Πειθαρχική εξουσία του Συμβουλίου

53.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων των Κανονισμών που θεσπίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο ασκεί, αναφορικά με τους υπαλλήλους του, πειθαρχική εξουσία για την παράβαση καθηκόντων που οφείλεται σε υπαιτιότητα τους και δύναται να επιβάλει σε αυτούς τις ακόλουθες πειθαρχικές ποινές:

(i) Επίπληξη.

(ii) Αυστηρή επίπληξη.

(iii) Διακοπή ετήσιας προσαύξησης. (iv) Αναβολή ετήσιας προσαύξησης.

(v) Χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις απολαβές τριών μηνών.

(vi) Υποβιβασμό μισθολογικής κλίμακας.

(vii) Αναγκαστική αφυπηρέτηση, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.

(viii) Απόλυση.

(β) Για την επιβολή των ποινών της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης απαιτείται απόφαση, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του Συμβουλίου σε ειδική συνεδρία που συγκαλείται έπειτα από  ειδοποίηση επτά τουλάχιστον ημερών πριν από τη συνεδρία.

(γ) Στον υπάλληλο που διώκεται πειθαρχικά δίδεται πάντοτε το δικαίωμα να ακουστεί.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος, λόγω της σχετικής ποινής που έχει επιβληθεί, αφυπηρετεί αναγκαστικά από συντάξιμη θέση, εφαρμόζονται οι διατάξεις των εκάστοτε ισχυόντων Κανονισμών του Συμβουλίου που αφορούν τα ωφελήματα αφυπηρέτησης με τον τερματισμό της υπηρεσίας για λόγους δημόσιου συμφέροντος.