Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου» σημαίνει άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που εκδίδεται σύμφωνα ΅ε το άρθρο 15·

«αέρια θερμοκηπίου» σημαίνει τα αέρια που απαριθ΅ούνται στο Παράρτη΅α Ι και άλλα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας, τόσο φυσικά όσο και ανθρωπογενή, τα οποία απορροφούν και επανεκπέμπουν υπέρυθρη ακτινοβολία·

«αποδιδόμενες στις αεροπορικές μεταφορές εκπομπές» σημαίνει τις εκπομπές από όλες τις πτήσεις από αεροδρόμιο ευρισκόμενο στο έδαφος κράτους μέλους και τις πτήσεις που φθάνουν στο αεροδρόμιο αυτό από τρίτη χώρα, οι οποίες οφείλονται στις αεροπορικές δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ·

«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει τον Υπουργό·

«αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης» σημαίνει δήμο ή κοινοτικό συμβούλιο·

«Αρχιεπιθεωρητής» σημαίνει το λειτουργό που εξουσιοδοτείται να ενεργεί ως αρχιεπιθεωρητής με βάση το άρθρο 43·

«δημόσια αρχή» σημαίνει το κράτος, κρατική υπηρεσία, αρχή που καθιδρύεται με βάση νόμο, αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμό δημοσίου δικαίου, τις ενώσεις που συγκροτούνται από μία ή περισσότερες από αυτές τις αρχές ή από ένα ή περισσότερους από αυτούς τους οργανισμούς και περιλαμβάνει δημόσια επιχείρηση·

«δημόσια επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών στους Τομείς του Ύδατος, της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου·

«δικαίωμα» σημαίνει το δικαίωμα εκπομπής ενός (1) τόνου ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα κατά τη διάρκεια καθορισμένης περιόδου, το οποίο ισχύει μόνο για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου και το οποίο μπορεί να μεταβιβάζεται σύμφωνα ΅ε τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«δραστηριότητα έργου» σημαίνει δραστηριότητα έργου, η οποία έχει εγκριθεί από ένα ή περισσότερα μέρη του Παραρτήματος Ι της Σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 6 ή 12 του Πρωτοκόλλου και τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τη Σύμβαση και το Πρωτόκολλο·

«εγκατάσταση» σημαίνει τη σταθερή τεχνική μονάδα όπου διεξάγονται ΅ία ή περισσότερες δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ και οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες άμεσα σχετιζό΅ενες ΅ε αυτές, οι οποίες συνδέονται, τεχνικά, ΅ε τις διεξαγόμενες δραστηριότητες στο συγκεκριμένο τόπο και θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στις εκπομπές και τη ρύπανση·

«εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου» σημαίνει την απελευθέρωση αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα από πηγές μιας εγκατάστασης ή την απελευθέρωση από αεροσκάφος που εκτελεί δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ των προσδιοριζόμενων σε σχέση με τη δραστηριότητα αυτή αερίων·

«ελεγκτής» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το παράρτημα Ι σημείο 5 στοιχεία (ιγ) της απόφασης 2007/589/ΕΚ της Επιτροπής·

«εντεταλμένο κράτος μέλος» σημαίνει το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για τη διαχείριση του συστήματος ως προς έναν φορέα εκμετάλλευσης αεροσκάφους σύμφωνα με το άρθρο 34·

«Επιτροπή» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

«ιστορικές εκπομπές των αεροπορικών μεταφορών» σημαίνει τον αριθμητικό μέσο των ετήσιων εκπομπών κατά τα ημερολογιακά έτη 2004, 2005 και 2006 από αεροσκάφη που εκτελούσαν αεροπορικές δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής της 12ης Νοεμβρίου 2010 για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ΄ εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας»·

«Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1992 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων·

«καύση» σημαίνει κάθε οξείδωση καυσίμων, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η παραγόμενη από τη διαδικασία αυτήν θερμότητα ή ηλεκτρική ή μηχανική ενέργεια και οποιεσδήποτε άλλες άμεσα συνδεόμενες δραστηριότητες, περιλαμβανομένου του καθαρισμού απαερίων·

«κοινό» σημαίνει ένα ή περισσότερα πρόσωπα και περιλαμβάνει ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες προσώπων·

«νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης» σημαίνει το σύνολο των κανονισμών, οδηγιών και αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι δεσμευτικές για όλα τα κράτη μέλη·

«κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» σημαίνει τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τις προσωρινές παρεκκλίσεις κρατών μελών, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, όπως καθορίζονται στις οικείες Συνθήκες Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

«κοινό» σημαίνει ένα ή περισσότερα πρόσωπα και περιλαμβάνει ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες προσώπων·

«κρατική υπηρεσία» σημαίνει υπουργείο ή υπηρεσία που υπάγεται σε υπουργείο ή σε ανεξάρτητο αξιωματούχο της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει τμήμα, κλάδο ή υπηρεσία υπουργείου·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ελβετία·

«μέρος του Παραρτήματος Ι της Σύμβασης» σημαίνει συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης, το οποίο αναφέρεται στο Παράρτημα Ι της Σύμβασης και έχει επικυρώσει το Πρωτόκολλο, σύμφωνα με το σημείο 7 του ’ρθρου 1 του Πρωτοκόλλου·

«μητρώο» σημαίνει το μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 19 της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ·

«μηχανισμός καθαρής ανάπτυξης» ή «CDM» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το ’ρθρο 12 του Πρωτοκόλλου·

«μηχανισμός κοινής εφαρμογής» ή «JI» σημαίνει το μηχανισμό κοινής εφαρμογής που προβλέπεται στο Πρωτόκολλο·

«μονάδα μείωσης των εκπομπών» ή «ERU» σημαίνει μονάδα, η οποία εκχωρείται σύμφωνα με το ’ρθρο 6 του Πρωτοκόλλου και τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τη Σύμβαση και το Πρωτόκολλο·

«νεοεισερχόμενος» σημαίνει-

(α) κάθε εγκατάσταση όπου διεξάγεται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ και στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για πρώτη φορά, μετά την 30ή Ιουνίου 2011, ή

(β) κάθε εγκατάσταση όπου διεξάγεται μία από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο σύστημα, σύμφωνα με το άρθρο 38 για πρώτη φορά, ή

(γ) κάθε εγκατάσταση όπου διεξάγεται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ ή μια δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στο σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 4338 και η οποία υπέστη μία σημαντική επέκταση μετά την 30ή Ιουνίου 2011, μόνο σε ό,τι αφορά την επέκταση αυτή·

«νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης» σημαίνει το σύνολο των κανονισμών, οδηγιών και αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι δεσμευτικές για όλα τα κράτη μέλη·

«Οδηγία 2003/87/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της Οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009·

«οργανισμός δημοσίου δικαίου» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών στους Τομείς του Ύδατος, της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου·

«πιστοποιημένη μείωση των εκπομπών» ή «CER» σημαίνει μονάδα, η οποία εκχωρείται σύμφωνα με το ’ρθρο 12 του Πρωτοκόλλου και τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τη Σύμβαση και το Πρωτόκολλο·

«Πρωτόκολλο» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί του Πρωτοκόλλου του Κιότο για τις Εκπομπές Αερίων που Συμβάλλουν στο Φαινόμενο του Θερμοκηπίου (Κυρωτικού) Νόμου·

«Σύμβαση» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί της Σύμβασης - Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές (Κυρωτικού) Νόμου·

«Συμβουλευτική Επιτροπή» σημαίνει την επιτροπή που ιδρύεται με βάση το άρθρο 41·

«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία που υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993 και όπως αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«σύστημα» σημαίνει το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεσπίζεται με βάση την Οδηγία 2003/87/ΕΚ·

«Σχέδιο» σημαίνει το Εθνικό Σχέδιο Κατανομής που αναφέρεται στο άρθρο 25·

«τόνος ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα» σημαίνει ένα μετρικό τόνο διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ή ποσότητα οποιουδήποτε άλλου αερίου θερμοκηπίου απαριθ΅ού΅ενου στο Παράρτημα Ι, ΅ε ένα ισοδύναμο δυναμικό θέρμανσης του πλανήτη·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·

«υφιστάμενη εγκατάσταση» σημαίνει εγκατάσταση που λειτουργεί κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου·

«"φορέας εκμετάλλευσης»" σημαίνει το φορέα εκμετάλλευσης αεροσκαφών, το φορέα εκμετάλλευσης εγκατάστασης και το φορέα εμπορικής εκμετάλλευσης αεροπορικών μεταφορών·

«φορέας εκμετάλλευσης αεροσκαφών» σημαίνει το πρόσωπο που εκμεταλλεύεται ένα αεροσκάφος κατά το χρόνο που αυτό εκτελεί δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στις κατηγορίες δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ ή ο ιδιοκτήτης του αεροσκάφους, εάν το πρόσωπο δεν είναι γνωστό ή η ταυτότητά του δεν προσδιορίζεται από τον ιδιοκτήτη του αεροσκάφους·

«φορέας εκμετάλλευσης δικτύου» σημαίνει τον Ιδιοκτήτη Συστήματος Διανομής, όπως αυτός ορίζεται στον περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμο·

«φορέας εκμετάλλευσης εγκατάστασης» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται ή διευθύνει την εγκατάσταση ή στο οποίο έχουν μεταβιβασθεί αποφασιστικές οικονομικές εξουσίες όσον αφορά την τεχνική λειτουργία της εγκατάστασης·

«φορέας εμπορικής εκμετάλλευσης αεροπορικών μεταφορών» σημαίνει φορέα εκμετάλλευσης ο οποίος παρέχει, επ’ αμοιβή, στο κοινό προγραμματισμένες ή μη προγραμματισμένες υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών για τη μεταφορά επιβατών, φορτίου ή ταχυδρομείου·

«φορέας εκμετάλλευσης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται ή διευθύνει την εγκατάσταση ή στο οποίο έχουν μεταβιβασθεί αποφασιστικές οικονομικές εξουσίες όσον αφορά την τεχνική λειτουργία της εγκατάστασης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω καύσης καυσίμων με συνολική ονομαστική θερμική κατανάλωση άνω των είκοσι (20) MW.

(2) Στον παρόντα Νόμο, αναφορά σε πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.