ΜΕΡΟΣ VIII ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Ερμηνεία βασικών όρων

57. Για σκοπούς του παρόντος Μέρους-

“επιχειρηματική σχέση” σημαίνει οποιαδήποτε διευθέτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων όπου-

(α) Ο σκοπός της διευθέτησης είναι να διευκολύνει τη διεξαγωγή των συναλλαγών μεταξύ των εν λόγω προσώπων πάνω σε συχνή, συνήθη ή τακτική βάση·

(β) το ολικό ποσό οποιασδήποτε πληρωμής ή πληρωμών που θα καταβληθούν από ένα οποιοδήποτε πρόσωπο σε ένα άλλο οποιοδήποτε πρόσωπο κατά τη διάρκεια της διευθέτησης αυτής, δεν είναι γνωστό ή δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί κατά το χρόνο της σύναψης της διευθέτησης·

(γ) η διευθέτηση αφορά προσφορά υπηρεσιών.

“μεμονωμένη συναλλαγή” σημαίνει οποιαδήποτε συναλλαγή εκτός από συναλλαγή η οποία διεξάγεται κατά τη διάρκεια καθιερωμένης επιχειρηματικής σχέσης που συνάπτεται από πρόσωπο το οποίο ενεργεί στα πλαίσια χρηματοοικονομικής δραστηριότητας·

“πελάτης” σημαίνει πρόσωπο το οποίο επιδιώκει να συνάψει επιχειρηματική σχέση, ή να διεξάγει μεμονωμένη συναλλαγή, με άλλο πρόσωπο το οποίο διεξάγει χρηματοοικονομική δραστηριότητα στην ή από τη Δημοκρατία·

“χρηματοοικονομική δραστηριότητα” σημαίνει-

(α) οποιαδήποτε δραστηριότητα η οποία ορίζεται στο άρθρο 61 (Χρηματοοικονομικές δραστηριότητες) του Νόμου αυτού·

(β) οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα η οποία ορίζεται ως τέτοια από το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμα το οποίο τροποποιεί το άρθρο 61 και το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

“άλλη δραστηριότητα” σημαίνει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, εκτός από χρηματοοικονομική δραστηριότητα, για την οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου.

Διαδικασίες για πρόληψη αδικημάτων συγκάλυψης

58.-(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, στα πλαίσια χρηματοοικονομικών και άλλων δραστηριοτήτων τις οποίες εκτελεί στη Δημοκρατία ή από τη Δημοκρατία, να συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή να εκτελεί μεμονωμένη συναλλαγή, με άλλο πρόσωπο ή για λογαριασμό άλλου προσώπου εκτός αν το πρόσωπο αυτό-

(α) Εφαρμόζει τις πιο κάτω διαδικασίες σχετικά με τις και άλλες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες:

(i) διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 62-65 του Νόμου αυτού·

(ii) διαδικασίες για τήρηση αρχείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 (Διαδικασία τήρησης αρχείων) του Νόμου αυτού·

(iii) διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 67 (Διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς)·

(iv) οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου, επικοινωνίας και ενδελεχούς εξέτασης οποιασδήποτε συναλλαγής η οποία εκ της φύσεώς της μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με ξέπλυμα παράνομου χρήματος, με σκοπό την πρόληψη ή την αποτροπή συγκάλυψης εσόδων·

(β) λαμβάνει από καιρό σε καιρό τα κατάλληλα μέτρα για ενημέρωση εκείνων των εργοδοτουμένων των οποίων τα καθήκοντα περιλαμβάνουν διεξαγωγή χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων σχετικά με-

(i) τις διαδικασίες δυνάμει του εδαφίου (1)(α) πιο πάνω οι οποίες ακολουθούνται από το πρόσωπο αυτό και που σχετίζονται με τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες· και

(ii) τη νομοθεσία που αφορά τη συγκάλυψη εσόδων· και

(γ) φροντίζει από καιρό σε καιρό για την εκπαίδευση των εργοδοτουμένων του πάνω σε θέματα αναγνώρισης και χειρισμού συναλλαγών οι οποίες διεξάγονται από, ή για λογαριασμό προσώπου το οποίο ενέχεται ή φαίνεται να ενέχεται σε αδικήματα συγκάλυψης.

(2)(α)  Πρόσωπο το οποίο κατ’  ισχυρισμό παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του άρθρου αυτού, αφού του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί, υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο μέχρι  τρεις χιλιάδες λίρες που επιβάλλεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή.

(β)  Δικηγόρος ή ελεγκτής ο οποίος κατ’  ισχυρισμό παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, παραπέμπεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή στο αρμόδιο Πειθαρχικό όργανο που αποφασίζει ανάλογα.

(γ)  Οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου και το οποίο δεν υπόκειται σε έλεγχο Εποπτικής Αρχής και παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου αυτού διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή σε πρόστιμο μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές.

(3) Για να διαπιστωθεί κατά πόσο πρόσωπο έχει συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του εδαφίου (1), το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη-

(α) Οποιαδήποτε σχετική εποπτική ή ρυθμιστική καθοδήγηση στην οποία υπόκειται το πρόσωπο αυτό·

(β) σε περίπτωση που δεν υπάρχει καθοδήγηση σύμφωνα με το εδάφιο (1)(α), οποιεσδήποτε άλλες σχετικές οδηγίες οι οποίες εκδίδονται από το επαγγελματικό σώμα που ρυθμίζει ή εκπροσωπεί την επιχείρηση ή εργασία που διεξάγεται από το πρόσωπο αυτό.

Αδικήματα από πρόσωπα νομικά ή μη

59. [Διαγράφηκε]
Εποπτικές Αρχές

59.-(1) Εποπτική αρχή-

(α) Σε σχέση με πρόσωπα τα οποία δυνάμει των σχετικών νόμων έχουν άδεια να διεξάγουν τραπεζικές εργασίες στη Δημοκρατία ή από τη Δημοκρατία, είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

(β) σε σχέση με πρόσωπα τα οποία διεξάγουν χρηματοοικονομική δραστηριότητα, άλλη από αυτή που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου αυτού, ορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο δύναται να ορίσει μία ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

(2) Βασικό καθήκον των εποπτικών αρχών είναι να αξιολογούν και να εποπτεύουν την εφαρμογή του Μέρους αυτού από πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία τους.

(3) Εποπτική αρχή δύναται κατά την κρίση της, να εκδίδει και να απευθύνει οδηγίες ή εγκυκλίους προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της για να βοηθήσει με τη συμμόρφωση στις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.

(4) Σε περίπτωση όπου η Εποπτική αρχή-

(α) Έχει πληροφορίες· και

(β) πιστεύει ότι πρόσωπο, που υπόκειται στην εποπτεία της ενέχεται σε διάπραξη αδικήματος συγκάλυψης·

διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατό, τις πληροφορίες στη Μονάδα.

(5) Έναρξη ποινικής υπόθεσης δεν άρχεται χωρίς τη ρητή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα.

Χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

60. Χρηματοοικονομικές και άλλες δραστηριότητες περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

(1) Αποδοχή καταθέσεων από το κοινό.

(2) Δανεισμός χρημάτων στο κοινό.

(3) Χρηματική μίσθωση, περιλαμβανομένης και χρηματοδότησης με ενοικιαγορά.

(4) Υπηρεσίες διακίνησης χρημάτων.

(5) Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής, όπως πιστωτικές κάρτες, ταξιδιωτικές επιταγές και επιταγές τραπεζίτη.

(6) Έκδοση Εγγυήσεων και ανάληψη υποχρεώσεων.

(7) Διεξαγωγή συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου που έχουν σχέση με-

(α) Αξίες ή τίτλους της χρηματαγοράς περιλαμβανομένων επιταγών, συναλλαγματικών, γραμματίων και ομόλογα καταθέσεων,

(β) ξένο συνάλλαγμα,

(γ) προθεσμιακούς χρηματοδοτικούς τίτλους ή τίτλους με δικαίωμα επιλογής (options),

(δ) τίτλους που αφορούν συνάλλαγμα και επιτόκια,

(ε) αξιόγραφα.

(8) Συμμετοχή σε εκδόσεις αξιογράφων και παροχή συναφών υπηρεσιών.

(9) Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και παροχή συμβουλών καθώς και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της αγοράς επιχειρήσεων.

(10) Διαμεσολάβηση στη χρηματαγορά.

(11) Επενδυτικές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων της εμπορίας και διευθέτησης εμπορίας επενδύσεων, της διαχείρισης επενδύσεων, των συμβουλών για επενδύσεις και της ίδρυσης και λειτουργίας σχεδίων συλλογικών επενδύσεων. Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, ο όρος “επένδυση” περιλαμβάνει ασφάλειες ζωής επί μακροπρόθεσμης βάσης συνδεδεμένες ή μη με επενδυτικά σχέδια.

(12) Υπηρεσίες ασφαλούς φύλαξης.

(13) Φύλαξη και διαχείριση αξιογράφων.

(14) Ασφαλιστικά συμβόλαια στον Κλάδο Γενικής Φύσεως που συνάπτονται από εταιρεία που εγγράφεται στη Δημοκρατία, δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, είτε ως κυπριακή είτε ως αλλοδαπή, αλλά ασκεί ασφαλιστικές εργασίες αποκλειστικά εκτός της Δημοκρατίας.

(15) ΄Ασκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων ελεγκτών, εξωτερικών λογιστών και φορολογικών συμβούλων, περιλαμβανομένων συναλλαγών για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων.

(16)  Άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων εκ μέρους ανεξάρτητων επαγγελματιών νομικών, με εξαίρεση τις προνομιούχες πληροφορίες, όταν συμμετέχουν είτε:

(α)  βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:

(i) την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων,

(ii) τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ήάλλων περιουσιακών στοιχείωντων πελατών τους,

(iii) το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων,

(iv) την οργάνωση των εισφορών των αναγκαίων για τη δημιουργία, λειτουργία, ή διοίκηση εταιρειών,

(v) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση καταπιστευματικών εταιρειών, επιχειρήσεων ή ανάλογων μονάδων,

(β)  ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων.

(17) Οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες, που καθορίζονται στο Μέρος Ι και ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος των περί Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμων του 2002 έως 2003, ως εκάστοτε ισχύουν και που παρέχονται σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙ του ιδίου Παραρτήματος.

(18) Κτηματικές συναλλαγές εκ μέρους κτηματομεσιτών, δυνάμει των προνοιών των περί Κτηματομεσιτών Νόμων, ως εκάστοτε ισχύουν.

(19) Εμπόριο πολύτιμων λίθων και μετάλλων, όταν η πληρωμή διενεργείται σε μετρητά και για ποσό 15.000 ευρώ ή μεγαλύτερο.

Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας

61.-(1) Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας που τηρούνται από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Νόμου αυτού αν, αναφορικά με τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2), απαιτούν το συντομότερο δυνατό, μετά την πρώτη επαφή του πιο πάνω προσώπου με πελάτη, αναφορικά με συγκεκριμένη επιχειρηματική σχέση ή μεμονωμένη συναλλαγή-

(α) Την παρουσίαση από τον πιο πάνω πελάτη απόδειξης για την ταυτότητα του· ή

(β) τη λήψη τέτοιων μέτρων, όπως ορίζονται στις διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζεται επαρκώς η απόδειξη της ταυτότητας του,

και σε περίπτωση μη εξασφάλισης στοιχείων δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) πιο πάνω, απαγορεύουν την περαιτέρω ανάπτυξη της πιο πάνω επιχειρηματικής σχέσης ή μεμονωμένης συναλλαγής.

(2) Οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) πιο πάνω είναι οι εξής:

(α) Η περίπτωση όπου τα μέρη συνάπτουν ή αποφασίζουν να συνάψουν επιχειρηματική σχέση·

(β) η περίπτωση, αναφορικά με μεμονωμένη συναλλαγή, όπου το πρόσωπο που χειρίζεται τη συναλλαγή γνωρίζει ή υποψιάζεται ότι ο πελάτης ενέχεται σε αδίκημα συγκάλυψης, ή ότι η συναλλαγή διεξάγεται για λογαριασμό άλλου προσώπου το οποίο ενέχεται σε αδίκημα συγκάλυψηςω·

(γ) η περίπτωση, αναφορικά με μεμονωμένη συναλλαγή όπου η πληρωμή η οποία θα γίνει από ή προς πελάτη αφορά ποσό ισάξιο ή μεγαλύτερο των οκτώ χιλιάδων λιρών·

(δ) η περίπτωση, αναφορικά με δύο ή περισσότερες μεμονωμένες συναλλαγές, όπου-

(i) από την αρχή οποιασδήποτε συναλλαγής, γίνεται εμφανές στο πρόσωπο που τις χειρίζεται-

- ότι οι συναλλαγές συνδέονται· και

- ότι το συνολικό ποσό, σε σχέση με όλες τις συναλλαγές, το οποίο θα πληρωθεί από ή προς πελάτη αφορά ποσό ισάξιο ή μεγαλύτερο των οκτώ χιλιάδων λιρών·

(ii) σε μεταγενέστερο στάδιο οποιασδήποτε συναλλαγής, περιέρχεται στην προσοχή του πιο πάνω προσώπου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υποπαραγράφου (i) πιο πάνω.

(3) Η διαδικασία η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (1) πιο πάνω είναι σύμφωνη με το Νόμο αυτό αν, κατά την υποβολή αναφοράς, είτε σύμφωνα με το άρθρο 67 (Διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς) είτε απ’ ευθείας στη Μονάδα, στις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) προνοεί τη λήψη μέτρων, αναφορικά με την εν λόγω μεμονωμένη συναλλαγή, σύμφωνα με οποιεσδήποτε οδηγίες οι οποίες δυνατό να δοθούν από τη Μονάδα.

(4) Στο Νόμο αυτό αναφορά σε επαρκή απόδειξη της ταυτότητας προσώπου ερμηνεύεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 65 (Συμπληρωματικές διατάξεις) πιο κάτω.

(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται:

(α) σε περίπτωση που το ποσό των περιοδικών ασφαλίστρων που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους δεν υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ ή στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής τα 2.500 ευρώ·

(β) στις περιπτώσεις συμβάσεων ασφάλισης συνταξιοδότησης που συνάπτονται δυνάμει συμβάσεων εργασίας ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, υπό τον όρο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξαγοράς, ούτε μπορούν να χρησιμεύουν ως εγγύηση δανείου.

Σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων ή συναλλαγών εξ’ αποστάσεως

61Α. Όταν ζητείται η σύναψη επιχειρηματικής σχέσης ή η πραγματοποίηση συναλλαγής ή σειράς μεμονωμένων συναλλαγών, το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ, με πελάτη, χωρίς τη φυσική του παρουσία, για να μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, απαιτείται:

(i) Η προσκόμιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων· ή

(ii) η λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εξακρίβωση ή πιστοποίηση των υποβληθέντων στοιχείων· ή

(iii) η λήψη επιβεβαιωτικής πιστοποίησης από ΄Ιδρυμα ή Οργανισμό που λειτουργεί σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ή

(iv) η πραγματοποίηση της πρώτης πληρωμής στα πλαίσια της επιχειρηματικής σχέσης ή των μεμονωμένων συναλλαγών μέσω λογαριασμού στο όνομα του πελάτη που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.

Συναλλαγές για λογαριασμό άλλου προσώπου

62.-(1) Σε σχέση με πρόσωπο το οποίο δεσμεύεται από το άρθρο 62(1) πιο πάνω, το άρθρο αυτό εφαρμόζεται όπου πελάτης ενεργεί για λογαριασμό άλλου προσώπου.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας οι οποίες ακολουθούνται από ένα πρόσωπο είναι σύμφωνες προς το Νόμο αυτό αν, στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Νόμου αυτού, απαιτούν τη λήψη εύλογων μέτρων για σκοπούς προσδιορισμού της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο πελάτης.

(3) Για να διαπιστωθεί, για σκοπούς του εδαφίου (2), τι αποτελεί εύλογο μέτρο σε συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης και, ειδικά, η καλύτερη πρακτική η οποία ακολουθείται κατά τον ουσιώδη χρόνο στο είδος της εργασίας του πιο πάνω προσώπου και η οποία είναι εφαρμόσιμη υπό τις περιστάσεις αυτές.

Εξαιρέσεις

63.  Από τη διαδικασία για προσδιορισμό ταυτότητας δυνάμει των άρθρων 62 και 63 εξαιρούνται:

(α) Πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου·

(β) Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εγκαθιδρυμένα σε χώρες που εφαρμόζουν, κατά την κρίση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, διαδικασίες για πρόληψη αδικημάτων συγκάλυψης, ισοδύναμες με αυτές που προνοούνται στο Μέρος VII του παρόντος Νόμου.

Συμπληρωματικές διατάξεις

64.-(1) Για σκοπούς των διατάξεων που αφορούν διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας, η απόδειξη ταυτότητας είναι επαρκής αν-

(α) Είναι εύλογα δυνατό να διαπιστωθεί ότι ο πελάτης είναι πράγματι το πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι· και

(β) το πρόσωπο το οποίο εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία του πελάτη ικανοποιείται, σύμφωνα με τις διαδικασίες οι οποίες ακολουθούνται δυνάμει του Νόμου αυτού σε σχέση με είδος της κάθε χρηματοοικονομικής δραστηριότητας, ότι ο πελάτης είναι πράγματι το πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι.

(2) Για να προσδιοριστούν για σκοπούς του εδαφίου (1) του άρθρου 62 (Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας) πιο πάνω, τα χρονικά περιθώρια μέσα στα οποία πρέπει να ληφθεί επαρκής απόδειξη της ταυτότητας προσώπου, αναφορικά με οποιαδήποτε συγκεκριμένη επιχειρηματική σχέση ή μεμονωμένη συναλλαγή, λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις, περιλαμβανομένων ειδικά και των εξής:

(α) Της φύσης της εν λόγω επιχειρηματικής σχέσης ή της μεμονωμένης συναλλαγής·

(β)ο τόπος εγκατάστασης του πελάτη·

(γ) κατά πόσο είναι πρακτικό να ληφθούν τα αποδεικτικά στοιχεία προτού δεσμευθούν τα μέρη ή προτού καταβληθούν χρήματα·

(δ) σχετικά με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2)(γ) ή (δ) του άρθρου 62 (Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας) πιο πάνω, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος του πρωταρχικού σταδίου κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι το ολικό ποσό το οποίο θα καταβληθεί από τον πελάτη θα είναι ίσο ή μεγαλύτερο των οκτώ χιλιάδων λιρών.

Διαδικασία τήρησης αρχείων

65.-(1) Διαδικασία τήρησης αρχείων η οποία ακολουθείται από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Νόμου αυτού αν προνοεί την τήρηση, για περίοδο, των ακολούθων:

(α) Σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν επιχειρηματική σχέση η οποία συνάπτεται ή μεμονωμένη συναλλαγή η οποία διεξάγεται και που εξασφαλίζονται αποδεικτικά στοιχεία ταυτότητας πελάτη δυνάμει των διαδικασίων που ακολουθούνται σύμφωνα με τα άρθρα 62 (Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας) ή 63 (Συναλλαγές για λογαριασμό άλλου προσώπου), αρχείο το οποίο περιέχει τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία και το οποίο-

(i) περιλαμβάνει αντίγραφο των αποδεικτικών στοιχείων·

(ii) και σε περίπτωση όπου δεν είναι εύλογα πρακτική η συμμόρφωση με το (i) πιο πάνω, περιέχει επαρκείς πληροφορίες οι οποίες επιτρέπουν την επανάκτηση των πληροφοριών αναφορικά με την ταυτότητα του πελάτη· και

(β) αρχείο το οποίο περιλαμβάνει λεπτομέρειες όλων των πράξεων που διεξάγονται από το εν λόγω πρόσωπο στα πλαίσια εργασίας διεξαγωγής χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων.

(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1) και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), η καθορισμένη περίοδος είναι η περίοδος τουλάχιστο πέντε ετών η οποία αρχίζει-

(α) Αναφορικά με τα αρχεία τα οποία περιγράφονται στο εδάφιο (1)(α), από την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική δραστηριότητα ολοκληρώθηκε σύμφωνα με την ερμηνεία του εδαφίου (3)· και

(β) αναφορικά με τα αρχεία τα οποία περιγράφονται στο εδάφιο (1)(β), από την ημερομηνία κατά την οποία όλες οι πράξεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της εν λόγω χρηματοοικονομικής δραστηριότητας έχουν συμπληρωθεί.

(3) Για σκοπούς του εδαφίου (2)(α), η ημερομηνία κατά την οποία η σχετική δραστηριότητα ολοκληρώνεται είναι, ανάλογα με την περίπτωση-

(α) Στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην παράγραφο (α) του άρθρου 62(2), η ημερομηνία λήξης της επιχειρηματικής σχέσης αναφορικά με τη σύναψη της οποίας είχε δημιουργηθεί αρχείο δυνάμει του εδαφίου (1)(α)·

(β) στις περιπτώσεις όπου δεν έχουν τηρηθεί οι αναγκαίες διατυπώσεις για τερματισμό επιχειρηματικής σχέσης, αλλά έχουν παρέλθει πέντε έτη από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της τελευταίας συναλλαγής που έχει γίνει στα πλαίσια της επιχειρηματικής σχέσης, τότε η ημερομηνία ολοκλήρωσης όλων των δραστηριοτήτων θα λογίζεται ως η ημερομηνία τερματισμού της επιχειρηματικής σχέσης·

(γ) στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην παράγραφο (β) ή (γ) του άρθρου 62(2), η ημερομηνία ολοκλήρωσης όλων των πράξεων οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια μεμονωμένης συναλλαγής αναφορικά με την οποία είχε δημιουργηθεί αρχείο δυνάμει του εδαφίου (1)(α)·

(δ) στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην παράγραφο (δ) του άρθρου 62(2), η ημερομηνία ολοκλήρωσης όλων των πράξεων οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την πορεία της τελευταίας μεμονωμένης συναλλαγής αναφορικά με την οποία είχε δημιουργηθεί αρχείο, δυνάμει του εδαφίου (1)(α).

Διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς

66. Διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς οι οποίες ακολουθούνται από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Νόμου αν περιλαμβάνουν πρόνοιες που να-

(α) Ορίζουν το πρόσωπο (“το αρμόδιο πρόσωπο”) στο οποίο θα γίνεται η αναφορά για οποιαδήποτε πληροφορία ή άλλο θέμα το οποίο περιέρχεται στην αντίληψη του προσώπου που χειρίζεται τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και που, κατά τη γνώμη του τελευταίου προσώπου, αποδεικνύει ή δημιουργεί υποψίες ότι άλλο πρόσωπο ενέχεται σε αδίκημα συγκάλυψης·

(β) απαιτούν όπως, οποιαδήποτε τέτοια αναφορά, εξετάζεται υπό το φως όλων των σχετικών πληροφοριών από το αρμόδιο πρόσωπο ή από άλλο πρόσωπο που ήθελε υποδειχθεί, για να διαπιστωθεί κατά πόσο η πληροφορία ή άλλο θέμα που περιλαμβάνεται στην αναφορά πράγματι αποδεικνύει το γεγονός αυτό ή δημιουργούν τέτοια υποψία·

(γ) επιτρέπουν στο πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η εξέταση αναφοράς σύμφωνα με την παράγραφο (β) πιο πάνω να έχει πρόσβαση σε άλλες πληροφορίες οι οποίες δυνατό να το βοηθήσουν και οι οποίες είναι διαθέσιμες στο πρόσωπο το οποίο είναι υπεύθυνο για την τήρηση των εν λόγω διαδικασιών εσωτερικής αναφοράς· και

(δ) διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες ή άλλο θέμα που περιλαμβάνονται στην αναφορά θα διαβιβάζονται στη Μονάδα όταν το πρόσωπο το οποίο έχει εξετάσει την αναφορά, δυνάμει των πιο πάνω διαδικασιών, διαπιστώνει ή έχει εύλογες υποψίες ότι άλλο πρόσωπο ενέχεται σε αδίκημα συγκάλυψης.

Μη εκτέλεση ή καθυστέρηση εκτέλεσης συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη από πρόσωπο που διεξάγει χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

66Α. Η μη εκτέλεση ή η καθυστέρηση εκτέλεσης οποιαδήποτε συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, από πρόσωπο που διεξάγει χρηματοοικονομικές  δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 61 του παρόντος Νόμου λόγω μη παροχής επαρκών στοιχείων ή πληροφοριών, για τη φύση της συναλλαγής ή/και τα εμπλεκόμενα μέρη, όπως απαιτείται μετά από οδηγίες ή εγκυκλίους της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, για διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας πελατών και τήρησης αρχείου, που εκδίδονται βάσει του άρθρου 60(3) του παρόντος Νόμου, δε θα λογίζεται ως παράβαση οποιασδήποτε συμβατικής ή άλλης υποχρέωσης του εν λόγω προσώπου προς τον πελάτη του.