Παράβαση υποχρεώσεων κατά την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης από διαμεσολαβητές άλλου κράτους μέλους

380.-(1) Ο Έφορος δύναται να λαμβάνει  τα ενδεδειγμένα μέτρα σε περίπτωση που διαπιστώνει ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 394Γ έως 394ΙΖ.

(2) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει λόγους να θεωρεί ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και του παρόντος Μέρους και, εφόσον ο Έφορος δεν υπέχει ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου  (3) του άρθρου 381, γνωστοποιεί τις διαπιστώσεις αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

(3) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μέτρα ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν ανεπαρκή ή δεν έχουν ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής εξακολουθεί να ενεργεί κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των καταναλωτών στη Δημοκρατία, σε μεγάλη κλίμακα, ή  για την εύρυθμη λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών αγορών, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για την πρόληψη νέων παρατυπιών και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να παρεμποδίσει το  πρόσωπο να συνεχίσει να ασκεί νέες δραστηριότητες στη Δημοκρατία.

(4) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου  8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.

(5) Οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (4)  δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, που δεν εισάγουν διακρίσεις, για την αποτροπή παρατυπιών ή την επιβολή κυρώσεων για παρατυπίες που διαπράττονται στη Δημοκρατία, σε περίπτωση που είναι απολύτως απαραίτητη η λήψη άμεσων μέτρων, προκειμένου να προστατευτούν τα δικαιώματα των καταναλωτών και εφόσον τα ισοδύναμα μέτρα του κράτους μέλους καταγωγής είναι ανεπαρκή ή ανύπαρκτα, περιλαμβανομένης της εξουσίας παρεμπόδισης άσκησης νέας δραστηριότητας στη Δημοκρατία από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή.

(6) Ο Έφορος γνωστοποιεί εγγράφως με αιτιολογημένη απόφασή του στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή κάθε μέτρο που λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το οποίο κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, στην EIOPA και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.