ΕΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 68)

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΛΑΔΟΥ ΖΩΗΣ

ΜΕΡΟΣ Α

ΣΥΝΘΕΣΗ

Η σύνθεση του περιθωρίου φερεγγυότητας (διαθέσιμο περιθώριο φερεγυότητας) που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 68, σ’ ότι αφορά εργασίες κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλληλοασφαλιστικού οργανισμού, καλουμένων από κοινού στο παρόν ως «ασφαλιστική επιχείρηση» στον Κλάδο Ζωής, απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

(1) Το  καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ή, εάν πρόκειται γιααλληλοασφαλιστικό οργανισμό, το αλληλοασφαλιστικό ποσό που αρχικά έχει καταβληθεί αφού προστεθούν οι λογαριασμοί τωνμελών, οι οποίοι πληρούν σωρευτικά τα πιο κάτω κριτήρια:

(α) οι καταστατικές του διατάξεις προβλέπουν ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα  μέλη, μόνο εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου  φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου ή εάν, μετά από τη διάλυση του οργανισμού, έχουν εξοφληθεί όλα τα  χρέη του οργανισμού

(β) οι καταστατικές του διατάξεις προβλέπουν, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) για άλλους λόγους  εκτός από τον ατομικό τερματισμό της ιδιότητας του  μέλους, ότι ο Έφορος ενημερώνεται τουλάχιστο πριν από  ένα μήνα και ότι μπορεί, εντός της περιόδου αυτής, να απαγορεύσει την πληρωμή·

(γ) οι σχετικές καταστατικές του διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για την τροποποίηση, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στις υποπαραγράφους (α) και (β).

(2) Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και  μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, το μισό του μη καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου ή αρχικού  αλληλοασφαλιστικού ποσού, εφόσον το ποσό που έχει καταβληθεί ανέρχεται στο 25% τέτοιου μετοχικού κεφαλαίου ή τέτοιου αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας.

(3) Τα αποθέματα (προβλεπόμενα από τον παρόντα Νόμο και ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από ασφαλιστήρια.

(4) Τα κέρδη ή τις ζημίες που μεταφέρονται στο νέο οικονομικό έτος· μετά την αφαίρεση των μερισμάτων που θα καταβληθούν.

(5) Τα αποθεματικά κερδών, τα οποία εμφανίζονται στον ισολογισμό, που δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στους κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων και δύνανται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη ενδεχόμενων μελλοντικών ζημιών.

(6) Νοουμένου ότι εξασφαλίζεται γραπτή έγκριση του Εφόρου, το σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο και τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης, μπορούν να περιληφθούν μόνο μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, από το οποίο όχι περισσότερο από 25% αποτελείται  από δάνεια μειωμένης διασφάλισης με καθορισμένη λήξη  ή σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο με καθορισμένη διάρκεια, νοουμένου ότι  σε περίπτωση εκκαθάρισης ασφαλιστικής επι-χείρησης, υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες, βάσει των οποίων τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης ή το προνομιούχο  μετοχικό κεφάλαιο, κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων χρεών που εκκρεμούν κατά το χρόνο αυτό.

Στην περίπτωση δανείων μειωμένης διασφάλισης, αυτά πρέπει να πληρούν επιπρόσθετα τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) να μην προέρχονται από οποιαδήποτε θυγατρική εταιρεία ή από εταιρεία που ελέγχεται από την ασφα-λιστική επιχείρηση και να μην αποτελούν επένδυση τεχνικών αποθεμάτων οποιασδήποτε ασφαλιστικής επιχείρησης που τα χορήγησε ή στοιχείο περιθωρίου φερεγγυότητας της  ασφαλιστικής αυτής επιχείρησης. Οποιαδήποτε τέτοια δάνεια αναλύονται σε σημείωμα που επισυνάπτεται στις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης, διαχωρίζοντας τα κατά δανειστή·

(β) να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί·

(γ) η αρχική διάρκεια των δανείων με καθορισμένη λήξη πρέπει να είναι τουλάχιστο πενταετής. Το αργότερο ένα χρόνο πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής, η ασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στον Έφορο για έγκριση, σχέδιο που ορίζει με ποιο τρόπο το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας θα  διατηρηθεί ή θα αυξηθεί στο απαιτούμενο επίπεδο  κατά την ημερομηνία αποπληρωμής του δανείου, εκτός εάν το ποσό, μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να καταταχθεί ως συστατικό μέρος του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται  σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστο χρόνια  πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής. Ο Έφορος δύναται να επιτρέψει την εξόφληση των δανείων αυτών πριν από τη λήξη τους,  εφόσον υποβληθεί η σχετική αίτηση από την εκδότρια ασφαλιστική επιχείρηση και εφόσον το διαθέσιμο το περιθώριο φερεγγυότητας της δε θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

(δ) τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή εκτός εάν έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η  σύμφωνη γνώμη του Εφόρου για την πρόωρη εξόφληση τους. Στην τελευταία περίπτωση, η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει τον Έφορο τουλάχιστον  έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο περιθώριο  φερεγγυότητας και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Ο Έφορος επιτρέπει την εξόφληση μόνο εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης δε θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

(ε) η σύμβαση χορήγησης του δανείου δεν πρέπει να περι-λαμβάνει ρήτρες που να προβλέπουν ότι το δάνειο θα καταστεί πληρωτέο πριν από τις συμφωνημένες ημερομηνίες εξόφλησης, εκτός από την περίπτωση, κατά την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση θα τεθεί σε εκκαθάριση·

(στ) η σύμβαση χορήγησης του δανείου μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν αντιτίθεται στην προτεινόμενη τροποποίηση.

(7) Τους τίτλους χωρίς καθορισμένη λήξη και άλλους  τίτλους, περιλαμβανομένων σωρευτικών προνομιούχων μετοχών, εκτός από αυτές  που αναφέρονται στην παράγραφο (6), μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, για το σύνολο  των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης διασφάλισης που αναφέρονται στην πιο πάνω παράγραφο (6), εφόσον πληρούν τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου·

(β) η σύμβαση έκδοσης των τίτλων παρέχει στην ασφαλιστική   επιχείρηση  τη  δυνατότητα να αναβάλει  την καταβολή των τόκων του δανείου·

(γ) οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι της ασφαλιστικής επιχεί-ρησης πρέπει να κατατάσσονται εξ  ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων  των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη διασφάλιση·

(δ) τα σχετικά έγγραφα με την έκδοση των τίτλων προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης·

(ε) μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί λαμβάνονται υπόψη.

(8)  Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η ασφαλιστική επιχείρηση.

(9) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται, επίσης, κατά το ποσό -

(α)  Συμμετοχών, τις οποίες κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε-

(i)  ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(ii)  αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(iii)  ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου,

(iv)  πιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004,

(ν)  Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας κατά την έννοια των περί Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμων του 2002 έως (Αρ.2) του 2004 και των Οδηγιών που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, και

(β)   καθενός  από  τα  ακόλουθα στοιχεία, τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) στις οποίες κατέχει συμμετοχή-

(i)  τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (5) του Μέρους Α του Έκτου Παραρτήματος,

(ii)  τα  στοιχεία  που  αναφέρονται  στην παράγραφο (7) του Μέρους Α του Πέμπτου Παραρτήματος,

(iii)  οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται σε οδηγίες που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 22 των περίΤραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004:

Νοείται ότι, ως εναλλακτική λύση για την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας και σε εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι (Αρ.3) του 2004, ο ΄Εφορος δύναται να επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 που περιγράφονται στις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, νοουμένου ότι η μέθοδος 1 που αναφέρεται στη λογιστική ενοποίηση εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο ΄Εφορος είναι πεπεισμένος για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης, και η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ., αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, εταιρείες οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, κατά την έννοια των περί τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1994 μέχρι (Αρ.3) του 2004, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, που εμπίπτουν στη συμπληρωματική εποπτεία:

Νοείται επίσης περαιτέρω ότι, για σκοπούς της αφαίρεσης των συμμετοχών που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ως συμμετοχή, νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 2.

ΜΕΡΟΣ Β

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

(1) Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας σ’ ό,τι αφορά την άσκηση εργασιών στον Κλάδο Ζωής καθορίζεται ανάλογα με τους κλάδους, στους οποίους υπάγονται οι εργασίες που ασκούνται.

(2) Για τους κινδύνους που περιγράφονται στις παραγράφους (α) και (β)  του κλάδου ασφάλισης ζωής,   του κλάδου γάμου και γεννήσεως και του κλάδου παρόμοιων εργασιών με την κοινωνική ασφάλιση όπως οι κλάδοι αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2, εκτός από τις ασφαλιστικές εργασίες που συνδέονται με κεφάλαια επενδύσεως και για τις εργασίες που εξαρτώνται από την διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και καθορίζονται ή προβλέπονται από την νομοθεσία που αφορά τις κοινωνικές ασφαλίσεις  χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) τού άρθρου 21, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να ισούται με το άθροισμα των ακόλουθων δύο αποτελεσμάτων:

(α) Πρώτο αποτέλεσμα-

Ποσοστό 4% των μαθηματικών αποθεμάτων που αφορούν εργασίες πρωτασφάλισης (χωρίς να αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις) και αντασφαλιστικές αποδοχές πολλαπλασιάζεται με το λόγο του συνόλου των μαθηματικών αποθεμάτων (μετά την αφαίρεση  των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων), κατά το τελευταίο οικονομικό  έτος, διά τα ακαθάριστα συνολικά μαθηματικά αποθέματα (πριν  αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις). Ο λόγος αυτός, σε  καμία περίπτωση, δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ποσοστού του 85%. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά  στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση· και

(β) δεύτερο αποτέλεσμα-

(i) για τα ασφαλιστήρια, των οποίων το κεφάλαιο κινδύνου δεν είναι αρνητικό, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του (ii) πιο κάτω, ποσοστό του 0,3% απ' αυτό το κεφάλαιο, το οποίο έχει αναληφθεί από την ασφαλιστική επιχείρηση, πολλαπλασιάζεται με το λόγο του συνολικού κεφαλαίου κινδύνου ίδιας κράτησης (μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων και αντεκχωρήσεων), κατά το τελευταίο οικονομικό έτος, προς το συνολικό κεφάλαιο κινδύνου  (στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αντασφαλίσεις). Ο λόγος  αυτός, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ποσοστού 50%· Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση·

(ii) για τις ασφαλίσεις θανάτου χρονικής διάρκειας όχι μεγαλύτερης τριών ετών, το ποσοστό του 0,3% που αναφέρεται στο (i) πιο πάνω  μειώνεται σε 0,1%. Για τις ασφαλίσεις θανάτου χρονικής διάρκειας μεταξύ τριών και πέντε  χρόνων το ποσοστό ορίζεται σε 0,15%·

(3) Για τις συμπληρωματικές ασφαλίσεις σωματικών βλαβών που περιγράφονται στην παράγραφο (γ) του κλάδου ασφάλισης ζωής, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (2) του Μέρους Β του Πέμπτου Παραρτήματος.

(4) Για τον κλάδο ασφαλίσεων ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις, τον κλάδο  διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών ταμείων ή κεφαλαίων και τον κλάδο  ομαδικών προγραμμάτων πρόνοιας, το  απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας ισούται με το άθροισμα των πιο κάτω στοιχείων:

(α) Ποσοστό 4% των μαθηματικών αποθεμάτων, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με τους όρους της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου (2) που αναφέρονται στο πρώτο αποτέλεσμα, εφόσον η επιχείρηση επωμίζεται κινδύνους επενδύσεων και του ποσοστού 1% των μαθηματικών αποθεμάτων, τα οποία υπολογίζονται με τον ίδιο τρόπο, εφόσον η επιχείρηση δεν επωμίζεται  κινδύνους επενδύσεων και, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης που προβλέπονται στο ασφαλιστήριο έχει καθορισθεί για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε χρόνων·

(β) ποσοστό 25% των καθαρών γενικών εξόδων διοίκησης του τελευταίου οικονομικού έτους που αφορούν τις ασφαλιστικές εργασίες που περιγράφονται στην παρούσαπαράγραφο, για τις οποίες η επιχείρηση δεν επωμίζεται κινδύνους επενδύσεων και  το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης που προβλέπονται στο ασφαλιστήριο έχει καθορισθεί για περίοδο μικρότερη των πέντε χρόνων· και

(γ) ποσοστό 0,3% του κεφαλαίου κινδύνου, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τους όρους της υποπαραγράφου(β) της παραγράφου (2) που αναφέρεται στο δεύτερο αποτέλεσμα, στο βαθμό που η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει κινδύνους θανάτου.

(5) Για τις μη ακυρώσιμες ασφαλίσεις ασθενείας μακράς διαρκείας (permanent health insurance), οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 2, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο προς:

(α) το 4 % των μαθηματικών αποθεμάτων, που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (2)του παρόντος Μέρους, συν

(β) το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζεται στο Μέρος Β του Πέμπτου Παραρτήματος, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του άρθρου 69 όσον αφορά τον Κλάδο Γενικής Φύσεως. Κατόπιν εγκρίσεως του Εφόρου, είναι δυνατό να μην απαιτείται ο σχηματισμός μαθηματικού αποθέματος γήρατος, που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (4) του Μέρους Β του Πέμπτου Παραρτήματος, εφόσον η επιχείρηση διεξάγεται σε ομαδική βάση.

(6) Για τις εργασίες  κεφαλαιοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 2, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το 4 % των μαθηματικών αποθεμάτων, που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (2) του παρόντος Μέρους.

(7) Για τις εργασίες του κλάδου τοντίνας, που προβλέπονται στο άρθρο 2, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το 1% της περιουσίας τους.