Εποπτικές Αρχές

59. (1) Εποπτικές Αρχές, των υπόχρεων οντοτήτων είναι-

(α) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου-

(i) για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανόμενων υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που κατέχουν άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο∙

(ii) για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, συμπεριλαμβανομένων υποκαταστημάτων και αντιπροσώπων ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, που κατέχουν σχετική άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμο του 2012, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται, για τις οποίες έχουν ανατεθεί εποπτικές αρμοδιότητες στην Κεντρική Τράπεζα·

(iii) για τα ιδρύματα πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων υποκαταστημάτων και αντιπροσώπων ιδρυμάτων πληρωμών που κατέχουν σχετική άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σε σχέση μετις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμο, ως εκάστοτε ισχύει, για τις οποίες έχουν ανατεθεί εποπτικές αρμοδιότητες στην Κεντρική Τράπεζα∙

(iv) για εποπτευόμενα από την Κεντρική Τράπεζα πρόσωπα, σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο  και  για τις οποίες η Κεντρική Τράπεζα ασκεί εποπτεία·

(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:

(i) σε σχέση με τις υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρέχονται από τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) όπως καθορίζονται στον περί των Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο, ως εκάστοτε ισχύει˙ και

(ii) σε σχέση με οργανισμό συλλογικών επενδύσεων που διαθέτει ο ίδιος τα μερίδιά του και είναι εγκατεστημένος στη Δημοκρατία·

(iii) σε σχέση με τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που παρέχονται από τα αδειούχα πρόσωπα όπως καθορίζονται στον περί της Ρύθμισης των Επιχειρήσεων Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(iv) σε σχέση με οντότητα που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και ασκεί διαχείριση επενδύσεων σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων·

(v) σε σχέση με τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που παρέχονται από πρόσωπα, η εποπτεία των οποίων ανατίθεται στην Επιτροπή δυνάμει του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου·

(vi) σε σχέση με υποκατάστημα οποιασδήποτε εκ των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (v), το οποίο βρίσκεται στη Δημοκρατία,  ανεξαρτήτως του εάν η έδρα της εν λόγω υπόχρεης οντότητας βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·

(γ) ο ΄Εφορος Ασφαλίσεων σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και άλλων συναφών θεμάτων Νόμο, ως εκάστοτε ισχύει.

(δ) Το Συμβούλιο του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου για τις επαγγελματικές δραστηριότητες -

(i) μέλους του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ)∙

(ii) ομόρρυθμης εταιρείας ή ετερόρρυθμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, η πλειοψηφία των ομορρύθμων εταίρων ή των μετόχων και των διευθυντών της οποίας είναι μέλη του ΣΕΛΚ, καθώς και οποιασδήποτε σχετικής θυγατρικής εταιρείας τέτοιων εταιρειών:

Νοείται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες εμπιστευμάτων και εταιρικών υπηρεσιών προς τρίτα μέρη, που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο:

Νοείται περαιτέρω ότι ο ΣΕΛΚ δύναται να αναθέτει τις εποπτικές του αρμοδιότητες σε αντίστοιχους επαγγελματικούς συνδέσμους, οι οποίοι διαθέτουν τις απαιτούμενες δομές και διαδικασίες για διεξαγωγή των εποπτικών δραστηριοτήτων του ΣΕΛΚ, που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο·

(ε) το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, για τις επαγγελματικές δραστηριότητες -

(i) δικηγόρου και/ή εταιρείας δικηγόρων κατά την έννοια που δίδεται στους όρους αυτούς από τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου∙

(ii) ομόρρυθμης εταιρείας ή ετερόρρυθμης εταιρείας της οποίας οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι δικηγόροι ή εταιρείες δικηγόρων, καθώς και οποιασδήποτε σχετικής θυγατρικής εταιρείας τέτοιων εταιρειών:

Νοείται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες εμπιστευμάτων και υπηρεσιών προς τρίτα μέρη που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο·

(στ) το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των κτηματομεσιτών·

(ζ) η Εθνική Αρχή Στοιχημάτων·

(η) η Εθνική Αρχή Παιγνίων και Εποπτείας Καζίνο·

(θ) ο Έφορος Φορολογίας σε σχέση με πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά, εφόσον η πληρωμή καταβάλλεται ή εισπράττεται σε μετρητά και αφορά ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000), ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες πράξεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.

(2) [Διαγράφηκε].

(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να ορίσει οποιαδήποτε άλλη Εποπτική Αρχή, αν το κρίνει αναγκαίο.

(4) Εποπτική Αρχή, για σκοπούς παρεμπόδισης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου, εκδίδει και απευθύνει οδηγίες προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται:

Νοείται ότι, στις οδηγίες που εκδίδονται από Εποπτική Αρχή καθορίζονται οι λεπτομέρειες και εξειδικεύεται ο τρόπος εφαρμογής των διατάξεων του  παρόντος  Μέρους από τα εποπτευόμενα πρόσωπα και απαιτείται η λήψη και εφαρμογή διαδικασιών και συστημάτων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και παρεμπόδιση των κινδύνων διάπραξης ή απόπειρας διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(5)(α) Οι Εποπτικές Αρχές παρακολουθούν, αξιολογούν και εποπτεύουν την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους και των οδηγιών που εκδίδουν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) από τα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία τους.

(β) Σε περίπτωση που Εποπτική Αρχή εφαρμόζει προσέγγιση εποπτείας ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατά την εφαρμογή της εν λόγω προσέγγισης εποπτείας  η Εποπτική Αρχή -

(i) έχει σαφή κατανόηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που υφίστανται στη Δημοκρατία·

(ii) έχει πρόσβαση επιτόπου και εξ αποστάσεως σε όλες τις πληροφορίες σχετικές με τους συγκεκριμένους εγχώριους και διεθνείς κινδύνους που συνδέονται με τους πελάτες, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες υπόχρεης οντότητας· και

(iii) βασίζει τη συχνότητα και την ένταση της εποπτείας επιτόπου και εξ αποστάσεως στα χαρακτηριστικά κινδύνου της υπόχρεης οντότητας και στους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίοι υπάρχουν στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι η αξιολόγηση των χαρακτηριστικών κινδύνου  υπόχρεης οντότητας όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων μη συμμόρφωσης, επανεξετάζεται τόσο σε τακτά χρονικά διαστήματα όσο και όταν συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα ή εξελίξεις στη διαχείρισή τους και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες:

Νοείται περαιτέρω ότι οι Εποπτικές Αρχές λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας που παραχωρείται στις υπόχρεες οντότητες και εξετάζουν δεόντως τις αξιολογήσεις ως προς τους κινδύνους, που αποτελούν τη βάση αυτής της ευχέρειας, καθώς και την επάρκεια και την εφαρμογή των εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών των υπόχρεων οντοτήτων.

(5Α) Οι αρμόδιες Εποπτικές Αρχές των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στις υποπαράγραφους  (i) και (ii) της  παραγράφου (γ) και στην παράγραφο (ε) του άρθρου 2Α λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίσουν πρόσωπα που έχουν καταδικασθεί για σχετικά αδικήματα ή τους συνεργούς τους να κατέχουν διοικητική θέση στις εν λόγω υπόχρεες οντότητες ή να είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι τους.

(6)(α) Εποπτική Αρχή δύναται να λάβει όλα ή οποιαδήποτε από τα πιο κάτω αναφερόμενα μέτρα σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο που υπόκειται στην εποπτεία της παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Μέρους αυτού του παρόντος Νόμου ή τις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου ή τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 847/2015:

(i) Να απαιτήσει από το εποπτευόμενο πρόσωπο να λάβει τέτοια μέτρα εντός συγκεκριμένου χρονικού ορίου ως ήθελε καθορίσει η Εποπτική αρχή για τη θεραπεία της κατάστασης˙

(ii) να επιβάλει -

(αα) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000), αφού δώσει την ευκαιρία στο εποπτευόμενο πρόσωπο να ακουστεί, και

(ββ) σε περίπτωση που ο υπαίτιος παράβασης προσπορίστηκε όφελος από την παράβαση αυτή το οποίο υπερβαίνει το ποσό του διοικητικού προστίμου που αναφέρεται στην υπό-υπόπαράγραφο (αα) διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι το διπλάσιο ποσό του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε από την παράβαση και,

(γγ) σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης·

(iii) να τροποποιήσει ή αναστείλει ή ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας εποπτευομένου προσώπου∙

(iv) προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπα που ασκούν διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα, ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο που θεωρείται υπαίτιο για την παράβαση της άσκησης διοικητικών καθηκόντων σε υπόχρεη οντότητα·

(v) να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παρούσας παραγράφου σε πρόσωπο που ασκεί διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια:

Νοείται ότι η αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται κατά την κρίση της να προβαίνει σε δημόσια δήλωση στην οποία αναφέρεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διέπραξε παράβαση και τη φύση της παράβασης αυτής.

(α1) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), σε περίπτωση που η υπόχρεη οντότητα είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστω-τικός οργανισμός, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται, επιπρόσθετα από τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) διοικητικά πρόστιμα, να επιβάλει τις ακόλουθες κυρώσεις:

(i) Σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000) ή το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η υπόχρεη οντότητα είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μητρικής επιχείρησης που έχει υποχρέωση να καταρτίζει ενοποιημένους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με το συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδημάτων σύμφωνα με τις σχετικές λογιστικές οδηγίες και τους πιο πρόσφατους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο της τελικής μητρικής επιχείρησης· και

(ii) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000).

(α2) Νομικό πρόσωπο δύναται να υπέχει ευθύνη για παραβάσεις  που διαπράττονται προς όφελός του από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί είτε ατομικώς είτε ως μέλος οργάνου του εν λόγω νομικού προσώπου και κατέχει ανώτερη θέση εντός αυτού, βάσει -

(i) εξουσίας εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ή

(ii) εξουσίας λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου, ή

(iii) εξουσίας άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου:

Νοείται ότι, νομικό πρόσωπο δύναται επίσης να θεωρηθεί υπεύθυνο για παράβαση στην περίπτωση που η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου, από οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα κατέστησε δυνατή τη διάπραξη παράβασης προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του.

(α3) Κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου του διοικητικού προστίμου ή μέτρων, η αρμόδια Εποπτική Αρχή λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση -

(i) η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης,

(ii) ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου,

(iii) η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου,

(iv) το κέρδος που αποκόμισε από την παράβαση το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί,

(v) οι ζημιές τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,

(vi) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια Εποπτική Αρχή,

(vii) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.

(α4) Εποπτική Αρχή ασκεί τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο εξουσίες επιβολής διοικητικών κυρώσεων άμεσα ή/και σε συνεργασία με άλλες αρχές:

Νοείται ότι, κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι Εποπτικές Αρχές συνεργάζονται στενά προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι επιβληθείσες διοικητικές κυρώσεις ή τα επιβληθέντα μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και, σε περίπτωση διασυνοριακών υποθέσεων, συντονίζουν τις ενέργειές τους.

(β) ανεξάρτητος επαγγελματίας νομικός ή ελεγκτής ή εξωτερικός λογιστής ο οποίος παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και τις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, παραπέμπεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή στο αρμόδιο Πειθαρχικό όργανο που αποφασίζει ανάλογα.

(6Α)(α) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή δημοσιεύει στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο το διοικητικό πρόστιμο ή τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (α1) του εδαφίου (6) αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο εποπτευόμενο πρόσωπο:

Νοείται ότι, η δημοσίευση περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστον, πληροφορίες σχετικά με τη μορφή και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των υπαίτιων προσώπων:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή στην απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δημοσιεύει, χωρίς καθυστέρηση, στον επίσημο διαδικτυακό της  τόπο τις σχετικές πληροφορίες και μεταγενέστερες πληροφορίες για την έκβαση της προσφυγής, καθώς και κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, οι Εποπτικές Αρχές δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου όταν οι αποφάσεις επιβολής μέτρων λαμβάνονται στο πλαίσιο έρευνας.

(β) Σε περίπτωση που, κατόπιν αξιολόγησης που διενεργείται κατά περίπτωση σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών, η αρμόδια Εποπτική Αρχή θεωρήσει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) υπαίτιων προσώπων ή των προσωπικών δεδομένων αυτών των προσώπων είναι δυσανάλογη,  ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή την έκβαση έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται να -

(i) αναβάλει τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή διοικητικού προστίμου ή μέτρου μέχρις ότου εκλείψουν οι λόγοι μη δημοσίευσης,

(ii) δημοσιεύσει την απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου χωρίς παράθεση ονομάτων, εφόσον η ανωνυμία εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των προσωπικών δεδομένων:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που αρμόδια Εποπτική Αρχή προχωρήσει με ανώνυμη δημοσίευση διοικητικού προστίμου ή μέτρου, η δημοσίευση των σχετικών στοιχείων δύναται να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, εφόσον μπορεί να προβλεφθεί ότι εντός αυτού του χρονικού διαστήματος θα εκλείψουν οι λόγοι της ανώνυμης δημοσίευσης,

(iii) μην δημοσιεύσει την απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου, στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί-

(αα) ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, ή

(ββ) ο αναλογικός χαρακτήρας της δημοσίευσης της απόφασης σε σχέση με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

(γ) Η Αρμόδια Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι κάθε δημοσίευση που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου θα παραμείνει στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο για διάστημα πέντε (5) ετών από την ημερομηνία ανάρτησής της:

Νοείται ότι, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της αρμόδιας εποπτικής αρχής μόνο για το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο.

(δ) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές σχετικά με τα διοικητικά πρόστιμα ή τα μέτρα που έχουν επιβληθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (6) σε πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης κάθε προσφυγής που έχει ασκηθεί και της έκβασής της.

(ε) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή ελέγχει, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, την ύπαρξη σχετικής καταδίκης στο ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου και για το σκοπό αυτό, ανταλλάσσονται πληροφορίες όπως προβλέπεται στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 71.068.

(6Β)(α) Οι Εποπτικές Αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση των καταγγελιών στην αρμόδια Εποπτική Αρχή ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβάσεων των υποχρεώσεων των υπόχρεων οντοτήτων, που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο ή στις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου οι οποίοι μηχανισμοί περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(i) Ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή καταγγελιών για παραβάσεις και την παρακολούθηση της έκβασής τους·

(ii) κατάλληλη προστασία των υπαλλήλων υπόχρεης οντότητας ή των προσώπων με παρόμοιο καθεστώς στην υπόχρεη οντότητα, οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράχθηκαν εντός της υπόχρεης οντότητας·

(iii) κατάλληλη προστασία του προσώπου που αφορά η παράβαση·

(iv) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει παράβαση, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου·

(v) σαφείς κανόνες, ώστε να εξασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα, σε όλες τις περιπτώσεις, σχετικά με το πρόσωπο που καταγγέλλει τις παραβάσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί εντός της υπόχρεης οντότητας, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από άλλη νομοθεσία στη Δημοκρατία, στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή επακόλουθης δικαστικής διαδικασίας.

(β) Κάθε υπόχρεη οντότητα καθιερώνει κατάλληλες διαδικασίες που επιτρέπουν στους υπαλλήλους ή στα πρόσωπα με παρόμοιο καθεστώς να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και ανώνυμου διαύλου, ανάλογου προς τον χαρακτήρα και το μέγεθος της εκάστοτε υπόχρεης οντότητας.

(6Γ) Οι Εποπτικές Αρχές διασφαλίζουν ότι διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και ότι το προσωπικό τους διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο, μεταξύ άλλων και σε ζητήματα εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων, διακρίνεται για την ακεραιότητά του και διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα.

(6Δ) Οι Εποπτικές Αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) παρέχουν στις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των διατάξεων της Οδηγίας της Ε.Ε.

(7) Σε περίπτωση που Εποπτική Αρχή έχει πληροφορίες και πιστεύει ότι πρόσωπο ενέχεται σε διάπραξη αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας -

(α) διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατό, τις πληροφορίες στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και

(β) σε περίπτωση που οι πληροφορίες αφορούν συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, ανεξαρτήτως του ύψους τους, για τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία ότι συνιστούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, διαβιβάζει το συντομότερο δυνατό τις πληροφορίες στη Μονάδα.

(8) Η Μονάδα και οι Εποπτικές Αρχές προσώπων που διεξάγουν χρηματοοικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, δύνανται να αλληλοενημερώνονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες, στα πλαίσια εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο.

(9) Οι Εποπτικές Αρχές δύνανται-

(α) να ζητούν και συλλέγουν από πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία τους πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και να απαιτούν, μέσα σε ταχθείσα προθεσμία, την παροχή πληροφοριών, στοιχείων και εγγράφων.  Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου που υπόκειται στην εποπτεία τους να συμμορφωθεί με αίτημά τους για συλλογή πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία ή σε περίπτωση που αυτό αρνείται να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή επιδεικνύει ή προσκομίζει ελλιπείς ή ψευδείς ή παραποιημένες πληροφορίες, έχουν εξουσία να λάβουν όλα ή οποιαδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου· και

(β) για σκοπούς εξακρίβωσης της  συμμόρφωσης των προσώπων που υπόκεινται στην εποπτεία τους να διενεργούν ελέγχους, να ζητούν, επιθεωρούν και συλλέγουν πληροφορίες, να εισέρχονται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των εποπτευόμενων προσώπων και να ελέγχουν αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία αποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους:

Νοείται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο οι Εποπτικές Αρχές απαιτούν την υποβολή πληροφοριών οφείλει να συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση:

Νοείται περαιτέρω ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στις Εποπτικές Αρχές σε σχέση με χρηματοοικονομικές δραστηριότητες κατά την άσκηση της εξουσίας τους είναι εμπιστευτικής φύσης και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων τους βάσει του παρόντος Νόμου.

(10) Σε περίπτωση που υπόχρεη οντότητα διατηρεί υποκατάστημα ή/και θυγατρική σε τρίτη χώρα και εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 68Α για τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων, η αρμόδια Εποπτική Αρχή προβαίνει σε επιπρόσθετες εποπτικές ενέργειες, περιλαμβανομένων-

(α) να απαιτήσει από τον όμιλο να μην συνάψει ή να τερματίσει επιχειρηματικές σχέσεις και να μην εκτελέσει συναλλαγές, και

(β) εφόσον είναι απαραίτητο, να ζητήσει από τον όμιλο να παύσει τις δραστηριότητές του στην τρίτη χώρα, σε περίπτωση που τα επιπρόσθετα μέτρα που οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να λάβουν δεν επαρκούν.

(11) Σε περίπτωση που υπόχρεη οντότητα είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία υπό μορφή αντιπροσώπου ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος ή αντιπροσώπου ιδρύματος πληρωμών, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται να περιλάβει στις εποπτικές τις δράσεις που προβλέπονται στο παρόν Μέρος τη λήψη κατάλληλων και αναλογικών μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών ελλείψεων που απαιτούν άμεσες λύσεις:

Νοείται ότι τα αναφερόμενα στο παρόν εδάφιο μέτρα είναι προσωρινά και λήγουν όταν αντιμετωπισθούν οι ελλείψεις που έχουν επισημανθεί, μεταξύ άλλων, με τη συνδρομή ή τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής της υπόχρεης οντότητας.