Εξουσίες του Εφόρου σε σχέση με εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται προς το γενικό συμφέρον

382.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, κατάλληλα μέτρα τα οποία προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, για την επιβολή κυρώσεων για παρατυπίες που διαπράττονται στη Δημοκρατία, οι οποίες είναι αντίθετες με τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 363, από διαμεσολαβητές άλλων κρατών μελών που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελευθερίας εγκατάστασης,  περιλαμβανομένης της απαγόρευσης άσκησης νέων δραστηριοτήτων από τέτοιους διαμεσολαβητές στη Δημοκρατία.

(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να παρεμποδίζει διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος να ασκεί δραστηριότητα στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή, όπου εφαρμόζεται, ελευθερίας εγκατάστασης, σε περίπτωση που-

(α) Η σχετική δραστηριότητα κατευθύνεται εξ ολοκλήρου ή κυρίως στη Δημοκρατία, με μοναδικό σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου που θα ίσχυαν, εάν ο εν λόγω διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων είχε την κατοικία του ή την έδρα του στη Δημοκρατία∙ και

(β) η δραστηριότητά του θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη σωστή λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών αγορών στη Δημοκρατία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών.

(3) Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2), ο Έφορος, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, δύναται να λάβει σε σχέση με τον εν λόγω διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών στη Δημοκρατία.

(4) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) ή (3) δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτη πρόταση της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.