Συνέχιση της έκτισης της ποινής στις Φυλακές μετά που παύει να ισχύει η επ’ αδεία αποφυλάκιση

14Ζ(1) Η περίοδος από την ημερομηνία που κρατούμενος αρχίζει να εκτίει το εναπομένον μέρος της  ποινής ή των ποινών του εκτός των Φυλακών επ’ αδεία, μέχρι την ημερομηνία που τυχόν παύει να είναι σε ισχύ η επ’ αδεία αποφυλάκισή του είτε κατόπιν ανάκλησης είτε αυτόματα δυνάμει του άρθρου 14ΣΤ, υπολογίζεται στο χρόνο έκτισης της εν λόγω ποινής ή ποινών.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κρατούμενος που επανέρχεται και συνεχίζει την έκτιση της ποινής ή των ποινών του στις Φυλακές μετά από ανάκληση της επ’ αδεία αποφυλάκισής του από το Συμβούλιο Αποφυλάκισης ή μετά που παύει αυτόματα να ισχύει αυτή δυνάμει του άρθρου 14ΣΤ, δεν κωλύεται από του να υποβάλει ακολούθως εκ νέου αίτημα δυνάμει του παρόντος Νόμου για επ’ αδεία αποφυλάκισή του σε σχέση με την ίδια ή ίδιες ποινές, ή σε σχέση με άλλη ποινή που έχει να εκτίσει, περιλαμβανομένης εκείνης που δυνατόν να του επιβλήθηκε για αδίκημα που διέπραξε ενόσω βρισκόταν επ ’αδεία εκτός των Φυλακών:

Νοείται ότι δεν δύναται να υποβληθεί εκ νέου αίτημα για επ’ αδεία αποφυλάκιση δυνάμει του παρόντος εδαφίου παρά μόνο αν έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την ημερομηνία που ο κρατούμενος επανέρχεται στις φυλακές και σε περίπτωση που υποβάλλεται προτού παρέλθει ο εν λόγω χρόνος το Συμβούλιο Αποφυλάκισης το  απορρίπτει χωρίς εξέταση επί της ουσίας.

(3) Κρατούμενος που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 12 και επανέρχεται και συνεχίζει την έκτιση της  ποινής ή των ποινών του στις Φυλακές μετά από ανάκληση απόφασης του Συμβουλίου Αποφυλάκισης ή μετά που παύει αυτόματα να ισχύει αυτή δυνάμει του άρθρου 14ΣΤ, δεν δικαιούται στα δυνάμει του εν λόγω άρθρου ωφελήματα παρά μόνο μετά από παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία που επανέρχεται στις Φυλακές και νοουμένου ότι κατά τη διάρκεια αυτού επιδεικνύει εργατικότητα και καλή διαγωγή.