Ερμηνεία

2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-

“άδεια λειτουργίας” [Διαγράφηκε]·

“αναγνωρισμένο συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα” [Διαγράφηκε]·

“αξιωματούχος” περιλαμβάνει τον πρόεδρον, γραμματέα, μέλος της επιτροπείας, μέλος του συμβουλίου ή έτερον πρόσωπον εξουσιοδοτημένον δυνάμει των διατάξεων των Θεσμών ή των ειδικών κανονισμών όπως δίδη οδηγίας αναφορικώς προς τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας·

“ασφαλιστική επιχείρηση” [Διαγράφηκε]·

“Δευτεροβάθμια Συνεργατική Εταιρεία” σημαίνει συνεργατική εταιρεία της οποίας έστω και ένα μέλος της είναι συνεργατική εταιρεία∙

“Δικαστήριον” σημαίνει το Επαρχιακόν Δικαστήριον της Επαρχίας όπου ευρίσκεται η εγγεγραμμένη διεύθυνσις της συνεργατικής εταιρείας·

“εγγεγραμμένη εταιρεία” σημαίνει συνεργατικήν εταιρείαν εγγεγραμμένην ή λογιζομένην ως εγγεγραμμένην δυνάμει του παρόντος Νόμου·

“ειδικοί κανονισμοί” σημαίνει τους εκάστοτε εν ισχύι εγγεγραμμένους ειδικούς κανονισμούς εγγεγραμμένης εταιρείας και περιλαμβάνει εγγεγραμμένην τροποποίησιν των ειδικών κανονισμών·

“Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες” [Διαγράφηκε].

“επιμέρισμα” σημαίνει μερίδιον εκ των κερδών εγγεγραμμένης εταιρείας το οποίον διανέμεται μεταξύ των μελών της αναλόγως του ύψους των συναλλαγών των γενομένων υπ’ αυτών μετά της τοιαύτης εταιρείας εκ των οποίων και προέκυψαν τα κέρδη της εταιρείας·

“επιτροπεία” και “συμβούλιον” σημαίνει το όργανον το επιφορτισμένον με την διοίκησιν εγγεγραμμένης εταιρείας εις το οποίον ανετέθη η διαχείρισις των υποθέσεων αυτής·

“Επιτροπή” σημαίνει την υπό του άρθρου 5 καθιδρυόμενη Επιτροπή της Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών·

“επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών” [Διαγράφηκε].

“εργασίες αποδοχής καταθέσεων” [Διαγράφηκε]·

“Έφορος” σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 4 διοριζόμενον Έφορον Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών·

“ηλεκτρονικό χρήμα” [Διαγράφηκε]·

“Θεσμοί” σημαίνει τους δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδομένους Θεσμούς·

“κατάθεση” σημαίνει ποσό χρημάτων που καταβάλλεται ή εισπράττεται με όρους, βάσει των οποίων θα αποπληρωθεί με τόκο ή χωρίς τόκο ή υπέρ το άρτιο σε πρώτη ζήτηση ή σε τακτή προθεσμία ή υπό όρους που συμφωνούνται από ή εκ μέρους του προσώπου που καταβάλλει  και του  προσώπου που  εισπράττει  το  ποσό,  αλλά οι όροι αυτοί δε σχετίζονται με την πώληση ή τη διάθεση αγαθών ή περιουσιακών  στοιχείων, την  παροχή υπηρεσιών ή την έκδοση χρεωστικών ομολόγων ή μετοχών·

“Κεντρική Τράπεζα” σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

“Κεντρικός Φορέας“ σημαίνει τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ κατά τα οριζόμενα στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας·

“κράτος μέλος” σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

“κράτος μέλος καταγωγής” [Διαγράφηκε]·

“μέρισμα” σημαίνει κέρδη τα οποία διανέμονται επί τη βάσει του μετοχικού κεφαλαίου εγγεγραμμένης εταιρείας·

“συνήθεις μετοχές” σημαίνει μετοχές εκδιδόμενες από εγγεγραμμένη εταιρεία, οι οποίες κατέχονται αποκλειστικά από τα μέλη της ή προκειμένου περί ΣΠΙ και από μη μέλη και οι οποίες διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Θεσμούς·

“μετοχές τάξης Β΄” [Διαγράφηκε]·

“μετοχικό κεφάλαιο” σημαίνει το κεφάλαιο εγγεγραμμένης εταιρείας που αποτελείται από τις συνήθεις μετοχές και εάν η εταιρεία έχει εκδώσει και προνομιούχες μετοχές, το κεφάλαιο της εταιρείας αυτής περιλαμβάνει και τις μετοχές αυτές∙

“μέτρα εξυγίανσης”  [Διαγράφηκε]·

“μέλος” περιλαμβάνει πρόσωπον ή εγγεγραμμένην εταιρείαν το οποίον ή η οποία συνυπογράφει την αίτησιν διά την εγγραφήν εταιρείας, και παν πρόσωπον ή πάσαν εγγεγραμμένην εταιρείαν το οποίον ή η οποία εγένετο δεκτόν ή δεκτή ως μέλος μετά την εγγραφήν συμφώνως προς τους Θεσμούς και τους ειδικούς κανονισμούς·

“μητρική εταιρεία” και “θυγατρική εταιρεία” [Διαγράφηκε]·

“Οδηγία 2006/48/ΕΚ” [Διαγράφηκε]·

“Παρεπόμενες υπηρεσίες” [Διαγράφηκε]·

“περιουσία” σημαίνει παντός είδους κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν κατεχομένην υπό εγγεγραμμένης εταιρείας και αναγκαίαν διά τους σκοπούς της τοιαύτης εταιρείας·

“πρόγραμμα δραστηριοτήτων” [Διαγράφηκε]·

“προνομιούχες μετοχές” σημαίνει μετοχές εκδιδόμενες από εγγεγραμμένη εταιρεία, οι οποίες δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, δυνατό να κατέχονται και από πρόσωπα που δεν είναι μέλη της και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Θεσμούς·

“Πρωτοβάθμιος Συνεργατική Εταιρεία” σημαίνει συνεργατικήν εταιρείαν της οποίας τα μέλη είναι φυσικά πρόσωπα·

“Συμβουλευτική Επιτροπή” [Διαγράφηκε]

“συνεργατική νομοθεσία” σημαίνει τον παρόντα Νόμο και τους Θεσμούς που εκδίδονται δυνάμει του Νόμου αυτού∙

“συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα” ή “ΣΠΙ” σημαίνει εγγεγραμμένη εταιρεία η οποία κατέχει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και περιλαμβάνει τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ∙

“τρίτη χώρα” σημαίνει κράτος άλλο από τη Δημοκρατία ή κράτος μέλος·

“Τριτοβάθμιος Συνεργατική Εταιρεία” [Διαγράφηκε]·

“Υπηρεσία” σημαίνει την υπό του άρθρου 19 καθιδρυομένην Ελεγκτικήν Υπηρεσίαν Συνεργατικών Εταιρειών·

“υποκατάστημα” [Διαγράφηκε]·

“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργόν Εμπορίου και Βιομηχανίας·

“χρηματοδοτικό άνοιγμα” σε σχέση με πρόσωπο σημαίνει τη χορήγηση οποιουδήποτε δανείου ή το άνοιγμα τρεχούμενου χρεωστικού λογαριασμού για το πρόσωπο αυτό, ή τη χορήγηση οποιασδήποτε χρηματοδοτικής μίσθωσης (financial leasing), συμπεριλαμβανομένης και χρηματοδότησης με ενοικιαγορά, ή την προεξόφληση γραμματίου ή συναλλαγματικής για την οποία το πρόσωπο αυτό υπέχει ευθύνη είτε ως αποδέκτης είτε ως εκδότης είτε ως οπισθογράφος, ή τη χορήγηση οποιασδήποτε οικονομικής εγγύησης, ή την ανάληψη οποιασδήποτε άλλης οικονομικής ευθύνης ή υποχρέωσης για λογαριασμό του προσώπου αυτού, ή την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης για τη χορήγηση οποιωνδήποτε από τα πιο πάνω και περιλαμβάνει οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις που γίνονται προς όφελος τρίτου με την εγγύηση του προσώπου αυτού, περιλαμβάνει δε οποιοδήποτε άλλο άμεσο ή έμμεσο στοιχείο ενεργητικού εντός ή εκτός ισολογισμού σε σχέση με το πρόσωπο αυτό∙

“Χρηματοοικονομικά μέσα” [Διαγράφηκε]·