Οικογενειακή ενότητα και οικογενειακή επανένωση

25.-(1) Τα μέλη της οικογένειας δικαιούχου διεθνούς προστασίας, τα οποία δεν πληρούν ατομικά τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση διεθνούς προστασίας, δικαιούνται να υποβάλουν, κατά τον τύπο που αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, αίτημα στον Προϊστάμενο για την παροχή των κατά περίπτωση ευεργετημάτων των οποίων απολαύει ο συγκεκριμένος δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει των ακόλουθων άρθρων:

(α) Άρθρο 18Α(2) και (3),

(β) άρθρο 19(4), (6) και (9),

(γ) άρθρο 21(1)(β)(i), (iΒ), (iΓ), (iv), (vii) και (viii), (γ)(i) και (iii), (1Α), (1Β), (1Γ) και (2),

(δ) άρθρο 21Α,

(ε) άρθρο 22(2),

(στ) άρθρο 25Α(1), (2), (3) και (4).

(2) Αναφορικά με αίτημα το οποίο υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1) εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα εδάφια (1), (2), (3) και (4) του άρθρου 13.

(3) Η παράγραφος (δ) του άρθρου 4 και τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται όταν το μέλος της οικογένειας αποκλείεται ή θα αποκλειόταν από τη διεθνή προστασία δυνάμει των άρθρων 3Γ, 3Δ, 5, 6 ή/και 19.

(4) Ο Προϊστάμενος δύναται, για το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή για λόγους δημόσιας τάξης-

(α) να απορρίπτει αίτημα που υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1),

(β) να ανακαλεί ή/και περιορίζει ευεργετήματα τα οποία αποφάσισε να χορηγήσει σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(5)(α) Ανεξάρτητα από τον ορισμό του όρου «μέλος της οικογένειας» στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 αλλά χωρίς επηρεασμό των εδαφίων (1) μέχρι και (4), τα εδάφια (6) μέχρι και (19) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναφορικά με τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας πρόσφυγα με τα οποία ο πρόσφυγας δημιούργησε οικογενειακό δεσμό πριν από την είσοδό του στη Δημοκρατία:

(i) Τη σύζυγο του πρόσφυγα, υπό την προϋπόθεση ότι αμφότεροι έχουν συμπληρώσει την ηλικία των είκοσι ενός ετών:

Νοείται ότι, σε περίπτωση πολυγαμικού γάμου, εξαιρείται από την παρούσα παράγραφο σύζυγος πρόσφυγα, πέραν αυτής η οποία ήδη συζεί μαζί του στη Δημοκρατία∙

(ii) ανήλικο και άγαμο τέκνο του πρόσφυγα και της συζύγου του, συμπεριλαμβανομένου τέκνου που υιοθετήθηκε σύμφωνα είτε με απόφαση που λήφθηκε από αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία είτε με αλλοδαπή απόφαση η οποία είναι αυτοδικαίως εκτελεστή δυνάμει των διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας ή δεσμίως αναγνωριστέα σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση πολυγαμικού γάμου, εξαιρείται από την παρούσα παράγραφο τέκνο του πρόσφυγα και συζύγου του, πέραν αυτής που ήδη συζεί μαζί του στη Δημοκρατία∙

(iii) ανήλικο και άγαμο τέκνο του πρόσφυγα, συμπεριλαμβανομένου τέκνου που υιοθετήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην υποπαράγραφο (ii), σε περίπτωση που ο πρόσφυγας έχει την αποκλειστική επιμέλεια και ευθύνη συντήρησής του:

Νοείται ότι, σε περίπτωση πολυγαμικού γάμου, εξαιρείται από την παρούσα παράγραφο τέκνο του πρόσφυγα και συζύγου του, πέραν αυτής που ήδη συζεί μαζί του στη Δημοκρατία∙

(iv) ανήλικο και άγαμο τέκνο της συζύγου πρόσφυγα, συμπεριλαμβανομένου τέκνου που υιοθετήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην υποπαράγραφο (ii), σε περίπτωση που η σύζυγος έχει την αποκλειστική επιμέλεια και ευθύνη συντήρησής του:

Νοείται ότι, σε περίπτωση πολυγαμικού γάμου, εξαιρείται από την παρούσα παράγραφο τέκνο συζύγου πέραν αυτής που ήδη συζεί μαζί με τον πρόσφυγα στη Δημοκρατία∙

(v) εξ’ αίματος και πρώτου βαθμού ανιόντα, σε περίπτωση που ο πρόσφυγας είναι ασυνόδευτος ανήλικος.

(β) Τα εδάφια (6) μέχρι και (19) δεν εφαρμόζονται αναφορικά με μέλη της οικογένειας πρόσφυγα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(γ) Τα εδάφια (6) μέχρι και (19) εφαρμόζονται με την επιφύλαξη τυχόν ευνοϊκότερων διατάξεων-

(i) διμερών και πολυμερών συμφωνιών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και τρίτων χωρών αφετέρου∙

(ii) σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις:

(αα) τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη της 18ης Οκτωβρίου 1961, ο οποίος κυρώθηκε από τον Κυρωτικό του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(ββ) τον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη της 3ης Μαΐου 1987, ο οποίος κυρώθηκε από τον περί του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του 1996 (Κυρωτικό) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(γγ) την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Νομικό Καθεστώς των Διακινούμενων Εργαζομένων της 24ης Νοεμβρίου 1977.

(6) Για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, υποβάλλεται στο Τμήμα από τον πρόσφυγα, κατά τον τύπο που αποφασίζεται από το Διευθυντή και με την υποβολή τέλους που αποφασίζεται από το Διευθυντή, αίτημα οικογενειακής επανένωσης των μελών της οικογενείας πρόσφυγα.

(7) Το αίτημα συνοδεύεται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την οικογενειακή σχέση και από ακριβή αντίγραφα των ταξιδιωτικών εγγράφων του μέλους ή των μελών της οικογένειας και εφόσον κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη οικογενειακής σχέσης, το Τμήμα δύναται να πραγματοποιεί προσωπικές συνεντεύξεις με τον πρόσφυγα ή/και τα μέλη της οικογένειάς του και να διενεργεί οποιαδήποτε άλλη έρευνα κρίνει αναγκαία.

(8) Όταν ο πρόσφυγας αδυνατεί να προσκομίσει επίσημα δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν τους οικογενειακούς δεσμούς, το Τμήμα εξετάζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αξιολογεί σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο και αφορούν την ύπαρξη αυτών των δεσμών. Απόφαση απόρριψης του αιτήματος δεν μπορεί να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην απουσία των εν λόγω δικαιολογητικών.

(9) Το αίτημα οικογενειακής επανένωσης των μελών της οικογένειας πρόσφυγα υποβάλλεται και εξετάζεται μόνον όταν τα μέλη της οικογένειας του πρόσφυγα διαμένουν εκτός της επικράτειας της Δημοκρατίας.

(10) Μόλις καταστεί δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος, ο  Διευθυντής αποφασίζει επί του αιτήματος και κοινοποιεί γραπτώς την απόφασή του στον πρόσφυγα που υπέβαλε το αίτημα και στην Υπηρεσία Ασύλου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με το σύνθετο χαρακτήρα της εξέτασης του αιτήματος, η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται με γραπτή απόφαση του Διευθυντή. Η απόφαση απόρριψης του αιτήματος πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

(11) Κατά την εφαρμογή των εδαφίων (5) μέχρι και (10), λαμβάνεται δεόντως υπόψη το μείζον συμφέρον των ανήλικων τέκνων.

(12)(α) Με την επιφύλαξη των διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας, όταν η οικογενειακή επανένωση είναι δυνατή σε τρίτη χώρα με την οποία ο πρόσφυγας και  μέλος της οικογένειάς του έχουν ιδιαίτερους δεσμούς ή όταν το αίτημα για οικογενειακή επανένωση υποβάλλεται σε χρόνο πέραν των τριών (3) μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον υποβάλλοντα το αίτημα, ο Διευθυντής δύναται να απαιτεί την προσκόμιση των ακόλουθων αποδεικτικών στοιχείων αναφορικά με το αίτημα για οικογενειακή επανένωση:

(i) Κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό για αντίστοιχη οικογένεια στην αυτή περιοχή και το οποίο πληροί τις γενικές προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής που ισχύουν στο κυπριακό δίκαιο,

(ii) ασφάλιση ασθενείας για τον πρόσφυγα και τα μέλη της οικογένειάς του, που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς, και

(iii) σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του πρόσφυγα και των μελών της οικογένειάς του χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής της Δημοκρατίας.

(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii) της παραγράφου (α), ο Διευθυντής αξιολογεί τους εκεί αναφερόμενους πόρους με βάση τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους, και δύναται να λαμβάνει υπόψη το επίπεδο των κατώτατων μισθών και συντάξεων στη Δημοκρατία, καθώς και τον αριθμό των μελών της οικογένειας.

(13) Ο Διευθυντής δύναται να απορρίπτει αίτημα οικογενειακής επανένωσης που αφορά μέλος της οικογένειας πρόσφυγα, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

(14)(α) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (17), μόλις ο Διευθυντής εγκρίνει αίτημα οικογενειακής επανένωσης, ενημερώνει αμέσως το Διευθυντή, ο οποίος-

(i) επιτρέπει την είσοδο, στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, του μέλους της οικογένειας πρόσφυγα, και

(ii) ενημερώνει τις κατά τόπο αρμόδιες προξενικές αρχές της Δημοκρατίας για την παραχώρηση στο εν λόγω μέλος κάθε διευκόλυνσης για την εξασφάλιση των τυχόν αναγκαίων θεωρήσεων.

(β) Ο Διευθυντής χορηγεί σε μέλος της οικογένειας πρόσφυγα μια πρώτη άδεια διαμονής, η οποία είναι ανανεώσιμη και διάρκειας τουλάχιστον ενός (1) έτους.

(γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (β), η διάρκεια της άδειας διαμονής την οποία ο Διευθυντής χορηγεί σε μέλος της οικογένειας πρόσφυγα δεν υπερβαίνει κατ’ αρχήν την ημερομηνία λήξης της ισχύος της άδειας διαμονής του πρόσφυγα.

(δ) Ο Διευθυντής δύναται να ανακαλεί ή να μην ανανεώνει την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας πρόσφυγα, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, αφού λάβει δεόντως υπόψη-

(i) τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (16), και

(ii) τη σοβαρότητα  ή το είδος του αδικήματος που τυχόν διεπράχθη από το μέλος της οικογένειας του πρόσφυγα σε βάρος της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας ή τους κινδύνους που προέρχονται από το εν λόγω μέλος.

(ε) Ο Διευθυντής δεν αρνείται την ανανέωση της άδειας διαμονής ούτε αποφασίζεται ή διατάσσεται η απομάκρυνση μέλους της οικογένειας πρόσφυγα από τη Δημοκρατία, με μοναδικό λόγο ότι το μέλος της οικογένειας πάσχει από ασθένεια ή αναπηρία μετά την έκδοση της άδειας διαμονής.

(στ) Ο Διευθυντής ανανεώνει άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας πρόσφυγα μόνον εφόσον το εν λόγω μέλος του υποβάλει πιστοποιητικό επιτυχίας σε προφορική εξέταση το οποίο εκδίδεται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ή άλλο ισότιμο προσόν αποδεκτό από το εν λόγω υπουργείο, το οποίο αποδεικνύει ότι το εν λόγω μέλος έχει επαρκή γνώση-

(i) της ελληνικής γλώσσας επιπέδου Α2, όπως καθορίζεται στο Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες του Συμβουλίου της Ευρώπης, και

(ii) βασικών στοιχείων της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας της Κύπρου.

Συμμετοχή στην εξέταση επιτρέπεται με την υποβολή αίτησης στην Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και την καταβολή τέλους είκοσι πέντε ευρώ (€25).

(15)(α) Τα μέλη της οικογένειας πρόσφυγα έχουν τα ακόλουθα δικαιώματα, υπό τους ίδιους κανόνες, όρους και προϋποθέσεις όπως και ο πρόσφυγας:

(i) Πρόσβαση στην εκπαίδευση,

(ii) πρόσβαση στον επαγγελματικό προσανατολισμό και στη βασική και περαιτέρω κατάρτιση και επανακατάρτιση.

(β) Τα μέλη της οικογένειας πρόσφυγα έχουν δικαίωμα μισθωτής εργασίας και ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας υπό τους ίδιους τους κανόνες, όρους και προϋποθέσεις όπως και ο πρόσφυγας, με την επιφύλαξη των κανόνων, των όρων και των προϋποθέσεων απασχόλησης υπηκόων τρίτων χωρών στη Δημοκρατία, που προβλέπονται στο κυπριακό δίκαιο και στις εθνικές πολιτικές.

(γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (β), το Υπουργικό Συμβούλιο, με διάταγμά του το οποίο συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύναται να περιορίζει το δικαίωμα μελών της οικογένειας πρόσφυγα σε μισθωτή εργασία και ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα, για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία της χορήγησης άδειας διαμονής σε αυτά τα μέλη, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση στην αγορά εργασίας, όπως την εκθέτει ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από διαβούλευσή του με τους κοινωνικούς εταίρους.

(16)(α) Τα τέκνα που έχουν ενηλικιωθεί και η σύζυγος του πρόσφυγα δικαιούνται να εξασφαλίσουν, κατόπιν αιτήματος στο Διευθυντή, αυτόνομη άδεια διαμονής που είναι ανεξάρτητη από την άδεια διαμονής του πρόσφυγα, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Σε κάθε περίπτωση, ο υποβάλλων το αίτημα έχει συμπληρώσει πέντε (5) έτη παραμονής, στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και δεν έχει εξασφαλίσει άδεια διαμονής για λόγο άλλο από την οικογενειακή επανένωση, και

(ii) σε περίπτωση υποβολής αιτήματος από σύζυγο πρόσφυγα, αυτή έχει διαζευχθεί με τον πρόσφυγα.

(β) Ο Διευθυντής χορηγεί αυτόνομη άδεια διαμονής σε μέλος της οικογένειας πρόσφυγα σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i) Σε περίπτωση θανάτου του πρόσφυγα,

(ii) σε περίπτωση που το μέλος της οικογένειας είναι θύμα βίας στη οικογένεια, όπως προβλέπεται στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(iii) σε περίπτωση που το μέλος της οικογένειας είναι θύμα εμπορίας και εκμετάλλευσης δυνάμει του Πρωτοκόλλου για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Εμπορίας Προσώπων, Ιδιαίτερα των Γυναικών και Παιδιών, το οποίο έχει κυρωθεί από τον περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικό) Νόμο του 2003, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή/και δυνάμει του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(γ) Η αυτόνομη άδεια διαμονής που παραχωρείται σε μέλος της οικογένειας πρόσφυγα δυνάμει του παρόντος εδαφίου είναι μία εκ των κατηγοριών των αδειών διαμονής που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς.

(17)(α) Ο Διευθυντής δύναται να απορρίπτει αίτημα οικογενειακής επανένωσης, να ανακαλεί ή να μην ανανεώνει άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας πρόσφυγα, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i) Όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι κατά το παρόν άρθρο προϋποθέσεις για την οικογενειακή επανένωση∙ κατά την ανανέωση άδειας διαμονής, όταν ο πρόσφυγας δεν έχει επαρκείς πόρους χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής της Δημοκρατίας, ο Διευθυντής λαμβάνει υπόψη τις συνεισφορές των μελών της οικογένειας στο εισόδημα του νοικοκυριού∙

(ii) με την επιφύλαξη του εδαφίου (16), όταν ο πρόσφυγας και το σχετικό μέλος της οικογένειάς του δεν διάγουν ή δεν διάγουν πλέον πραγματικό συζυγικό ή οικογενειακό βίο∙

(iii) όταν διαπιστώνεται ότι ο πρόσφυγας έχει συνάψει γάμο ή διατηρεί σταθερή σχέση μακράς διάρκειας με άλλο πρόσωπο∙

(iv) όταν αποδεικνύεται ότι χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα ή ότι διαπράχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο απάτη ή χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα∙

(v) όταν αποδεικνύεται ότι ο κατά περίπτωση σχετικός γάμος ή η υιοθεσία είναι εικονικός κατά την έννοια του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή η υιοθεσία έγινε με αποκλειστικό σκοπό να επιτραπεί στο οικείο πρόσωπο να εισέλθει ή να παραμείνει στη Δημοκρατία∙ κατά την αξιολόγηση του γάμου ή της υιοθεσίας, λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο ο γάμος ή η υιοθεσία έγιναν μετά την έκδοση της άδειας διαμονής του πρόσφυγα.

(β) Το Τμήμα δύναται να διενεργεί ειδικούς ελέγχους και επιθεωρήσεις, όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες για την ύπαρξη απάτης ή εικονικών γάμων ή υιοθεσιών, περιλαμβανομένων ειδικών ελέγχων που διενεργούνται στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για ανανέωση της άδειας διαμονής μελών της οικογένειας.

(γ) Ο Διευθυντής δύναται να ανακαλεί ή να μην ανανεώνει την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας πρόσφυγα, σε περίπτωση που η άδεια διαμονής του πρόσφυγα τερματισθεί και το μέλος της οικογένειας δεν διαθέτει ακόμη αυτόνομο δικαίωμα παραμονής δυνάμει του εδαφίου (16).

(18) Κατά την εφαρμογή των εδαφίων (5) μέχρι και (17), ο Διευθυντής λαμβάνει δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στη Δημοκρατία, καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος, ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης σε βάρος του πρόσφυγα ή μελών της οικογένειάς του.

(19) Για τους σκοπούς των εδαφίων (5) μέχρι και (18) του παρόντος άρθρου, «άδεια διαμονής» σημαίνει εξουσιοδότηση που εκδίδεται από το Διευθυντή βάσει της οποίας επιτρέπεται σε υπήκοο τρίτης χώρας να διαμένει νόμιμα στη Δημοκρατία σύμφωνα με το Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α) της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 380/2008 του Συμβουλίου, της 18ης Απριλίου 2008.