Αίτηση άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

29.-(1) Κάθε ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών για πρώτη φορά σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, είτε ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Tην επωνυμία, τη διεύθυνση και, κατά περίπτωση, τον αριθμό άδειας του ιδρύματος πληρωμών·

(β) το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη όπου προτίθεται να δραστηριοποιηθεί·

(γ) την υπηρεσία ή τις υπηρεσίες πληρωμών που θα παρέχονται∙

(δ) όταν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να ορίσει αντιπρόσωπο, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 19(1)∙

(ε) όταν το ίδρυμα πληρωμών σκοπεύει να έχει υποκατάστημα, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 5(3)(β) και (ε) όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής, περιγραφή της οργανωτικής δομής του υποκαταστήματος και την ταυτότητα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.

(2) Στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέτει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε άλλες οντότητες στο κράτος μέλος υποδοχής, ενημερώνει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού.

(3) Εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζει αυτές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

(4) Στην περίπτωση που κατόπιν ενημέρωσης που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για τυχόν εύλογες ανησυχίες των εν λόγω αρμόδιων αρχών όσον αφορά την προβλεπόμενη πρόθεση ορισμού αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος δεν συμφωνεί με την αξιολόγηση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, παρέχει στις τελευταίες τους λόγους για την απόφασή της.

(5) Εφόσον η αξιολόγηση της Κεντρικής Τράπεζας, ως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης, ιδίως βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δεν είναι ευνοϊκή, η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, δεν καταχωρίζει τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα στο μητρώο ή αποσύρει την καταχώριση, εφόσον έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

(6) Εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, κοινοποιεί την απόφασή της στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και στο ίδρυμα πληρωμών∙

(7) O αντιπρόσωπος ή το υποκατάστημα δικαιούται να αρχίσει να ασκεί δραστηριότητες στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής από την καταχώριση στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 14(1).

(8) Το ίδρυμα πληρωμών γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού, την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει τις δραστηριότητές του μέσω του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής.

(9) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία το ίδρυμα πληρωμών θα αρχίσει τις δραστηριότητές του μέσω του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής.

(10) Το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στις πληροφορίες που έχει κοινοποιήσει σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2), συμπεριλαμβανομένων στοιχείων για πρόσθετους αντιπροσώπους, υποκαταστήματα ή οντότητες στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων στο κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του το ίδρυμα.

(11) Για τους σκοπούς της κατά το εδάφιο (10) ενημέρωσης, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν η διαδικασία η οποία προβλέπεται στα εδάφια (3) έως (9) και (12) έως (14).

(12) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες σύμφωνα με το Άρθρο 28, παράγραφος 2, εδάφιο (2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, τις αξιολογεί και παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης σχετικά στοιχεία όσον αφορά την προβλεπόμενη παροχή υπηρεσιών πληρωμών από το οικείο ίδρυμα πληρωμών στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός μηνός από την παραλαβή των πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

(13) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης για τυχόν εύλογες ανησυχίες της όσον αφορά την προβλεπόμενη πρόθεση ορισμού αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος, ιδίως σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

(14) O αντιπρόσωπος ή το υποκατάστημα δικαιούται να αρχίσει να ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία από την καταχώριση στο μητρώο που διατηρεί η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού που ενσωματώνει το Άρθρο 14 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.