Χρήση μαρτυρίας που λήφθηκε έπειτα από παρακολούθηση ενώπιον ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας

16.-(1) Το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε έπειτα από υποκλοπή ή παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια υποκλοπή ή παρακολούθηση, δεν μπορεί να γίνει δεχτό ως μαρτυρία ενώπιον οποιασδήποτε ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας, αν η εν λόγω υποκλοπή ή παρακολούθηση έλαβε χώρα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη το οποίο αποτελεί επαγγελματικό απόρρητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου και τους περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμούς, δεν δύναται να γίνει αποδεκτό ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε εν ισχύι Νόμου, το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε έπειτα από παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια παρακολούθηση, η οποία έλαβε χώρα σύμφωνα με εξουσιοδότηση ή έγκριση που δόθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 ή σύμφωνα με προηγούμενη ρητή έγκριση που δόθηκε από το πρόσωπο που προέβη στην επικοινωνία ή από το πρόσωπο που έλαβε αυτή, μπορεί να γίνει δεχτό ως μαρτυρία ενώπιον οποιασδήποτε ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας:

Νοείται ότι κάθε πρόσωπο που θίγηκε ή ενδιαφερόμενο μέρος στην εν λόγω διαδικασία εφοδιάζεται μέσα σε εύλογο χρόνο με αντίγραφο του σχετικού δικαστικού εντάλματος και την αίτηση, που συνοδεύει, δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτήθηκε ή εγκρίθηκε η παρακολούθηση, εκτός αν το θιγέν πρόσωπο ή το ενδιαφερόμενο μέρος απουσιάζει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής:

Νοείται επίσης ότι το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε έπειτα από παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια παρακολούθηση, η οποία έλαβε χώρα, σύμφωνα με προηγούμενη ρητή έγκριση που δόθηκε από το πρόσωπο που προέβη στην επικοινωνία ή από το πρόσωπο που έλαβε αυτή, μπορεί να μη γίνει δεχτό ως μαρτυρία, αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι αυτό είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε εν ισχύι νόμου, το πρόσωπο που θίγηκε μπορεί, σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία, να προσβάλει ως μη αποδεκτή μαρτυρία το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε έπειτα από υποκλοπή ή παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια υποκλοπή ή παρακολούθηση για τους λόγους ότι-

(α) Το περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου0

(β) η παρακολούθηση έλαβε χώρα με τρόπο που δεν αναφερόταν στο δικαστικό ένταλμα.

(4) Το δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως του θιγέντος προσώπου, μπορεί, κατά την κρίση του, να διατάξει να προσκομιστούν σ’ αυτό ή στο δικηγόρο του για έρευνα τέτοια αποσπάσματα περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας η οποία λήφθηκε έπειτα από υποκλοπή ή παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια υποκλοπή ή παρακολούθηση, τα οποία κρίνει ότι πρέπει να γνωστοποιηθούν στο πρόσωπο που ζημιώθηκε για σκοπούς απονομής δικαιοσύνης.