Ιεραρχική προσφυγή

13.-(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ αποφάσεως της Επιτροπής εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 20, 26 και 34 του παρόντος Νόμου, δύναται, εντός είκοσι και μιας ημερών από της ημερομηνίας της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως, δι’ εγγράφου προσφυγής εις τον Υπουργόν, εν η εκτίθενται οι προς υποστήριξιν ταύτης λόγοι, να προσβάλη την τοιαύτην απόφασιν.

(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος και, αφού ακούση ή παράσχη την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξη τους λόγους εφ’ ων στηρίζεται η προσφυγή, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα.

(3) Ο Υπουργός δύναται να εξουσιοδοτήση επιτροπήν απαρτιζομένην εκ δημοσίων υπαλλήλων και ιδιοκτητών ή εκπροσώπων των αγροτικών οργανώσεων όπως ακούση την προσφυγήν και αποφασίση επ’ αυτής.

(4) Ο μη ικανοποιηθείς εκ της αποφάσεως του Υπουργού δύναται να προσφύγη εις το Δικαστήριον, αλλά μέχρι της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτόν ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτόν, της παρελεύσεως της εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένης προθεσμίας διά την καταχώρησιν προσφυγής, η απόφασις της Επιτροπής δεν καθίσταται εκτελεστή.