Καθήκοντα και εξουσίες Επιθεωρητών

45.-(1) Οι Επιθεωρητές πραγματοποιούν τακτικούς και έκτακτους ελέγχους κάθε προσώπου που πραγματοποιεί εργασίες επεξεργασίας αποβλήτων, κάθε προσώπου που συλλέγει ή μεταφέρει απόβλητα σε επαγγελματική βάση, των μεσιτών και εμπόρων, κάθε προσώπου που παράγει απόβλητα καθώς και των παραγωγών προϊόντων και των εγκαταστάσεών τους, για να διαπιστώνεται κατά πόσο οι εργασίες, περιλαμβανομένων των εργασιών αποκατάστασης των χώρων μετά τον τερματισμό της λειτουργίας των εγκαταστάσεων, εκτελούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας διαχείρισης αποβλήτων και τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Κατά τη διενέργεια των πιο πάνω ελέγχων, ο Επιθεωρητής μπορεί:

(α) να εισέρχεται σε οποιαδήποτε υποστατικά και/ ή μεταφορικά μέσα, στα οποία διενεργείται ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διενεργείται δραστηριότητα ή λαμβάνει χώρα διεργασία η οποία αποτελεί ή δυνατό να αποτελεί παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου· η είσοδος στα υποστατικά μπορεί να γίνει ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη η δραστηριότητα ή η διεργασία ή σε οποιοδήποτε χρόνο εφόσον υπάρχει εύλογη υποψία ότι σε αυτά υφίσταται άμεσος κίνδυνος σοβαρής ρύπανσης ή κίνδυνος στη δημόσια υγεία·

(β) να διενεργεί δοκιμές ή μετρήσεις τις οποίες κρίνει αναγκαίες στην εκτέλεση των καθηκόντων του·

(γ) να επιθεωρεί, εξετάζει και ελέγχει τη λειτουργία οποιωνδήποτε κατασκευών, μηχανημάτων, συσκευών ή εξοπλισμού που βρίσκεται στα υποστατικά και να προβαίνει σε κινηματογραφήσεις ή φωτογραφίσεις εφόσον τις κρίνει αναγκαίες·

(δ) να αξιώνει την παρουσίαση και να προβαίνει σε επιθεώρηση οποιωνδήποτε καταχωρίσεων, αρχείων, μητρώων, βιβλίων ή εγγράφων, τα οποία θεωρεί ότι περιέχουν πληροφορίες χρήσιμες για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε θέματος που αφορά την εγκατάσταση·

(ε) να παραλαμβάνει και μεταφέρει οποιονδήποτε αντικείμενο ή ουσία ή δείγμα ουσίας που κρίνει ότι είναι αναγκαίο για σκοπούς διερεύνησης αδικήματος ή διοικητικής παράβασης ή για σκοπούς απόδειξης ενώπιον δικαστηρίου·

(στ) να αξιώνει από το φορέα εκμετάλλευσης ή τον κάτοχο των υποστατικών ή αποβλήτων ή παραγωγών προϊόντων ή από τους αντιπροσώπους ή εργοδοτούμενους τους που είναι παρόντες, όπως -

(i) του παράσχουν ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος των υποστατικών·

(ii) θέσουν στη διάθεσή του εύλογες διευκολύνσεις ή μέσα για διενέργεια δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων που κρίνει αναγκαίες για σκοπούς ελέγχου ή για διερεύνηση πιθανού αδικήματος ή διοικητικής παράβασης και/ ή παράβασης όρου της άδειας διαχείρισης αποβλήτων·

(iii) του παράσχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες που δυνατό να κατέχουν ή στις οποίες δυνατό να έχουν πρόσβαση και τις οποίες θεωρεί χρήσιμες για το σκοπό έρευνας που διενεργεί·

(ζ) να αξιώνει όπως τα υποστατικά ή οποιοδήποτε μέρος τους, ή οποιαδήποτε μηχανήματα, συσκευές, εξοπλισμός ή ουσίες που βρίσκονται σε αυτά, παραμείνουν ως έχουν για όσο χρόνο θεωρεί εύλογα αναγκαίο για σκοπούς ελέγχου, δοκιμής μέτρησης ή εξέτασης, νοουμένου ότι η συμμόρφωση με την αξίωση αυτή δεν συνεπάγεται τον τερματισμό ή τη διακοπή οποιασδήποτε ουσιώδους λειτουργίας της εγκατάστασης·

(η) να αξιώνει από οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είχε απασχοληθεί στα υποστατικά της εγκατάστασης ή είχε σχέση με οποιαδήποτε δραστηριότητα ή διεργασία σε αυτά εντός της περιόδου των τελευταίων τριών μηνών, όπως του παράσχει οποιεσδήποτε πληροφορίες που δυνατό να κατέχει ή στις οποίες έχει πρόσβαση, εφόσον αυτές είναι σχετικές με το σκοπό της έρευνας που διενεργεί.

(3) Οι επιθεωρήσεις που αφορούν τις εργασίες συλλογής και μεταφοράς αποβλήτων ελέγχουν την προέλευση, τη φύση την ποσότητα και τον προορισμό των συλλεγομένων και μεταφερομένων αποβλήτων.

(4) Ο Αρχιεπιθεωρητής μπορεί να λάβει υπόψη του τις καταχωρίσεις στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου κατά τον καθορισμό τόσο της συχνότητας όσο και της έντασης των επιθεωρήσεων.

(5) Εάν ο Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιαδήποτε εγκατάσταση λειτουργεί ή πρόκειται να λειτουργήσει κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί κίνδυνο ρύπανσης του περιβάλλοντος ή κίνδυνο στη δημόσια υγεία λόγω ενδεχόμενης πυρκαγιάς, έκρηξης ή απόρριψης οποιασδήποτε ουσίας ή απόβλητου, τότε έχει εξουσία να επιδώσει στο φορέα εκμετάλλευσης ή, εάν αυτός απουσιάζει, σε οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία ή επίβλεψη της εγκατάστασης, ειδοποίηση με την οποία:

(α) αναφέρει του λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται ο κίνδυνος,

(β) παρέχει οδηγίες για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων εξάλειψης ή μείωσης των κινδύνων,

(γ) ορίζει χρονική περίοδο, εντός της οποίας πρέπει να ληφθούν τα μέτρα, και

(δ) αξιώνει, όπως η λειτουργία της εγκατάστασης τερματιστεί μετά τη λήξη της πιο πάνω περιόδου εφόσον δεν ληφθούν τα μέτρα που όρισε και ο κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται.

(ε) αξιώνει από το φορέα εκμετάλλευσης, τη μετακίνηση των αποβλήτων σε αδειοδοτημένη εγκατάσταση για διαχείριση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(6) Εάν ο Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι, ο κίνδυνος που αναφέρεται στο εδάφιο (5) είναι άμεσος και γι΄ αυτό το λόγο επιβάλλεται η άμεση αντιμετώπισή του, τότε με την ειδοποίηση που επιδίδει μπορεί να αξιώνει όπως τερματιστεί αμέσως η λειτουργία της εγκατάστασης ή οποιασδήποτε διεργασίας σε αυτή και όπως μη επαναρχίσει εκτός εάν ληφθούν τα μέτρα που αναφέρονται στην ειδοποίηση και εκλείψουν οι λόγοι που δημιουργούν τον κίνδυνο.

(7) Εάν κατά την είσοδο του στα υποστατικά οποιασδήποτε εγκατάστασης για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων του, ο Επιθεωρητής θεωρεί ότι είναι αναγκαία η παρουσία και άλλου προσώπου που θα τον υποβοηθήσει στο έργο του, τότε μπορεί να συνοδεύεται είτε από αστυνομικό είτε από άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον Αρχιεπιθεωρητή και ο κάτοχος της άδειας διαχείρισης αποβλήτων ή ο αντιπρόσωπος του, οφείλει σε τέτοια περίπτωση να επιτρέψει την είσοδο στα υποστατικά και του εν λόγω προσώπου.

(8) Πρόσωπο το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς ειδοποίηση που αναφέρεται στα εδάφια (5) και (6) ή παραλείπει να συμμορφωθεί μέσα στο χρόνο που ορίζεται σε αυτήν είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα 500.000 Ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.