Ποινικά αδικήματα

22.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία νομικό πρόσωπο–

(α) Αρνείται σκοπίμως ή παραλείπει να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να παράσχει οποιεσδήποτε πληροφορίες απαιτητέες από την Κεντρική Τράπεζα ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, ή

(β) προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια απαγορεύεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες ή παραλείπει να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, ή

(γ) παρέχει ψευδείς, παραπλανητικές ή ελλιπείς εκθέσεις ή πληροφορίες,

τόσο το εν λόγω νομικό πρόσωπο όσο και οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού του οργάνου σε γνώση του οποίου διενεργείται ή παραλείπεται ο,τιδήποτε από τα προβλεπόμενα στις παραγράφους (α), (β) και (γ), είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκεινται και οι δύο κεχωρισμένως σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000):

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου δύναται να αναστείλει ή να ανακαλέσει τη χορηγηθείσα σε νομικό πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου άδεια.

(2) Οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο προβαίνει στην αγορά πιστωτικών διευκολύνσεων ή στη διαχείριση πιστωτικών διευκολύνσεων παρά την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας να αναστείλει ή να ανακαλέσει τη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγηθείσα σε αυτό άδεια, διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ (€200.000).