Συμμόρφωση προς τις διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου

218.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση, υφιστάμενη κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, ασκεί στη Δημοκρατία εργασίες άλλες από ασφαλιστικές, οφείλει να τερματίσει την άσκηση των εργασιών αυτών, συμμορφούμενη προς τις διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου, το βραδύτερο εντός έξι μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που ο τερματισμός εργασιών άλλων από ασφαλιστικών έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση δικαιωμάτων σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία, από ασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική εταιρεία της οποίας τυγχάνει να είναι ο μοναδικός μέτοχος, η μεταβίβαση αυτή δεν υπόκειται στην καταβολή οποιουδήποτε τέλους μεταβίβασης, το οποίο προβλέπεται στον περί Κτηματολογίου και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμο, καθώς και στην καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών ή φόρου εισοδήματος, όπως αυτά προβλέπονται στον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο και στους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 1961 μέχρι 2001, νοουμένου ότι η θυγατρική εταιρεία ασκεί ή σκοπεύει να ασκήσει στη Δημοκρατία την εμπορία ακίνητης ιδιοκτησίας:

Νοείται ότι—

(α) Για σκοπούς προσδιορισμού του κέρδους, σύμφωνα με τον περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο, στην περίπτωση μελλοντικής διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας από τη θυγατρική εταιρεία, ως αξία της ιδιοκτησίας λογίζεται η αρχική αξία ή η αναπροσαρμοσμένη αξία κτήσης, οποιαδήποτε είναι μικρότερη κατά το χρόνο κτήσης της ιδιοκτησίας από την ασφαλιστική επιχείρηση ή η αξία της κατά την 1η Ιανουαρίου 1980, οποιαδήποτε από τις ημερομηνίες αυτές είναι μεταγενέστερη:

Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που η ιδιοκτησία κτήθηκε από την ασφαλιστική επιχείρηση πριν την 14η Ιουλίου 1974 η θυγατρική εταιρεία μπορεί να επιλέξει όπως ως αξία της ιδιοκτησίας λογιστεί η αξία αυτής κατά τη 14η Ιουλίου 1974·

(β) για σκοπούς προσδιορισμού του κέρδους σύμφωνα με τους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 1961 μέχρι 2001, στην περίπτωση μελλοντικής διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας από τη θυγατρική εταιρεία, ως κόστος θα λογίζεται η αρχική αξία κτήσης από την ασφαλιστική επιχείρηση.

(3)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), η εξισωτική κατάσταση που σύμφωνα με το άρθρο 12 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961 μέχρι 2001 πρέπει να ετοιμάζεται όταν συμβεί ένα από τα γεγονότα που καθορίζονται ρητά στο εδάφιο (3) του άρθρου 12 του πιο πάνω Νόμου.

(β) Δύναται να μην ετοιμαστεί η εξισωτική κατάσταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α), στην περίπτωση μεταβίβασης ή μεταφοράς στοιχείων πάγιου ενεργητικού από ασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική εταιρεία της οποίας τυγχάνει ο μοναδικός μέτοχος με την προϋπόθεση ότι η θυγατρική αναλαμβάνει γραπτώς τις πιο κάτω δεσμεύσεις:

(i) Η θυγατρική εταιρεία να συνεχίσει να διεκδικεί τις κεφαλαιουχικές εκπτώσεις για τα πιο πάνω στοιχεία ενεργητικού ως να μην έγινε η αλλαγή ιδιοκτησίας· και

(ii) όταν στο μέλλον αποξενώσει τα πιο πάνω στοιχεία πάγιου ενεργητικού (δηλαδή όταν συμβεί ένα από τα γεγονότα που αναφέρονται ρητά στο εδάφιο (3) του άρθρου 12) η εταιρεία θα υποβάλει εξισωτική κατάσταση και ως κόστος των στοιχείων αυτών θα λογιστεί το αρχικό κόστος απόκτησής τους από την ασφαλιστική επιχείρηση.

(γ) Σε περίπτωση που επιλέγεται η μη ετοιμασία εξισωτικής κατάστασης, η απόφαση αυτή λαμβάνεται από την ασφαλιστική επιχείρηση και τη θυγατρική από κοινού και γνωστοποιείται στο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων γραπτώς ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση ή μεταφορά των στοιχείων αυτών.

(4) Σε περίπτωση που ο τερματισμός εργασιών άλλων από ασφαλιστικών έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση δικαιωμάτων, σε σχέση με μετοχές εταιρειών των οποίων η ιδιοκτησία συνιστάται και από ακίνητη ιδιοκτησία, από ασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική εταιρεία της οποίας τυγχάνει να είναι ο μοναδικός μέτοχος, η μεταβίβαση αυτή δεν υπόκειται στην καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών:

Νοείται ότι για σκοπούς προσδιορισμού του κέρδους σύμφωνα με τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο, στην περίπτωση μελλοντικής διάθεσης τέτοιων μετοχών από τη θυγατρική εταιρεία, ως αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας που θα υφίσταται ακόμη, θα λογίζεται η αρχική αξία ή η αναπροσαρμοσμένη αξία κτήσης οποιαδήποτε είναι μικρότερη κατά το χρόνο κτήσης της ιδιοκτησίας ή η αξία της κατά την 1η Ιανουαρίου 1980, οποιαδήποτε από τις ημερομηνίες αυτές είναι μεταγενέστερη.