητής ικανοποιηθεί ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους επεβλήθηκε απαγόρευση απόπλου δια αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας, ανακαλεί την οδηγία δια γραπτής του απόφασης την οποία διαβιβάζει στον πλοίαρχο και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορούσε η ανακληθείσα οδηγία.

(10) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πλοίαρχος που -

(α) Επιχειρεί τον απόπλου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους κατά παράβαση ισχύουσας απαγόρευσης απόπλου η οποία επεβλήθηκε στο εν λόγω πλοίο ή αλιευτικό σκάφος δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή

(β) παραβαίνει ισχύουσα διαταγή επιθεωρητή, η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (4),

και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(11) Διαπράττει το καθοριζόμενο ποινικό αδίκημα στο εδάφιο (10) και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει του, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.

(12) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο-

(α) Υποβάλλει ένσταση, δυνάμει του εδαφίου (6)(α), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (6)(γ), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(13) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με εκτελεστή απόφαση του Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (6)(ε), και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.