Αφαιρέσεις και προσθέσεις αναφορικά με στοιχεία πάγιου ενεργητικού που χρησιμοποιούνται στην επιχείρηση

10. (1) Στο παρόν άρθρο στοιχεία πάγιου ενεργητικού σημαίνει εγκαταστάσεις, μηχανήματα ή κτίρια περιλαμβανομένων και καταλυμάτων των υπαλλήλων τα οποία ανήκουν σε πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση, ή σε άτομο το οποίο παρέχει μισθωτές υπηρεσίες και τα οποία χρησιμοποιούνται από το πρόσωπο αυτό στην επιχείρηση, ή τις μισθωτές υπηρεσίες, ή για επιστημονικές έρευνες αναφορικά με τις οποίες ο Έφορος ικανοποιείται ότι διεξάγονται για όφελος αυτής της επιχείρησης ή των μισθωτών υπηρεσιών:

Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου ιδιωτικό μηχανοκίνητο όχημα δεν λογίζεται ως εμπίπτον εντός του όρου «εγκαταστάσεις και μηχανήματα».

(2) Κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος προσώπου το οποίο ασκεί επιχείρηση, ή παρέχει μισθωτές υπηρεσίες, θα χορηγείται έκπτωση εύλογου ποσού για τη μείωση της αξίας και φθορά την οποία υφίστανται στοιχεία πάγιου ενεργητικού λόγω της χρήσης τους στην επιχείρηση, ή κατά την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους:

Νοείται ότι το σύνολο των εκπτώσεων αυτών δεν είναι δυνατό να υπερβεί το ποσό της κεφαλαιουχικής δαπάνης την οποία υπέστη το πρόσωπο αυτό για την κτήση του στοιχείου αυτού:

Νοείται περαιτέρω ότι-

(i) άτομο το οποίο παρέχει μισθωτές υπηρεσίες δεν δικαιούται έκπτωση για στοιχείο πάγιου ενεργητικού το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σ' αυτό, εφόσον το άτομο αυτό δεν είναι υπόχρεο, σύμφωνα με ρητό όρο στη σύμβαση εργοδότησης του, να χρησιμοποιεί το στοιχείο αυτό για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εφόσον καταβάλλεται στο άτομο αυτό αποζημίωση ή άλλο επίδομα για τη χρήση αυτή·

(ii) αν στοιχείο πάγιου ενεργητικού χρησιμοποιείται μερικώς για επαγγελματικούς και μερικώς για ιδιωτικούς σκοπούς, ο Έφορος θα μπορεί να καθορίζει το μέρος της κεφαλαιουχικής δαπάνης που έγινε για τη κτήση του στοιχείου αυτού, το οποίο αναλογεί στην ιδιωτική χρήση, και οι εκπτώσεις θα παρέχονται μόνο αναφορικά προς το μέρος της κεφαλαιουχικής δαπάνης το οποίο αναλογεί στη χρήση του στοιχείου αυτού στην επιχείρηση, ή μισθωτή υπηρεσία·

(iii) η διάρκεια χρήσης κτιρίου ορίζεται σε τριάντα τρία χρόνια, εξαιρουμένων των βιομηχανικών ή ξενοδοχειακών κτιρίων, για τα οποία ορίζεται σε εικοσιπέντε χρόνια, και σε περίπτωση που τέτοιο κτίριο μεταβιβάζεται με πώληση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ο νέος ιδιοκτήτης δικαιούται να απαιτήσει για την υπόλοιπη διάρκεια χρήσης του κτιρίου το απαράγραφο υπόλοιπο του ποσού το οποίο αρχικά στοίχισε το κτίριο αυτό.

(3) Σε περιπτώσεις στις οποίες, κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος προσώπου που ασκεί επιχείρηση ή παρέχει μισθωτές υπηρεσίες, έχει χορηγηθεί έκπτωση σε κάποιο φορολογικό έτος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου αναφορικά με κάποιο στοιχείο πάγιου ενεργητικού και, κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους:

(α) το στοιχείο αυτό ή μέρος του έπαυσε να ανήκει στο πρόσωπο το οποίο ασκεί την επιχείρηση ή παρέχει μισθωτές υπηρεσίες, είτε λόγω πώλησης του εν λόγω στοιχείου ή μέρους αυτού είτε κάτω από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες· ή

(β) το στοιχείο αυτό ή μέρος του έπαυσε οριστικά να χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της υπό του προσώπου αυτού ασκούμενης επιχείρησης, ή μισθωτής υπηρεσίας, ενώ εξακολουθεί να ανήκει ακόμη στο πρόσωπο που ασκεί την εμπορική επιχείρηση ή τη μισθωτή υπηρεσία· ή

(γ) η ασκούμενη επιχείρηση ή η μισθωτή υπηρεσία τερματίσθηκε οριστικά και μόνιμα, το στοιχείο αυτό δεν έπαυσε προηγουμένως να ανήκει στο πρόσωπο που ασκεί την επιχείρηση, ή μισθωτή υπηρεσία, το υπόχρεο σε φορολογία πρόσωπο θα υποβάλλει στον Έφορο, κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους, μαζί με τη φορολογική του δήλωση, εξισωτική κατάσταση αναφορικά με τέτοιο στοιχείο παγίου ενεργητικού, περιέχουσα τα κατωτέρω στοιχεία-

(i) το ποσό της κεφαλαιουχικής δαπάνης για την κτήση αυτού·

(ii) το σύνολο του ποσού της υποτίμησης την οποία το στοιχείο αυτό υπέστη από την ημερομηνία που τούτο αγοράστηκε υπό μορφή φθοράς λόγω χρήσης, περιλαμβανομένου και του συνολικού ποσού των εκπτώσεων οι οποίες χορηγήθηκαν ήδη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου· και

(iii) το ποσό το αντιπροσωπεύον το τίμημα πώλησης ή την καταβολή ασφαλισθέντος ποσού ή κάποιας άλλης αποζημίωσης ή το κατάλοιπο της αξίας τέτοιου κεφαλαιουχικού στοιχείου:

Νοείται ότι η κατεδάφιση ενός κτιρίου με πρωτοβουλία ή οδηγία του ιδιοκτήτη του δεν θα συνιστά λόγο υποβολής εξισωτικής κατάστασης, αν αυτή εγένετο πριν την πάροδο πέντε ετών από την οποία τέτοιο στοιχείο κτήθηκε.

(4) Για την εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος προσώπου υποχρέου δυνάμει του εδαφίου (3) όπως υποβάλει στον Έφορο εξισωτική κατάσταση, θα επιτρέπεται αφαίρεση (αναφερομένη ως «εξισωτική αφαίρεση») ή, ανάλογα με την περίπτωση, θα γίνεται πρόσθεση (αναφερομένη ως «εξισωτική πρόσθεση»), και τέτοια εξισωτική αφαίρεση ή πρόσθεση θα υπολογίζεται ως ακολούθως με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στην εξισωτική κατάσταση ή καταστάσεις που υποβάλλονται υπό του υποχρέου σε φόρο προσώπου αναφορικά με το φορολογικό έτος-

(α) το ποσό της εξισωτικής αφαίρεσης θα είναι το ποσό δια του οποίου το στοιχείο (i) στην εξισωτική κατάσταση υπερβαίνει το άθροισμα των στοιχείων (ii) και (iii) της εν λόγω κατάστασης·

(β) το ποσό της εξισωτικής πρόσθεσης θα είναι το ποσό δια του οποίου το άθροισμα των στοιχείων (ii) και (iii) στην εξισωτική κατάσταση υπερβαίνει το στοιχείο (i) της εν λόγω κατάστασης:

Νοείται ότι σε καμιά περίπτωση το ποσό της εξισωτικής πρόσθεσης δεν θα υπερβαίνει το σύνολο των εκπτώσεων που έχουν ήδη χορηγηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και οι οποίες περιλαμβάνονται στο ποσό του στοιχείου (ii) της εξισωτικής κατάστασης.

(5) Για τους σκοπούς των εδαφίων (3) και (4) ο όρος «στοιχεία πάγιου ενεργητικού» δεν περιλαμβάνει κτίρια τα οποία αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9.

(6) Όταν κάποιο στοιχείο πάγιου ενεργητικού, αναφορικά με το οποίο έχει επισυμβεί οποιοδήποτε από τα γεγονότα των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (3), αντικατασταθεί υπό του ιδιοκτήτου του και ως εκ τούτου παρίσταται ανάγκη όπως γίνει εξισωτική πρόσθεση, τότε, αν ο ιδιοκτήτης με γραπτή ειδοποίησή του προς τον Έφορο έτσι επιλέξει, θα εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις, ήτοι-

(α) αν το ποσό της εξισωτικής πρόσθεσης η οποία θα εγίνετο είναι μεγαλύτερο της κεφαλαιουχικής δαπάνης που θα εγίνετο για την προμήθεια του νέου στοιχείου πάγιου ενεργητικού -

(i) η εξισωτική πρόσθεση θα περιορίζεται σε ποσό ίσο με τη διαφορά· και

(ii) καμιά εξισωτική αφαίρεση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) και καμιά έκπτωση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) θα χορηγείται αναφορικά με το νέο στοιχείο· και

(iii) στην εξέταση του κατά πόσο πρέπει να γίνει εξισωτική πρόσθεση αναφορικά με την κεφαλαιουχική δαπάνη τη γενομένη για την κτήση του νέου στοιχείου, ως ολικό των εκπτώσεων που ήδη χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου αναφορικά με το νέο στοιχείο, -θα λογίζεται ποσό ίσο με το ποσό της κεφαλαιουχικής δαπάνης για την κτήση του νέου στοιχείου·

(β) αν η κεφαλαιουχική δαπάνη που έγινε για την προμήθεια του νέου στοιχείου είναι ίση ή μικρότερη του ποσού της εξισωτικής πρόσθεσης η οποία θα εγίνετο-

(i) η εξισωτική πρόσθεση δεν Θα γίνει· και

(ii) το ποσό οποιωνδήποτε εκπτώσεων χορηγουμένων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου θα υπολογίζεται επί του ποσού της κεφαλαιουχικής δαπάνης της γενομένης για την προμήθεια του νέου στοιχείου, μειουμένου κατά το ποσό της εξισωτικής πρόσθεσης· και

(iii) στην εξέταση του κατά πόσο πρέπει να γίνει εξισωτική αφαίρεση ή εξισωτική πρόσθεση αναφορικά με την κεφαλαιουχική δαπάνη που έγινε για την κτήση του νέου στοιχείου, ως ολικό των εκπτώσεων που ήδη χορηγήθηκαν αναφορικά με το νέο στοιχείο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, θα λογίζεται το σύνολο των εκπτώσεων που ήδη χορηγήθηκαν επαυξημένο με ποσό ίσο με το ποσό της εξισωτικής πρόσθεσης η οποία άλλως θα εγίνετο.

(7) Σε περιπτώσεις στις οποίες το υπόχρεο σε φορολογία πρόσωπο έχει υποβάλει εξισωτική κατάσταση, ο Έφορος μπορεί-

(α) να αποδεχθεί την κατάσταση και να προβεί σε εξισωτική αφαίρεση ή πρόσθεση βάσει αυτής· ή

(β) να απορρίψει την κατάσταση και να προσδιορίσει, κατά την κρίση του, το ποσό της εξισωτικής αφαίρεσης ή πρόσθεσης και να προβεί βάσει τέτοιου προσδιορισμού σε εξισωτική αφαίρεση ή εξισωτική πρόσθεση.

(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

(α) η κεφαλαιουχική δαπάνη που έγινε για την προμήθεια οποιουδήποτε στοιχείου πάγιου ενεργητικού θα είναι το ποσό το οποίο τέτοιο στοιχείο, κατά τη γνώμη του·

Εφόρου, θα στοίχιζε αν αγοραζόταν στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο κατά τον οποίο έγινε η κτήση του·

(β) το προϊόν της πώλησης αναφορικά με οποιοδήποτε πωληθέν στοιχείο πάγιου ενεργητικού θα είναι ποσό το οποίο τέτοιο στοιχείο, κατά τη γνώμη του Εφόρου, θα απέφερε αν πωλείτο στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο κατά τον οποίο το στοιχείο τούτο πωλήθηκε·

(γ) αν δεν έχει γίνει πώληση, καταβολή ασφαλισθέντος ποσού ή αποζημίωσης ή αν δεν υφίσταται κατάλοιπο αξίας κάποιου στοιχείου πάγιου ενεργητικού, θα λογίζεται ως ληφθέν υπό κάποια από τις αναφερθείσες μορφές, ποσό ίσο προς το ποσό το οποίο τέτοιο στοιχείο, κατά τη γνώμη του Εφόρου, θα απέφερε αν πωλείτο στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο που συνέβηκε το γεγονός·

(δ) ο όρος 'επιχείρηση' θα περιλαμβάνει και την εκμίσθωση κτιρίων

(ε) κάθε έκπτωση ή έκπτωση για επένδυση που χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε προηγουμένως ισχύοντος νόμου αφορώντος στην επιβολή φόρου εισοδήματος θα θεωρείται ως έκπτωση που χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.