Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμος του 1996.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

“διάταγμα κηδεμονίας” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το άρθρο 5 του παρόντος Νόμου˙

“δικαστήριο επιτήρησης” σημαίνει, σε σχέση με διάταγμα κηδεμονίας, το επαρχιακό δικαστήριο της επαρχίας που αναφέρεται στο εκδιδόμενο διάταγμα˙

“δικαστής” σημαίνει μέλος επαρχιακού δικαστηρίου˙

“κηδεμονευόμενος” ή “υπό κηδεμονία” σημαίνει πρόσωπο που τίθεται υπό επιτήρηση βάσει εκδιδόμενου διατάγματος κηδεμονίας˙

“κηδεμονικός λειτουργός” σημαίνει πρόσωπο που διορίζεται ως τέτοιο δυνάμει του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου˙

“όροι επιμόρφωσης” σημαίνει τους όρους που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει, σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 5 και το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου˙

“όροι εργασίας” σημαίνει τους όρους που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει, σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 5 και το άρθρο 6 του παρόντος Νόμου˙

“περίοδος κηδεμονίας” σημαίνει την περίοδο για την οποία ο κηδεμονευόμενος τίθεται υπό επιτήρηση με διάταγμα κηδεμονίας.

Διορισμός κηδεμονικών λειτουργών

3. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων διορίζει επαρκή αριθμό κατάλληλων προσώπων κηδεμονικούς λειτουργούς, οι οποίοι εκτελούν τα καθήκοντα που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο ή τα καθήκοντα που καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται βάσει του παρόντος Νόμου.

Καθήκοντα κηδεμονικού λειτουργού

4. Τηρουμένων των οδηγιών του δικαστηρίου το οποίο εκδίδει διάταγμα κηδεμονίας, αποτελεί καθήκον του κηδεμονικού λειτουργού-

(α) Να επισκέπτεται ή να λαμβάνει αναφορές από τον κηδεμονευόμενο κατά λογικά χρονικά διαστήματα τα οποία δύνανται να ορίζονται στο διάταγμα κηδεμονίας ή, τηρουμένου αυτού, κατά τα χρονικά διαστήματα που ο κηδεμονικός λειτουργός θεωρεί κατάλληλα.

(β) Να ελέγχει ότι ο κηδεμονευόμενος συμμορφώνεται με τους όρους του διατάγματος κηδεμονίας.

(γ) Να υποβάλλει εκθέσεις στο δικαστήριο για τη διαγωγή του.

(δ) Να συμβουλεύει, να βοηθά και να συμπαρίσταται στον κηδεμονευόμενο και, όταν χρεάζεται, να εξασφαλίζει σε αυτόν κατάλληλη εργασία ή να παρέχει σε αυτόν οποιαδήποτε βοήθεια σχετικά με τη μόρφωση ή την επιμόρφωση του.

(ε) Να παρέχει οποιαδήποτε διευκόλυνση ή βοήθεια για την αποτελεσματική εφαρμογή διατάγματος κηδεμονίας με όρους εργασίας ή επιμόρφωσης.

Διάταγμα κηδεμονίας

5.-(1) Αν το δικαστήριο, καταδικάζοντας πρόσωπο για αδίκημα για το οποίο η ποινή δεν καθορίζεται σε οποιοδήποτε νόμο, είναι της γνώμης, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της φύσης του αδικήματος και του χαρακτήρα του αδικοπραγούντος, ότι αυτό είναι σκόπιμο, δύναται, αντί να μεταχειριστεί τον αδικοπραγούντα με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, να εκδώσει διάταγμα (που στο εξής θα αναφέρεται ως “διάταγμα κηδεμονίας”) δυνάμει του οποίου να θέτει τον αδικοπραγούντα υπό την επιτήρηση κηδεμονικού λειτουργού για περίοδο που ορίζεται σε αυτό και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα χρόνο ούτε μεγαλύτερη από τρία χρόνια.

(2) Το διάταγμα κηδεμονίας αναφέρει την επαρχία στην οποία ο κηδεμονευόμενος θα διαμένει υποχρεούμενος να τελεί υπό την επιτήρηση κηδεμονικού λειτουργού, ο οποίος διορίζεται ή αποσπάται στην επαρχία αυτή.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), το διάταγμα κηδεμονίας δύναται επιπρόσθετα να απαιτεί από τον αδικοπραγούντα να συμμορφώνεται κατά τη διάρκεια ολόκληρης ή οποιουδήποτε μέρους της περιόδου κηδεμονίας με τους όρους τους οποίους το δικαστήριο, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, θεωρεί αναγκαίους για την εξαφάλιση της καλής διαγωγής του ή για την αποτροπή της επανάληψης από αυτόν του ίδιου αδικήματος ή της διάπραξης άλλων αδικημάτων:

Νοείται ότι, χωρίς να επηρεάζεται η εξουσία του δικαστηρίου να εκδίδει διάταγμα βάσει του εδαφίου (2) του άρθρου 12, τα ποσά που καταβάλλονται ως αποζημίωση για βλάβη ή ως ικανοποίηση για απώλεια δε περιλαμβάνονται μεταξύ των όρων του διατάγματος κηδεμονίας.

(4) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (3), δύνανται να περιλαμβάνονται σε διάταγμα κηδεμονίας όροι αναφορικά με τη διαμονή του αδικοπραγούντος:

Νοείται ότι πριν από την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος κηδεμονίας που θα περιλαμβάνει τέτοιους όρους το δικαστήριο εξετάζει το οικογενειακό περιβάλλον του αδικοπραγούντος.

(5) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (3) και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 6, το δικαστήριο δύναται κατά την έκδοση διατάγματος κηδεμονίας να περιλάβει σε αυτό όρους για την παροχή από τον κηδεμονευόμενο εργασίας χωρίς αμοιβή για καθορισμένο αριθμό ωρών. Διάταγμα κηδεμονίας το οποίο περιλαμβάνει τέτοιους όρους αναφέρεται ως “διάταγμα κηδεμονίας με όρους κοινοτικής εργασίας”.

(6) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (3) και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 7, το δικαστήριο δύναται κατά την έκδοση διατάγματος κηδεμονίας να περιλάβει σε αυτό όρους για την παρακολούθηση από τον αδικοπραγούντα επιμορφωτικών μαθημάτων καθορισμένου περιεχομένου και διάρκειας. Διάταγμα κηδεμονίας το οποίο περιλαμβάνει τέτοιους όρους αναφέρεται ως “διάταγμα κηδεμονίας με όρους επιμόρφωσης”.

(7) Πριν από την έκδοση διατάγματος κηδεμονίας το δικαστήριο εξηγεί στον αδικοπραγούντα σε γλώσσα καταληπτή τις συνέπειες του διατάγματος, στο οποίο δυνατό να περιληφθούν οποιοιδήποτε πρόσθετοι όροι με βάση το εδάφιο (3) ή το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, καθώς και το γεγονός ότι, σε περίπτωση που παραλείψει να συμμορφωθεί με αυτό ή διαπράξει άλλο αδίκημα, υπόκειται σε ποινή για το αρχικό αδίκημα.

(8) Το δικαστήριο το οποίο εκδίδει διάταγμα κηδεμονίας διαβιβάζει αμέσως αντίγραφα του διατάγματος στον κηδεμονικό λειτουργό που είναι αποσπασμένος στο δικαστήριο, ο οποίος και διαβιβάζει αντίγραφο στον αδικοπραγούντα και στον κηδεμονικό λειτουργό που είναι υπεύθυνος για την επιτήρηση του αδικοπραγούντος, ενώ το δικαστήριο, εκτός αν πρόκειται γι’ αυτό το ίδιο το δικαστήριο επιτήρησης, αποστέλλει στον πρωτοκολλητή του επαρχιακού δικαστηρίου της επαρχίας στην οποία διαμένει ο κηδεμονευόμενος αντίγραφο του διατάγματος μαζί με τα έγγραφα και τις πληροφορίες τα οποία αναφέρονται στην υπόθεση και τα οποία θεωρεί ότι θα βοηθήσουν το δικαστήριο επιτήρησης.

Συμπληρωματικές διατάξεις όσον αφορά το διάταγμα με όρους κοινοτικής εργασίας

6.-(1) Το δικαστήριο δεν προβαίνει στην επιβολή όρων για την παροχή κοινοτικής εργασίας χωρίς αμοιβή δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 5, εκτός αν-

(α) Ο αδικοπραγών πληροφορήσει το δικαστήριο ότι συγκατατίθεται στην επιβολή τέτοιων όρων ή το δικαστήριο εξασφαλίσει την πιο πάνω συγκατάθεση του αδικοπραγούντος.

(β) Πληροφορηθεί από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι έχουν γίνει διευθετήσεις για την εκτέλεση εργασίας, σύμφωνα με τους όρους του διατάγματος, στην πόλη ή στην περιοχή στην οποία ο αδικοπραγών διαμένει.

(γ) Ικανοποιηθεί ότι ο αδικοπραγών είναι πρόσωπο κατάλληλο για την εκτέλεση κοινοτικής εργασίας λαμβάνοντας υπόψη σχετική έκθεση του κηδεμονικού λειτουργού.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (7) του άρθρου 5, το δικαστήριο, προτού επιβάλει όρους για την παροχή κοινοτικής εργασίας, εξηγεί στον αδικοπραγούντα-

(α) Το σκοπό και τις συνέπειες των όρων παροχής κοινοτικής εργασίας, όπως καθορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 8.

(β) Τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο δύναται να διαφοροποιεί τους όρους εργασίας, δυνάμει του άρθρου 9.

(3) Ο κηδεμονευόμενος δυνάμει διατάγματος κοινοτικής εργασίας οφείλει-

(α) Να παρουσιαστεί ενώπιον του κηδεμονικού λειτουργού ο οποίος καθορίζεται στο διάταγμα για την εφαρμογή του διατάγματος και ακολούθως να παρουσιάζεται κατά τα χρονικά διαστήματα που το δικαστήριο ή ο κηδεμονικός λειτουργός θα καθορίσει.

(β) Να πληροφορεί τον κηδεμονικό λειτουργό για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης του.

(γ) Να εκτελεί στις ώρες που καθορίζονται στο διάταγμα την εργασία που το δικαστήριο ή ο κηδεμονικός λειτουργός θα καθορίσει.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 9, η καθορισμένη εργασία εκτελείται κατά την περίοδο της ισχύος του διατάγματος κηδεμονίας και είναι καθορισμένης διάρκειας.

(5) Η εργασία που εκτελείται, καθώς και οι οδηγίες που κατά καιρούς δυνατό να δίδονται από τον κηδεμονικό λειτουργό σχετικά με την εν λόγω εργασία, δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κηδεμονευομένου ή να επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο την τακτική εργασία, τη μόρφωση ή την επιμόρφωση του.

Συμπληρωματικές διατάξεις όσον αφορά το διάταγμα με όρους επιμόρφωσης

7.-(1) Το δικαστήριο δεν προβαίνει στην επιβολή όρων για την παρακολούθηση επιμορφωτικών μαθημάτων της εκλογής του αδικοπραγούντος, δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 5, εκτός αν-

(α) Ο αδικοπραγών πληροφορήσει το δικαστήριο ότι συγκατατίθεται στην επιβολή τέτοιων όρων ή το δικαστήριο εξασφαλίσει την πιο πάνω συγκατάθεση του αδικοπραγούντος.

(β) Πληροφορηθεί από τα αρμόδια Υπουργεία ότι έγιναν οι ανάλογες διευθετήσεις για την παρακολούθηση επιμορφωτικών μαθημάτων της εκλογής του αδικοπραγούντος, σύμφωνα με τους όρους του διατάγματος, στην πόλη ή στην περιοχή στην οποία ο αδικοπραγών διαμένει.

(γ) Ικανοποιηθεί ότι ο αδικοπραγών είναι πρόσωπο κατάλληλο για την παρακολούθηση επιμορφωτικών μαθημάτων λαμβάνοντας υπόψη σχετική έκθεση του κηδεμονικού λειτουργού.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (7) του άρθρου 5, το δικαστήριο, προτού επιβάλει όρους για την παρακολούθηση επιμορφωτικών μαθημάτων, εξηγεί στον αδικοπραγούντα-

(α) Το σκοπό και τις συνέπειες των όρων παρακολούθησης επιμορφωτικών μαθημάτων, όπως καθορίζονται στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 8.

(β) Τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο δύναται να διαφοροποιεί τους όρους παρακολούθησης επιμορφωτικών μαθημάτων, δυνάμει του άρθρου 9.

(3) Ο κηδεμονευόμενος δυνάμει διατάγματος κηδεμονίας με όρους επιμόρφωσης οφείλει-

(α) Να παρουσιαστεί ενώπιον του κηδεμονικού λειτουργού ο οποίος καθορίζεται στο διάταγμα για την εφαρμογή του διατάγματος και ακολούθως να παρουσιάζεται κατά τα χρονικά διαστήματα που το δικαστήριο ή ο κηδεμονικός λειτουργός θα καθορίσει.

(β) Να πληροφορεί τον κηδεμονικό λειτουργό για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης του.

(γ) Να παρακολουθεί στις ώρες που καθορίζονται στο διάταγμα τα επιμορφωτικά μαθήματα που το δικαστήριο ή ο κηδεμονικός λειτουργός θα καθορίσει.

(4) Η παρακολούθηση επιμορφωτικών μαθημάτων γίνεται κατά την περίοδο της ισχύος του διατάγματος κηδεμονίας, είναι καθορισμένης διάρκειας και αφορά προγράμματα τα οποία διοργανώνονται από τα αρμόδια Υπουργεία ή άλλους φορείς.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου αρμόδια Υπουργεία είναι το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.

Παράβαση όρων του διατάγματος κηδεμονίας

8.-(1) Οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της περιόδου κηδεμονίας κριθεί κατόπιν πληροφορίας που τίθεται ενώπιον δικαστή του δικαστηρίου επιτήρησης ότι ο κηδεμονευόμενος παρέλειψε να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε από τους όρους του διατάγματος ή τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7, ο δικαστής δύναται να εκδώσει κλήση με την οποία να καλείται ο κηδεμονευόμενος να εμφανιστεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου στον τόπο και κατά το χρόνο που καθορίζονται σε αυτή ή ένταλμα για τη σύλληψη του, αν η πληροφορία που τέθηκε ενώπιον του δικαστή είναι γραπτή και ενόρκως επιβεβαιωμένη.

(2) Αν το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ο κηδεμονευόμενος εμφανίζεται ή προσάγεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού ικανοποιηθεί ότι ο κηδεμονευόμενος παρέλειψε να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε από τους όρους του διατάγματος κηδεμονίας ή τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7, τότε το δικαστήριο, χωρίς να επηρεάζεται η συνέχιση της ισχύος του διατάγματος κηδεμονίας, δύναται να επιβάλει στον κηδεμονευόμενο πρόστιμο που να μην υπερβαίνει τις πενήντα λίρες ή, ανεξάρτητα αν το διάταγμα εκδόθηκε από δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας ή από κακουργιοδικείο, να ακυρώσει το διάταγμα και να μεταχειριστεί, μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, τον κηδεμονευόμενο, σχετικά με το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα κηδεμονίας, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο θα είχε την αρμοδιότητα να τον μεταχειριστεί, αν τον είχε μόλις καταδικάσει για το πιο πάνω αδίκημα.

(3) Πρόστιμο που επιβάλλεται με βάση το άρθρο αυτό για την παράλειψη συμμόρφωσης με τους όρους διατάγματος κηδεμονίας θεωρείται για τους σκοπούς οποιουδήποτε άλλου νόμου πρόστιμο το οποίο επιδικάστηκε κατόπιν καταδίκης.

Ακύρωση, τροποποίηση και αναθεώρηση του διατάγματος κηδεμονίας

9.-(1) Το δικαστήριο το οποίο έχει εκδώσει διάταγμα κηδεμονίας δύναται να το ακυρώσει, να το τροποποιήσει ή να το αναθεωρήσει είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αίτησης του κηδεμονευομένου ή του κηδεμονικού λειτουργού.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), το δικαστήριο δύναται ειδικότερα, όσον αφορά διάταγμα κηδεμονίας με όρους κοινοτικής εργασίας-

(α) Να επεκτείνει ή να περιορίσει το κατώτατο όριο κηδεμονίας των δώδεκα μηνών, αν κρίνει ότι λόγω αλλαγής των περιστατικών και για το συμφέρον της δικαιοσύνης αυτό είναι σκόπιμο.

(β) Να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τους όρους παροχής εργασίας.

(3) Σε περίπτωση που η ακύρωση, η τροποποίηση ή η αναθεώρηση γίνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο ή κατόπιν αίτησης του κηδεμονικού λειτουργού, το δικαστήριο ακολουθεί, με τις ανάλογες προσαρμογές, τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 8, όσον αφορά την προσαγωγή και την εμφάνιση του κηδεμονευομένου ενώπιον του δικαστηρίου.

(4) Σε περίπτωση τροποποίησης ή αναθεώρησης του διατάγματος που αφορά αλλαγές ως προς την επαρχία της διαμονής ή του τόπου εργασίας, τακτικής, κοινοτικής ή άλλης, του κηδεμονευομένου, ο πρωτοκολλητής του δικαστηρίου που έχει τροποποιήσει ή αναθεωρήσει το διάταγμα αποστέλλει στον πρωτοκολλητή του δικαστηρίου της νέας επαρχίας τόσο το αρχικό όσο και το τροποποιημένο κείμενο του διατάγματος μαζί με οποιαδήποτε άλλα έγγραφα ή πληροφορίες που έχουν σχέση με την υπόθεση ή που δυνατό να είναι χρήσιμα στην εκτέλεση του διατάγματος, καθώς και στην παρακολούθηση και την επίβλεψη της εφαρμογής του διατάγματος και των όρων του.

Απαλλαγή με ή χωρίς όρους

10.-(1) Όταν το δικαστήριο, καταδικάζοντας πρόσωπο για αδίκημα για το οποίο η ποινή δεν καθορίζεται από οποιοδήποτε νόμο είναι της γνώμης, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της φύσης του αδικήματος και του χαρακτήρα του αδικοπραγούντος, ότι δεν είναι σκόπιμο να επιβάλει ποινή και ότι δεν αρμόζει να εκδοθεί διάταγμα κηδεμονίας, τότε δύναται να εκδώσει διάταγμα που να τον απαλλάσσει απόλυτα ή, αν το θεωρεί πρέπον, να τον απαλλάξει με τον όρο ότι δε θα διαπράξει αδίκημα κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος που δε θα υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία εκδόσεως του διατάγματος, όπως θα οριστεί σε αυτό.

(2) Διάταγμα με το οποίο απαλλάσσεται πρόσωπο με όρους που αναφέρονται πιο πάνω καλείται “διάταγμα απαλλαγής υπό όρους” και η περίοδος που ορίζεται σε αυτό καλείται “περίοδος απαλλαγής υπό όρους”.

(3) Πριν από την έκδοση διατάγματος απαλλαγής υπό όρους το δικαστήριο εξηγεί στον αδικοπραγούντα σε γλώσσα καταληπτή ότι, αν διαπράξει άλλο αδίκημα κατά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής υπό όρους, θα υπόκειται σε ποινή για το αρχικό αδίκημα.

(4) Όταν, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε πρόσωπο που έχει απαλλαγεί υπό όρους, βάσει του παρόντος άρθρου, επιβάλλεται ποινή για το αδίκημα αναφορικά με το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα απαλλαγής υπό όρους, τότε αυτό παύει να ισχύει.

Διάπραξη περαιτέρω αδικημάτων

11.-(1) Αν το δικαστήριο το οποίο έχει εκδώσει διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους πληροφορηθεί ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται το διάταγμα αυτό έχει καταδικαστεί από οποιοδήποτε δικαστήριο της Δημοκρατίας για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της κηδεμονίας ή της απαλλαγής υπό όρους και έτυχε μεταχείρισης σχετικά με το αδίκημα αυτό, τότε δύναται να εκδώσει κλήση με την οποία να καλεί το εν λόγω πρόσωπο να εμφανιστεί στον τόπο και κατά το χρόνο που ορίζονται στην κλήση ή ένταλμα για τη σύλληψη του, στην περίπτωση που η πληροφορία είναι γραπτή και επιβεβαιωμένη.

(2) Κλήση ή ένταλμα που εκδίδεται με βάση το άρθρο αυτό διατάζει το εν λόγω πρόσωπο να εμφανιστεί ή να προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο έχει εκδώσει το διάταγμα κηδεμονίας, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το διάταγμα έχει εκδοθεί από κακουργιοδικείο, οπότε το εν λόγω πρόσωπο καλείται να εμφανιστεί ή διατάζεται η προσαγωγή του ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου συνοπτικής διαδικασίας, το οποίο και επιλαμβάνεται της υπόθεσης μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, όπως αν ήταν το δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα.

(3) Αν πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους καταδικάζεται και τυγχάνει μεταχείρισης από δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας άλλης επαρχίας για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της κηδεμονίας ή της απαλλαγής υπό όρους, τότε το δικαστήριο αυτό δύναται να θέσει υπό κράτηση ή να απολύσει με εγγύηση τον αδικοπραγούντα, με ή χωρίς εγγυητές, μέχρις ότου δυνηθεί να προσαχθεί ή να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε το διάταγμα ή ενώπιον άλλου δικαστηρίου της ίδιας επαρχίας. Αν ακολουθηθεί η διαδικασία αυτή, τότε το δικαστήριο διαβιβάζει στο δικαστήριο που έχει εκδώσει το διάταγμα αντίγραφο της καταδίκης υπογραμμένο από τον πρωτοκολλητή του δικαστηρίου το οποίο καταδίκασε τον κηδεμονευόμενο.

(4) Όταν αποδεικνύεται προς ικανοποίηση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου καλείται ή προσάγεται πρόσωπο δυνάμει του παρόντος άρθρου ή προς ικανοποίηση του δικαστηρίου επιτήρησης ότι το εν λόγω πρόσωπο καταδικάστηκε και έτυχε μεταχείρισης αναφορικά με αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου κηδεμονίας ή κατά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής υπό όρους, ανάλογα με την περίπτωση, τότε το δικαστήριο δύναται να μεταχειριστεί το πρόσωπο αυτό, όσον αφορά το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί, αν το είχε μόλις καταδικάσει για το εν λόγω αδίκημα.

(5) Αν πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους από δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας καταδικάζεται από κακουργιοδικείο για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της κηδεμονίας ή της απαλλαγής υπό όρους, τότε το κακουργιοδικείο δύναται να μεταχειριστεί το πρόσωπο αυτό, όσον αφορά το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο συνοπτικής δικαιοδοσίας θα μπορούσε να το μεταχειριστεί, αν το είχε μόλις καταδικάσει για το εν λόγω αδίκημα.

(6) Αν πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους από δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας καταδικάζεται από άλλο δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας για οποιοδήποτε αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου κηδεμονίας ή κατά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής υπό όρους, τότε το δεύτερο δικαστήριο δύναται με τη συγκατάθεση του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε το διάταγμα να μεταχειριστεί το πρόσωπο αυτό, όσον αφορά το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί, αν το είχε μόλις καταδικάσει για το εν λόγω αδίκημα.

Συμπληρωματικές διατάξεις αναφορικά με την κηδεμονία

12.-(1) Δικαστήριο το οποίο, με βάση τον παρόντα Νόμο, εκδίδει διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο για την αναμόρφωση του αδικοπραγούντος, να επιτρέψει σε οποιοδήποτε πρόσωπο συγκατατίθεται σε αυτό να δώσει εγγύηση για την καλή συμπεριφορά του αδικοπραγούντος. Για οποιαδήποτε εγγύηση δίδεται με τον τρόπο αυτό εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 158 μέχρι 164 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

(2) Δικαστήριο το οποίο εκδίδει διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους ή το οποίο απαλλάσσει τον αδικοπραγούντα απόλυτα δύναται, χωρίς να επηρεάζεται η εξουσία του να επιδικάζει έξοδα εναντίον του, να διατάξει τον αδικοπραγούντα να καταβάλει ως αποζημίωση για βλάβη ή ως ικανοποίηση για απώλεια το ποσό το οποίο το δικαστήριο κρίνει εύλογο, νοουμένου ότι και τα δύο ποσά δεν υπερβαίνουν το ποσό το οποίο το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιδικάζει.

(3) Διάταγμα για την καταβολή αποζημιώσεως για βλάβη ή απώλεια, όπως αναφέρεται πιο πάνω, δύναται να εκτελεστεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εκτελείται διάταγμα για την πληρωμή χρηματικής ποινής από τον αδικοπραγούντα. Όταν το δικαστήριο, εκτός από την έκδοση διατάγματος για την καταβολή σε οποιοδήποτε πρόσωπο αποζημιώσεως για βλάβη ή για απώλεια, διατάζει τον αδικοπραγούντα να πληρώσει στο πρόσωπο αυτό έξοδα, τότε τα διατάγματα για την καταβολή αποζημιώσεων ή και για την πληρωμή εξόδων δύνανται να εκτελεστούν όπως αν αποτελούσαν ένα και μόνο διάταγμα για την πληρωμή χρηματικής ποινής.

Αποτελέσματα κηδεμονίας και απαλλαγής

13.-(1) Τηρουμένων των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, καταδίκη για αδίκημα για το οποίο εκδίδεται διάταγμα δυνάμει του παρόντος Νόμου το οποίο θέτει τον αδικοπραγούντα υπό κηδεμονία ή τον απαλλάσσει απόλυτα ή υπό όρους δε θεωρείται ότι είναι καταδίκη για σκοπό άλλο από τους σκοπούς της διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας εκδίδεται το διάταγμα, καθώς και οποιασδήποτε μεταγενέστερης διαδικασίας η οποία δύναται να εγερθεί εναντίον του αδικοπραγούντος με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται το εδάφιο (1), η καταδίκη αδικοπραγούντος που τίθεται υπό κηδεμονία ή που απαλλάσσεται απόλυτα ή υπό όρους αγνοείται για τους σκοπούς οποιουδήποτε νόμου ο οποίος επιφέρει οποιαδήποτε στέρηση ή ανικανότητα σε πρόσωπα που καταδικάστηκαν ή ο οποίος εξουσιοδοτεί ή απαιτεί την επιβολή οποιασδήποτε τέτοιας στέρησης ή ανικανότητας.

(3) Τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν-

(α) Το δικαίωμα του αδικοπραγούντος να εφεσιβάλει την απόφαση για καταδίκη του ή να βασίζεται σε αυτή για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης διαδικασίας για το ίδιο αδίκημα.

(β) Την επανάκτηση ή την επιστροφή οποιασδήποτε περιουσίας ως αποτέλεσμα της καταδίκης του αδικοπραγούντος.

(γ) Την εφαρμογή, σχετικά με τον αδικοπραγούντα, οποιουδήποτε νόμου ο οποίος ισχύει κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και ο οποίος ρητά αναφέρει ότι επεκτείνεται σε καταδικασθέντες.

Έκθεση κηδεμονικού λειτουργού

14. Όταν από κηδεμονικό λειτουργό υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο έκθεση με σκοπό αυτό να βοηθηθεί να αποφασίσει για την καταλληλότερη μέθοδο μεταχείρισης οποιουδήποτε προσώπου αναφορικά με τη διάπραξη αδικήματος, αντίγραφο της έκθεσης δίδεται από το δικαστήριο στον αδικοπραγούντα ή στο δικηγόρο του.

Κανονισμοί

15.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς-

(α) Που να καθορίζουν οποιαδήποτε καθήκοντα των κηδεμονικών λειτουργών επιπρόσθετα με τα καθήκοντα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(β) Που να καθορίζουν τους τύπους των αρχείων που τηρούνται από τους κηδεμονικούς λειτουργούς με βάση τον παρόντα Νόμο.

(γ) Για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(3) Κανονισμοί που έχουν εκδοθεί με βάση τις διατάξεις του νόμου που καταργείται με τον παρόντα Νόμο εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου εκδοθούν νέοι Κανονισμοί, δυνάμει του παρόντος Νόμου, οι οποίοι να τους αντικαθιστούν ή να τους τροποποιούν.

Διαδικαστικοί κανονισμοί

16.-(1) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικούς κανονισμούς για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος ή διαδικασίας που προκύπτει ή εγείρεται με βάση τον παρόντα Νόμο, για τον καθορισμό των τύπων που θα χρησιμοποιούνται για οποιοδήποτε τέτοιο θέμα ή διαδικασία και για τον καθορισμό των καταβλητέων τελών.

(2) Διαδικαστικοί κανονισμοί που έχουν εκδοθεί με βάση τις διατάξεις του νόμου που καταργείται με τον παρόντα Νόμο εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου εκδοθούν νέοι διαδικαστικοί κανονισμοί.

Ο περί Αδικοπραγούντων Ανηλίκων Νόμος

17. Ο Νόμος αυτός δεν επηρεάζει τις διατάξεις του περί Αδικοπραγούντων Ανηλίκων Νόμου ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου Ανηλίκων να μεταχειρίζεται ανήλικο αδικοπραγούντα δυνάμει των διατάξεων του προηγούμενου νόμου.

Κατάργηση

18. Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου καταργείται ο περί Κηδεμονίας Αδικοπραγούντων Νόμος, χωρίς να επηρεάζεται οτιδήποτε έγινε με βάση τον καταργούμενο νόμο, το οποίο και θεωρείται ότι έγινε με βάση τον παρόντα Νόμο.