ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 63)

ΜΕΡΟΣ I — ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ

 

ΜΕΡΟΣ Α

 

ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

1. Λογιστική Βάση:

Οι ασφαλιστικές εργασίες θα πρέπει να λογίζονται πάνω σε ετήσια βάση, παρ' όλον ότι αυτό θα απαιτεί συνήθως να γίνονται κάποιες προβλέψεις κατά την ημερομηνία του ισολογισμού, ειδικά όσον αφορά τις εκκρεμείς απαιτήσεις. Η λογιστική βάση όσον αφορά τις ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως είναι ο κίνδυνος που έχει κερδισθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους (λογιστική με βάση το έτος ατυχήματος).

 

2. Απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων:

Το απόθεμα για μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα θα υπολογίζεται για κάθε ασφαλιστήριο ξεχωριστά. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η μέθοδος των 365ων, όπου τα δεδουλευμένα και μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα υπολογίζονται πάνω σε αυστηρώς καθημερινό καταμερισμό, εκτός από τους κλάδους ασφάλισης όπου τα χαρακτηριστικά του κινδύνου δεν επιτρέπουν την εφαρμογή της μεθόδου αναλογίας και γι' αυτό θα πρέπει να εφαρμοσθούν μέθοδοι υπολογισμού που θα λαμβάνουν υπόψη τους τη διαχρονική εξέλιξη του κινδύνου. Αντί της πιο πάνω μεθόδου επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της μεθόδου των 24ων.

Τα αναβαλλόμενα έξοδα κτήσης (έξοδα που σχετίζονται με ασφαλιστήρια και τα οποία έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους αλλά αφορούν μεταγενέστερο οικονομικό έτος) υπολογίζονται πάνω σε συμβατή βάση με αυτή που χρησιμοποιήθηκε για τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα.

 

3. Απόθεμα κινδύνων σε ισχύ:

Το απόθεμα για κινδύνους σε ισχύ θα υπολογίζεται βάσει των απαιτήσεων και των εξόδων διαχείρισης που ενδέχεται να προκύψουν μετά το τέλος του οικονομικού έτους και σχετίζονται με ασφαλιστήρια που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, στο βαθμό που το προβλεπόμενο ύψος τους υπερβαίνει το απόθεμα για τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και για τα εισπρακτέα ασφάλιστρα.

 

4. Απόθεμα εκκρεμών απαιτήσεων:

(α) Το απόθεμα θα υπολογίζεται, κατά κανόνα, ξεχωριστά για κάθε περίπτωση, βάσει του κόστους που αναμένεται ότι θα προκύψει. Η χρησιμοποίηση στατιστικών μεθόδων είναι δυνατή εφόσον το απόθεμα που δημιουργείται είναι επαρκές λαμβανομένου υπόψη της φύσης των κινδύνων, υπό την προϋπόθεση ότι θα ζητηθεί η εκ των προτέρων γραπτή έγκριση του Εφόρου.

(β) Το απόθεμα αυτό θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τις απαιτήσεις σε σχέση με κινδύνους που έχουν επισυμβεί, αλλά δεν έχουν γνωστοποιηθεί (IBNR) μέχρι την ημερομηνία του ισολογισμού. Για τον υπολογισμό του αποθέματος αυτού, λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία του παρελθόντος όσον αφορά τον αριθμό και το ύψος των αποζημιώσεων που δηλώνονται μετά την ημερομηνία του ισολογισμού.

(γ) Οι δαπάνες για το διακανονισμό των απαιτήσεων λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του αποθέματος, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους.

(δ) Τα ανακτήσιμα ποσά που απορρέουν από την απόκτηση δικαιωμάτων των ασφαλισμένων έναντι τρίτων (υποκατάσταση) ή από την απόκτηση της κατά νόμο κυριότητας των ασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων (διάσωση), τα οποία όμως υπολογίζονται με σύνεση, θα αφαιρούνται από το ποσό του αποθέματος για εκκρεμείς απαιτήσεις. Σε περίπτωση που τα ποσά αυτά είναι σημαντικά, θα πρέπει να αναφέρονται στις σημειώσεις των λογαριασμών.

(ε) Όταν η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να καταβάλει αποζημίωση με τη μορφή ετήσιας προσόδου, το απόθεμα που πρέπει να δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό υπολογίζεται βάσει αναγνωρισμένων αναλογιστικών μεθόδων.

(στ) Απαγορεύεται κάθε συνεπαγόμενη προεξόφληση ρητή προεξόφληση ή μείωση που είτε προκύπτει από την αποτίμηση του αποθέματος για εκκρεμείς απαιτήσεις σε τρέχουσα τιμή κατώτερη από το προβλεπόμενο ποσό του διακανονισμού που θα πραγματοποιηθεί αργότερα είτε γίνεται με άλλο τρόπο.

 

5. Απόθεμα Εξισορρόπησης σε σχέση με κινδύνους πιστώσεων:

Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να διατηρεί, με βάση τα όσα αναφέρονται πιο κάτω, απόθεμα εξισορρόπησης για κάλυψη διακυμάνσεων που προκύπτουν από την εμπειρία σε σχέση με τις απαιτήσεις στον κλάδο πιστώσεων:

(α) Κατά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, η ασφαλιστική επιχείρηση θα πραγματοποιεί μεταφορές από και προς το απόθεμα εξισορρόπησης, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β) μέχρι (θ).

(β) Η ασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να υπολογίζει:

(i) το συνολικό ποσό που θα μεταφέρει προς το απόθεμα εξισορρόπησης σύμφωνα με την παράγραφο (στ)· και

(ii) το συνολικό ποσό που θα μεταφέρει από το απόθεμα εξισορρόπησης σύμφωνα με την παράγραφο (ζ).

(γ) Υπό την αίρεση της υποπαραγράφου (ε), εάν το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί στο απόθεμα εξισορρόπησης υπερβαίνει το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί από το εν λόγω απόθεμα, τότε η επιχείρηση θα μεταφέρει προς το εν λόγω απόθεμα, ποσό ίσο με τη διαφορά που προκύπτει.

(δ) Υπό την αίρεση της υποπαραγράφου (ε), εάν το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί από το απόθεμα εξισορρόπησης υπερβαίνει το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί προς το εν λόγω απόθεμα, τότε η επιχείρηση πρέπει να μεταφέρει από το εν λόγω απόθεμα, είτε ποσό ίσο με τη διαφορά που προκύπτει είτε το ποσό του αποθέματος εξισορρόπησης που έχει μεταφερθεί ως νέο υπόλοιπο από το προηγούμενο οικονομικό έτος, οποιοδήποτε από τα δύο είναι το χαμηλότερο ποσό.

(ε) Εάν η αξία του αποθέματος της εξισορρόπησης του προηγούμενου έτους μαζί με το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί προς το εν λόγω απόθεμα, μείον το συνολικό ποσό που θα μεταφερθεί από το εν λόγω απόθεμα, υπερβαίνει το μέγιστο απόθεμα, το οποίο υπολογίζεται με βάση την υποπαράγραφο (η), η ασφαλιστική επιχείρηση θα μεταφέρει όσο ποσό χρειάζεται, έτσι ώστε το απόθεμα της εξισορρόπησης να ισούται με το μέγιστο απόθεμα.

(στ) Μεταφορές προς: 75% οποιουδήποτε τεχνικού πλεονάσματος που προκύπτει από τις εργασίες του κλάδου πιστώσεων, νοουμένου ότι δεν είναι χαμηλότερο του 12% των καθαρών ασφαλίστρων του εν λόγω κλάδου.

(ζ) Μεταφορές από: ποσά που μεταφέρονται από το απόθεμα εξισορρόπησης στο τέλος του οικονομικού έτους θα ισούνται με το τεχνικό έλλειμμα που προκύπτει από τις εργασίες του εν λόγω κλάδου, κατά το ίδιο οικονομικό έτος.

(η) Το μέγιστο απόθεμα εξισορρόπησης θα ισούται με το 150% του μεγαλύτερου ετήσιου ποσού των καθαρών πραγματοποιηθέντων ασφαλίστρων κατά τα τελευταία 5 προηγούμενα οικονομικά έτη.

(θ) Όταν μια ασφαλιστική επιχείρηση τερματίζει τις εργασίες της όσον αφορά την ασφάλιση πιστώσεων και δεν υπάρχουν μη λήξαντες κίνδυνοι όσον αφορά ζημιές πιστώσεων (creditor losses), τότε η επιχείρηση μπορεί, υπό τον όρο ότι θα πάρει εκ των προτέρων έγκριση από τον Έφορο, να αποδεσμεύσει το απόθεμα εξισορρόπησης όσον αφορά την ασφάλιση πιστώσεων.

 

 

ΜΕΡΟΣ Β

 

ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ

ΚΛΑΔΟΥ ΖΩΗΣ

 

1 .(α) Ο υπολογισμός του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων σε σχέση με τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων Κλάδου Ζωής, (εκτός από υποχρεώσεις οι οποίες κατέστησαν πληρωτέες πριν από την ημερομηνία εκτίμησης) διενεργείται με βάση συνετές αναλογιστικές αρχές οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις λογικές προσδοκίες των κατόχων ασφαλιστηρίων και αφού γίνουν οι αναγκαίες προβλέψεις για όλες τις υποχρεώσεις με βάση συνετές προϋποθέσεις που περιέχουν κατάλληλα περιθώρια για δυσμενή παρέκκλιση από τους σχετικούς συντελεστές.

(β) Ο υπολογισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις μελλοντικές υποχρεώσεις όπως καθορίζονται από τους όρους των ασφαλιστηρίων για κάθε ασφαλιστήριο σε ισχύ, αφού ληφθούν υπόψη τα ασφάλιστρα που θα εισπραχθούν μετά την ημερομηνία υπολογισμού.

(γ) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα της υποπαραγράφου (α), το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων θα υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2 μέχρι 12 και θα λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(i) Όλες οι εγγυημένες παροχές συμπεριλαμβανομένων των εγγυημένων αξιών εξαγοράς,

(ii) κτηθείσες (vested), δηλωθείσες (declared) ή κατανεμηθείσες (allocated) συμμετοχές στα κέρδη τις οποίες ήδη δικαιούνται συλλογικά ή ατομικά οι ασφαλισμένοι,

(iii) όλες οι επιλογές (options) τις οποίες έχει δικαίωμα να εξασκήσει ο ασφαλισμένος με βάση τους όρους του ασφαλιστηρίου του,

(iv) έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών,

(ν) όλες οι διακριτικές χρεώσεις και αφαιρέσεις,

(νi) οποιαδήποτε δικαιώματα που πηγάζουν από αντασφαλιστικές συμβάσεις σε σχέση με ασφαλίσεις στον Κλάδο Ζωής,

(νιι) Οποιαδήποτε δικαιώματα που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις, σε σχέση με ασφαλίσεις στον Κλάδο Ζωής, οι οποίες έχουν συναφθεί με Φορέα Ειδικού Σκοπού, νοουμένου ότι έχει γίνει προηγουμένως αίτηση από την εταιρεία με πλήρη υποστηρικτικά στοιχεία και αφού τύχει της έγκρισης του Εφόρου.

2. (α) Υπό την επιφύλαξη των υποπαραγράφων (β), (γ) και (δ) πιο κάτω, το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων θα καθορίζεται για κάθε ασφαλιστήριο ξεχωριστά με βάση ένα προβλεπτικό υπολογισμό.

(β) Αναδρομικός υπολογισμός μπορεί να εφαρμοστεί για τον καθορισμό των τεχνικών αποθεμάτων όπου ο προβλεπτικός υπολογισμός δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα συγκεκριμένο είδος ασφαλιστηρίου ή ωφελήματος, ή όπου μπορεί να αποδειχθεί ότι το τελικό ποσό των τεχνικών αποθεμάτων δε θα είναι χαμηλότερο από αυτό που θα υπολογιζόταν αν εφαρμοζόταν ένας συνετός προβλεπτικός υπολογισμός.

(γ) Κατάλληλες προσεγγίσεις ή γενικεύσεις μπορούν να γίνουν όπου αυτές πιθανόν να φέρουν το ίδιο ή μεγαλύτερο αποτέλεσμα από τον επί μέρους υπολογισμό, για το ίδιο ποσό τεχνικών αποθεμάτων σε σχέση με κάθε ασφαλιστήριο.

(δ) Όπου είναι απαραίτητο, επιπρόσθετα ποσά μπορούν να συσταθούν σε συνολική βάση για γενικούς κινδύνους που δεν εξατομικεύονται.

(ε) Η μέθοδος υπολογισμού του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων και οι υποθέσεις που χρησιμοποιήθηκαν, δεν μπορεί να διαφοροποιείται από έτος σε έτος κατά τρόπο ασυνεχή, συνέπεια αυθαίρετων τροποποιήσεων και θα είναι τέτοια ώστε να αναγνωρίζει τη διανομή των κερδών κατά τη διάρκεια ισχύος κάθε ασφαλιστηρίου με τρόπο κατάλληλο.

(στ) Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεμάτων ασφαλιστηρίου που συμμετέχει σε καθορισμένο πλεόνασμα, θα λαμβάνει υπόψη το ύψος των ασφαλίστρων του ασφαλιστηρίου, τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτουν τις υποχρεώσεις, και την πάγια τακτική της ασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με τον τρόπο και το χρόνο διανομής των κερδών ή της απόδοσης προσθέσεων διακριτικής ευχέρειας ανάλογα με την περίπτωση.

3. Το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων που υπολογίζονται σε σχέση με ένα σύνολο ασφαλιστηρίων δε θα είναι μικρότερο από τέτοιο ποσό που, αν οι υποθέσεις που υιοθετήθηκαν για τον υπολογισμό παρέμειναν οι ίδιες και πραγματοποιούνταν, θα επέτρεπαν σε παρόμοια τεχνικά αποθέματα που υπολογίζονταν οποτεδήποτε στο μέλλον να καλυφθούν από πηγές που προέρχονται αποκλειστικά από ασφαλιστήρια και περιουσιακά στοιχεία τα οποία καλύπτουν το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων που καθορίστηκε κατά την υφιστάμενη εκτίμηση.

4. (α) Σε περίπτωση κατά την οποία, επιπρόσθετα καθορισμένα ασφάλιστρα καθίστανται πληρωτέα από τον κάτοχο ασφαλιστηρίου δυνάμει ασφαλιστηρίου (που δεν είναι συνδεδεμένο με επενδύσεις) για το οποίο τα ωφελήματα (εκτός από αυτά που προέρχονται από την κατανομή κερδών) προσδιορίζονται από την αρχή σε σχέση με τα συνολικά ασφάλιστρα που είναι πληρωτέα με βάση αυτό, τότε, τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (δ) και της παραγράφου 5 πιο κάτω:

(i) εφόσον τα ασφάλιστρα που προβλέπονται δυνάμει του ασφαλιστηρίου είναι αμετάβλητα καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία αυτά καθίστανται πληρωτέα, τα ασφάλιστρα που θα εκτιμηθούν δε θα υπερβαίνουν εκείνο το επίπεδο ασφαλίστρων το οποίο, αν αυτά καθίσταντο πληρωτέα για την ίδια περίοδο όπως τα πραγματικά ασφάλιστρα που προβλέπονται δυνάμει του ασφαλιστηρίου και που υπολογίζονται σύμφωνα με το επιτόκιο και τα ποσοστά θνησιμότητας ή αναπηρίας τα οποία θα υιοθετηθούν για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεμάτων τα οποία απορρέουν από το ασφαλιστήριο, θα ήταν επαρκές από την αρχή για την παροχή ωφελημάτων δυνάμει του ασφαλιστηρίου λόγω οποιωνδήποτε απρόβλεπτων περιστατικών για τα οποία τα εν λόγω ασφάλιστρα καθίστανται πληρωτέα, εξαιρουμένων οποιωνδήποτε προσθηκών για κέρδη, δαπάνες ή άλλες επιβαρύνσεις·

(ii) εφόσον τα ασφάλιστρα που προβλέπονται δυνάμει του ασφαλιστηρίου είναι μεταβλητά κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία καθίστανται πληρωτέα, τα ασφάλιστρα που θα εκτιμηθούν δε θα είναι μεγαλύτερα από τα ασφάλιστρα τα οποία θα υπολογιστούν με βάση τις αρχές που αναφέρονται στην πιο πάνω υποπαράγραφο (α)(i), κατάλληλα προσαρμοσμένες έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές στα ασφάλιστρα που είναι πληρωτέα από τον κάτοχο του ασφαλιστηρίου κάθε έτος,

υπό τον όρο ότι τα ασφάλιστρα για εκτίμηση δε θα υπερβαίνουν, για οποιοδήποτε έτος, το ποσό των ασφαλίστρων που καταβάλλονται από τον κάτοχο ασφαλιστηρίου.

(β) Στην περίπτωση κατά την οποία οι αρχικοί όροι ασφαλιστηρίου μετατράπηκαν μετά τη σύναψή του, τότε για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (α), θα λογίζεται ότι οι εν λόγω μετατροπές, όπως αυτές έγιναν, προβλέπονταν από το ασφαλιστήριο κατά το χρόνο σύναψής του. Για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής οι όροι του ασφαλιστηρίου θα θεωρούνται ότι μετατράπηκαν εφόσον η μετατροπή έγινε με οπισθογράφηση του υφιστάμενου ασφαλιστηρίου και όχι με την έκδοση νέου ασφαλιστηρίου.

(γ) Αν δυνάμει ασφαλιστηρίου που δεν είναι συνδεδεμένο με επενδύσεις—

(i) Κάθε ασφάλιστρο το οποίο καταβάλλεται αυξάνει τα ωφελήματα που προβλέπονται από το ασφαλιστήριο (εκτός από τα ωφελήματα που προέρχονται από τη διανομή κερδών), ή

(ii) το ποσό του ασφαλίστρου που είναι πληρωτέο μελλοντικά δε δύναται να προσδιοριστεί μέχρις ότου αυτό καταστεί πληρωτέο,

τότε τα μελλοντικά ασφάλιστρα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις δύνανται να μην ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση εφόσον λαμβάνεται επαρκής πρόνοια κατά οποιουδήποτε κινδύνου αύξησης των υποχρεώσεων της επιχείρησης, σαν αποτέλεσμα της πληρωμής μελλοντικών ασφαλίστρων, οι οποίες δύναται να υπερβούν το ποσό των ασφαλίστρων.

(δ) Μία εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού από αυτή που περιγράφεται στις υποπαραγράφους (α) μέχρι (γ) πιο πάνω, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εφόσον αποδειχθεί ότι τα αποτελέσματα αυτής δεν είναι στο σύνολο τους χαμηλότερα από τα αποτελέσματα της μεθόδου που περιγράφεται στις εν λόγω υποπαραγράφους.

5. (α) Για να ληφθούν υπόψη τα έξοδα κτήσης, το δυνάμει της παραγράφου 4 ανώτατο ασφάλιστρο για εκτίμηση, μπορεί, τηρουμένης της υποπαραγράφου (β) πιο κάτω, να αυξηθεί κατά ποσό όχι μεγαλύτερο ενός ισοδύναμου ποσού, το οποίο καλύπτει ολόκληρη την περίοδο πληρωμής ασφαλίστρων και υπολογίζεται σύμφωνα με το επιτόκιο και τα ποσοστά θνησιμότητας ή αναπηρίας τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του ασφαλιστηρίου, που ανέρχεται σε τρία και μισό τοις εκατό (3,5%) του σχετικού ποσού του κεφαλαίου.

Νοείται ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις και νοουμένου ότιεξασφαλίζεται η εκ των προτέρων γραπτή έγκριση τουΕφόρου, το προαναφερόμενο ποσοστό του τρία και μισό τοιςεκατό (3.5%)  μπορεί να αυξηθεί μέχρι πέντε τοις εκατό(5%).

(β) Η αύξηση που επιτρέπεται από την πιο πάνω υποπαράγραφο (α) υπόκειται στον περιορισμό ότι το ποσό του εκτιμηθέντος μελλοντικού ασφαλίστρου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ασφάλιστρο που είναι πράγματι πληρωτέο από τον κάτοχο ασφαλιστηρίου.

(γ) Για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής «σχετικό ποσό κεφαλαίου» (Relevant capital sum) σημαίνει—

(i) Για ισόβιες ασφαλίσεις ζωής, (whole life assurances), το ασφαλισμένο ποσό·

(ii) για ασφαλιστήρια όπου το ποσό καθίσταται πληρωτέο στη λήξη ή σε περίπτωση θανάτου που επέρχεται νωρίτερα, το ποσό που είναι πληρωτέο με τη λήξη ή το θάνατο·

(iii) για αναβαλλόμενες προσόδους ζωής, την αξία της προσόδου που κεφαλαιοποιήθηκε κατά την ημερομηνία της έναρξής της ή το κατ' επιλογή εφάπαξ ποσό αν αυτό είναι μεγαλύτερο·

(iv) για μακροπρόθεσμα ασφαλιστήρια που συνδέονται με επενδύσεις, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των πιο πάνω υποπαραγράφων (γ)(i) έως (γ)(ii), το μικρότερο από τα ακόλουθα:

το εκάστοτε ποσό το οποίο καθίσταται πληρωτέο με το θάνατο, ή

το σύνολο των εκάστοτε αξιών των μεριδίων τα οποία κατανέμονται στο ασφαλιστήριο και το ολικό ποσό των ασφαλίστρων που παραμένουν για πληρωμή κατά τη διάρκεια τέτοιου μέρους της περιόδου του ασφαλιστηρίου που θεωρείται κατάλληλο για σκοπούς zillmerisation ή αν τα εν λόγω ασφάλιστρα καθίστανται πληρωτέα πέραν της ηλικίας των εβδομήντα πέντε ετών, μέχρι την ηλικία αυτή.

(ν) για πρόσκαιρες ασφαλίσεις το ασφαλισμένο ποσό κατά την ημερομηνία εκτίμησης των τεχνικών αποθεμάτων.

6. (α) Το επιτόκιο με βάση το οποίο θα υπολογίζεται η παρούσα αξία μελλοντικών πληρωμών που θα διενεργηθούν από ή υπέρ ασφαλιστικής επιχείρησης δε θα είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο που υπολογίζεται από συνετή εκτίμηση των αποδόσεων των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν τις εργασίες στον Κλάδο Ζωής και, όπου είναι κατάλληλο, οι αποδόσεις που αναμένονται να εξασφαλιστούν από ποσά που θα επενδυθούν στο μέλλον.

(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (α) πιο πάνω, η λαμβανόμενη απόδοση του περιουσιακού στοιχείου που αντιπροσωπεύει τις εργασίες στον Κλάδο Ζωής, πριν οποιαδήποτε αναπροσαρμογή η οποία λαμβάνει υπόψη την επίδραση της φορολογίας, δε θα υπερβαίνει την απόδοση του περιουσιακού αυτού στοιχείου που υπολογίζεται σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (γ) μέχρι (στ) πιο κάτω, μειωμένης κατά πέντε τοις εκατό (5%) της απόδοσης αυτής.

(γ) Για τους σκοπούς του υπολογισμού της απόδοσης ενός περιουσιακού στοιχείου, αυτό θα αποτιμάται σύμφωνα με τις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(δ) Για επενδύσεις με σταθερό επιτόκιο η απόδοση ενός περιουσιακού στοιχείου, τηρουμένης της υποπαραγράφου (στ) πιο κάτω, θα είναι το ετήσιο επιτόκιο το οποίο, εάν χρησιμοποιηθεί στον υπολογισμό της σημερινής αξίας των μελλοντικών πληρωμών των τόκων πριν από την αφαίρεση του φόρου και τη σημερινή αξία της αποπληρωμής του κεφαλαίου, θα είχε ως αποτέλεσμα το άθροισμα των ποσών αυτών να είναι ίσο με την αξία του περιουσιακού στοιχείου.

(ε) Για μετοχές ή ακίνητη περιουσία, η απόδοση ενός περιουσιακού στοιχείου, τηρουμένης της υποπαραγράφου (στ) πιο κάτω, θα είναι ο λόγος των εσόδων πριν τη φορολογία που θα εισπράττονταν, στην περίοδο των 12 μηνών που ακολουθούν μετά την ημερομηνία υπολογισμού, προς την αξία του περιουσιακού αυτού στοιχείου, με βάση την προϋπόθεση ότι το περιουσιακό αυτό στοιχείο θα κρατηθεί καθ' όλη την περίοδο αυτή και ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν το εισόδημα θα παραμείνουν οι ίδιοι, λαμβάνοντας υπόψη οποιεσδήποτε αλλαγές σε τέτοιους παράγοντες που είναι γνωστές κατά την ημερομηνία υπολογισμού.

(στ) Για τον υπολογισμό της απόδοσης ενός περιουσιακού στοιχείου σύμφωνα με την παράγραφο αυτή—

(i) Εάν αυτό δεν είναι μετοχές ή ακίνητη περιουσία—

θα πρέπει να γίνει μία συνετή αναπροσαρμογή ώστε να εξαιρεθεί το μέρος αυτό της απόδοσης που υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει αποζημίωση για τον κίνδυνο μη διατήρησης του εσόδου από το περιουσιακό αυτό στοιχείο, ή μή τακτικής αποπληρωμής του κεφαλαίου όπως αναμενόταν και εφαρμόζοντας την αναπροσαρμογή αυτή, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπου είναι εφικτό, η απόδοση επενδύσεων, που δεν εμπερικλείουν οποιοδήποτε κίνδυνο, παρόμοιας διάρκειας και του ίδιου νομίσματος.

(ii) για τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι μετοχές ή ακίνητη περιουσία, θα πρέπει να γίνονται οι απαραίτητες αναπροσαρμογές στην απόδοση, ώστε να εξαιρείται το μέρος της απόδοσης από κάθε κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό υπάρχει, που χρειάζεται για αποζημίωση του κινδύνου μή διατήρησης των ολικών εσόδων του περιουσιακού στοιχείου από χρόνο σε χρόνο. Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου αυτής «κατηγορία περιουσιακού στοιχείου» αποτελούν περιουσιακά στοιχεία παρόμοιας φύσης, διάρκειας και βαθμού κινδύνου.

(ζ) Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί το επιτόκιο που καθορίζεται για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (α), να υπερβαίνει την αναπροσαρμοσμένη ολική απόδοση των περιουσιακών στοιχείων που υπολογίζεται ως ο σταθμικός μέσος όρος (weighted average) των μειωμένων αποδόσεων των ξεχωριστών περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου (β), και όταν ο σταθμικός μέσος όρος υπολογισθεί -

(i)  το βάρος που δίνεται σε κάθε επένδυση θα είναι η αξία της, υπολογισμένη σύμφωνα με τις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου· και

(ii) η απόδοση μαζί με την αξία οποιωνδήποτε συνδεδεμένων περιουσιακών στοιχείων δεν θα περιλαμβάνεται στον υπολογισμό, εκτός σε σχέση με το επιτόκιο που χρησιμοποιήθηκε για την αποτίμηση των πληρωμών ωφελημάτων συνδεδεμένων με περιουσία.

(η) Το μέγιστο επιτόκιο το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί πριν οποιαδήποτε αναπροσαρμογή η οποία λαμβάνει υπόψη τις επιδράσεις της φορολογίας θα είναι το μικρότερο από—

(i) Την απόδοση που υπολογίζεται με βάση τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (β) πιο πάνω· και

(ii) τη διαθέσιμη απόδοση των μακροπρόθεσμων κυβερνητικών χρεογράφων, όπου «μακροπρόθεσμα» ορίζεται ως η μέγιστη χρονική διάρκεια των διαθέσιμων κυβερνητικών χρεογράφων που έχουν εκδοθεί, αλλά που δεν υπερβαίνει τα 15 χρόνια, με μέγιστο επιτόκιο το 7,5% ετησίως.

(θ) Για τους σκοπούς καθορισμού των επιτοκίων που θα χρησιμοποιηθούν στον υπολογισμό μιας καθορισμένης κατηγορίας ασφαλιστηρίων, τα περιουσιακά στοιχεία, όπου είναι εφαρμόσιμο, θα πρέπει να διαχωριστούν εικαστικά μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών ασφαλιστηρίων.

(ι) Στην περίπτωση που τα τεχνικά αποθέματα είναι εκφρασμένα σε διαφορετικό νόμισμα από την κυπριακή λίρα, το επιτόκιο θα καθορίζεται με βάση υποθέσεις που είναι τόσο συνετές όσο εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς των υποπαραγράφων (γ) μέχρι (θ) πιο πάνω, μεταφρασμένες στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας που είναι σχετική με το νόμισμα αυτό.

7. Το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων σε σχέση με οποιασδήποτε κατηγορία ασφαλιστηρίων θα υπολογίζεται, όπου είναι σχετικό, με βάση κατάλληλα συνετά ποσοστά θνησιμότητας και αναπηρίας. Τα ποσοστά που χρησιμοποιούνται θα βασίζονται σε σχετικούς πίνακες θνησιμότητας και αναπηρίας που εκδίδονται διεθνώς, αναπροσαρμοσμένα ανάλογα, ώστε να αντιπροσωπεύουν τις εμπειρίες της επιχείρησης και της αγοράς στο κράτος που βρίσκονται οι υποχρεώσεις.

8. (α) Πρόνοια για έξοδα, είτε έμμεσα, είτε άμεσα, δε θα είναι μικρότερη από το ποσό που είναι απαραίτητο, με βάση συνετές υποθέσεις, να καλύψει το συνολικό καθαρό κόστος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση της φορολογίας, που πιθανόν να πραγματοποιηθούν, από όλα τα εν ισχύ ασφαλιστήρια, ως εάν η ασφαλιστική επιχείρηση έπαυε να συνάπτει νέα ασφαλιστήρια δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία εκτίμησης.

(β) Η πρόνοια που αναφέρεται στην πιο πάνω υποπαράγραφο (α) θα αφορά, μεταξύ άλλων, τα πραγματικά έξοδα της επιχείρησης κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών πριν από την ημερομηνία εκτίμησης, καθώς και τον επηρεασμό του πληθωρισμού στα μελλοντικά έξοδα, με βάση συνετές υποθέσεις σε σχέση με μελλοντικά ποσοστά αύξησης των τιμών και των εισοδημάτων.

9. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, είτε έμμεσα, είτε άμεσα, οι μελλοντικές αποδόσεις ασφαλιστηρίων που συμμετέχουν στα κέρδη, με τρόπο που είναι συνεπής με τις άλλες υποθέσεις σε σχέση με τις μελλοντικές εμπειρίες καθώς και με τις υφιστάμενες μεθόδους κατανομής των κερδών.

10. (α) Πρέπει να γίνεται σχετική πρόνοια, με βάση συνετές υποθέσεις, για την κάλυψη οποιασδήποτε αύξησης των υποχρεώσεων ως συνέπεια της άσκησης δικαιωμάτων επιλογής από τους κατόχους ασφαλιστηρίων, δυνάμει των εν λόγω ασφαλιστηρίων.

(β) Στις περιπτώσεις όπου το ασφαλιστήριο προβλέπει δικαίωμα επιλογής σύμφωνα με to οποίο ο κάτοχος ασφαλιστηρίου δύναται να εξασφαλίσει εγγυημένη πληρωμή σε μετρητά εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία εκτίμησης, η πρόνοια για το εν λόγω δικαίωμα επιλογής θα είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζει ότι η αξία η οποία έχει αποδοθεί στο ασφαλιστήριο δεν είναι μικρότερη από το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των πληρωμών οι οποίες θα διενεργηθούν σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος επιλογής.

(γ) Στις περιπτώσεις όπου η αξία εξαγοράς ενός ασφαλιστηρίου είναι εγγυημένη, η πρόνοια για το ασφαλιστήριο αυτό θα πρέπει να είναι πάντοτε τουλάχιστο τόση όση η εγγυημένη αξία κατά τέτοιο χρόνο.

11. Κανένα ασφαλιστήριο Κλάδου Ζωής δε θα εκλαμβάνεται ως στοιχείο του ενεργητικού.

12. Στις περιπτώσεις όπου τα πληρωτέα ωφελήματα δυνάμει ασφαλιστηρίου είναι εξ' ολοκλήρου ή μερικώς συνδεδεμένα ωφελήματα , το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων που καθορίζεται σε σχέση με αυτά τα συνδεδεμένα ωφελήματα δεν πρέπει να είναι μικρότερο από την αξία των περιουσιακών στοιχείων που τα αντιπροσωπεύουν και τα οποία αποτιμούνται σύμφωνα με τις Οδηγίες για Εγκεκριμένες Επενδύσεις.

13. Κατά την εκτίμηση οποιουδήποτε ασφαλιστηρίου δεν επιτρέπεται πίστωση για εκούσιο τερματισμό αν το ποσό των τεχνικών αποθεμάτων που προσδιορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό θα μειωνόταν ως αποτέλεσμα του εν λόγω τερματισμού.

14. Ο υπολογισμός του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων από εργασίες στον Κλάδο Ζωής θα λαμβάνει υπόψη τη φύση (συμπεριλαμβανομένης και της φύσης του νομίσματος) και τη διάρκεια των περιουσιακών στοιχείων τα οποία αντιπροσωπεύουν το απόθεμα των εργασιών αυτών και την αξία τους, και θα περιλαμβάνει συνετές πρόνοιες έναντι της επίδρασης από πιθανές μελλοντικές μεταβολές στην αξία των περιουσιακών στοιχείων σε σχέση με—

(α) Την ικανότητα της εταιρείας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από ασφαλιστήρια Κλάδου Ζωής, όταν αυτές εγείρονται· και

(β) την επάρκεια των περιουσιακών στοιχείων να εκπληρώσουν τις καθορισμένες υποχρεώσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 2 μέχρι 13 πιο πάνω.

 

ΜΕΡΟΣ II — ΚΑΝΟΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

ΜΕΡΟΣ Γ

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΣΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

 

Η αρχή της νομισματικής αντιστοιχίας που ισχύει σε περίπτωση ασφαλίσεων του Κλάδου Γενικής Φύσεως, εφαρμόζεται ως ακολούθως:

1. Οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται απαιτητέες στο νόμισμα του ασφαλίσματος.

2. Σε περίπτωση που το νόμισμα δεν ορίζεται, οι υποχρεώσεις αυτές θεωρούνται ότι είναι απαιτητέες στο νόμισμα της χώρας που βρίσκεται ο κίνδυνος ή κατ' επιλογήν της ασφαλιστικής επιχείρησης, στο νόμισμα στο οποίο καταβάλλονται τα ασφάλιστρα, εφόσον συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή αυτή, ιδιαίτερα εάν κατά το χρόνο σύναψης του ασφαλιστηρίου φαίνεται πιθανόν ότι μια αποζημίωση θα καταβληθεί στο νόμισμα στο οποίο καταβάλλονται τα ασφάλιστρα και όχι στο νόμισμα της χώρας όπου βρίσκεται ο κίνδυνος.

3. Ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καταβάλει το ασφάλισμα στο νόμισμα που της υπαγορεύει η πείρα της ή στην περίπτωση έλλειψης τέτοιας πείρας στο νόμισμα της χώρας εγκατάστασής της, στην περίπτωση ασφαλιστηρίων που καλύπτουν κινδύνους—

(α) Στον κλάδο σιδηροδρομικών οχημάτων, στον κλάδο αεροσκαφών, στον κλάδο πλοίων, στον κλάδο μεταφερόμενων εμπορευμάτων, στον κλάδο ευθύνης από αεροσκάφη, στον κλάδο ευθύνης σκαφών και στον κλάδο γενικής ευθύνης·

(β) στους υπόλοιπους κλάδους που περιλαμβάνονται στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, εφόσον το επιβάλλει η φύση των κινδύνων, η κάλυψη θα παρέχεται σε νόμισμα διαφορετικό από αυτό που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της παραγράφου 2.

4. Όταν μια απαίτηση δηλώθηκε στην ασφαλιστική επιχείρηση και είναι πληρωτέα σε καθορισμένο νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω παραγράφων, οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται απαιτητέες σ' αυτό το νόμισμα, δηλαδή σε εκείνο στο οποίο η αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει η ασφαλιστική επιχείρηση καθορίστηκε με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλισμένου.

5. Όταν απαίτηση αποτιμάται σε νόμισμα που η ασφαλιστική επιχείρηση γνωρίζει εκ των προτέρων αλλά που είναι διαφορετικό από το νόμισμα που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω παραγράφων, η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να θεωρήσει τις υποχρεώσεις της απαιτητέες στο νόμισμα αυτό.

6. Ασφαλιστική επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση νομισματικής αντιστοιχίας για τις υποχρεώσεις της σε ένα νόμισμα, εφόσον αυτές δεν υπερβαίνουν το 7% των εγκεκριμένων επενδύσεών της που εκφράζονται σε άλλα νομίσματα.

7. Όταν οι υποχρεώσεις είναι απαιτητέες σε νόμισμα άλλο από αυτό της Δημοκρατίας ή νόμισμα Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τότε ο Έφορος μπορεί να μην απαιτεί την εφαρμογή της αρχής της νομισματικής αντιστοιχίας από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν υπάρχουν ρυθμίσεις που διέπουν τις επενδύσεις στο νόμισμα αυτό, αν το νόμισμα αυτό υπόκειται σε συναλλαγματικούς περιορισμούς, ή αν, για παρόμοιους λόγους, το εν λόγω νόμισμα δεν είναι κατάλληλο για την επένδυση των τεχνικών αποθεμάτων.

Η εφαρμογή της πιο πάνω περίπτωσης καθορίζεται με απόφαση του Εφόρου, αφού λάβει προηγουμένως υπόψη του, την άποψη της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

8. Ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της με περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι νομισματικά αντίστοιχα σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 20% των υποχρεώσεών της σε συγκεκριμένο νόμισμα.

9. Η υποχρέωση για νομισματική αντιστοιχία, όταν οι υποχρεώσεις είναι εκφρασμένες στο νόμισμα της Δημοκρατίας ή σε νομίσματα Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., θεωρείται ότι έχει τηρηθεί όταν τα στοιχεία του ενεργητικού εκφράζονται σε Ευρώ ή στο νόμισμα της Δημοκρατίας.

10.  Αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της με περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι νομισματικά αντίστοιχα σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 30% των υποχρεώσεων της σε συγκεκριμένο νόμισμα.

 

ΜΕΡΟΣ Δ

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΣΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΛΑΔΟΥ ΖΩΗΣ

 

Η αρχή της νομισματικής αντιστοιχίας που ισχύει σε περίπτωση ασφαλίσεων του Κλάδου Ζωής, εφαρμόζεται ως ακολούθως:

1. Οι υποχρεώσεις ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται απαιτητέες στο νόμισμα του ασφαλισμένου ποσού που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο.

2. Ασφαλιστική επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση νομισματικής αντιστοιχίας για τις υποχρεώσεις της σε ένα νόμισμα, εφόσον οι εγκεκριμένες επενδύσεις της σε συγκεκριμένο νόμισμα δεν υπερβαίνουν το 7% των υπόλοιπων εγκεκριμένων επενδύσεων της εκφρασμένων σε όλα τα άλλα νομίσματα.

3. Όταν οι υποχρεώσεις είναι απαιτητέες σε νόμισμα άλλο από αυτό της Δημοκρατίας ή νόμισμα Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τότε ο Έφορος μπορεί να μην απαιτεί την εφαρμογή της αρχής της νομισματικής αντιστοιχίας από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν υπάρχουν ρυθμίσεις που διέπουν τις επενδύσεις στο νόμισμα αυτό, αν το νόμισμα αυτό υπόκειται σε συναλλαγματικούς περιορισμούς, ή αν, για παρόμοιους λόγους, το εν λόγω νόμισμα δεν είναι κατάλληλο για την επένδυση των τεχνικών αποθεμάτων.

Η εφαρμογή της πιο πάνω περίπτωσης καθορίζεται σε απόφαση του Εφόρου, αφού λάβει προηγουμένως υπόψη του την άποψη της Κεντρικής Τράπεζας.

4. Ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της με περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι νομισματικά αντίστοιχα σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 20% των υποχρεώσεών της σε συγκεκριμένο νόμισμα.

5. Η υποχρέωση για νομισματική αντιστοιχία, όταν οι υποχρεώσεις είναι εκφρασμένες στο νόμισμα της Δημοκρατίας ή σε νομίσματα Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., θεωρείται ότι έχει τηρηθεί όταν τα στοιχεία του ενεργητικού εκφράζονται σε Ευρώ ή στο νόμισμα της Δημοκρατίας.

6. Αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της με περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι νομισματικά αντίστοιχα σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 30% των υποχρεώσεων της σε συγκεκριμένο νόμισμα.