Καταγγελία παραβάσεων των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ ή των Άρθρων 101ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ

35.-(1) Σε καταγγελία παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, δικαιούται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.

(2) Έννομο συμφέρον έχει αυτός που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή ότι τίθεται ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, ως άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης.

(3) Η καταγγελία υποβάλλεται γραπτώς προς την Επιτροπή και υπογράφεται από τον καταγγέλλοντα, ή το νομικό σύμβουλο ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του καταγγέλλοντα. Η εν λόγω καταγγελία πρέπει να περιέχει όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, ούτως ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να προβεί σε διερεύνηση της υποβληθείσας καταγγελίας. Σε περίπτωση που η υποβληθείσα καταγγελία δεν περιέχει όλες τις πληροφορίες του Παραρτήματος, η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην αποδοχή της εν λόγω καταγγελίας εάν θεωρήσει ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες είναι ικανοποιητικές για την εξέταση της υποβληθείσας καταγγελίας:

Νοείται ότι σε περίπτωση που καταγγελία αφορά πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά που προφανώς δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής, βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Επιτροπή, ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία:

Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που καταγγελία αφορά πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά που δεν εντάσσεται στις προτεραιότητες της Επιτροπής, κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 23Α, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία.

(4) Μετά την υποβολή της καταγγελίας, η Επιτροπή δίνει οδηγίες προς την Υπηρεσία για διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας της πιθανολογούμενης παράβασης που αναφέρεται στην καταγγελία.

(5) Εάν μετά από την προκαταρκτική έρευνα της Υπηρεσίας η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η υποβληθείσα καταγγελία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και/ ή ότι, βάσει των στοιχείων που έχει ενώπιόν της, δεν προκύπτει εύλογη υποψία για πιθανολογούμενη παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, τότε η Επιτροπή εκδίδει σχετική απόφαση.

(6) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, διαπιστώσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία, εφαρμόζεται το άρθρο 17.