Επαγγελματικό απόρρητο. Υποχρέωση προς εχεμύθεια

26.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της δύναται να συνεργάζεται με αρμόδιες εποπτικές αρχές που έχουν ανάλογες αρμοδιότητες σε κράτος άλλο από τη Δημοκρατία και να ανταλλάσσει με αυτές τις αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες, νοουμένου ότι οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται στο κράτος που εδρεύουν οι αρχές αυτές από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.

(2) Οι παρασχεθείσες προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού πληροφορίες είναι εμπιστευτικής φύσεως και απαγορεύεται η κοινοποίησή τους χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής που τις ανακοίνωσε και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς, για τους οποίους η αρχή αυτή, έδωσε τη συγκατάθεσή της.

(3) Η ανακοίνωση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως σε αρμόδιες εποπτικές αρχές κράτους άλλου από τη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δε συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

(4) Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετική με τις αρμοδιότητές τους και όλα τα πρόσωπα που λαμβάνουν γνώση ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου-

(α) Έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου·

(β) οφείλουν να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων τους·

(γ) οφείλουν να μην χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για προσπορισμό ωφέλειας είτε των ιδίων είτε τρίτων προσώπων

(δ) οφείλουν να μην κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές:

Νοείται ότι, απόρρητο δεν ισχύει έναντι Δικαστηρίου της Δημοκρατίας, Ερευνητικής Επιτροπής, που διορίσθηκε και ενεργεί δυνάμει του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, ποινικού ανακριτή διεξάγοντος ανάκριση βάσει του άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, της Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης δυνάμει των περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμων του 1996 έως 2000 και Κοινοβουλευτικής Επιτροπής δυνάμει των περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές Νόμων του 1985 και 1993, νοουμένου ότι το παρόν άρθρο δεν θα ερμηνεύεται ότι προσθέτει οποιαδήποτε εξουσία.

(5) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διαπράττει ποινικό αδίκημα, το οποίο σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 28.

(6) Πρόσωπο, που ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ευθύνεται επιπρόσθετα και για κάθε ζημιά που προσγίνεται σε τρίτους, ένεκα της πράξεως ή της παράλειψης, που στοιχειοθετεί το αδίκημα.