Συμπληρωματικές διατάξεις όσον αφορά το διάταγμα με όρους κοινοτικής εργασίας

6.-(1) Το δικαστήριο δεν προβαίνει στην επιβολή όρων για την παροχή κοινοτικής εργασίας χωρίς αμοιβή δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 5, εκτός αν-

(α) Ο αδικοπραγών πληροφορήσει το δικαστήριο ότι συγκατατίθεται στην επιβολή τέτοιων όρων ή το δικαστήριο εξασφαλίσει την πιο πάνω συγκατάθεση του αδικοπραγούντος.

(β) Πληροφορηθεί από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι έχουν γίνει διευθετήσεις για την εκτέλεση εργασίας, σύμφωνα με τους όρους του διατάγματος, στην πόλη ή στην περιοχή στην οποία ο αδικοπραγών διαμένει.

(γ) Ικανοποιηθεί ότι ο αδικοπραγών είναι πρόσωπο κατάλληλο για την εκτέλεση κοινοτικής εργασίας λαμβάνοντας υπόψη σχετική έκθεση του κηδεμονικού λειτουργού.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (7) του άρθρου 5, το δικαστήριο, προτού επιβάλει όρους για την παροχή κοινοτικής εργασίας, εξηγεί στον αδικοπραγούντα-

(α) Το σκοπό και τις συνέπειες των όρων παροχής κοινοτικής εργασίας, όπως καθορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 8.

(β) Τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο δύναται να διαφοροποιεί τους όρους εργασίας, δυνάμει του άρθρου 9.

(3) Ο κηδεμονευόμενος δυνάμει διατάγματος κοινοτικής εργασίας οφείλει-

(α) Να παρουσιαστεί ενώπιον του κηδεμονικού λειτουργού ο οποίος καθορίζεται στο διάταγμα για την εφαρμογή του διατάγματος και ακολούθως να παρουσιάζεται κατά τα χρονικά διαστήματα που το δικαστήριο ή ο κηδεμονικός λειτουργός θα καθορίσει.

(β) Να πληροφορεί τον κηδεμονικό λειτουργό για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης του.

(γ) Να εκτελεί στις ώρες που καθορίζονται στο διάταγμα την εργασία που το δικαστήριο ή ο κηδεμονικός λειτουργός θα καθορίσει.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 9, η καθορισμένη εργασία εκτελείται κατά την περίοδο της ισχύος του διατάγματος κηδεμονίας και είναι καθορισμένης διάρκειας.

(5) Η εργασία που εκτελείται, καθώς και οι οδηγίες που κατά καιρούς δυνατό να δίδονται από τον κηδεμονικό λειτουργό σχετικά με την εν λόγω εργασία, δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κηδεμονευομένου ή να επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο την τακτική εργασία, τη μόρφωση ή την επιμόρφωση του.