Διαδικασίες σύναψης συμβάσεων που αφορούν αναθέτουσες αρχές από διαφορετικά κράτη μέλη

36.-(1) Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 16, αναθέτουσες αρχές από διαφορετικά κράτη μέλη δύνανται να ενεργούν από κοινού για την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων, χρησιμοποιώντας έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο:

Νοείται ότι οι αναθέτουσες αρχές δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τα μέσα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, με σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής αναγκαστικών διατάξεων του δημοσίου δικαίου, σύμφωνων με το ενωσιακό δίκαιο, στις οποίες υπόκεινται στη Δημοκρατία.

(2) Υπό την επιφύλαξη του εδαφίου (3), οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να χρησιμοποιούν κεντρικές δραστηριότητες αγορών προσφερόμενες από κεντρική αρχή αγορών εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με απόφασή του, να προσδιορίζει ότι, όσον αφορά κεντρικές δραστηριότητες αγορών που προσφέρονται από κεντρικές αρχές αγορών εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να χρησιμοποιούν μόνο τις κεντρικές δραστηριότητες αγορών ως ορίζονται είτε στην παράγραφο (α) είτε στην παράγραφο (β) του σχετικού ορισμού του όρου «κεντρικές δραστηριότητες αγορών».

(4)(α) Η παροχή των κεντρικών δραστηριοτήτων αγορών από κεντρική αρχή αγορών εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η κεντρική αρχή αγορών.

(β) Οι εθνικές διατάξεις του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η κεντρική αρχή αγορών εφαρμόζονται επίσης στα ακόλουθα:

(i) Στην ανάθεση σύμβασης στο πλαίσιο του δυναμικού συστήματος αγορών,

(ii) στη διεξαγωγή νέου διαγωνισμού στο πλαίσιο συμφωνίας - πλαίσιο,

(iii) στον προσδιορισμό, σύμφωνα με την παράγραφο (α) ή (β) του εδαφίου (6) του άρθρου 30, του συμβαλλόμενου στη συμφωνία - πλαίσιο οικονομικού φορέα που θα εκτελέσει ένα συγκεκριμένο καθήκον.

(5)(α) Αναθέτουσες αρχές από διαφορετικά κράτη μέλη δύνανται, από κοινού, να αναθέτουν δημόσια σύμβαση, να συνάπτουν συμφωνία πλαίσιο ή να λειτουργούν δυναμικό σύστημα αγορών. Δύνανται επίσης, στο βαθμό που καθορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 30, να αναθέτουν συμβάσεις βάσει της συμφωνίας πλαίσιο ή του δυναμικού συστήματος αγορών. Εκτός αν τα αναγκαία στοιχεία ρυθμίζονται από διεθνή συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές συνάπτουν συμφωνία όπου προσδιορίζονται τα εξής:

(i) Οι ευθύνες των μερών και οι σχετικές εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις,

(ii) η εσωτερική οργάνωση της διαδικασίας σύναψης σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της διαδικασίας, της κατανομής των έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών που πρόκειται να αποκτηθούν και της σύναψης των συμβάσεων.

(β) Μια συμμετέχουσα αναθέτουσα αρχή εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της, δυνάμει του παρόντος Νόμου, όταν αγοράζει έργα, προμήθειες ή υπηρεσίες από την αναθέτουσα αρχή που είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία σύναψης σύμβασης. Για τον προσδιορισμό των ευθυνών και του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α), οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να αποφασίζουν να αναθέτουν τις ευθύνες σε μια ή περισσότερες από τις συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές και να επιλέγουν τις σχετικές εφαρμοστέες διατάξεις οποιουδήποτε κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη τουλάχιστον μία από τις συμμετέχουσες αρχές. Η ανάθεση ευθυνών και το σχετικό εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο αναφέρονται στα έγγραφα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης για τις από κοινού ανατιθέμενες δημόσιες συμβάσεις.

(6)(α) Σε περίπτωση που αναθέτουσες αρχές από διαφορετικά κράτη μέλη έχουν συστήσει κοινό φορέα, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών ομίλων εδαφικής συνεργασίας δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1082/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2006, για τον ευρωπαϊκό όμιλο εδαφικής συνεργασίας, ή άλλων φορέων που ιδρύονται δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης, οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές συμφωνούν, μέσω απόφασης του αρμόδιου οργάνου του κοινού φορέα, επί των εφαρμοστέων εθνικών κανόνων περί διαδικασιών σύναψης συμβάσεων ενός από τα ακόλουθα κράτη μέλη:

(i) Του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της ο κοινός φορέας,

(ii) του κράτους μέλους όπου διεξάγει τις δραστηριότητές της ο κοινός φορέας.

(β) Η συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο (α) μπορεί, είτε να εφαρμόζεται για αόριστο χρονικό διάστημα, όταν καθορίζεται στη συστατική πράξη του κοινού φορέα, είτε να περιορίζεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, σε ορισμένα είδη συμβάσεων ή σε μία ή περισσότερες μεμονωμένες αναθέσεις συμβάσεων.