ΠΕΜΠΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΕΜΠΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 67)

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

ΜΕΡΟΣ Α

ΣΥΝΘΕΣΗ

Η σύνθεση του περιθωρίου φερεγγυότητας (διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας) που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 67, σ’ ότι αφορά τις εργασίες κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή και αλληλοασφαλιστικού οργανισμού καλουμένων από κοινού στο παρόν Παράρτημα ως «ασφαλιστική επιχείρηση» στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

(1) Το  καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ή εάν πρόκειται γιααλληλοασφαλιστικό οργανισμό, το αλληλοασφαλιστικό ποσό που αρχικά έχει καταβληθεί αφού  προστεθούν οι λογαριασμοί των μελών, οι οποίοι πληρούν σωρευτικά τα πιο κάτω κριτήρια:

(α) οι καταστατικές του διατάξεις προβλέπουν ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα  μέλη, μόνο εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου  φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου ή εάν, μετά από τη διάλυση του οργανισμού, έχουν εξοφληθεί όλα τα  χρέη του οργανισμού·

(β) οι καταστατικές του διατάξεις προβλέπουν, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) για άλλους λόγους  εκτός από τον ατομικό τερματισμό της ιδιότητας του  μέλους, ότι ο Έφορος ενημερώνεται τουλάχιστο πριν από  ένα μήνα και ότι μπορεί, εντός της περιόδου αυτής, να απαγορεύσει την πληρωμή·

(γ) οι σχετικές καταστατικές του  διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν μόνο αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για την τροποποίηση, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στις υποπαραγράφους(α) και (β)·

(2) Κατόπιν  αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου,   το ήμισυ του μη καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου ή αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, εφόσον το ποσό που έχει καταβληθεί ανέρχεται στο 25% του μετοχικού κεφαλαίου ή τέτοιου αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του ελαχίστου περιθωρίου φερεγγυότητας.

(3) Τα αποθεματικά (προβλεπόμενα από τον παρόντα Νόμο και ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις  που προκύπτουν από ασφαλιστήρια ούτε και κατατάσσονται στα αποθεματικά εξισορρόπησης·

(4) Τα κέρδη ή τις ζημιές που μεταφέρονται  στο νέο οικονομικό έτος μετά την αφαίρεση των μερισμάτων που θα καταβληθούν.

(5) Κατόπιν  αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από  γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, οι συμπληρωματικές εισφορές που είναι δυνατό νααπαιτήσουν οι αλληλοασφαλιστικοί οργανισμοί που εισπράττουν μεταβλητές  εισφορές από τα μέλη τους μέσω προσκλήσεων για την καταβολή συμπληρωματικών εισφορών για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος, μέχρι το μισό της διαφοράς μεταξύ των μεγίστων εισφορών που μπορεί να απαιτηθούν και των πράγματικαταβληθεισών  εισφορών, υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνουν το 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας:

Νοείται ότι, ο ΄Εφορος καθορίζει σε Οδηγίες, που εκδίδει δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 70, τις κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων μπορούν να γίνονται αποδεκτές συμπληρωματικές συνεισφορές.

(6) Κατόπιν  αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, τα καθαρά αφανή αποθέματα (hidden reserves) που προκύπτουν λόγω χαμηλότερης εκτίμησης στοιχείων του ενεργητικού, στο βαθμό που τα καθαρά αποθέματα αυτά δεν είναι  ασυνήθιστης φύσεως·

(7) Νοουμένου ότι εξασφαλίζεται γραπτή έγκριση του Εφόρου, το σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο και τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης, μπορούν να περιληφθούν μόνο μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, από το οποίο όχι περισσότερο από 25% αποτελείται  από δάνεια μειωμένης διασφάλισης με καθορισμένη λήξη ή σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο με καθορισμένη διάρκεια, νοουμένου ότι  σε περίπτωση εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης, υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες, βάσει των οποίων, τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης ή το προνομιούχο  μετοχικό κεφάλαιο, κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις  όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων χρεών που εκκρεμούν κατά το χρόνο αυτό·

Στην περίπτωση δανείων μειωμένης διασφάλισης, αυτά πρέπει να πληρούν επιπρόσθετα τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) να μην προέρχονται από οποιαδήποτε θυγατρική εταιρεία ή από εταιρεία που ελέγχεται από την ασφαλιστική επιχείρηση και να μην αποτελούν επένδυση τεχνικών αποθεμάτων οποιασδήποτε ασφαλιστικής επιχείρησης που τα χορήγησε ή στοιχείο περιθωρίου φερεγγυότητας της ασφαλιστικής αυτής επιχείρησης. Οποιαδήποτε τέτοια δάνεια αναλύονται σε σημείωμα που επισυνάπτεται στις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης, διαχωρίζοντας τα κατά δανειστή·

(β) να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί·

(γ) η αρχική διάρκεια των δανείων με καθορισμένη λήξη πρέπει να είναι τουλάχιστο πενταετής. Το αργότερο  ένα χρόνο πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής, η ασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στον  Έφορο για έγκριση σχέδιο, που ορίζει με ποιο τρόπο το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας θα  διατηρηθεί ή θα αυξηθεί στο απαιτούμενο επίπεδο  κατά την ημερομηνία αποπληρωμής του δανείου, εκτός εάν το ποσό μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να καταταχθεί ως συστατικό μέρος του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας, μειώνεται  σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστο χρόνια  πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής. Ο Έφορος δύναται να επιτρέψει την εξόφληση των δανείων αυτών πριν από τη λήξη τους,  εφόσον υποβληθεί η σχετική αίτηση από την εκδότρια ασφαλιστική επιχείρηση και, εφόσον το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της δε θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

(δ) τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή εκτός εάν έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η  σύμφωνη γνώμη του Εφόρου για την πρόωρη εξόφληση τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει τον Έφορο τουλάχιστον  έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο περιθώριο  φερεγγυότητας και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Ο Έφορος επιτρέπει την εξόφληση μόνον εάν το διαθέσιμο περιθώριο  φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης δε θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

(ε) η σύμβαση χορήγησης του δανείου δεν πρέπει να περιλαμβάνει ρήτρες που να προβλέπουν ότι το δάνειο θα καταστεί πληρωτέο πριν από τις συμφωνημένες ημερομηνίες εξόφλησης, εκτός από την περίπτωση, κατά την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση θα τεθεί σε εκκαθάριση·

(στ) η σύμβαση χορήγησης του δανείου μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν αντιτίθεται στην προτεινόμενη τροποποίηση·

(8) Τους τίτλους χωρίς καθορισμένη λήξη και άλλους τίτλους, περιλαμβανομένων των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών, εκτός από αυτές  που αναφέρονται στην παράγραφο (7), μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, για το σύνολο  των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης διασφάλισης που αναφέρονται στην παράγραφο (7), νοουμένου ότι πληρούν τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου·

(β) η σύμβαση έκδοσης των τίτλων παρέχει στην ασφαλιστική επιχείρηση  τη  δυνατότητα να αναβάλει την καταβολή των τόκων του δανείου·

(γ) οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι της ασφαλιστικής επιχεί-ρησης πρέπει να κατατάσσονται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων  των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη διασφάλιση·

(δ) τα σχετικά έγγραφα με την έκδοση των τίτλων προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης·

(ε) μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί λαμβάνονται υπόψη.

(9) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η ασφαλιστική επιχείρηση.

(10) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό-

(α)  συμμετοχών, τις οποίες κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε-

(i) ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(ii) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(iii) ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου,

(iv) πιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1977 μέχρι (Αρ.3) του 2004,

(v)  Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, κατά την έννοια των περί Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμων του 2002 έως (Αρ.2) του 2004 και των Οδηγιών πουεκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

(β)  καθενός από τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α), στις οποίες κατέχει συμμετοχή:

(i)  Τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο  (7) του Μέρους Α του Πέμπτου Παραρτήματος,

(ii)  τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (5) του Μέρους Α του ΄Εκτου Παραρτήματος,

(iii)  οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται σε Οδηγίες που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 22 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004:

Νοείται ότι, ως εναλλακτική λύση για την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας και σε εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004, ο ΄Εφορος δύναται να επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 που περιγράφονται στις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, νοουμένου ότι η μέθοδος 1 αναφορικά με τη λογιστική ενοποίηση εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο ΄Εφορος είναι πεπεισμένος για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης, και η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ., αναγνωρισμένη  Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, που εμπίπτουν στη συμπληρωματική εποπτεία:

Νοείται επίσης περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς της αφαίρεσης των συμμετοχών που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ως συμμετοχή νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 2.

ΜΕΡΟΣ Β

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

(1) Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας σ’ ότι αφορά την άσκηση εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως καθορίζεται, είτε σε σχέση με το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων ή των αλληλοασφαλιστικών εισφορών του τελευταίου οικονομικού έτους (πρώτο αποτέλεσμα), είτε σε σχέση με τη μέση επιβάρυνση των ασφαλιστικών απαιτήσεων των τριών τελευταίων οικονομικών ετών (δεύτερο αποτέλεσμα). Στην περίπτωση όμως επιχείρησης, η οποία ασκεί βασικά μόνον ένα ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεων, θύελλας, χαλαζιού ή παγετού, λαμβάνονται υπόψη τα επτά  τελευταία οικονομικά έτη ως περίοδος αναφοράς του μέσου όρου επιβάρυνσης των ασφαλιστικών απαιτήσεων.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το μεγαλύτερο από τα πιο κάτω αποτελέσματα:

(α) Για σκοπούς υπολογισμού του πρώτου αποτελέσματος, λαμβάνεται υπόψη:

-είτε το ποσό των μεικτών (gross written) κατά το τελευταίο οικονομικό έτος εγγεγραμμένων ασφαλίστρων ή  αλληλοασφαλιστικών εισφορών, όπως υπολογίζονται κατωτέρω· είτε

- το ποσό των μεικτών δεδουλευμένων (earned) κατά το τελευταίο οικονομικό έτος ασφαλίστρων ή αλληλοασφαλιστικών εισφορών,κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

οποιοδήποτε από τα δύο ποσά είναι μεγαλύτερο.

Τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές σε σχέση με τους  κλάδους  11, 12, και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος αυξάνονται κατά 50%.

Αθροίζονται τα ασφάλιστρα ή οι αλληλοασφαλιστικές εισφορές (συμπεριλαμβανομένων και των επιπρόσθετων δικαιωμάτων) που κατεβλήθησαν για πρωτασφαλίσεις κατά το τελευταίο οικονομικό έτος

Στο σύνολο αυτό, προστίθεται το ποσό των αντασφαλίστρων που έγιναν δεκτά κατά το τελευταίο οικονομικό έτος.

Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων ή αλληλοασφαλιστικών εισφορών που ακυρώθηκαν κατά το τελευταίο οικονομικό έτος και το συνολικό ποσό των φόρων και τελών που αντιστοιχούν  στα πιο πάνω ασφάλιστρα ή τις αλληλοασφαλιστικές εισφορές.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω κατανέμεται  σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μέρος αντιστοιχεί σε ποσό που  δεν  υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των  πενήντα εκατομμυρίων Ευρώ (Є50.000.000) και το δεύτερο μέρος αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό.

Στο πρώτο μέρος της πιο πάνω κατανομής εφαρμόζεται το ποσοστό του 18%, στο δεύτερο μέρος το ποσοστό του 16% και τα ποσά που προκύπτουν προστίθενται.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω πολλαπλασιάζεται με  τον λόγο του ποσού των απαιτήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη προς το ποσό των ακαθάριστων αυτών απαιτήσεων.  Ο λόγος αυτός δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερος του 50%.

Κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την ταξινόμηση των ασφαλίστρων ή των εισφορών στους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος.

Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

(β) Για σκοπούς υπολογισμού του δεύτερου αποτελέσματος, προστίθενται τα πιο κάτω ποσά:

-Ασφαλιστικές αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν για πρωτασφαλίσεις, χωρίς την αφαίρεση των ποσών που πληρώθηκαν από αντασφαλίσεις εκδοχέων και αντεκδοχέων, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων οικονομικών ετών ή των επτά τελευταίων οικονομικών ετών όταν πρόκειται περί επιχείρησης που κατά βάση ασκεί ένα μόνο ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεως, θύελλας, χαλαζιού ή παγετού.Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και  μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

-Αποζημιώσεις που έχουν καταβληθεί λόγω αποδοχής     αντασφαλίσεων ή αντεκχωρήσεων κατά τη διάρκεια των ιδίων αυτών περιόδων που αναφέρονται πιο πάνω.

-Προβλέψεις για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν  στο  τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις, όσο και για τις αποδοχές αντασφαλίσεων.

Από το πιο πάνω άθροισμα, αφαιρούνται  τα ποσά των ανακτήσεων κατά τις περιόδους αναφοράς που αναφέρονται πιο πάνω.

Από το ποσό που απομένει, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν κατά την έναρξη του δεύτερου οικονομικού έτους που προηγείται του τελευταίου οικονομικού έτους που έκλεισε, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις, όσο και τις ληφθείσες αντασφαλίσεις. Εάν η καθοριζόμενη στο παρόν Παράρτημα περίοδος αναφοράς ισούται με επτά έτη, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς  ασφαλιστικές απαιτήσεις, οι οποίες δημιουργήθηκα στην αρχή του έκτου οικονομικού έτους που προηγείται του τελευταίου οικονομικού έτους που έκλεισε.

Το ένα τρίτο, ή το ένα έβδομο του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, ανάλογα με την χρονική περίοδο αναφοράς που ορίζεται στο παρόν Παράρτημα, κατανέμεται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μέρος αντιστοιχεί σε ποσό που δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριάντα πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (Є35.000.000), ενώ το δεύτερο μέρος αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό.

Στο πρώτο μέρος της πιο πάνω κατανομής εφαρμόζεται το ποσοστό του 26%, στο δεύτερο μέρος του ποσοστού του 23% και τα ποσά που προκύπτουν προστίθενται.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω  πολλαπλασιάζεται με τον λόγο του ποσού των απαιτήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη προς το ποσό των ακαθάριστων αυτών απαιτήσεων. Ο λόγος αυτός δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερος του ποσοστού 50%.

Οι ασφαλιστικές απαιτήσεις υπολογίζονται χρησιμοποιώντας για τους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος, τις ασφαλιστικές απαιτήσεις (αποζημιώσεις), τα αποθέματα και τις εισπράξεις προσαυξημένα κατά 50%.

Κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, οι ασφαλιστικές εταιρίες δύνανται να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την ταξινόμηση των ασφαλιστικών απαιτήσεων, των αποθεμάτων και των ανακτήσεων στους κλάδους 11, 12, και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος. Στην περίπτωση κινδύνων που έχουν ταξινομηθεί στον κλάδο 18 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος, το ποσό της καταβληθείσας ασφαλιστικής απαίτησης, το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό με βάση τις ασφαλιστικές απαιτήσεις  είναι η δαπάνη της ασφαλιστικής επιχείρησης για τησυγκεκριμένη βοήθεια, την οποία χορήγησε.

Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης  της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

(3) Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται στην παράγραφο (2), είναι χαμηλότερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το  απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο με το λόγο του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων για ασφαλιστικές απαιτήσεις, οι οποίες εκκρεμούν κατά τη λήξη του τελευταίου οικονομικού έτους και του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων για ασφαλιστικές απαιτήσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη του τελευταίου οικονομικού έτους. Στους υπολογισμούς αυτούς, τα τεχνικά αποθέματα υπολογίζονται χωρίς την αντασφάλιση (net) ωστόσο ο λόγος αυτός δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τον αριθμό ένα.

(4) Κάθε τμήμα που εφαρμόζεται πάνω στα μέρη που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α) και στην υποπαράγραφο  (β) της παραγράφου (2) του παρόντος Μέρους, μειώνεται στο ένα τρίτο προκειμένου για την ασφάλιση ασθενείας, η  οποία ασκείται σε τεχνική βάση παρόμοια προς εκείνη της ασφάλειας ζωής, εάν-

(α) τα ασφάλιστρα που εισπράχθηκαν υπολογίζονται με βάση τους πίνακες νοσηρότητας σύμφωνα με τις μαθηματικές μεθόδους που εφαρμόζονται στην ασφάλιση·

(β) συνιστάται μαθηματικό απόθεμα γήρατος (αύξηση ηλικίας)·

(γ) εισπράττεται το απαιτούμενο ποσό συμπληρωματικού ασφαλίστρου για την συγκρότηση περιθωρίου ασφάλειας·

(δ) η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ακυρώσει το ασφαλιστήριο μόνο κατά την διάρκεια ων τριών πρώτων χρόνων της ασφαλιστικής περιόδου·

(ε) το ασφαλιστήριο προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων ή μείωσης των παροχών, κατά τη διάρκεια της ισχύος του.