ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Οι περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμοι του 1996 έως 2000 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμοι του 1996 έως 2000.

Ερμηνεία

2.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός αν προκύπτει από το κείμενο διαφορετική έννοια:

“αδίκημα διακίνησης ναρκωτικών” σημαίνει οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο διαπράττεται κατά παράβαση-

(α) Των άρθρων 4, 5, 5Α, 6, 7, 9, 12, 20, 21, 22, 25 και 26 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου~

(β) των άρθρων 39, 40, 48, 49, 55, 191 και 193 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου~

(γ) των παραγράφων (γ) και (δ) του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) πιο πάνω~

(δ) του άρθρου 370 του Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) πιο πάνω~

(ε) του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) πιο πάνω~

“αδικήματα συγκάλυψης” (ή αδικήματα ξεπλύματος παράνομου χρήματος όπως διαφορετικά αποκαλούνται) σημαίνει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4~

“ακίνητη ιδιοκτησία ή περιουσία” έχει την έννοια την οποία δίνει στον όρο αυτό ο περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος~

“γενεσιουργά αδικήματα” σημαίνει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 5~

“Γενικός Εισαγγελέας” σημαίνει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας~

“Δημοκρατία” σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία~

“διακίνηση ναρκωτικών” σημαίνει τη διάπραξη ή την ανάμειξη στη διάπραξη εντός ή εκτός της Δημοκρατίας των πιο κάτω πράξεων:

(α) Παραγωγή ή προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου, η οποία απαγορεύεται από τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο ή άλλο αντίστοιχο νόμο~

(β) μεταφορά ή φύλαξη ελεγχόμενου φαρμάκου, η κατοχή του οποίου απαγορεύεται από τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο ή άλλο αντίστοιχο νόμο~

(γ) εισαγωγή ή εξαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου, η οποία απαγορεύεται από τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο ή από τον περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμο ή από άλλους συναφείς νόμους~

(δ) σύναψη συμφωνίας ή διευθέτηση με σκοπό-

(i) την παροχή βοήθειας ή διευκόλυνσης σε άλλο πρόσωπο, για να διατηρήσει τα έσοδα του από τη διακίνηση ναρκωτικών ή για να διατηρήσει τον έλεγχο στα εν λόγω έσοδα~

(ii) την εξασφάλιση ή τη διάθεση ποσών προερχομένων από τη διακίνηση ναρκωτικών για την απόκτηση από το πρόσωπο το οποίο έχει προβεί στη διακίνηση ναρκωτικών περιουσίας υπό μορφή επένδυσης~

“δικαστήριο” σημαίνει κακουργιοδικείο ή επαρχιακό δικαστήριο κατά την άσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας και για τους σκοπούς του άρθρου 38 (Διαδικασία εκτέλεσης διαταγμάτων εξωτερικού) έχει την έννοια που δίνει στον όρο αυτό το Μέρος IV του Νόμου αυτού~

“εμπίστευμα μονάδων” (unit trusts) σημαίνει εμπίστευμα που δημιουργείται με σκοπό ή που έχει ως αποτέλεσμα την παροχή σε πρόσωπα που έχουν διαθέσιμα κεφάλαια για επενδυτικές διευκολύνσεις του δικαιώματος να συμμετέχουν ως δικαιούχοι με βάση το εμπίστευμα σε κέρδη ή εισοδήματα τα οποία προκύπτουν από την απόκτηση, διαχείριση ή διάθεση οποιασδήποτε περιουσίας~

“Εποπτικές Αρχές” σημαίνει τις Αρχές οι οποίες εγκαθιδρύονται δυνάμει του άρθρου 60~

“έσοδο” σημαίνει οποιασδήποτε μορφής περιουσία, που προήλθε από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος~

“καθορισμένα αδικήματα” σημαίνει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3~

“κινητή πειρουσία ή κινητά” σημαίνει οποιαδήποτε περιουσία δεν είναι ακίνητη~

“κυβερνητικά ομόλογα” (government stocks) περιλαμβάνει ομόλογα ανάπτυξης, βραχυπρόθεσμα κρατικά άτοκα ομόλογα, πιστοποιητικά αποταμίευσης και οποιοδήποτε άλλο τύπο αξιόγραφου το οποίο εκδίδεται στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου, αλλά δεν περιλαμβάνει αξιόγραφο ταμιευτηρίου ή άλλο αξιόγραφο που δεν εκδίδεται στο όνομα του κομιστή~

“μέρισμα” περιλαμβάνει τόκους, κάθε μορφής εισόδημα προερχόμενο από αξιόγραφα και οποιοδήποτε εισόδημα προερχόμενο από διανομή κερδών σε σχέση με μονάδες σε εμπίστευμα μονάδων~

“μέσα” σημαίνει οποιαδήποτε περιουσία η οποία έχει χρησιμοποιηθεί ή σκοπός της είναι να χρησιμοποιηθεί ολικά ή μερικά για τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος~

“Μονάδα” σημαίνει τη Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης η οποία εγκαθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 53~

“ομόλογα” περιλαμβάνει μετοχές (shares), χρεόγραφα εταιρειών (debentures) και άλλα αξιόγραφα νομικού προσώπου, ανεξάρτητα αν αυτά συνιστούν ή όχι επιβάρυνση επί των περιουσιακών στοιχείων του εν λόγω νομικού προσώπου~

“περάτωση ποινικής διαδικασίας” μαζί με τις φραστικές παραλλαγές του όρου σημαίνει-

(α) Την ανάκληση του κατηγορητηρίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 91 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου~

(β) την αναστολή της δίωξης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 154 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου~

(γ) την αθώωση του κατηγορουμένου είτε από το πρωτόδικο δικαστήριο είτε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν έφεσης~

(δ) την απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας~

(ε) την επιβολή ποινής για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος χωρίς να εκδοθεί διάταγμα δήμευσης~ ή

(στ) την πλήρη συμμόρφωση προς διάταγμα δήμευσης είτε με την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού είτε με την έκτιση ποινής φυλάκισης αντί της πληρωμής του ποσού~

“περιουσία” σημαίνει κινητή και ακίνητη περιουσία, οπουδήποτε και αν βρίσκονται αυτές~

“ποινική διαδικασία” σημαίνει οποιαδήποτε ποινική διαδικασία με την έννοια που δίνει στον όρο αυτό ο περί Δικαστηρίων Νόμος~

“πολιτική διαδικασία” σημαίνει οποιαδήποτε διαδικασία αστικής φύσεως που δεν είναι ποινική~

“Συμβουλευτική Αρχή” σημαίνει τη Συμβουλευτική Αρχή Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης η οποία εγκαθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 55.

(2) Οι λέξεις και οι φράσεις που εκτίθενται στην πρώτη στήλη ερμηνεύονται στα άρθρα του παρόντος Νόμου τα οποία εκτίθενται στη δεύτερη στήλη:

Αξία δωρεάς 13

Αξία περιουσίας 13

Απαγορευμένη δωρεά 13

Διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών 45

Διάταγμα εξωτερικού 37

Διάταγμα επιβάρυνσης (βλέπε επιβαρυντικό διάταγμα) 15

Διάταγμα δήμευσης 8

Διάταγμα κατακράτησης 32

Διάταγμα παγοποίησης 14

Διάταγμα πώλησης ομολόγων 18

Επιβαρυντικό διάταγμα ή διάταγμα επιβάρυνσης 15

Έσοδα από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος 7

Εταιρεία 21

Έφεση 37

Οικογένεια του κατηγορουμένου 49

Οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου 49

Παρέμβαση σε σχέση με περιουσία 14

Πληροφορία 44

Προβαίνει σε δωρεά 13

Προνομιούχα χρέη 13

Προνομιούχα πληροφορία 44

Ρευστοποιήσιμη περιουσία 13

Χρηματική ποινή 8(2).

(3) Κάθε αναφορά στον παρόντα Νόμο σε αδικήματα περιλαμβάνει και αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, αλλά τα δικαστήρια δεν έχουν υποχρέωση να ασκήσουν οποιαδήποτε από τις εξουσίες που παρέχονται σ’ αυτά από τον παρόντα Νόμο σε σχέση με ποινική υπόθεση για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος η οποία καταχωρήθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

Καθορισμένα αδικήματα

3. Ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται σε σχέση με αδικήματα που αναφέρονται πιο κάτω και τα οποία για σκοπούς του Νόμου αυτού θα καλούνται καθορισμένα αδικήματα:

(α) Αδικήματα συγκάλυψης~

(β) γενεσιουργά αδικήματα.

Αδικήματα συγκάλυψης

4.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις πιο κάτω ενέργειες:

(i) μετατρέπει, μεταβιβάζει, ή μετακινεί τέτοια περιουσία με σκοπό να αποκρύψει ή, να συγκαλύψει την παράνομη προέλευση της ή να παράσχει με οποιοδήποτε τρόπο βοήθεια σε πρόσωπο το οποίο είναι αναμιγμένο στη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος για να προβεί το πρόσωπο αυτό σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις και ενέργειες ή άλλως ενεργεί για να αποφύγει τις νομικές συνέπειες των πράξεων και ενεργειών του~

(ii) αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αληθή φύση, την πηγή, τον τόπο, τη διάθεση, την κίνηση, τα δικαιώματα σε σχέση με περιουσία ή με την κυριότητα αυτή~

(iii) αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία~

(iv) συμμετέχει, συμπράττει, συνεργάζεται, συνομωτεί για να διαπραχθεί, ή αποπειράται να διαπράξει και παρέχει συνδρομή και βοήθεια, καθοδήγηση ή συμβουλή στη διάπραξη οποιωνδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται πιο πάνω~

(v) παρέχει πληροφορίες σχετικά με έρευνες που γίνονται για συγκάλυψη εσόδων γενεσιουργού αδικήματος με σκοπό να δυνηθεί το πρόσωπο που αποκόμισε όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος να διατηρήσει τα έσοδα ή τον έλεγχο των εσόδων από τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος,

διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (α) πιο πάνω, ή με φυλάκιση πέντε ετών ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (β) πιο πάνω.

(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1)-

(α) Δεν έχει καμιά σημασία κατά πόσο το γενεσιουργό αδίκημα υπόκειται ή όχι στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων~

(β) τα αδικήματα συγκάλυψης δύνανται να διαπραχθούν και από τους δράστες γενεσιουργών αδικημάτων~

(γ) η γνώση, πρόθεση ή σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία αδικημάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να συναχθούν από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις.

Γενεσιουργά αδικήματα

5.-(1) Γενεσιουργά αδικήματα είναι τα ποινικά αδικήματα τα τιμωρούμενα με ποινή φυλάκισης κατ’ ανώτατο όριο άνω του ενός έτους, ως αποτέλεσμα των οποίων προήλθαν έσοδα, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο αδικήματος συγκάλυψης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΔΗΜΕΥΣΗΣ, ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΜΕΤΡΑ
Α. Διατάγματα Δήμευσης
Έρευνα για διαπίστωση αν ο κατηγορούμενος είχε έσοδα

6.-(1) Δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για καθορισμένο αδίκημα προτού επιβάλει ποινή προβαίνει σε έρευνα για να διαπιστώσει αν ο κατηγορούμενος απεκόμισε οποιαδήποτε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος ακολουθώντας τη διαδικασία που καθορίζει το παρόν Μέρος του Νόμου ή τη διαδικασία που αναφέρεται στο Μέρος VI.

(2) Για να ακολουθηθεί η διαδικασία που καθορίζει το Μέρος αυτό αποφασίζει ο Γενικός Εισαγγελέας ο οποίος και υποβάλλει σχετική αίτηση στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης αν ακολουθηθεί η διαδικασία δυνάμει του Μέρους αυτού ή να επιβάλει ανάλογη χρηματική ποινή αν ακολουθηθεί η διαδικασία δυνάμει του Μέρους VI.

Υπολογισμός εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος

7.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-

(α) Λογίζονται ως έσοδα του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος όλες οι πληρωμές οι οποίες καταβλήθηκαν σ’ αυτόν ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είτε πριν είτε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού σε σχέση με τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, ανεξάρτητα αν αυτό έχει διαπραχθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από άλλο πρόσωπο~

(β) τα έσοδα του κατηγορουμένου από η διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος είναι το σύνολο των πληρωμών ή αμοιβών οι οποίες έχουν καταβληθεί σ’ αυτόν ή το προϊόν του γενεσιουργού αδικήματος.

(2) Το Δικαστήριο, για να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος και για να υπολογίσει το ύψος των εσόδων του από την εν λόγω διάπραξη, δύναται, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση καταδειχθεί το αντίθετο, να υποθέσει ότι-

(α) Οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος μετά τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος ή μεταβιβάστηκε σε αυτόν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αποτελεί έσοδο, πληρωμή ή αμοιβή από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος από αυτόν το νωρίτερο που θα κρίνει το δικαστήριο ότι την απέκτησε~

(β) κάθε δαπάνη του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου έχει γίνει από πληρωμές ή αμοιβές οι οποίες καταβλήθηκαν σε αυτόν σε σχέση με τη διάπραξη από τον ίδιο γενεσιουργού αδικήματος~

(γ) οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος σύμφωνα με την παράγραφο (α) την παρέλαβε ελεύθερη από επιβαρύνσεις και συμφέροντα άλλων προσώπων για σκοπούς υπολογισμού της αξίας της.

(3) Οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται αν-

(α) Αποδειχθεί ότι δεν ισχύουν στην περίπτωση του κατηγορουμένου~ ή

(β) το δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας εις βάρος του κατηγορουμένου αν εφαρμόζονταν.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τις πρόνοιες του εδαφίου (2), εκθέτει τους λόγους του για την απόφαση του αυτή.

(5) Για σκοπούς υπολογισμού των εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, αν σε προηγούμενη περίπτωση εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα δήμευσης, το δικαστήριο δε θεωρεί έσοδα από διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος τα έσοδα τα οποία θα καταδειχθεί ότι λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού το οποίο αναφέρεται στο προηγούμενο διάταγμα.

Διάταγμα δήμευσης

8.-(1) Σε περίπτωση όπου το δικαστήριο μετά τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του Μέρους αυτού διαπιστώσει ότι ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα, προτού επιβάλει ποινή είτε για το αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί είτε για άλλα αδικήματα τα οποία το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη στην επιβολή της ποινής-

(α) Εκδίδει διάταγμα δήμευσης για την είσπραξη του ποσού των εσόδων σύμφωνα με το άρθρο 9 όπως αυτά υπολογίζονται και εξακριβώνονται δυνάμει του άρθρου 7~

(β) εκδίδει διάταγμα δήμευσης μέσων~

και ακολούθως επιβάλλει οποιαδήποτε από τις ποινές τις οποίες έχει αρμοδιότητα να επιβάλει.

(2) Η έκδοση διατάγματος δήμευσης δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε πρόνοια άλλων νόμων η οποία περιορίζει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην επιβολή χρηματικών ποινών.

Διαδικασία εκτέλεσης διατάγματος δήμευσης

9.-(1) Χωρίς να επηρεάζονται οι εξουσίες του δικαστηρίου που αναφέρονται στα άρθρα 17 μέχρι 19, οι συνέπειες του διατάγματος δήμευσης είναι οι ίδιες με τις συνέπειες της επιβολής χρηματικής ποινής και ο Πίνακας του άρθρου 128 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου αντικαθίσταται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου με τον ακόλουθο:

ΠΙΝΑΚΑΣ

 

Πρώτη στήλη                                                        Δεύτερη Στήλη

Ποσό που δεν υπερβαίνει τις .50 ....................................... 7 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τις .50 αλλά όχι τις .100 ................ 14 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τις .100 αλλά όχι τις .500 .............. 30 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τις .500 αλλά όχι τις .1.000 ........... 60 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τις .1.000 αλλά όχι τις .2.000 ........ 90 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τις .2.000 αλλά όχι τις .5.000 ........ 6 μήνες

Ποσό που υπερβαίνει τις .5.000 αλλά όχι τις .10.000 ....... 9 μήνες

Ποσό που υπερβαίνει τις .10.000 αλλά όχι τις .20.000 ..... 12 μήνες

Ποσό που υπερβαίνει τις .20.000 αλλά όχι τις .50.000 ..... 18 μήνες

Ποσό που υπερβαίνει τις .50.000 αλλά όχι τις .100.000 ..... 2 έτη

Ποσό που υπερβαίνει τις .100.000 αλλά όχι τις .250.000 ..... 3 έτη

Ποσό που υπερβαίνει τις .250.000 αλλά όχι το ένα εκατομ-

μύριο λίρες .............................................................................. 5 έτη

Ποσό που υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο λίρες ..................... 10 έτη

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στην περίπτωση έκδοσης διατάγματος δήμευσης δυνάμει του άρθρου 28 (Διάταγμα δήμευσης σε περίπτωση θανάτου ή διαφυγής του κατηγορουμένου) όπου ο κατηγορούμενος είχε διαφύγει και εμφανίστηκε σε μεταγενέστερο στάδιο.

Εκτέλεση διατάγματος δήμευσης μέσων

10. Η εκτέλεση διατάγματος για τη δήμευση μέσων γίνεται με κατάσχεση ακολουθώντας τυχόν οδηγίες του δικαστηρίου ανάλογα με το είδος του μέσου.

Έκθεση γεγονότων και στοιχείων

11.-(1) Η κατηγορούσα αρχή παρουσιάζει, μαζί με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για έρευνα δυνάμει του άρθρου 6 (Έρευνα για διαπίστωση αν ο κατηγορούμενος είχε έσοδα) ή δυνάμει των άρθρων 35 (Επανεξέταση υπόθεσης) ή 36 (Αναθεώρηση υπολογισμού εσόδων) ή εντός της προθεσμίας την οποία καθορίζει το δικαστήριο, έκθεση ισχυρισμών στην οποία εκτίθενται γεγονότα και στοιχεία σχετικά με την έρευνα για τη διαπίστωση τυχόν εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος ή με τον υπολογισμό των εν λόγω εσόδων και, αν ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο παρόν άρθρο, παραδεχθεί την ορθότητα του περιεχομένου της εν λόγω έκθεσης ή μέρους της, το δικαστήριο για τους σκοπούς της εν λόγω έρευνας και για σκοπούς υπολογισμού δύναται να εκλάβει την εν λόγω παραδοχή ως αναμφισβήτητη απόδειξη των γεγονότων και στοιχείων στα οποία αναφέρεται.

(2) Μετά την παρουσίαση από την κατηγορούσα αρχή της έκθεσης γεγονότων και στοιχείων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (1), το δικαστήριο, αφού ικανοποιηθεί ότι αντίγραφο της επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, τον καλεί να δηλώσει κατά πόσο παραδέχεται οποιουσδήποτε από τους ισχυρισμούς της έκθεσης και να υποβάλει έκθεση σχετικά με όσους δεν παραδέχεται (η οποία θα καλείται “έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών”) στην οποία να υποδεικνύει τα στοιχεία και τους λόγους επί των οποίων προτίθεται να στηρίξει την υπόθεση του τόσο για αντίκρουση των ισχυρισμών της κατηγορούσας αρχής όσο και σχετικά με το ποσό το οποίο διαπιστώθηκε ότι δύναται να ληφθεί από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία του. Η έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών υποβάλλεται μέσα στη χρονική περίοδο την οποία καθορίζει το δικαστήριο ή μέσα σε τρεις ημέρες από την επίδοση στον κατηγορούμενο της έκθεσης γεγονότων και στοιχείων της κατηγορούσας αρχής.

(3) Η παράλειψη του κατηγορουμένου να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε από τις οδηγίες του δικαστηρίου λογίζεται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως παραδοχή όλων των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στην έκθεση.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία στην έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών περιλαμβάνονται ισχυρισμοί σχετικά με το ποσό το οποίο διαπιστώθηκε ότι δύναται να ληφθεί κατά την έκδοση του διατάγματος δήμευσης και η κατηγορούσα αρχή αποδέχεται όλους τους ισχυρισμούς ή μερικούς από αυτούς ή μέρος τους, το δικαστήριο δύναται για τους σκοπούς της πιο πάνω διαπίστωσης να θεωρήσει την εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής αποδοχή αναμφισβήτητη απόδειξη των ισχυρισμών στους οποίους αναφέρεται.

(5) Η αποδοχή ισχυρισμών είτε αυτή αφορά τον κατηγορούμενο είτε την κατηγορούσα αρχή γίνεται προφορικά ενώπιον του δικαστηρίου, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

(6) Η παραδοχή στην οποία προβαίνει ο κατηγορούμενος για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δε δύναται να γίνει δεκτή ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε άλλη ποινική διαδικασία.

(7) Το δικαστήριο δύναται να ορίσει ημερομηνία για τη διεξαγωγή της έρευνας και να την αναβάλει οποτεδήποτε το κρίνει αναγκαίο.

(8) Το δικαστήριο εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση για όλα τα θέματα της έρευνας.

Ποσό που ανακτάται δυνάμει διατάγματος δήμευσης

12.-(1) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (2), το ποσό το οποίο πρέπει να ανακτηθεί με την έκδοση διατάγματος δήμευσης είναι το ποσό το οποίο το δικαστήριο υπολογίζει ότι αντιπροσωπεύει τα έσοδα του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.

(2) Αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι κατά την έκδοση του διατάγματος το ποσό το οποίο θα ήταν δυνατό να ρευστοποιηθεί είναι μικρότερο του ποσού το οποίο το δικαστήριο υπολόγισε ως αντιπροσωπευτικό των εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, το ποσό το οποίο, σύμφωνα με το διάταγμα δήμευσης, πρέπει να ανακτηθεί είναι το ποσό το οποίο, κατά την άποψη του δικαστηρίου, δύναται στην πραγματικότητα να εξασφαλισθεί από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία. Στην περίπτωση αυτή αναφέρεται στο διάταγμα και το ποσό το οποίο έπρεπε να ανακτηθεί ως αντιπροσωπευτικό των εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ποσό το οποίο δύναται να ληφθεί από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία είναι μικρότερο από το ποσό το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί, δύναται να εκδώσει για τη διαφορά μεταξύ των δύο ποσών διάταγμα είτε για τη διαγραφή της διαφοράς είτε για την αναστολή της είσπραξης της, το οποίο, κατά τη γνώμη του και λαμβανομένων υπόψη των λόγων της διαφοράς, κρίνει δίκαιο και σκόπιμο.

Ρευστοποιήσιμη περιουσία και άλλοι βασικοί ορισμοί

13.-(1) Στον παρόντα Νόμο, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), “ρευστοποιήσιμη περιουσία” σημαίνει-

(α) Περιουσία την οποία έχει ο κατηγορούμενος· και

(β) περιουσία την οποία έχει άλλο πρόσωπο προς το οποίο ο κατηγορούμενος άμεσα ή έμμεσα προέβη σε απαγορευμένη από τον παρόντα Νόμο δωρεά.

(2) Στην έννοια της ρευστοποιήσιμης περιουσίας δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε περιουσία η οποία υπόκειται σε κατάσχεση με βάση διάταγμα δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε σε ποινική υπόθεση.

(3) Για τους σκοπούς των άρθρων 11 (Έκθεση γεγονότων και στοιχείων) και 12 (Ποσό που λαμβάνεται δυνάμει διατάγματος δήμευσης) το ποσό το οποίο δύναται, κατά την έκδοση του διατάγματος δήμευσης, να εξασφαλισθεί είναι-

(α) Το σύνολο των αξιών όλης της ρευστοποιήσιμης περιουσίας την οποία έχει ο κατηγορούμενος κατά την έκδοση του διατάγματος·

(β) πλέον το σύνολο όλων των αξιών των κατά την έκδοση του διατάγματος απαγορευμένων από το Νόμο δωρεών·

(γ) μείον το σύνολο των υποχρεώσεων οι οποίες, κατά την έκδοση του διατάγματος, έχουν, σύμφωνα με το εδάφιο (6), προτεραιότητα.

(4) Τηρουμένων των ακόλουθων προνοιών του παρόντος άρθρου, αξία περιουσίας, εκτός από μετρητά, είναι-

(α) Η αγοραία αξία της περιουσίας, όταν αυτή ανήκει αποκλειστικά σε ένα πρόσωπο·

(β) σε περίπτωση κατά την οποία και άλλο πρόσωπο έχει συμφέρον στην εν λόγω περιουσία, η αγοραία αξία της περιουσίας μείον το ποσό το οποίο απαιτείται για την ικανοποίηση του συμφέροντος του άλλου προσώπου και την ακύρωση οποιασδήποτε επιβάρυνσης, εξαιρουμένης επιβάρυνσης με βάση επιβαρυντικό διάταγμα.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αναφορά στην αξία δωρεάς σημαίνει την αξία της περιουσίας στην ανοικτή αγορά κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος δήμευσης ή κατά το χρόνο της δωρεάς, αν η αξία της τότε ήταν μεγαλύτερη από την αξία της κατά την έκδοση του διατάγματος δήμευσης.

(6) Για τους σκοπούς του εδαφίου (3) οι υποχρεώσεις του κατηγορουμένου οι οποίες έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων είναι-

(α) Οι υποχρεώσεις για την καταβολή χρηματικών ποινών οι οποίες επιβλήθηκαν πριν από την έκδοση του διατάγματος δήμευσης ή άλλων ποσών πληρωτέων δυνάμει διατάγματος του δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος δήμευσης·

(β) η υποχρέωση του για την πληρωμή ποσών τα οποία θα περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομιούχων χρεών του κατηγορουμένου, αν κατά την έκδοση του διατάγματος δήμευσης κηρυσσόταν σε πτώχευση ή, προκειμένου περί εταιρείας, αν διαταζόταν η διάλυση της·

(γ) οποιαδήποτε άλλη καλόπιστη απαίτηση εναντίον του κατηγορουμένου την οποία το δικαστήριο κρίνει κατάλληλη για να της δοθεί προτεραιότητα με την επιβολή των όρων που το δικαστήριο κρίνει δίκαιους υπό τις περιστάσεις·

και “Προνομιούχα χρέη” στο εδάφιο αυτό σημαίνει-

(i) σχετικά με πτώχευση, τα χρέη τα οποία πληρώνονται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 38 του περί Πτωχεύσεως Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, ως εάν ήταν η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος δήμευσης η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος παραλαβής·

(ii) σχετικά με διάλυση εταιρείας, τα χρέη τα οποία πληρώνονται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, ως εάν ήταν η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος δήμευσης η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος διάλυσης της εταιρείας·

(iii) σχετικά τόσο με πτώχευση φυσικού προσώπου όσο και με διάλυση εταιρείας, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (6) πιο πάνω.

(7) Οι δωρεές, περιλαμβανομένων και των δωρεών που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, που θεωρούνται απαγορευμένες από τον Νόμο αυτό είναι-

(α) Όσες έγιναν από τον κατηγορούμενο κατά τα τελευταία έξι έτη πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του· ή

(β) όσες έγιναν από τον κατηγορούμενο οποτεδήποτε και αφορούν περιουσία-

(i) την οποία αποδέχτηκε ο κατηγορούμενος ως δωρεά σε σχέση με γενεσιουργό αδίκημα το οποίο διέπραξε ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο·

(ii) η οποία εξολοκλήρου ή μερικώς αντιπροσωπεύει άμεσα ή έμμεσα περιουσία την οποία αποδέχτηκε σε σχέση με γενεσιουργό αδίκημα το οποίο διέπραξε ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο.

(8) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ο κατηγορούμενος λογίζεται ότι προβαίνει σε δωρεά και σε περίπτωση που άμεσα ή έμμεσα μεταβιβάζει περιουσία με αντάλλαγμα σημαντικά χαμηλότερο της πραγματικής αξίας της περιουσίας κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Στην περίπτωση αυτή οι προηγούμενες πρόνοιες του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ως εάν προέβη ο κατηγορούμενος στη δωρεά εκείνου του μέρους της περιουσίας το οποίο σε σύγκριση με την αξία ολόκληρης της περιουσίας αντιπροσωπεύει το ποσοστό της διαφοράς μεταξύ της αξίας του ανταλλάγματος το οποίο δέχτηκε για τη μεταβίβαση της και της πραγματικής αξίας της περιουσίας κατά το χρόνο της μεταβίβασης.

Β. Προσωρινά Διατάγματα
Διάταγμα παγοποίησης

14.-(1) Το δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διάταγμα παγοποίησης σε περίπτωση κατά την οποία-

(α) Έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί ή επίκειται η έναρξη εντός της Δημοκρατίας ποινικής διαδικασίας εναντίον προσώπου για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, ή έχει γίνει αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα δυνάμει των άρθρων 28 (Διάταγμα δήμευσης σε περίπτωση θανάτου ή διαφυγής του κατηγορουμένου), 35 (Επανεξέταση υπόθεσης) ή 36 (Αναθεώρηση υπολογισμού εσόδων) του Νόμου αυτού~ ή

(β) η Μονάδα κατέχει πληροφορία βάσει της οποίας δημιουργείται εύλογη υποψία ότι πρόσωπο δύναται να κατηγορηθεί για διάπραξη αδικήματος συγκάλυψης~ και

(γ) το δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι-

(i) στην περίπτωση αίτησης δυνάμει του άρθρου 36 πληρούνται οι διατάξεις του εδαφίου (3) του ίδιου άρθρου~ και

(ii) το αναφερόμενο στις παραγράφους (α) και (β) πρόσωπο έχει αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.

(2) Το διάταγμα παγοποίησης το οποίο εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) απαγορεύει τη συναλλαγή με οποιοδήποτε τρόπο σε ρευστοποιήσιμη περιουσία. Η απαγόρευση υπόκειται σε όρους ή εξαιρέσεις που το δικαστήριο επιβάλλει ή καθορίζει στο διάταγμα.

(3) Το διάταγμα παγοποίησης δύναται να επηρεάζει-

(α) Ολόκληρη τη ρευστοποιήσιμη περιουσία την οποία έχει συγκεκριμένο πρόσωπο, ανεξάρτητα αν αυτή περιγράφεται ή όχι στο διάταγμα~ και

(β) τη ρευστοποιήσιμη εκείνη περιουσία την οποία έχει συγκεκριμένο πρόσωπο η οποία μεταβιβάστηκε σ’ αυτό μετά την έκδοση του διατάγματος.

(4) Οι πρόνοιες του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε σχέση με περιουσία η οποία βαρύνεται με διάταγμα επιβάρυνσης το οποίο έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 15 (Διάταγμα επιβάρυνσης).

(5) Το διάταγμα παγοποίησης-

(α) Εκδίδεται κατόπιν μονομέρους αίτησης (ex parte) του Γενικού Εισαγγελέα~ και

(β) περιλαμβάνει πρόνοια για την επίδοση ειδοποίησης προς όλα τα επηρεαζόμενα από το διάταγμα πρόσωπα.

(6) Το διάταγμα παγοποίησης-

(α) Δύναται να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί αναφορικά με την περιουσία που επηρεάζεται~

(β) ακυρώνεται μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται~

(γ) ακυρώνεται αν αίτηση δυνάμει του άρθρου 35 (Επανεξέταση υπόθεσης) ή του άρθρου 36 (Αναθεώρηση υπολογισμού εσόδων) δεν υποβληθεί σε εύλογο κατά τη γνώμη του δικαστηρίου χρόνο.

(7) Το δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε μετά την έκδοση του διατάγματος παγοποίησης να διορίσει παραλήπτη-

(α) Για να θέσει υπό την κατοχή και τον έλεγχο του ρευστοποιήσιμη περιουσία~ και

(β) για να διαχειρίζεται ή άλλως πως να συναλλάσσεται σε σχέση με την εν λόγω περιουσία, σύμφωνα με τις οδηγίες του δικαστηρίου.

(8) Το δικαστήριο δύναται κατά το διορισμό του παραλήπτη να επιβάλει τους όρους που κρίνει αναγκαίους και να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται περιουσία για την οποία έχει διοριστεί ο παραλήπτης να την παραδώσει σε αυτόν.

(9) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα της, η φράση “συναλλάσσεται σε σχέση με περιουσία” περιλαμβάνει-

(α) Πληρωμή έναντι χρέους με σκοπό τη μείωση του~ και

(β) τη μετακίνηση ή μεταφορά της περιουσίας εκτός της Δημοκρατίας.

(10) Μετά την έκδοση διατάγματος παγοποίησης η ρευστοποιήσιμη περιουσία δύναται να κατασχεθεί με σκοπό να παρεμποδιστεί η μετακίνηση ή μεταφορά της εκτός Κύπρου.

(11) Περιουσία η οποία κατάσχεται δυνάμει του εδαφίου (10) πιο πάνω υπόκειται στις οδηγίες του δικαστηρίου.

(12) Το Δικαστήριο δεν ασκεί τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του άρθρου αυτού-

(α) Αν ικανοποιηθεί ότι η προώθηση της διαδικασίας ή αίτησης καθυστερεί χωρίς να υπάρχει εύλογη αιτία~ ή

(β) αν ο Γενικός Εισαγγελέας δηλώσει ότι δε σκοπεύει να προωθήσει την εν λόγω διαδικασία ή αίτηση.

Διάταγμα επιβάρυνσης

15.-(1) Το δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διάταγμα επιβάρυνσης τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης, αλλά το διάταγμα επιβάρυνσης εκδίδεται πριν από την έκδοση διατάγματος δήμευσης μόνο αν-

(α) Έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί ή επίκειται η έναρξη εντός της Δημοκρατίας ποινικής διαδικασίας εναντίον προσώπου για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, ή έχει γίνει αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα δυνάμει των άρθρων 28 (Διάταγμα δήμευσης σε περίπτωση θανάτου ή διαφυγής του κατηγορουμένου), 35 (Επανεξέταση υπόθεσης) ή 36 (Αναθεώρηση υπολογισμού εσόδων) του Νόμου αυτού~ ή

(β) η Μονάδα κατέχει πληροφορία βάσει της οποίας δημιουργείται εύλογη υποψία ότι πρόσωπο δύναται να κατηγορηθεί για διάπραξη αδικήματος συγκάλυψης~ και

(γ) το δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι-

(i) στην περίπτωση αίτησης δυνάμει του άρθρου 36 (Αναθεώρηση υπολογισμού εσόδων) πληρούνται οι διατάξεις του εδαφίου (3) του ίδιου άρθρου~ και

(ii) το αναφερόμενο στις παραγράφους (α) και (β) πρόσωπο έχει αποκομίσει όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.

(2) Το διάταγμα το οποίο εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) καλείται διάταγμα επιβάρυνσης ή επιβαρυντικό διάταγμα και ανεξαρτήτως των προνοιών άλλων νόμων δημιουργεί επιβάρυνση επί ρευστοποιήσιμης περιουσίας, όπως αυτή προσδιορίζεται στο διάταγμα, με σκοπό την εξασφάλιση καταβολής προς τη Δημοκρατία-

(α) Ποσού ίσου με την αξία της περιουσίας η οποία επιβαρύνεται με το διάταγμα στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν έχει εκδοθεί διάταγμα δήμευσης~ και

(β) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ποσού το οποίο δεν υπερβαίνει το δυνάμει του διατάγματος δήμευσης πληρωτέο ποσό.

(3) Επιβαρυντικό διάταγμα εκδίδεται κατόπιν μονομερούς αίτησης (ex parte) του Γενικού Εισαγγελέα.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), επιβάρυνση δυνάμει επιβαρυντικού διατάγματος δύναται να επιβληθεί μόνο-

(α) Επί συμφέροντος το οποίο ο κατηγορούμενος έχει σε ρευστοποιήσιμη περιουσία είτε του είδους που περιγράφεται στο εδάφιο (5) πιο κάτω είτε δυνάμει εμπιστεύματος~

(β) επί συμφέροντος το οποίο έχει άλλο πρόσωπο σε ρευστοποιήσιμη περιουσία είτε του είδους που περιγράφεται στο εδάφιο (5) πιο κάτω είτε δυνάμει εμπιστεύματος και προς το οποίο ο κατηγορούμενος έχει προβεί σε δωρεά απαγορευμένη από το Νόμο αυτό.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (12), τα είδη περιουσίας που αναφέρονται στο εδάφιο (4) είναι-

(α) Ακίνητη περιουσία~

(β) τα ακόλουθα ομόλογα:

(i) κυβερνητικά ομόλογα~

(ii) ομόλογα οποιουδήποτε νομικού προσώπου που συστάθηκε στη Δημοκρατία~

(iii) ομόλογα νομικού προσώπου που συστάθηκε εκτός της Δημοκρατίας και τα οποία είναι εγγεγραμμένα σε μητρώο το οποίο τηρείται στη Δημοκρατία~

(γ) μερίδιο σε εμπίστευμα μονάδων για το οποίο τηρείται μητρώο των μεριδούχων οπουδήποτε εντός της Δημοκρατίας~

(δ) καταθέσεις σε δικαστήριο.

(6) Όταν το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα επιβάρυνσης επί συμφέροντος σε είδος περιουσίας από τα αναφερόμενα στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (5), δύναται να διατάξει όπως η επιβάρυνση επεκταθεί και καλύψει συμφέρον επί μερίσματος ή επί τόκου πληρωτέου σε σχέση με την εν λόγω περιουσία.

(7) Το δικαστήριο δύναται με διάταγμα του να ακυρώσει ή να τροποποιήσει επιβαρυντικό διάταγμα και εν πάση περιπτώσει ακυρώνει επιβαρυντικό διάταγμα μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας για το αδίκημα ή κατόπιν κατάθεσης στο δικαστήριο του ποσού η πληρωμή του οποίου εξασφαλίστηκε με την έκδοση του επιβαρυντικού διατάγματος ή αν οι αιτήσεις δυνάμει των άρθρων 35 (Επανεξέταση υπόθεσης) ή 36 (Αναθεώρηση υπολογισμού εσόδων) δε γίνουν μέσα σε εύλογο κατά τη γνώμη του δικαστηρίου χρόνο.

(8) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα επιβάρυνσης χωρίς όρους ή με την επιβολή όρων σχετικά με την επίδοση γνωστοποίησης στα πρόσωπα τα οποία έχουν οποιοδήποτε συμφέρον στην επηρεαζόμενη περιουσία ή σχετικά με το χρόνο εκτέλεσης της επιβάρυνσης ή σχετικά με άλλα θέματα.

(9) Η έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (5) έχει όλες ή μερικές από τις πιο κάτω συνέπειες, τις οποίες καθορίζει το δικαστήριο, το οποίο δύναται να επιβάλει τους όρους ή να δώσει τις οδηγίες που κρίνει αναγκαίες ή συμπληρωματικές της συνέπειας ή των συνεπειών που έχει ορίσει-

(α) Τη δημιουργία επιβάρυνσης υπέρ της Δημοκρατίας στην περιουσία για την οποία εκδίδεται το διάταγμα με την πληρωμή του ποσού που αναφέρεται στο εδάφιο (1) με προτεραιότητα του συμφέροντος της Δημοκρατίας έναντι όλων των χρεών και υποχρεώσεων του κατηγορουμένου που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο προγενέστερου επιβαρυντικού διατάγματος στα ίδια περιουσιακά στοιχεία ή άλλων επιβαρύνσεων που δε δημιουργήθηκαν πριν από την έκδοση του διατάγματος με οποιοδήποτε νομικό τρόπο~

(β) την απαγόρευση μεταβιβάσεων, πωλήσεων, πληρωμών ή άλλων συναλλαγών σε σχέση με το αντικείμενο του διατάγματος, χωρίς να επηρεάζεται η εκτέλεση αποφάσεων ή διαταγμάτων του δικαστηρίου που εκδόθηκαν πριν από την έκδοση του διατάγματος~

(γ) την απαγόρευση πληρωμής μερισμάτων στο χρεώστη σε σχέση με το αντικείμενο του διατάγματος~

(δ) στην περίπτωση εμπιστεύματος μονάδων, την απαγόρευση οποιασδήποτε απόκτησης των μονάδων ή συναλλαγής σε σχέση με τις μονάδες από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί αρμοδιότητα βάσει του εμπιστεύματος.

Μετά την επίδοση του διατάγματος σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει του εδαφίου αυτού δημιουργείται υποχρέωση του προσώπου αυτού να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο του διατάγματος και περαιτέρω, αν το πρόσωπο αυτό τηρεί οποιοδήποτε μητρώο σχετικά με την εγγραφή μεταβίβασης ή οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή σχετική με το αντικείμενο του διατάγματος, οφείλει να προβεί σε όλες τις καταχωρήσεις ή τροποποιήσεις σ’ αυτή που είναι επακόλουθο του διατάγματος.

(10) Επιβαρυντικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε σε σχέση με ακίνητη περιουσία κατατίθεται στο επαρχιακό κτηματολογικό γραφείο της επαρχίας όπου βρίσκεται η περιουσία που επηρεάζεται και ακολούθως εφαρμόζονται με ανάλογες αναπροσαρμογές οι πρόνοιες των άρθρων 57, 60 και 61 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ως εάν-

(α) Το επιβαρυντικό διάταγμα αποτελούσε απόφαση του Δικαστηρίου για χρέος~ και

(β) η κατάθεση του διατάγματος αποτελούσε εγγραφή της απόφασης του δικαστηρίου για χρέος.

(11) Κάθε διάταγμα το οποίο τροποποιεί ή ακυρώνει επιβαρυντικό διάταγμα επί ακινήτου περιουσίας κατατίθεται στο επαρχιακό κτηματολογικό γραφείο της επαρχίας όπου βρίσκεται η περιουσία που επηρεάζεται και ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός τροποποιεί ή διαγράφει, ανάλογα με την περίπτωση, τη σχετική καταχώριση στο μητρώο το οποίο τηρείται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 60 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

(12)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Κανονισμούς να τροποποιεί το εδάφιο (5) με την προσθήκη ή αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων τα οποία, κατά τη γνώμη του, έπρεπε να είχαν προστεθεί ή διαγραφεί, νοουμένου ότι σε περίπτωση προσθήκης νέου περιουσιακού στοιχείου η εν λόγω προσθήκη δε συνεπάγεται άλλες τροποποιήσεις του Νόμου.

(β) Κανονισμοί που εκδίδονται με βάση το εδάφιο αυτό κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και ακολούθως εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου, Νόμου του 1989.

(13) Το Δικαστήριο δεν ασκεί τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του άρθρου αυτού-

(α) Αν ικανοποιηθεί ότι η προώθηση της διαδικασίας ή αίτησης καθυστερεί χωρίς να υπάρχει εύλογη αιτία~ ή

(β) αν ο Γενικός Εισαγγελέας δηλώσει ότι δε σκοπεύει να προωθήσει τη διαδικασία ή αίτηση.

Ακύρωση διατάγματος παγοποίησης και επιβάρυνσης

16.-(1) Το δικαστήριο ακυρώνει διατάγματα τα οποία εκδόθηκαν πριν από την έκδοση διατάγματος δήμευσης με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 14 (Διάταγμα παγοποίησης) και 15 (Διάταγμα επιβάρυνσης), αν η επικείμενη ποινική διαδικασία δεν έχει αρχίσει μέσα σε λογική χρονική περίοδο ή μέσα στη χρονική περίοδο την οποία το δικαστήριο όρισε το ίδιο το διάταγμα.

(2) Όταν οι εξουσίες οι οποίες παρέχονται δυνάμει των άρθρων 14 και 15 ασκούνται πριν αρχίσει η ποινική διαδικασία, τότε-

(α) Η αναφορά στον κατηγορούμενο που γίνεται στον παρόντα Νόμο ερμηνεύεται ως αναφορά στο πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 14(1)(α) και το άρθρο 15(1)(α)~

(β) η αναφορά στη ρευστοποιήσιμη περιουσία που γίνεται στον παρόντα Νόμο ερμηνεύεται ως εάν είχε αρχίσει ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 14(1)(α) ή στο άρθρο 15(1)(α) για τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος αμέσως πριν από την έκδοση του σχετικού διατάγματος δυνάμει των άρθρων 14 (Διάταγμα παγοποίησης) και 15 (Διάταγμα επιβάρυνσης).

Γ. Άλλα μέτρα
Διορισμός παραλήπτη

17.-(1) Μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης για το οποίο δεν έχει καταχωρισθεί έφεση και το οποίο παραμένει ανεκτέλεστο, το δικαστήριο δύναται με αίτηση της κατηγορούσας αρχής να ασκήσει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να προβεί στο διορισμό παραλήπτη για τη ρευστοποίηση της περιουσίας~

(β) να εξουσιοδοτήσει τον εν λόγω παραλήπτη ή τον παραλήπτη που διορίζεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (7) του άρθρου 14 ή δυνάμει άλλων προνοιών σχετικά με την έκδοση επιβαρυντικών διαταγμάτων-

(i) να εκτελέσει οποιαδήποτε επιβάρυνση η οποία έχει επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 15 επί ρευστοποιήσιμης περιουσίας ή επί τόκων ή μερισμάτων πληρωτέων σε σχέση με την περιουσία αυτή~ και

(ii) να θέσει υπό την κατοχή του οποιαδήποτε άλλη ρευστοποιήσιμη περιουσία η οποία δεν υπόκειται σε επιβάρυνση με την επιβολή όρων και εξαιρέσεων, αν το δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο~

(γ) να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται ρευστοποιήσιμη περιουσία να την παραδώσει στον εν λόγω παραλήπτη~

(δ) να εξουσιοδοτήσει τον εν λόγω παραλήπτη να ρευστοποιήσει ρευστοποιήσιμη περιουσία με τον τρόπο που το δικαστήριο ορίζει~

(ε) να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον επί ρευστοποιήσιμης περιουσίας να πληρώσει στον παραλήπτη οποιαδήποτε ποσά σχετικά με οποιοδήποτε συμφέρον το οποίο έχει ο κατηγορούμενος ή ο δωρεοδόχος απαγορευμένης δωρεάς και ακολούθως το δικαστήριο δύναται, αφού γίνει η πληρωμή, να διατάξει να μεταβιβαστεί, παραχωρηθεί ή διαγραφεί οποιοδήποτε συμφέρον στην περιουσία.

(2) Οι παράγραφοι (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται σχετικά με περιουσία η οποία επηρεάζεται από επιβάρυνση η οποία έχει δημιουργηθεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 15 (Διάταγμα επιβάρυνσης).

(3) Το δικαστήριο ασκεί τις εξουσίες που του παρέχουν οι παράγραφοι (β)(i), (δ) και (ε) του εδαφίου (1), μόνο αν πεισθεί ότι δόθηκε η εύλογη ευκαιρία σε όλα τα πρόσωπα τα οποία έχουν συμφέρον στην περιουσία που επηρεάζεται να υποβάλουν τις απόψεις τους στο δικαστήριο.

(4) Παραλήπτης διοριζόμενος δυνάμει του παρόντος άρθρου έχει τις ίδιες εξουσίες, στην έκταση που αυτές δε συγκρούονται με πρόνοιες του παρόντος Νόμου, που θα είχε αν διοριζόταν για σκοπούς πώλησης, διάθεσης ή ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων βαρυνόμενων με επιβαρυντικό διάταγμα για την ικανοποίηση χρέους σε πολιτική υπόθεση, σύμφωνα με τον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο.

Διάταγμα πώλησης ομολόγων

18.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), σε περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο του διατάγματος επιβάρυνσης είναι η περιουσία που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (5) του άρθρου 15 (Διάταγμα επιβάρυνσης), η διάθεση, πώληση ή ρευστοποίηση της εν λόγω περιουσίας γίνεται μόνο με διάταγμα του δικαστηρίου το οποίο εκδίδεται κατόπιν αίτησης της κατηγορούσας αρχής ή του παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί δυνάμει του άρθρου 17 (Διορισμός παραλήπτη) και το οποίο καλείται διάταγμα πώλησης ομολόγων.

(2) Το δικαστήριο, κατά την έκδοση διατάγματος πώλησης ομολόγων, δύναται να επιβάλει οποιουσδήποτε όρους κρίνει αναγκαίους για τη διασφάλιση των συμφερόντων όσων έχουν συμφέρον στην πώληση των εν λόγω ομολόγων.

(3) Το δικαστήριο, προτού εκδώσει διάταγμα πώλησης ομολόγων, εξασφαλίζει τις απόψεις όλων των ενδιαφερομένων, περιλαμβανομένου του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, καθώς και των συμβούλων εταιρείας ή άλλου νομικού προσώπου, με σκοπό την εξακρίβωση των διάφορων συμφερόντων στην υπό επιβάρυνση περιουσία τα οποία δυνατό να επηρεάζονται από την πώληση, ρευστοποίηση ή διάθεση της. Το δικαστήριο δύναται για το σκοπό αυτό να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμες και αναγκαίες.

(4) Διάταγμα πώλησης ομολόγων δύναται να εκδοθεί μόνο μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο του επιβαρυντικού διατάγματος είναι μετοχές εταιρείας, η πώληση τους γίνεται με δημόσιο πλειστηριασμό, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, και ακολούθως ισχύουν οι ίδιες διατάξεις που ισχύουν και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το επιβαρυντικό διάταγμα εκδίδεται για χρέος σε πολιτική υπόθεση, σύμφωνα με τον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο.

Διάθεση του προϊόντος της ρευστοποίησης περιουσίας

19.-(1) Τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και τα οποία περιέρχονται στην κατοχή του παραλήπτη, είτε αυτός διορίστηκε με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 14 (Διάταγμα παγοποίησης) ή 17 (Διορισμός παραλήπτη) είτε με σκοπό την εκτέλεση επιβαρυντικού διατάγματος, διατίθενται για λογαριασμό του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (4), έναντι του δυνάμει του διατάγματος δήμευσης πληρωτέου ποσού, το οποίο και μειώνεται ανάλογα, αφού προηγουμένως αφαιρεθούν από αυτά τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (3).

(2) Τα ποσά που διατίθενται σύμφωνα με το εδάφιο (1) είναι -

(α) Οι εισπράξεις από την εκποίηση επιβάρυνσης η οποία έχει επιβληθεί με βάση το άρθρο 15 (Διάταγμα επιβάρυνσης)~

(β) οι εισπράξεις από τη ρευστοποίηση περιουσίας δυνάμει των προνοιών των άρθρων 14 ή 17 οι οποίες δεν προέρχονται από εκποίηση επιβάρυνσης~

(γ) άλλα ποσά τα οποία ανήκουν στον κατηγορούμενο.

(3) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 126 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, τα ποσά τα οποία αφαιρούνται από τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (2), προτού μειωθεί το οφειλόμενο δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσό, είναι-

(α) Η αμοιβή και τα έξοδα του παραλήπτη~

(β) τα ποσά εκείνα τα οποία η κατηγορούσα αρχή κατέβαλε δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 24 (Παραλήπτης. Συμπληρωματικές διατάξεις)~

(γ) πληρωμές τις οποίες διέταξε το δικαστήριο.

(4) Τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (2) διατίθενται ως ακολούθως:

(α) Τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (3) πληρώνονται με τη σειρά που ακολουθείται στο εν λόγω εδάφιο, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετκά~

(β) το υπόλοιπο θεωρείται χρηματική ποινή και διατίθεται για εξόφληση του πληρωτέου δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσού~

(γ) αν μετά την πλήρη εξόφληση του πληρωτέου δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσού παραμένει οποιοδήποτε υπόλοιπο, αυτό διανέμεται μεταξύ όσων είχαν δικαιώματα επί της περιουσίας που ρευστοποιήθηκε και με την αναλογία την οποία το δικαστήριο ορίζει, αφού προηγουμένως παρασχεθεί εύλογη ευκαιρία σε όλα τα πιο πάνω πρόσωπα να εκθέσουν τις απόψεις τους ενώπιον του δικαστηρίου.

Γενικές αρχές για την άσκηση ορισμένων εξουσιών

20. Οι βασικές αρχές βάσει των οποίων ασκούνται οι εξουσίες οι οποίες παρέχονται στο δικαστήριο δυνάμει των άρθρων 15 (Διάταγμα επιβάρυνσης) και 19 (Διάθεση του προϊόντος της ρευστοποίησης περιουσίας) ή στον παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί δυνάμει των άρθρων 14 (Διάταγμα παγοποίησης) και 17 (Διορισμός παραλήπτη) ή κατ’ ακολουθίαν επιβαρυντικού διατάγματος είναι οι ακόλουθες:

(α) Σε περίπτωση κατά την οποία ρευστοποιήσιμη περιουσία βρίσκεται στην κατοχή προσώπου προς το οποίο ο κατηγορούμενος άμεσα ή έμμεσα προέβη σε απαγορευμένη δωρεά, ανακτάται η αξία της δωρεάς και όχι περισσότερο~

(β) επιτρέπεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός του κατηγορουμένου ή του δωρεοδόχου απαγορευμένης δωρεάς, να κρατήσει ή να επανακτήσει την αξία οποιασδήποτε περιουσίας του ανήκει~

(γ) παραβλέπονται τυχόν υποχρεώσεις του κατηγορουμένου ή του δωρεοδόχου απαγορευμένης δωρεάς οι οποίες συγκρούονται με την υποχρέωση για εξόφληση του πληρωτέου δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσού~

(δ) τηρουμένων των πιο πάνω αρχών, εξοφλείται το πληρωτέο δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσό με την εξασφάλιση της τρέχουσας αξίας της ρευστοποιήσιμης περιουσίας.

Τροποποίηση διατάγματος δήμευσης

21.-(1) Το δικαστήριο, αν κατόπιν αίτησης του κατηγορουμένου ή του παραλήπτη που έχει διοριστεί δυνάμει του άρθρου 17 (Διορισμός παραλήπτη), ή κατόπιν αίτησης για έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος, ικανοποιηθεί ότι η ρευστοποιήσιμη περιουσία δεν επαρκεί για την εξόφληση οποιουδήποτε ποσού το οποίο οφείλεται δυνάμει διατάγματος δήμευσης, δύναται, τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (2), να τροποποιήσει το διάταγμα δήμευσης-

(α) Με την αντικατάσταση του ποσού του διατάγματος δήμευσης με οποιοδήποτε μικρότερο ποσό το οποίο κρίνει δίκαιο~ και

(β) με την αντικατάσταση των περιόδων φυλάκισης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 126 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και στο άρθρο 9 (Διαδικασία εκτέλεσης διατάγματος δήμευσης) του παρόντος Νόμου, σχετικά με το ποσό το οποίο θα έπρεπε να εισπραχθεί με βάση το διάταγμα δήμευσης, με οποιαδήποτε άλλη μικρότερη περίοδο ανάλογη, σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες, με το μικρότερο ποσό το οποίο θα εισπραχθεί.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1)-

(α) Σε περίπτωση κατά την οποία ρευστοποιήσιμη περιουσία ανήκει σε πτωχεύσαντα, αυτή λογίζεται ως περιουσία της οποίας το μέρος το οποίο θα ήταν δυνατό να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών του πτωχεύσαντος δεν μπορεί να ανακτηθεί, αλλά

(β) δε λογίζεται ως περιουσία που δεν μπορεί να ανακτηθεί οποιαδήποτε ανεπάρκεια στη ρευστοποιήσιμη περιουσία η οποία, κατά την άποψη του δικαστηρίου, οφείλεται εξ ολοκλήρου ή μερικώς σε πράξεις του κατηγορουμένου οι οποίες σκοπό είχαν την προστασία περιουσίας προσώπου στο οποίο ο κατηγορούμενος άμεσα ή έμμεσα προέβη σε απαγορευμένη δωρεά από τους κινδύνους ρευστοποίησης της δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου.

(3) Η αίτηση για τροποποίηση του διατάγματος δήμευσης υποβάλλεται γραπτώς, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προς επιβεβαίωση των γεγονότων στα οποία στηρίζεται και επιδίδεται στην κατηγορούσα αρχή και σε άλλα πρόσωπα που επηρεάζονται, όπως διατάσσει το δικαστήριο.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου “δικαστήριο” σημαίνει το δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το διάταγμα δήμευσης ή άλλο δικαστήριο με την ίδια καθ’ ύλην δικαιοδοσία.

Πτώχευση του κατηγορουμένου

22.-(1) Όταν πρόσωπο το οποίο έχει ρευστοποιήσιμη περιουσία κηρυχθεί σε πτώχευση, για τους σκοπούς του περί Πτωχεύσεως Νόμου εξαιρείται από την περιουσία του προσώπου αυτού-

(α) Περιουσία η οποία αποτελεί αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης το οποίο εκδόθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος δυνάμει του οποίου το εν λόγω πρόσωπο κηρύχθηκε σε πτώχευση~ και

(β) το προϊόν της ρευστοποίησης περιουσίας με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 14(6), 17(1)(δ) και 17(1)(ε) το οποίο βρίσκεται στην κατοχή παραλήπτη ο οποίος διορίστηκε με βάση τα άρθρα 14 (Διάταγμα παγοποίησης) ή 17 (Διορισμός παραλήπτη).

(2) Όταν πρόσωπο κηρυχθεί σε πτώχευση, οι εξουσίες οι οποίες παρέχονται είτε στο δικαστήριο δυνάμει των άρθρων 14 μέχρι 18 είτε στον παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί για τους σκοπούς των εν λόγω άρθρων δεν ασκούνται σε σχέση με οποιαδήποτε περιουσία του πτωχεύσαντος η οποία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 41 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, υπόκειται σε διανομή μεταξύ των πιστωτών.

(3) Οι πρόνοιες του εδαφίου (1) δεν επηρεάζουν την εκτέλεση επιβαρυντικού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης ή εκδόθηκε σε σχέση με περιουσία η οποία αποτελούσε αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης, όταν εκδιδόταν το διάταγμα πτώχευσης.

(4) Οι πρόνοιες του περί Πτωχεύσεως Νόμου δεν περιορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Επίσημος Παραλήπτης ενεργεί ως προσωρινός παραλήπτης δυνάμει των άρθρων 9 και 10 του περί Πτωχεύσεως Νόμου και η περιουσία του χρεώστη αποτελεί αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης, η διαχείριση της περιουσίας αυτής γίνεται σύμφωνα με οδηγίες του δικαστηρίου, χωρίς να επηρεάζεται τυχόν δικαίωμα επίσχεσης εξόδων, περιλαμβανομένης και της αμοιβής του παραλήπτη, τα οποία έχουν γίνει σε σχέση με την περιουσία αυτή.

(6) Όταν πρόσωπο το οποίο έχει κηρυχθεί σε πτώχευση άμεσα ή έμμεσα προβαίνει σε απαγορευμένη δωρεά περιουσίας, οι πρόνοιες του άρθρου 46 του περί Πτωχεύσεως Νόμου-

(α) Δεν εφαρμόζονται αναφορικά με την εν λόγω δωρεά, αν-

(i) αυτή έγινε οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια που εκκρεμούσε εναντίον του πτωχεύσαντος ποινική διαδικασία για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος~

(ii) αυτή έγινε κατά τη διάρκεια εκκρεμότητας αίτησης εναντίον του πτωχεύσαντος, δυνάμει των άρθρων 28 (Διάταγμα δήμευσης σε περίπτωση θανάτου ή διαφυγής του κατηγορουμένου), 35 (Επανεξέταση υπόθεσης) ή 36 (Αναθεώρηση υπολογισμού εσόδων)~ ή

(iii) αν η περιουσία του δωρεοδόχου αποτελεί αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης ή επιβάρυνσης, αλλά

(β) εφαρμόζονται μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, αφού ληφθούν υπόψη τυχόν ρευστοποιήσεις που έχουν γίνει με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου σε σχέση με την περιουσία του δωρεοδόχου.

Διάλυση εταιρείας που κατέχει ρευστοποιήσιμη περιουσία

23.-(1) Όταν ρευστοποιήσιμη περιουσία ανήκει σε εταιρεία αναφορικά με τη διάλυση της οποίας έχει εκδοθεί διάταγμα διάλυσης ή έχει εγκριθεί σχετική απόφαση, οι αρμοδιότητες του εκκαθαριστή ή του προσωρινού εκκαθαριστή δεν ασκούνται σε σχέση με-

(α) Περιουσία η οποία αποτελεί το αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης το οποίο εκδόθηκε πριν από τη σχετική ημερομηνία, όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (4)~

(β) το προϊόν της ρευστοποίησης περιουσίας δυνάμει των άρθρων 14(6), 17(1)(δ) ή 17(1)(ε) το οποίο βρίσκεται στην κατοχή παραλήπτη που διορίστηκε δυνάμει του άρθρου 14 (Διάταγμα παγοποίησης) ή 17 (Διορισμός παραλήπτη):

Νοείται ότι θα πληρώνονται από τα πιο πάνω περιουσιακά στοιχεία οι δαπάνες, περιλαμβανομένης και της αμοιβής του εκκαθαριστή ή του προσωρινού εκκαθαριστή, οι οποίες έχουν γίνει σχετικά με την εν λόγω περιουσία κατά τη διάλυση της εταιρείας.

(2) Σε περίπτωση εταιρείας για τη διάλυση της οποίας έχει εκδοθεί διάταγμα διάλυσης ή έχει εγκριθεί σχετική απόφαση, οι εξουσίες οι οποίες παρέχονται στο δικαστήριο δυνάμει των άρθρων 14 μέχρι 18 ή στον παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί με βάση τα εν λόγω άρθρα δεν ασκούνται για ρευστοποιήσιμη περιουσία της εταιρείας σε σχέση με την οποία ο εκκαθαριστής της εταιρείας θα μπορούσε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του, αν με την άσκηση των πιο πανω εξουσιών ο εκκαθαριστής-

(α) Εμποδίζεται στην άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων του για σκοπούς διανομής της περιουσίας της εταιρείας στους πιστωτές της~ ή

(β) εμποδίζεται στην πληρωμή δαπανών περιλαμβανομένης και της αμοιβής του εκκαθαριστή ή του προσωρινού εκκαθαριστή, οι οποίες δεόντως έχουν γίνει σχετικά με την εν λόγω περιουσία κατά τη διάλυση της εταιρείας:

Νοείται ότι οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου δεν περιορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την άσκηση των πιο πάνω εξουσιών.

(3) Το εδάφιο (2) δεν επηρεάζει την εκτέλεση διατάγματος επιβάρυνσης το οποίο εκδόθηκε πριν από τη σχετική ημερομηνία ή σε σχέση με περιουσία η οποία αποτελούσε αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης κατά τη σχετική ημερομηνία, όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (4).

(4) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου:

“εταιρεία” σημαίνει εταιρεία η οποία διαλύεται με βάση τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου~

“σχετική ημερομηνία” σημαίνει-

(α) Την ημερομηνία κατά την οποία εγκρίθηκε η απόφαση για την εθελοντική διάλυση εταιρείας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες-

(i) δεν έχει εκδοθεί διάταγμα για τη διάλυση της~ ή

(ii) εκδόθηκε διάταγμα διάλυσης, αλλά, προτού καταχωριστεί η αίτηση για τη διάλυση της από το δικαστήριο, εγκρίθηκε απόφαση για τη διάλυση της~

(β) την ημερομηνία έκδοσης διατάγματος για τη διάλυση της σε όλες τις άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες εκδόθηκε διάταγμα διάλυσης.

Παραλήπτης. Συμπληρωματικές διατάξεις

24.-(1) Παραλήπτης ο οποίος διορίζεται δυνάμει των άρθρων 14 (Διάταγμα παγοποίησης) ή 17 (Διορισμός παραλήπτη) ή διορίζεται κατ’ ακολουθίαν επιβαρυντικού διατάγματος δεν είναι υπεύθυνος έναντι οποιουδήποτε προσώπου για τυχόν απώλεια ή ζημιά που προκαλείται σε αυτό από οποιαδήποτε πράξη του σε σχέση με περιουσία του προσώπου η οποία δεν ήταν ρευστοποιήσιμη, νοουμένου ότι ο εν λόγω παραλήπτης-

(α) Θα είχε το δικαίωμα να προβεί στη συγκεκριμένη πράξη, αν η εν λόγω περιουσία ήταν ρευστοποιήσιμη~

(β) είχε την πεποίθηση ή βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι είχε δικαίωμα να προβεί στη συγκεκριμένη πράξη~ και

(γ) η απώλεια ή ζημιά δεν προκλήθηκε από αμέλεια του.

(2) Αν ποσά τα οποία οφείλονται σχετικά με την αμοιβή ή τα έξοδα του παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου παραμένουν απλήρωτα, επειδή δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα ποσά για την πληρωμή της αμοιβής ή των εξόδων, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 19 (Διάθεση του προϊόντος της ρευστοποίησης περιουσίας) τα απλήρωτα αυτά ποσά καταβάλλονται από τη Δημοκρατία.

Αποζημιώσεις

25.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) το δικαστήριο δύναται να επιδικάσει αποζημιώσεις σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είχε ρευστοποιήσιμη περιουσία, σε περίπτωση κατά την οποία η ποινική διαδικασία η οποία άρχισε εναντίον του προσώπου σχετικά με τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος-

(α) Δεν κατέληξε σε καταδίκη~ ή

(β) κατέληξε σε καταδίκη, αλλά κατόπιν έφεσης η καταδίκη ακυρώθηκε, χωρίς να αντικατασταθεί με καταδίκη για άλλο παρόμοιο αδίκημα.

(2) Η αξίωση για καταβολή αποζημιώσεων υποβάλλεται με αγωγή.

(3) Το δικαστήριο επιδικάζει αποζημιώσεις δυνάμει του εδαφίου (1) πιο πάνω αν ικανοποιηθεί ότι-

(α) Υπήρξε σοβαρή παράλειψη εκ μέρους οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έλαβε μέρος στη διερεύνηση ή στη δίωξη του εν λόγω αδικήματος ή αδικημάτων και ότι η δίωξη δε θα άρχιζε ή δε θα συνεχιζόταν, αν δεν υπήρχε η εν λόγω παράλειψη, και

(β) ο ενάγων υπέστη ουσιαστική ζημιά ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας που έγινε σε σχέση με περιουσία του δυνάμει διατάγματος του δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε με βάση τα άρθρα 14 μέχρι 18, και των δύο περιλαμβανομένων.

(4) Το ποσό των αποζημιώσεων πρέπει να είναι δίκαιο, αφού το δικαστήριο λάβει υπόψη κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων όλα τα περιστατικά της υπόθεσης.

(5) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση όπου το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 28 (Διάταγμα δήμευσης σε περίπτωση θανάτου ή διαφυγής του κατηγορουμένου).

Ειδικές υπερασπίσεις προσώπων τα οποία παρέχουν βοήθεια για διάπραξη αδικημάτων συγκάλυψης

26.-(1) Σε ποινική διαδικασία σχετικά με παροχή βοήθειας για διάπραξη αδικήματος συγκάλυψης κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 (Αδικήματα συγκάλυψης) αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, αν αποδείξει ότι σκόπευε να αποκαλύψει σε αστυνομικό ή στη Μονάδα την υποψία ή την πεποίθηση του ή τα γεγονότα επί των οποίων στήριζε την υποψία ή την πεποίθηση του, σχετικά με τη συμφωνία ή τη διευθέτηση, και ότι η παράλειψη του να πράξει αυτό οφειλόταν σε λογική αιτία.

(2) Όταν πρόσωπο αποκαλύψει σε αστυνομικό ή στη Μονάδα την υποψία ή την πεποίθηση του ότι ποσά ή επενδύσεις προέρχονται από γενεσιουργό αδίκημα ή χρησιμοποιούνται σε σχέση με αυτό, καθώς και οτιδήποτε άλλο επί του οποίου στηρίζει την εν λόγω υποψία ή πεποίθηση του, τότε-

(α) Η αποκάλυψη αυτή δε λογίζεται ως παραβίαση οποιουδήποτε συμβατικού περιορισμού στην αποκάλυψη πληροφοριών· και

(β) αν το εν λόγω πρόσωπο προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά παράβαση του άρθρου 4 (Αδικήματα συγκάλυψης) και η αποκάλυψη αναφέρεται στην εν λόγω ενέργεια, το πρόσωπο αυτό δε διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση των προνοιών του εν λόγω άρθρου, αν πληρούνται οι πιο κάτω διατάξεις:

(i) η εν λόγω ενέργεια έγινε με τη συγκατάθεση του αστυνομικού ή της Μονάδας μετά την πιο πάνω αποκάλυψη· ή

(ii) αν η ενέργεια έγινε πριν από την αποκάλυψη, η αποκάλυψη έγινε αυτοβούλως και χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μόλις παρασχέθηκε στον πληροφοριοδότη σχετική εύλογη ευκαιρία.

(γ)  η μη εκτέλεση ή η καθυστέρηση της εκτέλεσης εντολής υπό του εν λόγω προσώπου, μετά από οδηγίες της Μονάδας, σχετικά με ποσά ή επενδύσεις που αναφέρονται πιο πάνω, δε θα λογίζεται ως παράβαση οποιασδήποτε συμβατικής ή άλλης υποχρέωσης του εν λόγω προσώπου ή/και των εργοδοτών του.

(3) Σε περίπτωση όπου πρόσωπο κατά τον ουσιώδη χρόνο βρίσκεται υπό την εργοδοσία άλλου προσώπου του οποίου εργασίες εποπτεύονται από μια από τις Αρχές οι οποίες εγκαθιδρύονται δυνάμει του άρθρου 60 (Εποπτικές Αρχές), τα εδάφια (1) και (2) πιο πάνω εφαρμόζονται σε σχέση με αποκαλύψεις ή προτιθέμενες αποκαλύψεις στο αρμόδιο πρόσωπο σύμφωνα με τη διαδικασία την οποία ο εργοδότης ήθελε καθιερώσει για σκοπούς τέτοιων αποκαλύψεων και θα έχουν την ίδια συνέπεια όπως και οι αποκαλύψεις ή προτιθέμενες αποκαλύψεις σε αστυνομικό ή στη Μονάδα.

Άλλα αδικήματα σε σχέση με διάπραξη αδικημάτων συγκάλυψης

27.-(1) Πρόσωπο το οποίο-

(α) Γνωρίζει, ή έχει εύλογη υποψία ότι άλλο πρόσωπο ενέχεται σε διάπραξη αδικημάτων συγκάλυψης, και

(β) οι πληροφορίες πάνω στις οποίες βασίζεται η γνώση ή η εύλογη υποψία περιήλθαν στην αντίληψη του κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του, επαγγέλματος ή επιχείρισης του~

διαπράττει αδίκημα αν δεν αποκαλύψει τις εν λόγω πληροφορίες σε αστυνομικό ή στη Μονάδα μετά που περιέρχονται στην αντίληψη του, όταν αυτό είναι ευλόγως δυνατό.

(2) Η παράλειψη αποκάλυψης πληροφορίας η οποία έχει περιέλθει σε γνώση δικηγόρου και αποτελεί προνομιούχα πληροφορία δε συνιστά αδίκημα.

(3) Ποινική δίωξη εναντίον προσώπου για διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), άρχεται ύστερα από ρητή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα.

(4) Αδίκημα βάσει του παρόντος άρθρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Διάταγμα δήμευσης σε περίπτωση θανάτου ή διαφυγής του κατηγορουμένου

28.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) και ύστερα από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για γενεσιουργό αδίκημα δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 8 (Διάταγμα Δήμευσης) εναντίον κατηγορουμένου ο οποίος έχει διαφύγει ή αποθάνει.

(2) Ο Γενικός Εισαγγελέας παρουσιάζει, μαζί με την αίτηση του δυνάμει του εδαφίου (1) ή εντός της προθεσμίας την οποία ορίζει το δικαστήριο, έκθεση ισχυρισμών στην οποία εκτίθενται γεγονότα και στοιχεία σχετικά με την έρευνα για τη διαπίστωση τυχόν εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος ή με τον υπολογισμό των εν λόγω εσόδων.

(3) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του εδαφίου (1)-

(α) Εκτός αν ικανοποιηθεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί του~ και

(β) δόθηκε σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να επηρεαστεί από την έκδοση διατάγματος δήμευσης, η ευκαιρία να παρουσιάσει τους λόγους του ενώπιον του δικαστηρίου.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου αυτού και ο κατηγορούμενος εμφανίζεται σε μεταγενέστερο στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου για σκοπούς επιβολής ποινής σε σχέση με το ίδιο αδίκημα, το εδάφιο (1) του άρθρου 8 (Διάταγμα Δήμευσης) του Νόμου αυτού δεν εφαρμόζεται στην έκταση που η εμφάνιση αφορά το ίδιο αδίκημα.

Εξουσία ακύρωσης διατάγματος δήμευσης σε περίπτωση επιστροφής του κατηγορουμένου που είχε διαφύγει

29.-(1) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 28 (Διάταγμα δήμευσης σε περίπτωση θανάτου ή διαφυγής του κατηγορουμένου) σε σχέση με κατηγορούμενο ο οποίος είχε διαφύγει και ο οποίος έχει μεταγενέστερα επιστρέψει.

(2) Το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του κατηγορούμενου, και αφού ακούσει τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα, δύναται να ακυρώσει το διάταγμα δήμευσης αν ήθελε τούτο κρίνει σκόπιμο και δίκαιο.

Τροποποίηση διατάγματος δήμευσης το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 28

30.-(1) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 28 σε σχέση με κατηγορούμενο ο οποίος είχε διαφύγει και ο οποίος έχει μεταγενέστερα επιστρέψει.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι-

(α) Η αξία των εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος σε σχέση με την περίοδο στην οποία ο υπολογισμός είχε γίνει~ ή

(β) το ποσό το οποίο δυνατό να ερευστοποιείτο όταν εκδόθηκε διάταγμα δήμευσης ήταν μικρότερο από το ποσό του διατάγματος δήμευσης,

ο κατηγορούμενος δύναται να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών του.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο, εν όψει της μαρτυρίας, αποδέχεται τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου-

(α) Προβαίνει σε νέο υπολογισμό δυνάμει του άρθρου 7 (Υπολογισμός εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος)~ και

(β) δύναται, αν το κρίνει δίκαιο έχοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να τροποποιήσει το ποσό του διατάγματος δήμευσης.

Απαγόρευση δημοσιοποίησης πληροφοριών

31.-(1) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου διεξάγεται διαδικασία-

(α) Για έκδοση διατάγματος κράτησης δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου εναντίον προσώπου για το οποίο υπάρχει μαρτυρία ότι έχει διαπράξει καθορισμένο αδίκημα δυνάμει του άρθρου 3~ ή

(β) για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού εναντίον προσώπου για το οποίο υπάρχει μαρτυρία ότι έχει διαπράξει καθορισμένο αδίκημα, εφόσον δεν έχει αρχίσει εντός της Δημοκρατίας ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου αυτού για διάπραξη του εν λόγω αδικήματος,

δύναται να διατάξει όπως η εν λόγω διαδικασία διεξαχθεί στην απουσία εκπροσώπων του Τύπου και μέσων μαζικής ενημέρωσης ή άλλων μη απευθείας ενδιαφερομένων ή επηρεαζομένων από τη διαδικασία προσώπων και να απαγορεύσει τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με την εν λόγω διαδικασία.

(2) Πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε δημοσιοποίηση πληροφοριών κατά παράβαση οδηγιών του δικαστηρίου δυνάμει του εδαφίου (1), διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση ενός έτους ή με χρηματική ποινή χίλιων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(3) Ποινική δίωξη δυνάμει του άρθρου αυτού δεν άρχεται χωρίς τη ρητή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα.

Δ. Διατάγματα κατακράτησης και δήμευσης περιουσίας εναντίον απόντος υπόπτου
Διάταγμα κατακράτησης περιουσίας απόντος υπόπτου

32.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και ύστερα από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα κατακράτησης περιουσίας υπόπτου ο οποίος βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας ή έχει αποθάνει.

(2) Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα κατακράτησης περιουσίας δυνάμει του εδαφίου (1), αφού ικανοποιηθεί από ένορκη δήλωση ή άλλη μαρτυρία ότι-

(α) Υπάρχει εκ πρώτης όψεως απόδειξη εναντίον του υπόπτου για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος~ και

(β) η περιουσία του υπόπτου δυνατό να μετατραπεί ή να μεταβιβαστεί ή μετακινηθεί εκτός δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της.

(3) Το διάταγμα κατακράτησης ισχύει για έξι μήνες αλλά το δικαστήριο δύναται να παρατείνει την ισχύ του μέχρι ενός έτους αν συντρέχουν εύλογες αιτίες.

Διάταγμα δήμευσης περιουσίας εναντίον απόντος υπόπτου..

33.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και ύστερα από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης περιουσίας εναντίον υπόπτου ο οποίος βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας ή έχει αποθάνει.

(2) Το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του εδαφίου (1), αν ο ύποπτος δεν παρουσιαστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη διάρκεια ισχύος του διατάγματος κατακράτησης βάσει του άρθρου 32 (Διάταγμα κατακράτησης περιουσίας απόντος υπόπτου) και εφόσο ικανοποιηθεί ότι-

(α) Η κατηγορούσα αρχή κατέβαλε εύλογες προσπάθειες για ανεύρεση του~ και

(β) δόθηκε η ευκαιρία σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο δυνατό να επηρεαστεί από την έκδοση διατάγματος δήμευσης, να εκθέσει αν το επιθυμεί ενώπιον του δικαστηρίου οποιεσδήποτε απόψεις έχει σχετικά με την έκδοση του διατάγματος.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου αυτού και ο ύποπτος προσάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου σε σχέση με το καθορισμένο αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα δήμευσης, το Μέρος ΙΙ του Νόμου αυτού δεν εφαρμόζεται σε σχέση με το εν λόγω καθορισμένο αδίκημα, εφαρμόζονται όμως τηρουμένων των αναλογιών οι διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ.

Αποζημίωση απόντος υπόπτου εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα κατακράτησης ή δήμευσης της περιουσίας του

34.-(1) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου-

(α) Το δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα κατακράτησης δυνάμει του άρθρου 32 (Διάταγμα κατακράτησης περιουσίας απόντος υπόπτου) ή δήμευσης δυνάμει του άρθρου 33 (Διάταγμα δήμευσης περιουσίας εναντίον απόντος υπόπτου) εναντίον υπόπτου ο οποίος ήταν εκτός δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας~ και

(β) ο ύποπτος στη συνέχεια δικάζεται για το καθορισμένο αδίκημα ή αδικήματα και αθωώνεται.

(2) Το δικαστήριο από το οποίο ο κατηγορούμενος αθωώνεται ακυρώνει το διάταγμα κατακράτησης ή δήμευσης.

(3) Ύστερα από αγωγή του προσώπου που είχε περιουσία, το δικαστήριο δύναται να επιδικάσει αποζημιώσεις στο πρόσωπο αυτό αν ικανοποιηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο υπέστη ζημιά ως αποτέλεσμα του διατάγματος κατακράτησης ή δήμευσης που εκδόθηκε, δυνάμει του άρθρου 32 ή 33 ανάλογα με την περίπτωση.

(4) Το ποσό της αποζημίωσης πρέπει να είναι δίκαιο, αφού το δικαστήριο λάβει υπόψη κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων όλα τα περιστατικά της υπόθεσης.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΔΗΜΕΥΣΗΣ
Επανεξέταση υπόθεσης

35.-(1) Στις περιπτώσεις όπου-

(α) Λόγω έλλειψης μαρτυρίας, το Δικαστήριο-

(i) δεν προέβη σε έρευνα δυνάμει του άρθρου 6 (Έρευνα για διαπίστωση αν ο κατηγορούμενος είχε έσοδα)~ ή

(ii) προέβη σε έρευνα δυνάμει του άρθρου 6, αλλά δε διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε έσοδα από διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος~ και

(β) ο Γενικός Εισαγγελέας-

(i) έχει εξασφαλίσει μαρτυρία την οποία δεν είχε κατά την ημερομηνία καταδίκης του κατηγορουμένου~ και

(ii) πιστεύει ότι η μαρτυρία αυτή δυνατό να χρησιμεύσει στη διαπίστωση ότι ο κατηγορούμενος είχε έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος αν γινόταν έρευνα δυνάμει του άρθρου 6 κατά την ημερομηνία καταδίκης του κατηγορουμένου,

ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει τη μαρτυρία που έχει εξασφαλίσει σύμφωνα με το εδάφιο (β) του άρθρου αυτού.

(2) Το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 8 (Διάταγμα Δήμευσης) αν, ύστερα από εξέταση της μαρτυρίας που δίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 και έχοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης το κρίνει σκόπιμο.

(3) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου και αν το δικαστήριο αποφασίσει να προβεί σε έρευνα δυνάμει του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του Νόμου οι οποίες θα εφαρμόζονταν αν η έρευνα είχε διεξαχθεί κατά την ημερομηνία καταδίκης του κατηγορουμένου.

(4) Αίτηση η οποία γίνεται δυνάμει του άρθρου αυτού μετά την πάροδο έξι ετών από την ημερομηνία καταδίκης δεν εξετάζεται από το δικαστήριο.

(5) Το άρθρο αυτό δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο είχε επιβάλει ποινή δυνάμει του Μέρους VI.

Αναθεώρηση υπολογισμού εσόδων

36.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας είναι της γνώμης ότι η πραγματική αξία των εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος ήταν μεγαλύτερη από την υπολογισμένη τους αξία, δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει την μαρτυρία πάνω στην οποία βασίζει τη γνώμη του.

(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1)-

“υπολογισμένη αξία” σημαίνει την αξία των εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος όπως υπολογίζεται από το άρθρο 7 (Υπολογισμός εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος) του Νόμου αυτού~

“πραγματική αξία” σημαίνει την αξία των εσόδων του κατηγορουμένου από γενεσιουργό αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε-

(α) Κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται ο υπολογισμός του άρθρου 7~ ή

(β) σε προηγούμενη περίοδο.

(3) Το δικαστήριο, αφού-

(α) Εξετάσει τη μαρτυρία που δίδεται δυνάμει του εδαφίου (1)~ και

(β) πεισθεί ότι η πραγματική αξία των εσόδων του κατηγορουμένου είναι μεγαλύτερη από την υπολογισμένη αξία τους (διότι η πραγματική αξία ήταν μεγαλύτερη από αυτή που είχε υπολογιστεί ή διότι η αξία των εν λόγω εσόδων αυξήθηκε μεταγενέστερα),

δύναται να προβεί σε νέο υπολογισμό του ποσού το οποίο θα πρέπει να ληφθεί από τον κατηγορούμενο δυνάμει του άρθρου 8 (Διάταγμα Δήμευσης).

(α) Εξετάσει τη μαρτυρία που δίδεται δυνάμει του εδαφίου (1)~ και

(β) πεισθεί ότι η πραγματική αξία των εσόδων του κατηγορουμένου είναι μεγαλύτερη από την υπολογισμένη αξία τους (διότι η πραγματική αξία ήταν μεγαλύτερη από αυτή που είχε υπολογιστεί ή διότι η αξία των εν λόγω εσόδων αυξήθηκε μεταγενέστερα),

δύναται να προβεί σε νέο υπολογισμό του ποσού το οποίο θα πρέπει να ληφθεί από τον κατηγορούμενο δυνάμει του άρθρου 8 (Διάταγμα Δήμευσης).

(4) Το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη οποιαδήποτε πληρωμή ή αμοιβή εισέπραξε ο κατηγορούμενος κατά ή μετά την ημερομηνία του υπολογισμού που γίνεται δυνάμει του άρθρου 7 (Υπολογισμός εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος), αν ο Γενικός Εισαγγελέας αποδείξει ότι οι εν λόγω πληρωμές ή αμοιβές ελήφθησαν από τον κατηγορούμενο σε σχέση με τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος:

Νοείται ότι για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου αυτού, το δικαστήριο δε δύναται να προβεί στις υποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 7.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία ο νέος υπολογισμός υπερβαίνει το ποσό που είχε υπολογιστεί για την περίοδο στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7, το δικαστήριο-

(α) Δύναται να αντικαταστήσει το ποσό του διατάγματος δήμευσης με οποιοδήποτε μεγαλύτερο ποσό το οποίο κρίνει δίκαιο~ και

(β) σε περίπτωση αντικατάστασης του ποσού του διατάγματος, αντικαθιστά και τις περιόδους φυλάκισης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 128 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και στο άρθρο 9 (Διαδικασία εκτέλεσης διατάγματος δήμευσης) του παρόντος Νόμου.

(6) Αίτηση η οποία γίνεται δυνάμει του άρθρου αυτού μετά την πάροδο έξι ετών από την ημερομηνία καταδίκης δεν εξετάζεται από το δικαστήριο.

(7) Για σκοπούς του παρόντος Μέρους “ημερομηνία καταδίκης” σημαίνει-

(α) Την ημερομηνία κατά την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος~ ή

(β) την ημερομηνία της τελευταίας καταδίκης στην περίπτωση όπου ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε για επιβολή ποινής σε σχέση με περισσότερες από μια καταδίκες και οι καταδίκες αυτές δεν έγιναν όλες την ίδια ημερομηνία.

ΜΕΡΟΣ IV ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Ερμηνεία βασικών όρων

37. Για σκοπούς του παρόντος Μέρους-

“διάταγμα εξωτερικού” σημαίνει διάταγμα δικαστηρίου ξένης χώρας, το οποίο εκδίδεται για σκοπούς της Σύμβασης ή νομοθεσίας που θεσπίζεται για σκοπούς εφαρμογής της Σύμβασης και περιλαμβάνει-

(α) Διατάγματα για τη δήμευση εσόδων και μέσων όπως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στη Σύμβαση·

(β) διατάγματα για την παγοποίηση και κατάσχεση περιουσίας εκδιδόμενα προσωρινά για σκοπούς μελλοντικής δήμευσης εσόδων και μέσων·

(γ) οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε, με γνωστοποίηση του δημοσιευόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, περιλάβει στην έννοια του διατάγματος εξωτερικού·

“δικαστήριο” σημαίνει Πρόεδρο ή Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας·

“έφεση” για σκοπούς του εδαφίου 3(α) του άρθρου 38 (Διαδικασία εκτέλεσης διαταγμάτων εξωτερικού) περιλαμβάνει κάθε διαδικασία σκοπός της οποίας είναι η ακύρωση απόφασης του δικαστηρίου ή η επανεκδίκαση της υπόθεσης ή η αναστολή της εκτέλεσης της·

“ξένη χώρα” σημαίνει χώρα η οποία κατά το χρόνο υποβολής αίτησης για εκτέλεση διατάγματος εξωτερικού είναι Συμβαλλόμενο Μέρος της Σύμβασης·

“Σύμβαση” σημαίνει-

(α) Τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών εναντίον της Παράνομης Διακίνησης Ναρκωτικών και Ψυχοτρόπων Ουσιών, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών εναντίον της Παράνομης Διακίνησης Ναρκωτικών και Ψυχοτρόπων Ουσιών (Κυρωτικό) Νόμο· και

(β) τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Συγκάλυψη, Έρευνα, Κατάσχεση και Δήμευση των Εσόδων από Εγκλήματα, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Συγκάλυψη, Έρευνα, Κατάσχεση και Δήμευση των Προϊόντων του Εγκλήματος (Κυρωτικό) Νόμο του 1995.

(γ)  τη Συνθήκη για Αμοιβαία Συνδρομή σε Ποινικά Θέματα μεταξύ Κύπρου – Η.Π.Α.

Διαδικασία εκτέλεσης διαταγμάτων εξωτερικού

38.-(1) Η αίτηση για εκτέλεση υποβάλλεται από τη ξένη χώρα ή για λογαριασμό της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως το οποίο αφού πεισθεί ότι η αίτηση προέρχεται από ξένη χώρα και αφορά διάταγμα εξωτερικού με την έννοια του παρόντος Μέρους διαβιβάζει την αίτηση στη Μονάδα η οποία την υποβάλλει στο δικαστήριο.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), το δικαστήριο μετά τη διαβίβαση σ’ αυτό αίτησης ξένης χώρας εγγράφει το διάταγμα εξωτερικού για σκοπούς εκτέλεσης του.

(3) Το δικαστήριο προβαίνει στην εγγραφή διατάγματος εξωτερικού αν ικανοποιηθεί ότι-

(α) Κατά το χρόνο της εγγραφής το διάταγμα εξωτερικού εβρίσκετο σε ισχύ και ήταν εκτελεστό·

(β) σε περίπτωση που το διάταγμα εξωτερικού εκδόθηκε στην απουσία κατηγορουμένου, ο κατηγορούμενος έλαβε έγκαιρα ειδοποίηση για τη σχετική διαδικασία για να δυνηθεί να εμφανιστεί και να προβάλει τις θέσεις και απόψεις του·

(γ) η εκτέλεση του εν λόγω διατάγματος δε θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα της δικαιοσύνης της·

(δ) δε συντρέχουν οι λόγοι άρνησης συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 18 της Σύμβασης.

Συνέπεια εγγραφής

39.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), διάταγμα εξωτερικού το οποίο εγγράφεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 38 (Διαδικασία εκτέλεσης διαταγμάτων εξωτερικού) καθίσταται εκτελεστό ως εάν επρόκειτο για διάταγμα το οποίο εξεδόθη από αρμόδιο δικαστήριο της Δημοκρατίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Η εκτέλεση του διατάγματος δύναται να υπόκειται σε όρο της ξένης χώρας όπως μη επιβληθεί ποινή φυλάκισης ή άλλη στέρηση της ελευθερίας σε περίπτωση που υπάρχει συμμόρφωση με αυτό.

(3) Στις περιπτώσεις όπου το διάταγμα εξωτερικού αφορά δήμευση εσόδων ή περιουσίας, είναι δυνατό, μετά την εκτέλεση του εν λόγω διατάγματος, τα έσοδα ή η περιουσία να διανεμηθούν μεταξύ των αρμόδιων αρχών της ξένης χώρας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ακύρωση εγγραφής

40. Το Δικαστήριο ακυρώνει εγγραφή διατάγματος εξωτερικού αν αποδειχθεί ότι υπήρξε συμμόρφωση προς το διάταγμα-

(α) Με την πληρωμή του ποσού του οφειλόμενου δυνάμει του διατάγματος~ ή

(β) με τη φυλάκιση του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα για μη συμμόρφωση του προς αυτό~ ή

(γ) με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που τυχόν προβλέπεται στη νομοθεσία της ξένης χώρας.

Δεσμευτικότητα διατάγματος εξωτερικού

41.-(1) Διάταγμα εξωτερικού δύναται να τροποποιηθεί ή αναθεωρηθεί μόνο από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή της ξένης χώρας που εξέδωσε το διάταγμα.

(2) Το δικαστήριο κατά την άσκηση των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 39 (Συνέπεια εγγραφής) καθώς επίσης και άλλων εξουσιών σχετικά με την εκτέλεση διατάγματος εξωτερικού δεσμεύεται από τα ευρήματα γεγονότων στην έκταση που αναφέρονται στην καταδίκη ή την απόφαση δικαστηρίου της ξένης χώρας ή στην έκταση που η καταδίκη ή η δικαστική απόφαση βασίζεται κατ’ αναγκαίο συμπέρασμα στα γεγονότα αυτά.

Ποσό διατάγματος

42.-(1) Στις περιπτώσεις όπου στο διάταγμα εξωτερικού γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο ποσό προς είσπραξη στο νόμισμα άλλης χώρας, το ποσό αυτό στο νόμισμα της άλλης χώρας μετατρέπεται στο ανάλογο ποσό στο νόμισμα της Δημοκρατίας χρησιμοποιώντας την ισοτιμία που ίσχυε όταν υποβλήθηκε η αίτηση για εγγραφή.

(2) Σε καμιά περίπτωση δε θα πρέπει η αξία της δημευθείσας περιουσίας να υπερβαίνει το ποσό το οποίο αναφέρεται στο διάταγμα εξωτερικού προς είσπραξη.

Συμπληρωματικές διατάξεις

43.-(1) Τα άρθρα 14 μέχρι 23 αμφότερων περιλαμβανομένων εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις διατάγματος εξωτερικού τηρουμένων τυχόν διαφοροποιήσεων ή περιορισμών που το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε καθορίσει με κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να περιλάβει στους Κανονισμούς οποιαδήποτε άλλη πρόνοια την οποία κρίνει αναγκαία για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Μέρους και ειδικότερα οτιδήποτε σχετίζεται-

(α) Με την απόδειξη οποιουδήποτε γεγονότος ή πράγματος~

(β) με τις περιστάσεις οι οποίες σε οποιαδήποτε ξένη χώρα δύνανται να εκληφθούν ότι συνιστούν την έναρξη ή την περάτωση διαδικασίας έκδοσης διατάγματος εξωτερικού.

(3) Αν κατόπιν αίτησης από ή εκ μέρους ξένης χώρας το δικαστήριο ήθελε ικανοποιηθεί ότι στη χώρα αυτή άρχισε αλλά δεν περατώθηκε διαδικασία κατά την οποία ενδέχεται να εκδοθεί διάταγμα εξωτερικού εκδίδει διάταγμα παγοποίησης ή επιβάρυνσης εφαρμόζοντας τα άρθρα 14 (Διάταγμα παγοποίησης) και 15 (Διάταγμα επιβάρυνσης) του παρόντος Νόμου-

(α) Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα εφαρμόζονταν σχετικά με διαδικασία η οποία άρχισε στη Δημοκρατία αλλά δεν περατώθηκε εναντίον προσώπου κατηγορουμένου για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος~

(β) ως εάν η αναφορά σε διάταγμα δήμευσης ήταν αναφορά σε διάταγμα εξωτερικού και η αναφορά σε αίτηση από την κατηγορούσα αρχή ήταν αναφορά σε αίτηση από ή εκ μέρους της ξένης χώρας~

(γ) τηρουμένων των διαφοροποιήσεων όπως αυτές καθορίζονται στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(4) Η εφαρμογή του άρθρου αυτού δεν εξαρτάται από την έκδοση Κανονισμών και μέχρις ότου εκδοθούν Κανονισμοί τα άρθρα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) θα εφαρμόζονται χωρίς διαφοροποίηση ή περιορισμούς.

ΜΕΡΟΣ V ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Ερμηνεία όρων

44. Για σκοπούς του παρόντος Μέρους -

“πληροφορία” σημαίνει κάθε μορφής προφορική ή έγγραφη επικοινωνία και περιλαμβάνει πληροφορίες καταχωρισμένες σε ηλεκτρονικό υπολογιστή~

“προνομιούχα πληροφορία” σημαίνει-

(α) Επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη για σκοπούς παροχής νομικής συμβουλής ή για την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών σχετικά με οποιαδήποτε νομική διαδικασία είτε αυτή άρχισε είτε όχι, η αποκάλυψη της οποίας σε οποιαδήποτε νομική διαδικασία προστατεύεται από το προνόμιο της εμπιστευτικότητας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία:

Νοείται ότι επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη με σκοπό τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος δε συνιστά προνομιούχα πληροφορία~

(β) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία η οποία δε γίνεται αποδεκτή ενώπιον δικαστηρίου για λόγους προστασίας του δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

Διάταγμα αποκάλυψης

45.-(1)΄Ανευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, το δικαστήριο δύναται κατόπιν αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.

(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.

(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 (Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης) έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού.

Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης

46.-(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα

αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψη του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.

(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες-

(α) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει οφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος·

(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη·

(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών·

(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-

(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας· και

(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχο της.

(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-

(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού·

(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας·

(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες.

(δ)  επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.

Πληροφορίες από ηλεκτρονικό υπολογιστή

47. Στις περιπτώσεις όπου η αιτούμενη πληροφορία περιέχεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή τότε-

(α) Αν με το σχετικό διάταγμα διατάσσεται η αποκάλυψη της, η εντολή εκτελείται σε ορατή και αναγνώσιμη μορφή~

(β) αν με το σχετικό διάταγμα διατάσσεται η παράδοση της πληροφορίας στον ανακριτή ή άλλο πρόσωπο, η εντολή εκτελείται ως εντολή για την παράδοση της πληροφορίας σε ορατή, αναγνώσιμη και φορητή μορφή.

Αδικήματα

48. Κάθε πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε οποιαδήποτε αποκάλυψη δυνάμενη να παρεμποδίσει ή να επηρεάσει δυσμενώς ανακρίσεις και έρευνες που διεξάγονται σχετικά με τη διακρίβωση εσόδων ή με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ενώ γνώριζε ή είχε υποψίες ότι διεξάγονται οι πιο πάνω ανακρίσεις και έρευνες, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.

ΜΕΡΟΣ VI ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
Διεξαγωγή συνοπτικής έρευνας

49.-(1) Η διαδικασία έρευνας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Μέρους αποκαλείται συνοπτική διαδικασία και αφορά τις περιπτώσεις όπου το είδος ή ύψος του οφέλους δύναται ευχερέστερο να συναχθεί από ανάλυψη της οικονομικής κατάστασης του κατηγορουμένου και της οικογένειας του.

(2) Για τους σκοπούς του Μέρους οι φράσεις-

“οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου” περιλαμβάνει τα εισοδήματα του κατηγορουμένου από οποιαδήποτε πηγή και όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία την οποία είχε ή απέκτησε τα τελευταία έξι χρόνια πριν από την καταδίκη του~

“οικογένεια του κατηγορουμένου” περιλαμβάνει τον πατέρα, τη μητέρα, τη σύζυγο και τους κατιόντες του.

(3) Η έρευνα που αναφέρεται στο Μέρος αυτό διενεργείται κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα όταν το δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για οποιοδήποτε γενεσιουργό αδίκημα πιστεύει ότι συντρέχουν λόγοι για τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό την επιβολή ανάλογης χρηματικής ποινής σε σχέση με τα έσοδα που ο κατηγορούμενος δυνατό να είχε από τη διάπραξη του αδικήματος.

Ακολουθούμενη διαδικασία

50. Η συνοπτική έρευνα διεξάγεται βάσει των προϋποθέσεων του άρθρου 6 (Έρευνα για διαπίστωση αν ο κατηγορούμενος είχε έσοδα) και σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

(α) Το δικαστήριο καλεί τον κατηγορούμενο να δώσει λεπτομέρειες για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την επιβολή της ποινής, περιλαμβανομένης της οικονομικής του κατάστασης όπως και της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του. Οι λεπτομέρειες πρέπει να συνοδεύονται από αποδείξεις, τίτλους και άλλα έγγραφα τα οποία επιβεβαιώνουν την ορθότητα τους~

(β) η εξέταση του κατηγορουμένου γίνεται από το δικαστήριο μέσω του οποίου υποβάλλονται ερωτήσεις από την κατηγορούσα αρχή και από το δικηγόρο του κατηγορουμένου. Το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει, αν το κρίνει σκόπιμο, την αντεξέταση του κατηγορουμένου από την κατηγορούσα αρχή και την επανεξέταση του από το δικηγόρο του~

(γ) ο κατηγορούμενος μετά την εξέταση του από το δικαστήριο δύναται να καλέσει μάρτυρες και να προσαγάγει μαρτυρία προς υποστήριξη των ισχυρισμών του. Ακολούθως η κατηγορούσα αρχή δύναται να καλέσει μάρτυρες και να προσαγάγει μαρτυρία προς αντίκρουση των ισχυρισμών του κατηγορουμένου~

(δ) οι μάρτυρες οι οποίοι καλούνται να καταθέσουν με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (γ) αντεξετάζονται και επανεξετάζονται ως να επρόκειτο για μάρτυρες σε ποινική διαδικασία~

(ε) αν μετά το τέλος της έρευνας ο κατηγορούμενος δεν έχει δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις τόσο για τον τρόπο απόκτησης των διάφορων περιουσιακών στοιχείων του ιδίου και της οικογένειας του όσο και για οποιοδήποτε άλλο θέμα σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 7 (Υπολογισμός εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος), το δικαστήριο δύναται να υποθέσει ότι-

(i) η περιουσία του ή μέρος της, η οποία αποκτήθηκε οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας και για την οποία δε δόθηκαν ικανοποιητικές εξηγήσεις ή δεν υποστηρίζονταν από ικανοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία, έχει αποκτηθεί με έσοδα προερχόμενα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος~

(ii) η περιουσία της οικογένειας του ή μέρος της για την οποία δε δόθηκαν επαρκείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις και η οποία μεταβιβάστηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας αποτέλεσε αντικείμενο δωρεάς η οποία παρασχέθηκε από τον κατηγορούμενο με σκοπό την αποφυγή των συνεπειών του Νόμου~

(στ) το δικαστήριο, μετά τη διαπίστωση ότι ο κατηγορούμενος έχει αποκομίσει όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργών αδικημάτων και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 49 (Διεξαγωγή συνοπτικής έρευνας), προβαίνει στην επιβολή χρηματικής ποινής, χωρίς να επηρεάζεται η εξουσία του να επιβάλει πρόσθετα και οποιαδήποτε άλλη ποινή~

(ζ) το δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής λαμβάνει υπόψη το όφελος του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος όπως αυτό διαπιστώνεται από την πιο πάνω έρευνα~

(η) για να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή της προβλεπόμενης από το παρόν άρθρο έρευνας, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή, για να εξαναγκάσει τον κατηγορούμενο ή άλλο πρόσωπο να προσέλθει και να καταθέσει ή να παρουσιάσει οτιδήποτε σχετικό με την έρευνα.

Ψευδείς καταθέσεις

51. Πρόσωπο το οποίο καλείται να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου σχετικά με την έρευνα που διεξάγεται δυνάμει του Μέρους αυτού και το οποίο εν γνώσει του παρέχει ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση τεσσάρων ετών.

Είσπραξη χρηματικής ποινής

52.-(1) Το δικαστήριο με σκοπό την είσπραξη της χρηματικής ποινής δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να διορίσει παραλήπτη ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητες ως εάν είχε διοριστεί δυνάμει του άρθρου 17 (Διορισμός παραλήπτη).

(2) Για την είσπραξη της χρηματικής ποινής και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 9 (Διαδικασία εκτέλεσης διατάγματος δήμευσης) ως να ήταν η αναφορά που γίνεται στο άρθρο αυτό σε διάταγμα δήμευσης αναφορά σε χρηματική ποινή η οποία επιβάλλεται κατόπιν έρευνας δυνάμει των προνοιών του παρόντος Μέρους.

(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόνοια άλλου νόμου σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης ενταλμάτων για την καταβολή χρηματικής ποινής, έρευνα η οποία διεξάγεται από το δικαστήριο για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους λογίζεται ότι είναι και έρευνα η οποία διεξάγεται δυνάμει του άρθρου 119 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και το δικαστήριο δεν επιβάλλει χρηματική ποινή η οποία ενόψει των ευρημάτων της έρευνας δε δύναται να εισπραχθεί είτε από την περιουσία του κατηγορουμένου είτε από ακύρωση μεταβιβάσεων και δωρεών περιουσίας σε μέλη της οικογένειας του.

ΜΕΡΟΣ VII ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ
Σύσταση Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης

53.-(1) Εγκαθιδρύεται Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης η οποία θα απαρτίζεται από εκπροσώπους του Γενικού Εισαγγελέα, του Αρχηγού της Αστυνομίας και του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Αρχηγός της Αστυνομίας και ο Διευθυντής Τελωνείων, αντίστοιχα, ήθελαν υποδείξει.

(2) Τα μέλη της Μονάδας διορίζονται με απόσπαση ονομαστικά και η διάρκεια του διορισμού τους είναι τουλάχιστο τριετής.

(3) Τα μέλη της Μονάδας θεωρούνται ως ανακριτές δυνάμει του άρθρου 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

(4) Της Μονάδας προϊσταται εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

(5)΄Ανευ επηρεασμού των υπολοίπων διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύνανται να δημιουργούνται οργανικές θέσεις για τις ανάγκες τις Μονάδας, κάτω από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.

Εξουσίες της Μονάδας

54.-(1) Η Μονάδα μεταξύ άλλων-

(α) Είναι υπεύθυνη για τη συλλογή, ταξινόμηση, αξιολόγιση και ανάλυση πληροφοριών σε σχέση με αδίκημα συγκάλυψης~

(β) διενεργεί έρευνες όπου υπάρχουν εύλογες υποψίες ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα συγκάλυψης~

(γ) Συνεργάζεται με άλλες αντίστοιχες Μονάδες του εξωτερικού, για σκοπούς διερεύνησης αδικημάτων συγκάλυψης με την ανταλλαγή πληροφοριών και με άλλους συναφείς τρόπους συνεργασίας~

(δ) εκδίδει οδηγίες για την καλύτερη άσκηση των αρμοδιοτήτων της.

(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1)-

(α) Μέλη της Μονάδας, ύστερα από έκδοση δικαστικού διατάγματος, δύνανται να εισέλθουν σε οποιοδήποτε υποστατικό περιλαμβανομένου και χρηματοοικονομικού οργανισμού~ και

(β) η Μονάδα δύναται, ύστερα από αίτηση στο Δικαστήριο, να εξασφαλίσει διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών.

(3) Καταγγελία σε σχέση με διάπραξη αδικήματος συγκάλυψης η οποία υποβάλλεται σε οποιοδήποτε αστυνομικό σταθμό, διαβιβάζεται πάραυτα από τον υπεύθυνο του εν λόγω αστυνομικού σταθμού στη Μονάδα.

Σύσταση Συμβουλευτικής Αρχής Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης

55.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο προβαίνει στη σύσταση Συμβουλευτικής Αρχής Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης στην οποία συμμετέχει ένας εκπρόσωπος-

(α) Της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου·

(β) όλων των άλλων εποπτικών αρχών·

(γ) του Υπουργείου Οικονομικών·

(δ) του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως·

(ε) του Γενικού Εισαγγελέα·

(στ) του Συνδέσμου Εμπορικών Τραπεζών·

(ζ) του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου και άλλων επαγγελματικών σωμάτων τα οποία το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε αποφασίσει·

(η) οποιουδήποτε άλλου οργανισμού ή υπηρεσίας το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε αποφασίσει.

(2) Της Συμβουλευτικής Αρχής προεδρεύει ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ή εκπρόσωπός του.

(3) Η Αρχή βρίσκεται σε απαρτία όταν παρευρίσκονται τουλάχιστο πέντε μέλη.

Εξουσίες της Συμβουλευτικής Αρχής

56. Η Συμβουλευτική Αρχή-

(α) Ενημερώνει το Υπουργικό Συμβούλιο για τα μέτρα που λαμβάνονται και γενικά για την πολιτική που εφαρμόζεται για την καταπολέμηση αδικημάτων συγκάλυψης~

(β) συμβουλεύει το Υπουργικό Συμβούλιο για επιπρόσθετα μέτρα τα οποία πιστεύει ότι πρέπει να ληφθούν για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου αυτού~

(γ) προάγει διεθνώς τη Δημοκρατία ως χώρα η οποία συμμορφώνεται προς όλες τις Συμβάσεις, ψηφίσματα και αποφάσεις διεθνών οργανισμών σε σχέση με την καταπολέμηση αδικημάτων συγκάλυψης.

ΜΕΡΟΣ VIII ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Ερμηνεία βασικών όρων

57. Για σκοπούς του παρόντος Μέρους-

“επιχειρηματική σχέση” σημαίνει οποιαδήποτε διευθέτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων όπου-

(α) Ο σκοπός της διευθέτησης είναι να διευκολύνει τη διεξαγωγή των συναλλαγών μεταξύ των εν λόγω προσώπων πάνω σε συχνή, συνήθη ή τακτική βάση·

(β) το ολικό ποσό οποιασδήποτε πληρωμής ή πληρωμών που θα καταβληθούν από ένα οποιοδήποτε πρόσωπο σε ένα άλλο οποιοδήποτε πρόσωπο κατά τη διάρκεια της διευθέτησης αυτής, δεν είναι γνωστό ή δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί κατά το χρόνο της σύναψης της διευθέτησης·

(γ) η διευθέτηση αφορά προσφορά υπηρεσιών.

“μεμονωμένη συναλλαγή” σημαίνει οποιαδήποτε συναλλαγή εκτός από συναλλαγή η οποία διεξάγεται κατά τη διάρκεια καθιερωμένης επιχειρηματικής σχέσης που συνάπτεται από πρόσωπο το οποίο ενεργεί στα πλαίσια χρηματοοικονομικής δραστηριότητας·

“πελάτης” σημαίνει πρόσωπο το οποίο επιδιώκει να συνάψει επιχειρηματική σχέση, ή να διεξάγει μεμονωμένη συναλλαγή, με άλλο πρόσωπο το οποίο διεξάγει χρηματοοικονομική δραστηριότητα στην ή από τη Δημοκρατία·

“χρηματοοικονομική δραστηριότητα” σημαίνει-

(α) οποιαδήποτε δραστηριότητα η οποία ορίζεται στο άρθρο 61 (Χρηματοοικονομικές δραστηριότητες) του Νόμου αυτού·

(β) οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα η οποία ορίζεται ως τέτοια από το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμα το οποίο τροποποιεί το άρθρο 61 και το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

“άλλη δραστηριότητα” σημαίνει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, εκτός από χρηματοοικονομική δραστηριότητα, για την οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου.

Διαδικασίες για πρόληψη αδικημάτων συγκάλυψης

58.-(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, στα πλαίσια χρηματοοικονομικών και άλλων δραστηριοτήτων τις οποίες εκτελεί στη Δημοκρατία ή από τη Δημοκρατία, να συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή να εκτελεί μεμονωμένη συναλλαγή, με άλλο πρόσωπο ή για λογαριασμό άλλου προσώπου εκτός αν το πρόσωπο αυτό-

(α) Εφαρμόζει τις πιο κάτω διαδικασίες σχετικά με τις και άλλες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες:

(i) διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 62-65 του Νόμου αυτού·

(ii) διαδικασίες για τήρηση αρχείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 (Διαδικασία τήρησης αρχείων) του Νόμου αυτού·

(iii) διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 67 (Διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς)·

(iv) οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου, επικοινωνίας και ενδελεχούς εξέτασης οποιασδήποτε συναλλαγής η οποία εκ της φύσεώς της μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με ξέπλυμα παράνομου χρήματος, με σκοπό την πρόληψη ή την αποτροπή συγκάλυψης εσόδων·

(β) λαμβάνει από καιρό σε καιρό τα κατάλληλα μέτρα για ενημέρωση εκείνων των εργοδοτουμένων των οποίων τα καθήκοντα περιλαμβάνουν διεξαγωγή χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων σχετικά με-

(i) τις διαδικασίες δυνάμει του εδαφίου (1)(α) πιο πάνω οι οποίες ακολουθούνται από το πρόσωπο αυτό και που σχετίζονται με τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες· και

(ii) τη νομοθεσία που αφορά τη συγκάλυψη εσόδων· και

(γ) φροντίζει από καιρό σε καιρό για την εκπαίδευση των εργοδοτουμένων του πάνω σε θέματα αναγνώρισης και χειρισμού συναλλαγών οι οποίες διεξάγονται από, ή για λογαριασμό προσώπου το οποίο ενέχεται ή φαίνεται να ενέχεται σε αδικήματα συγκάλυψης.

(2)(α)  Πρόσωπο το οποίο κατ’  ισχυρισμό παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του άρθρου αυτού, αφού του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί, υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο μέχρι  τρεις χιλιάδες λίρες που επιβάλλεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή.

(β)  Δικηγόρος ή ελεγκτής ο οποίος κατ’  ισχυρισμό παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, παραπέμπεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή στο αρμόδιο Πειθαρχικό όργανο που αποφασίζει ανάλογα.

(γ)  Οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου και το οποίο δεν υπόκειται σε έλεγχο Εποπτικής Αρχής και παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου αυτού διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή σε πρόστιμο μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές.

(3) Για να διαπιστωθεί κατά πόσο πρόσωπο έχει συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του εδαφίου (1), το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη-

(α) Οποιαδήποτε σχετική εποπτική ή ρυθμιστική καθοδήγηση στην οποία υπόκειται το πρόσωπο αυτό·

(β) σε περίπτωση που δεν υπάρχει καθοδήγηση σύμφωνα με το εδάφιο (1)(α), οποιεσδήποτε άλλες σχετικές οδηγίες οι οποίες εκδίδονται από το επαγγελματικό σώμα που ρυθμίζει ή εκπροσωπεί την επιχείρηση ή εργασία που διεξάγεται από το πρόσωπο αυτό.

Αδικήματα από πρόσωπα νομικά ή μη

59. [Διαγράφηκε]
Εποπτικές Αρχές

59.-(1) Εποπτική αρχή-

(α) Σε σχέση με πρόσωπα τα οποία δυνάμει των σχετικών νόμων έχουν άδεια να διεξάγουν τραπεζικές εργασίες στη Δημοκρατία ή από τη Δημοκρατία, είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

(β) σε σχέση με πρόσωπα τα οποία διεξάγουν χρηματοοικονομική δραστηριότητα, άλλη από αυτή που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου αυτού, ορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο δύναται να ορίσει μία ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

(2) Βασικό καθήκον των εποπτικών αρχών είναι να αξιολογούν και να εποπτεύουν την εφαρμογή του Μέρους αυτού από πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία τους.

(3) Εποπτική αρχή δύναται κατά την κρίση της, να εκδίδει και να απευθύνει οδηγίες ή εγκυκλίους προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της για να βοηθήσει με τη συμμόρφωση στις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.

(4) Σε περίπτωση όπου η Εποπτική αρχή-

(α) Έχει πληροφορίες· και

(β) πιστεύει ότι πρόσωπο, που υπόκειται στην εποπτεία της ενέχεται σε διάπραξη αδικήματος συγκάλυψης·

διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατό, τις πληροφορίες στη Μονάδα.

(5) Έναρξη ποινικής υπόθεσης δεν άρχεται χωρίς τη ρητή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα.

Χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

60. Χρηματοοικονομικές και άλλες δραστηριότητες περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

(1) Αποδοχή καταθέσεων από το κοινό.

(2) Δανεισμός χρημάτων στο κοινό.

(3) Χρηματική μίσθωση, περιλαμβανομένης και χρηματοδότησης με ενοικιαγορά.

(4) Υπηρεσίες διακίνησης χρημάτων.

(5) Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής, όπως πιστωτικές κάρτες, ταξιδιωτικές επιταγές και επιταγές τραπεζίτη.

(6) Έκδοση Εγγυήσεων και ανάληψη υποχρεώσεων.

(7) Διεξαγωγή συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου που έχουν σχέση με-

(α) Αξίες ή τίτλους της χρηματαγοράς περιλαμβανομένων επιταγών, συναλλαγματικών, γραμματίων και ομόλογα καταθέσεων,

(β) ξένο συνάλλαγμα,

(γ) προθεσμιακούς χρηματοδοτικούς τίτλους ή τίτλους με δικαίωμα επιλογής (options),

(δ) τίτλους που αφορούν συνάλλαγμα και επιτόκια,

(ε) αξιόγραφα.

(8) Συμμετοχή σε εκδόσεις αξιογράφων και παροχή συναφών υπηρεσιών.

(9) Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και παροχή συμβουλών καθώς και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της αγοράς επιχειρήσεων.

(10) Διαμεσολάβηση στη χρηματαγορά.

(11) Επενδυτικές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων της εμπορίας και διευθέτησης εμπορίας επενδύσεων, της διαχείρισης επενδύσεων, των συμβουλών για επενδύσεις και της ίδρυσης και λειτουργίας σχεδίων συλλογικών επενδύσεων. Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, ο όρος “επένδυση” περιλαμβάνει ασφάλειες ζωής επί μακροπρόθεσμης βάσης συνδεδεμένες ή μη με επενδυτικά σχέδια.

(12) Υπηρεσίες ασφαλούς φύλαξης.

(13) Φύλαξη και διαχείριση αξιογράφων.

(14) Ασφαλιστικά συμβόλαια στον Κλάδο Γενικής Φύσεως που συνάπτονται από εταιρεία που εγγράφεται στη Δημοκρατία, δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, είτε ως κυπριακή είτε ως αλλοδαπή, αλλά ασκεί ασφαλιστικές εργασίες αποκλειστικά εκτός της Δημοκρατίας.

(15) ΄Ασκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων ελεγκτών, εξωτερικών λογιστών και φορολογικών συμβούλων, περιλαμβανομένων συναλλαγών για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων.

(16)  Άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων εκ μέρους ανεξάρτητων επαγγελματιών νομικών, με εξαίρεση τις προνομιούχες πληροφορίες, όταν συμμετέχουν είτε:

(α)  βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:

(i) την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων,

(ii) τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ήάλλων περιουσιακών στοιχείωντων πελατών τους,

(iii) το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων,

(iv) την οργάνωση των εισφορών των αναγκαίων για τη δημιουργία, λειτουργία, ή διοίκηση εταιρειών,

(v) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση καταπιστευματικών εταιρειών, επιχειρήσεων ή ανάλογων μονάδων,

(β)  ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων.

(17) Οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες, που καθορίζονται στο Μέρος Ι και ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος των περί Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμων του 2002 έως 2003, ως εκάστοτε ισχύουν και που παρέχονται σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙ του ιδίου Παραρτήματος.

(18) Κτηματικές συναλλαγές εκ μέρους κτηματομεσιτών, δυνάμει των προνοιών των περί Κτηματομεσιτών Νόμων, ως εκάστοτε ισχύουν.

(19) Εμπόριο πολύτιμων λίθων και μετάλλων, όταν η πληρωμή διενεργείται σε μετρητά και για ποσό 15.000 ευρώ ή μεγαλύτερο.

Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας

61.-(1) Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας που τηρούνται από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Νόμου αυτού αν, αναφορικά με τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2), απαιτούν το συντομότερο δυνατό, μετά την πρώτη επαφή του πιο πάνω προσώπου με πελάτη, αναφορικά με συγκεκριμένη επιχειρηματική σχέση ή μεμονωμένη συναλλαγή-

(α) Την παρουσίαση από τον πιο πάνω πελάτη απόδειξης για την ταυτότητα του· ή

(β) τη λήψη τέτοιων μέτρων, όπως ορίζονται στις διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζεται επαρκώς η απόδειξη της ταυτότητας του,

και σε περίπτωση μη εξασφάλισης στοιχείων δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) πιο πάνω, απαγορεύουν την περαιτέρω ανάπτυξη της πιο πάνω επιχειρηματικής σχέσης ή μεμονωμένης συναλλαγής.

(2) Οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) πιο πάνω είναι οι εξής:

(α) Η περίπτωση όπου τα μέρη συνάπτουν ή αποφασίζουν να συνάψουν επιχειρηματική σχέση·

(β) η περίπτωση, αναφορικά με μεμονωμένη συναλλαγή, όπου το πρόσωπο που χειρίζεται τη συναλλαγή γνωρίζει ή υποψιάζεται ότι ο πελάτης ενέχεται σε αδίκημα συγκάλυψης, ή ότι η συναλλαγή διεξάγεται για λογαριασμό άλλου προσώπου το οποίο ενέχεται σε αδίκημα συγκάλυψηςω·

(γ) η περίπτωση, αναφορικά με μεμονωμένη συναλλαγή όπου η πληρωμή η οποία θα γίνει από ή προς πελάτη αφορά ποσό ισάξιο ή μεγαλύτερο των οκτώ χιλιάδων λιρών·

(δ) η περίπτωση, αναφορικά με δύο ή περισσότερες μεμονωμένες συναλλαγές, όπου-

(i) από την αρχή οποιασδήποτε συναλλαγής, γίνεται εμφανές στο πρόσωπο που τις χειρίζεται-

- ότι οι συναλλαγές συνδέονται· και

- ότι το συνολικό ποσό, σε σχέση με όλες τις συναλλαγές, το οποίο θα πληρωθεί από ή προς πελάτη αφορά ποσό ισάξιο ή μεγαλύτερο των οκτώ χιλιάδων λιρών·

(ii) σε μεταγενέστερο στάδιο οποιασδήποτε συναλλαγής, περιέρχεται στην προσοχή του πιο πάνω προσώπου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υποπαραγράφου (i) πιο πάνω.

(3) Η διαδικασία η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (1) πιο πάνω είναι σύμφωνη με το Νόμο αυτό αν, κατά την υποβολή αναφοράς, είτε σύμφωνα με το άρθρο 67 (Διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς) είτε απ’ ευθείας στη Μονάδα, στις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) προνοεί τη λήψη μέτρων, αναφορικά με την εν λόγω μεμονωμένη συναλλαγή, σύμφωνα με οποιεσδήποτε οδηγίες οι οποίες δυνατό να δοθούν από τη Μονάδα.

(4) Στο Νόμο αυτό αναφορά σε επαρκή απόδειξη της ταυτότητας προσώπου ερμηνεύεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 65 (Συμπληρωματικές διατάξεις) πιο κάτω.

(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται:

(α) σε περίπτωση που το ποσό των περιοδικών ασφαλίστρων που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους δεν υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ ή στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής τα 2.500 ευρώ·

(β) στις περιπτώσεις συμβάσεων ασφάλισης συνταξιοδότησης που συνάπτονται δυνάμει συμβάσεων εργασίας ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, υπό τον όρο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξαγοράς, ούτε μπορούν να χρησιμεύουν ως εγγύηση δανείου.

Σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων ή συναλλαγών εξ’ αποστάσεως

61Α. Όταν ζητείται η σύναψη επιχειρηματικής σχέσης ή η πραγματοποίηση συναλλαγής ή σειράς μεμονωμένων συναλλαγών, το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ, με πελάτη, χωρίς τη φυσική του παρουσία, για να μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, απαιτείται:

(i) Η προσκόμιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων· ή

(ii) η λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εξακρίβωση ή πιστοποίηση των υποβληθέντων στοιχείων· ή

(iii) η λήψη επιβεβαιωτικής πιστοποίησης από ΄Ιδρυμα ή Οργανισμό που λειτουργεί σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ή

(iv) η πραγματοποίηση της πρώτης πληρωμής στα πλαίσια της επιχειρηματικής σχέσης ή των μεμονωμένων συναλλαγών μέσω λογαριασμού στο όνομα του πελάτη που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.

Συναλλαγές για λογαριασμό άλλου προσώπου

62.-(1) Σε σχέση με πρόσωπο το οποίο δεσμεύεται από το άρθρο 62(1) πιο πάνω, το άρθρο αυτό εφαρμόζεται όπου πελάτης ενεργεί για λογαριασμό άλλου προσώπου.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας οι οποίες ακολουθούνται από ένα πρόσωπο είναι σύμφωνες προς το Νόμο αυτό αν, στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Νόμου αυτού, απαιτούν τη λήψη εύλογων μέτρων για σκοπούς προσδιορισμού της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο πελάτης.

(3) Για να διαπιστωθεί, για σκοπούς του εδαφίου (2), τι αποτελεί εύλογο μέτρο σε συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης και, ειδικά, η καλύτερη πρακτική η οποία ακολουθείται κατά τον ουσιώδη χρόνο στο είδος της εργασίας του πιο πάνω προσώπου και η οποία είναι εφαρμόσιμη υπό τις περιστάσεις αυτές.

Εξαιρέσεις

63.  Από τη διαδικασία για προσδιορισμό ταυτότητας δυνάμει των άρθρων 62 και 63 εξαιρούνται:

(α) Πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου·

(β) Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εγκαθιδρυμένα σε χώρες που εφαρμόζουν, κατά την κρίση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, διαδικασίες για πρόληψη αδικημάτων συγκάλυψης, ισοδύναμες με αυτές που προνοούνται στο Μέρος VII του παρόντος Νόμου.

Συμπληρωματικές διατάξεις

64.-(1) Για σκοπούς των διατάξεων που αφορούν διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας, η απόδειξη ταυτότητας είναι επαρκής αν-

(α) Είναι εύλογα δυνατό να διαπιστωθεί ότι ο πελάτης είναι πράγματι το πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι· και

(β) το πρόσωπο το οποίο εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία του πελάτη ικανοποιείται, σύμφωνα με τις διαδικασίες οι οποίες ακολουθούνται δυνάμει του Νόμου αυτού σε σχέση με είδος της κάθε χρηματοοικονομικής δραστηριότητας, ότι ο πελάτης είναι πράγματι το πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι.

(2) Για να προσδιοριστούν για σκοπούς του εδαφίου (1) του άρθρου 62 (Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας) πιο πάνω, τα χρονικά περιθώρια μέσα στα οποία πρέπει να ληφθεί επαρκής απόδειξη της ταυτότητας προσώπου, αναφορικά με οποιαδήποτε συγκεκριμένη επιχειρηματική σχέση ή μεμονωμένη συναλλαγή, λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις, περιλαμβανομένων ειδικά και των εξής:

(α) Της φύσης της εν λόγω επιχειρηματικής σχέσης ή της μεμονωμένης συναλλαγής·

(β)ο τόπος εγκατάστασης του πελάτη·

(γ) κατά πόσο είναι πρακτικό να ληφθούν τα αποδεικτικά στοιχεία προτού δεσμευθούν τα μέρη ή προτού καταβληθούν χρήματα·

(δ) σχετικά με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2)(γ) ή (δ) του άρθρου 62 (Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας) πιο πάνω, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος του πρωταρχικού σταδίου κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι το ολικό ποσό το οποίο θα καταβληθεί από τον πελάτη θα είναι ίσο ή μεγαλύτερο των οκτώ χιλιάδων λιρών.

Διαδικασία τήρησης αρχείων

65.-(1) Διαδικασία τήρησης αρχείων η οποία ακολουθείται από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Νόμου αυτού αν προνοεί την τήρηση, για περίοδο, των ακολούθων:

(α) Σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν επιχειρηματική σχέση η οποία συνάπτεται ή μεμονωμένη συναλλαγή η οποία διεξάγεται και που εξασφαλίζονται αποδεικτικά στοιχεία ταυτότητας πελάτη δυνάμει των διαδικασίων που ακολουθούνται σύμφωνα με τα άρθρα 62 (Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας) ή 63 (Συναλλαγές για λογαριασμό άλλου προσώπου), αρχείο το οποίο περιέχει τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία και το οποίο-

(i) περιλαμβάνει αντίγραφο των αποδεικτικών στοιχείων·

(ii) και σε περίπτωση όπου δεν είναι εύλογα πρακτική η συμμόρφωση με το (i) πιο πάνω, περιέχει επαρκείς πληροφορίες οι οποίες επιτρέπουν την επανάκτηση των πληροφοριών αναφορικά με την ταυτότητα του πελάτη· και

(β) αρχείο το οποίο περιλαμβάνει λεπτομέρειες όλων των πράξεων που διεξάγονται από το εν λόγω πρόσωπο στα πλαίσια εργασίας διεξαγωγής χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων.

(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1) και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), η καθορισμένη περίοδος είναι η περίοδος τουλάχιστο πέντε ετών η οποία αρχίζει-

(α) Αναφορικά με τα αρχεία τα οποία περιγράφονται στο εδάφιο (1)(α), από την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική δραστηριότητα ολοκληρώθηκε σύμφωνα με την ερμηνεία του εδαφίου (3)· και

(β) αναφορικά με τα αρχεία τα οποία περιγράφονται στο εδάφιο (1)(β), από την ημερομηνία κατά την οποία όλες οι πράξεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της εν λόγω χρηματοοικονομικής δραστηριότητας έχουν συμπληρωθεί.

(3) Για σκοπούς του εδαφίου (2)(α), η ημερομηνία κατά την οποία η σχετική δραστηριότητα ολοκληρώνεται είναι, ανάλογα με την περίπτωση-

(α) Στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην παράγραφο (α) του άρθρου 62(2), η ημερομηνία λήξης της επιχειρηματικής σχέσης αναφορικά με τη σύναψη της οποίας είχε δημιουργηθεί αρχείο δυνάμει του εδαφίου (1)(α)·

(β) στις περιπτώσεις όπου δεν έχουν τηρηθεί οι αναγκαίες διατυπώσεις για τερματισμό επιχειρηματικής σχέσης, αλλά έχουν παρέλθει πέντε έτη από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της τελευταίας συναλλαγής που έχει γίνει στα πλαίσια της επιχειρηματικής σχέσης, τότε η ημερομηνία ολοκλήρωσης όλων των δραστηριοτήτων θα λογίζεται ως η ημερομηνία τερματισμού της επιχειρηματικής σχέσης·

(γ) στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην παράγραφο (β) ή (γ) του άρθρου 62(2), η ημερομηνία ολοκλήρωσης όλων των πράξεων οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια μεμονωμένης συναλλαγής αναφορικά με την οποία είχε δημιουργηθεί αρχείο δυνάμει του εδαφίου (1)(α)·

(δ) στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην παράγραφο (δ) του άρθρου 62(2), η ημερομηνία ολοκλήρωσης όλων των πράξεων οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την πορεία της τελευταίας μεμονωμένης συναλλαγής αναφορικά με την οποία είχε δημιουργηθεί αρχείο, δυνάμει του εδαφίου (1)(α).

Διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς

66. Διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς οι οποίες ακολουθούνται από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Νόμου αν περιλαμβάνουν πρόνοιες που να-

(α) Ορίζουν το πρόσωπο (“το αρμόδιο πρόσωπο”) στο οποίο θα γίνεται η αναφορά για οποιαδήποτε πληροφορία ή άλλο θέμα το οποίο περιέρχεται στην αντίληψη του προσώπου που χειρίζεται τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και που, κατά τη γνώμη του τελευταίου προσώπου, αποδεικνύει ή δημιουργεί υποψίες ότι άλλο πρόσωπο ενέχεται σε αδίκημα συγκάλυψης·

(β) απαιτούν όπως, οποιαδήποτε τέτοια αναφορά, εξετάζεται υπό το φως όλων των σχετικών πληροφοριών από το αρμόδιο πρόσωπο ή από άλλο πρόσωπο που ήθελε υποδειχθεί, για να διαπιστωθεί κατά πόσο η πληροφορία ή άλλο θέμα που περιλαμβάνεται στην αναφορά πράγματι αποδεικνύει το γεγονός αυτό ή δημιουργούν τέτοια υποψία·

(γ) επιτρέπουν στο πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η εξέταση αναφοράς σύμφωνα με την παράγραφο (β) πιο πάνω να έχει πρόσβαση σε άλλες πληροφορίες οι οποίες δυνατό να το βοηθήσουν και οι οποίες είναι διαθέσιμες στο πρόσωπο το οποίο είναι υπεύθυνο για την τήρηση των εν λόγω διαδικασιών εσωτερικής αναφοράς· και

(δ) διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες ή άλλο θέμα που περιλαμβάνονται στην αναφορά θα διαβιβάζονται στη Μονάδα όταν το πρόσωπο το οποίο έχει εξετάσει την αναφορά, δυνάμει των πιο πάνω διαδικασιών, διαπιστώνει ή έχει εύλογες υποψίες ότι άλλο πρόσωπο ενέχεται σε αδίκημα συγκάλυψης.

Μη εκτέλεση ή καθυστέρηση εκτέλεσης συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη από πρόσωπο που διεξάγει χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

66Α. Η μη εκτέλεση ή η καθυστέρηση εκτέλεσης οποιαδήποτε συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, από πρόσωπο που διεξάγει χρηματοοικονομικές  δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 61 του παρόντος Νόμου λόγω μη παροχής επαρκών στοιχείων ή πληροφοριών, για τη φύση της συναλλαγής ή/και τα εμπλεκόμενα μέρη, όπως απαιτείται μετά από οδηγίες ή εγκυκλίους της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, για διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας πελατών και τήρησης αρχείου, που εκδίδονται βάσει του άρθρου 60(3) του παρόντος Νόμου, δε θα λογίζεται ως παράβαση οποιασδήποτε συμβατικής ή άλλης υποχρέωσης του εν λόγω προσώπου προς τον πελάτη του.

ΜΕΡΟΣ ΙΧ ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Εφαρμογή πολιτικής διαδικασίας

67.  Κατά την έκδοση οποιωνδήποτε διαταγμάτων, δυνάμει του   παρόντος Νόμου, στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εξαιρουμένων των διατάξεων του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, που αφορά την έκδοση διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση.

Νοείται ότι Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεων για την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος, που προβλέπεται στο παρόντα Νόμο, εφαρμόζει το μέτρο απόδειξης που εφαρμόζεται σε πολιτική διαδικασία.

Ακύρωση δωρεών

68.-(1) Το δικαστήριο δύναται να διατάξει την ακύρωση οποιασδήποτε απαγορευμένης δωρεάς με σκοπό την εκτέλεση διατάγματος δήμευσης ή την είσπραξη οποιασδήποτε χρηματικής ποινής.

(2) Το δικαστήριο, προτού διατάξει ακύρωση της δωρεάς, παρέχει την ευκαιρία στο πρόσωπο το οποίο έχει την περιουσία που αποτελεί το αντικείμενο της δωρεάς να εκφράσει τις απόψεις του και να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν πρέπει να γίνει η ακύρωση.

(3) Σε περίπτωση που το πρόσωπο το οποίο έχει το αντικείμενο της δωρεάς είναι ανήλικο, η ευκαιρία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) παρέχεται στον κηδεμόνα του.

(4) Το δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η περιουσία, μετά την ακύρωση της δωρεάς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), εγγραφεί προσωρινά για σκοπούς εκτέλεσης οποιουδήποτε δικαστικού διατάγματος στο όνομα του παραλήπτη ή άλλου προσώπου το οποίο κατονομάζει το δικαστήριο στο διάταγμα του.

(5) Η διάθεση περιουσίας η οποία αποτελεί αντικείμενο διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (1) γίνεται με βάση οδηγίες του δικαστηρίου.

(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εδαφίου (8) του άρθρου 13 (Ρευστοποιήσιμη περιουσία και άλλοι βασικοί όροι).

Έκδοση προσώπου που διαπράττει καθορισμένο αδίκημα

69. Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καθορισμένο αδίκημα αποτελεί αδίκημα για σκοπούς έκδοσης φυγοδίκων δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας.

Επιδόσεις διαταγμάτων

70. Επίδοση διατάγματος, που εκδίδεται δυνάμει του Νόμου αυτού, προς εποπτική αρχή θα θεωρείται ως επίδοση προς όλα τα πρόσωπα που υπόκεινται στον έλεγχο της εποπτικής αρχής:

Νοείται ότι, η εποπτική αρχή έχει υποχρέωση όπως φέρει σε γνώση πάραυτα των προσώπων για τα οποία είναι υπεύθυνη με οποιοδήποτε τρόπο την έκδοση διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του Νόμου αυτού.

Διαδικαστικός Κανονισμός

71.-(1) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διαδικαστικό κανονισμό για την καλύτερη εφαρμογή των διάφορων διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Μέχρις ότου εκδοθεί διαδικαστικός κανονισμός, τα δικαστήρια θα εφαρμόζουν τους ισχύοντες διαδικαστικούς κανονισμούς ανάλογα με τη φύση της σχετικής διαδικασίας και με τις τροποποιήσεις ή αναπροσαρμογές που κρίνονται αναγκαίες.

Κατάργηση και επιφύλαξη

72.-(1) Με την ψήφιση του παρόντος Νόμου καταργείται ο περί Δήμευσης Εσόδων από Παράνομη Διακίνηση Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1992, άνευ επηρεασμού οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας που διαπράχθηκε ή άρχισε δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου.

(2) Οποιαδήποτε διαδικασία άρχισε δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου, θα συνεχίσει με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Σημείωση
79 του Ν.188(Ι)/2007Έναρξη Ισχύος του Ν.188(Ι)/2007

Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 188(Ι)/2007] αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2008.

Σημείωση
78 του Ν.188(I)/2007Κατάργηση και επιφύλαξη

(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 188(Ι)/2007], καταργούνται οι περί Συγκάλυψης, ΄Ερευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμοι του 1996 έως 2004, λόγω αναθεώρησης των διατάξεων τους και ενσωμάτωσής τους στον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.: δηλαδή στον Ν. 188(Ι)/2007], άνευ επηρεασμού οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας που έγινε ή άρχισε δυνάμει των καταργηθέντων Νόμων.

(2) Οποιαδήποτε διαδικασία άρχισε δυνάμει των καταργηθέντων Νόμων, θα εξακολουθήσει, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 188(Ι)/2007].