Υποβολή, καταχώριση και κατάθεση αίτησης

11.- (1) Η αίτηση απευθύνεται στην Υπηρεσία Ασύλου.

(2)(α) Η αίτηση υποβάλλεται εντός της Δημοκρατίας στο οικείο Κλιμάκιο, και σε περίπτωση κράτησης ή φυλάκισής του αιτητή, στα κρατητήρια ή στις φυλακές ή στο χώρο κράτησης απαγορευμένων μεταναστών όπου κρατείται.  Σε περίπτωση που ο αιτητής δεν είναι σε θέση να υποβάλει γραπτώς την αίτησή του, δικαιούται να την υποβάλει προφορικά στον υπεύθυνο του χώρου υποβολής της αίτησης, ο δε υπεύθυνος μεριμνά για την καταγραφή της αίτησης στον τύπο ο οποίος αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο.  Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης καταχωρίζει την αίτηση το αργότερο σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης και παραπέμπει αμέσως στην Υπηρεσία Ασύλου την αίτηση για εξέταση.

(β) Εάν η αίτηση υποβάλλεται σε αρχές οι οποίες ενδέχεται να λαμβάνουν τέτοιες αιτήσεις χωρίς όμως να είναι αρμόδιες για το χώρο υποβολής κατά την παράγραφο (α) και για την καταχώριση της αίτησης κατά την παράγραφο (α), οι εν λόγω αρχές μεριμνούν για την καταχώριση της αίτησης το αργότερο σε έξι (6) εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης.

(γ) Ανεξάρτητα από τις παραγράφους (α) και (β), όταν μεγάλος αριθμός ταυτόχρονων αιτήσεων από υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς καθιστά πολύ δύσκολη στην πράξη την τήρηση της προθεσμίας για την καταχώριση αίτησης η οποία προβλέπεται σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω παραγράφους, αυτές οι αιτήσεις καταχωρίζονται το αργότερο σε δέκα (10) ημέρες μετά την υποβολή τους.

(3) Ο Υπουργός μεριμνά ώστε οι αρχές οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), όπως το προσωπικό του Τμήματος, να διαθέτουν τις σχετικές πληροφορίες και το προσωπικό τους να λαμβάνει το επίπεδο κατάρτισης που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους και τις οδηγίες ώστε να ενημερώνονται οι αιτητές σχετικά με τον τόπο και τρόπο κατάθεσης αιτήσεων.

(4)(α) Ο αιτητής καταθέτει την αίτησή του εντός έξι (6) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της, σε χώρο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2), υπό τον όρο ότι του παρέχεται η δυνατότητα να το πράξει εντός της εν λόγω προθεσμίας.

(β) Η κατάθεση της αίτησης γίνεται με την εκ του αιτητή παράδοση σχετικού εντύπου στον υπεύθυνο χώρου ο οποίος αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(γ) Όταν ο αιτητής δεν καταθέτει την αίτησή του σύμφωνα με την παράγραφο (α) και (β) του παρόντος εδαφίου, ο Προϊστάμενος λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β, το οποίο καθίσταται εφαρμοστέο κατ΄ αναλογία.

(5) Κάθε ενήλικας δικαιούται να υποβάλει αίτηση αυτοπροσώπως:

Νοείται ότι, εάν ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας κρίνει ότι οποιοσδήποτε ενήλικας, ο οποίος προτίθεται να υποβάλει αίτηση ή είναι αιτητής, δεν διαθέτει νομική ικανότητα, ο εν λόγω Διευθυντής ενεργεί το συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των Υπηρεσιών του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του εν λόγω ενήλικα.

(6)(α) Ο αιτητής δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξ ονόματος των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων, νοουμένου ότι οι εξαρτώμενοι ενήλικες συναινούν στην κατάθεση της αίτησης εξ ονόματός τους. Η προαναφερόμενη συναίνεση ζητείται κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης ή, το αργότερο, κατά την προσωπική συνέντευξη με τον εξαρτώμενο ενήλικα. Πριν ζητηθεί η συναίνεση, ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης ενημερώνει κατ΄ ιδίαν κάθε εξαρτώμενο ενήλικα σχετικά με τις συναφείς διαδικαστικές συνέπειες της αυτοπρόσωπης κατάθεσης αίτησης και σχετικά με το δικαίωμά του να υποβάλει αυτοτελή αίτηση.

(β) Εάν δεν υπάρχει συναίνεση των ενηλίκων που είναι εξαρτώμενοι από τον αιτητή για την κατάθεση αίτησης εξ’ ονόματός τους από τον αιτητή, οι εν λόγω εξαρτώμενοι ενήλικες δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση αυτοπροσώπως.

(γ) Ανεξάρτητα από το άρθρο 10, ο ανήλικος δικαιούται να υποβάλει αίτηση είτε αυτοπροσώπως, εάν είναι νομικά ικανός να συμμετέχει στις διαδικασίες σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, είτε μέσω των γονέων του ή άλλου ενήλικου μέλους της οικογένειάς του, ή μέσω ενηλίκου ο οποίος είναι υπεύθυνος για αυτόν βάσει νόμου ή πρακτικής της Δημοκρατίας ή μέσω εκπροσώπου.

(δ) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, δύναται να καταθέσει αίτηση εξ ονόματος ασυνόδευτου ανηλίκου εφόσον, με βάση εξατομικευμένη εκτίμηση της προσωπικής κατάστασης του τελευταίου, κρίνει ότι ο ανήλικος ενδέχεται να έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας κατά τον παρόντα Νόμο.

(7) Ο αιτητής υποχρεούται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του,  να ενημερώνει το Κλιμάκιο για τη γέννηση νέων μελών της οικογένειάς του ή/και για τα νέα εξαρτώμενα από αυτόν πρόσωπα και να επισυνάπτει σχετικό πιστοποιητικό γέννησης. Το Κλιμάκιο οφείλει να ενημερώνει σχετικά την Υπηρεσία Ασύλου και το Διευθυντή.

(8) Κατά την υποβολή της αίτησης, ο αιτητής πληροφορείται, σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ως αιτητής που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας και για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει σε σχέση με τη διαδικασία αυτή, και ειδικότερα προς το σκοπό αυτό, πληροφορείται για-

(α) Tο δικαίωμά του σε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα, στη γλώσσα του ή σε γλώσσα που είναι κατανοητή από αυτόν σε περίπτωση που δεν υπάρχει διερμηνέας  στη μητρική γλώσσα,

(β) το δικαίωμά του να καλέσει δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο για να τον βοηθήσει κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας,

(γ) το δικαίωμά του, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης, να επικοινωνεί με τον εκπρόσωπο της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ή με άλλες οργανώσεις σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 7,

(δ) το δικαίωμά του να επικοινωνεί με άλλες οργανώσεις που ασχολούνται με τους πρόσφυγες,

(ε) τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις του και της μη συνεργασίας του με τις αρχές της Δημοκρατίας,

(στ) τις προθεσμίες, καθώς και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ώστε να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του για υποβολή στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 16,

(ζ) τις συνέπειες της σιωπηρής απόσυρσης ή υπαναχώρησης από την αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή της ρητής απόσυρσης της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 16Γ.

(9) Ο αιτητής δικαιούται να συμβουλεύεται, ιδία δαπάνη και κατά τρόπο ουσιαστικό, δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο, σε θέματα σχετικά με την αίτησή του, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης, ακόμα και μετά από αρνητική απόφαση του Προϊσταμένου.