Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών

12.-(1) Καθιδρύεται Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών, (εν τω παρόντι Νόμω καλούμενον “Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών”) εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπάγεται η διάγνωσις και απόφασις επί των ακολούθων διαφορών:

(α) απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος·

(β) απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων·

(γ) πάσης εργατικής διαφοράς παραπεμπομένης αυτώ υπό του Υπουργού, είτε κοινή συναινέσει αμφοτέρων των μερών, είτε δυνάμει οιασδήποτε εν ισχύϊ συλλογικής συμβάσεως ή διευθετήσεως αφορώσης την επίλυσιν εργατικών διαφορών διά διαιτησίας·

(δ) οιασδήποτε ετέρας διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης και οιασδήποτε απαιτήσεως διά παροχήν ή αποφάσεως αρμοδίου λειτουργού, δυνάμει των διατάξεων του εκάστοτε περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ισχύοντος Νόμου, ήτις ήθελε παραπεμφθή αυτώ, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή διά νόμου ή διά Κανονισμών εκδοθέντων κατ’ εφαρμογήν του εδαφίου τούτου·

(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση·

(στ) οποιωνδήποτε διαφορών αστικής φύσεως αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.

(2) (α) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών σύγκειται εξ ενός Προέδρου ή Δικαστή και δύο Μελών, αντιπροσωπευόντων την εργοδοτικήν και εργατικήν πλευράν, αντιστοίχως·

(β) ο Πρόεδρος και οι Δικαστές διορίζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και τα Μέλη ορίζονται δι’ εκάστην συγκεκριμένην υπόθεσιν υπό του Προέδρου, εκ του Πίνακος Μελών του καταρτιζομένου δυνάμει του εδαφίου (7)·

(γ) η γνώμη του Προέδρου ή Δικαστή ως προς οιονδήποτε κατά την κρίσιν αυτού νομικόν σημείον εγειρόμενον καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας είναι δεσμευτική διά τα Μέλη.

(3) (α) Ουδείς διορίζεται Πρόεδρος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εκτός εάν είναι δικηγόρος ασκών το επάγγελμα αυτού τουλάχιστον επί πέντε έτη και είναι υψηλού επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου.

Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου “άσκησις δικηγορικού επαγγέλματος” περιλαμβάνει υπηρεσίαν εν τη μονίμω δικαστική ή νομική υπηρεσία της Δημοκρατίας·

(β) η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Προέδρου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι οι αυτοί ως οι εφαρμοζόμενοι επί Ανωτέρου Επαρχιακού Δικαστού δυνάμει των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1972 ή οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτών·

(γ) ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι μόνιμον μέλος της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας άλλα δεν είναι εναλλάξιμος μεθ’ οιουδήποτε ετέρου κατόχου θέσεως εν τη τοιαύτη υπηρεσία.

(4) (α) ουδείς διορίζεται ως Δικαστής εκτός εάν είναι δικηγόρος ασκών το επάγγελμα αυτού τουλάχιστον επί τέσσερα έτη και είναι υψηλού επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου:

Νοείται ότι τη συστάσει του Ανωτάτου Δικαστηρίου δύναται να διορισθή ως Δικαστής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και δικηγόρος ασκών το επάγγελμα αυτού επί τρία τουλάχιστον έτη.

Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου “άσκησις του δικηγορικού επαγγέλματος” περιλαμβάνει υπηρεσίαν εν τη μονίμω δικαστική ή νομική υπηρεσία της Δημοκρατίας·

(β) ο Δικαστής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι μόνιμον μέλος της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας αλλά δεν είναι εναλλάξιμος μεθ’ οιουδήποτε ετέρου κατόχου θέσεως εν τη τοιαύτη υπηρεσία·

(γ) η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας Δικαστού του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι οι αυτοί ως οι εφαρμοζόμενοι επί Επαρχιακού Δικαστού δυνάμει των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1972 ή οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτών·

(5) (α) Εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος του Προέδρου ή Δικαστού, το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον δύναται να διορίση πρόσωπον κατέχον τα υπό των εδαφίων (3) και (4), αντιστοίχως, προνοούμενα προσόντα όπως εκτελή προσωρινώς καθήκοντα Προέδρου ή Δικαστού, αναλόγως της περιπτώσεως, διά το διάστημα το εκάστοτε καθοριζόμενον εν τη πράξει του διορισμού του.

(β) Παν πρόσωπον διοριζόμενον δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου κέκτηται, εν όσω διαρκεί ο διορισμός αυτού, απάσας τας εξουσίας και εκτελεί άπαντα τα καθήκοντα της θέσεως εις ην διορίζεται.

(6) (α) Πρόεδρος διοριζόμενος δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3) και Δικαστής διοριζόμενος δυνάμει του εδαφίου (4) ή (5), πριν ή αναλάβη τα καθήκοντα της θέσεως αυτού, οφείλει να προβή και υπογράφη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή οιωνδήποτε δύο μελών αυτού την επίσημον διαβεβαίωσιν πίστεως προς την Δημοκρατίαν και τον Δικαστικόν όρκον, κατά τον εν τω Πίνακι των περί Δικαστηρίων Νόμων 1960 έως 1972 καθωρισμένον τύπον·

(β) αποκλείεται οιαδήποτε αγωγή κατά του Προέδρου ή Δικαστού διά πάσαν πράξιν γενομένην ή πάσαν γνώμην εκφρασθείσαν κατά την ενάσκησιν των δικαστικών αυτού καθηκόντων.

(7) (α) Ο Υπουργός θέλει καταρτίσει κατάλογον υποψηφίων Μελών, αντιπροσωπευόντων κατ’ ίσον αριθμόν την εργοδοτικήν και εργατικήν πλευράν, εξ υποψηφίων υποβαλλομένων προς αυτόν υφ’ εκάστης πλευράς, αντιστοίχως·

(β) ο δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου καταρτιζόμενος κατάλογος υποψηφίων Μελών, υποβάλλεται μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης προς το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον, δι’ επιλογήν του οριζομένου υπό του Υπουργού αριθμού Μελών και καταρτισμόν του εν τω εδαφίω (2) αναφερομένου Πίνακος Μελών, εις ον δέον όπως αντιπροσωπεύωνται κατ’ ίσον αριθμόν η εργοδοτική και εργατική πλευρά·

(γ) ο ούτω καταρτιζόμενος Πίναξ Μελών δημοσιεύεται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, τα δε ονόματα και λοιπά στοιχεία των ούτω διοριζομένων Μελών διαβιβάζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου προς τον Πρόεδρον.

(8) (α) Η θητεία εκάστου Μέλους είναι διετής, από της ημερομηνίας του διορισμού του, δύναται, όμως, τούτο να επαναδιορίζηται μετά την λήξιν της θητείας αυτού:

Νοείται ότι το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον δύναται, τη προτάσει του Προέδρου, να τερματίση τον διορισμόν Μέλους κατά πάντα χρόνον εν περιπτώσει αναρμόστου συμπεριφοράς, επανειλημμένης αποχής εκ των καθηκόντων, διά την εκτέλεσιν των οποίων έχει τούτο δεόντως ορισθή υπό του Προέδρου, προσέτι δε εν περιπτώσει καθ’ ην τούτο ήθελε κριθή υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, τη εισηγήσει του Προέδρου, ως ανίκανον να εκπληρώση τα καθήκοντα του λόγω παρατεταμένης ασθενείας, νοσήματος ή απουσίας εκ της Δημοκρατίας:

Νοείται περαιτέρω ότι παν Μέλος δικαιούται να παραιτηθή κατά πάντα χρόνον της θέσεως του, δι’ εγγράφου απευθυνομένου προς τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση λήξης της θητείας Μέλους, δεν επηρεάζεται η νόμιμη συγκρότηση του Δικαστηρίου και το Μέλος του οποίου η θητεία έχει λήξει συνεχίζει να συμμετέχει μέχρι την εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης για την οποία έχει οριστεί και η οποία έχει αρχίσει.

(β) εις τα Μέλη καταβάλλονται άπασαι αι υπ’ αυτών διενεργηθείσαι πραγματικαί δαπάναι, περιλαμβανομένων και των μισθών ή ημερομισθίων άτινα ήθελον απολέσει λόγω των καθηκόντων των ως Μελών·

(γ) τα Μέλη δεν δύνανται, εν όσω διαρκεί ο διορισμός των, να εμφανίζωνται ή διεξάγωσιν υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, είτε διά τον Αιτούντα είτε διά τον Καθ’ ου η αίτησις.

(9) (α) Παρά τω Δικαστηρίω Εργατικών Διαφορών θέλει διορισθή εις Πρωτοκολλητής, προσέτι δε έτεροι υπάλληλοι, ων ο αριθμός και θέσεις αποφασίζονται, κατόπιν εισηγήσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπό του Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών εκ συμφώνου·

(β) πάντες οι παρά τω Δικαστηρίω Εργατικών Διαφορών υπάλληλοι θα είναι μέλη της μονίμου δημοσίας υπηρεσίας της Δημοκρατίας και θα διορίζωνται υπό της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας της Δημοκρατίας·

(γ) οι όροι υπηρεσίας του Πρωτοκολλητού και των λοιπών υπαλλήλων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών θα είναι οι αυτοί ως οι εφαρμοζόμενοι επί αντιστοίχων υπαλλήλων Επαρχιακού Δικαστηρίου.

(10) Η έδρα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών θα είναι εν Λευκωσία όπου και θα συνέρχηται τούτο εις τοιούτο κτίριον οίον ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εν συνεννοήσει μετά του Υπουργού, ήθελεν από καιρού εις καιρόν ορίσει:

Νοείται ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δύναται να λειτουργεί και σε άλλη, εκτός της Λευκωσίας, επαρχία, ως ήθελε προς το συμφέρον της απονομής της Δικαιοσύνης καθορίσει το Ανώτατο Δικαστήριο με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, και σε κτίριο ή κτίρια που ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, σε συνεννόηση με τον Υπουργό, καθορίζει για το σκοπό αυτό:

Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών που λειτουργεί σε άλλη, εκτός της Λευκωσίας, επαρχία θα επιλαμβάνεται υποθέσεων όταν η διαφορά έχει ανακύψει εντός της εν λόγω επαρχίας, ή εν τη απουσία του στοιχείου αυτού, αν ο αιτητής έχει εκεί τη συνήθη διαμονή ή το μόνιμη κατοικία του.

(10Α) Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολήν αιτήσεως δικαίωμα ή εντός εννέα μηνών από την απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό:

Νοείται ότι στις περιπτώσεις όπου το προς υποβολήν αιτήσεως στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δικαίωμα ανέκυψε μετά την 21η Μαΐου 1999, η δυνάμει του εδαφίου (11) του παρόντος άρθρου καθοριζόμενη προθεσμία για την καταχώρηση αίτησης, αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(11) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών χωρεί μετά πάσης λογικής ταχύτητος εις την επίλυσιν της διαφοράς συνοπτικώς, χωρίς να δεσμεύηται υφ’ οιωνδήποτε κανόνων περί αποδείξεως και εκδίδει ητιολογημένην απόφασιν.

(11Α) Οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο, εντός σαράντα δύο ημερών από της ημέρας της απόφασης.

(12) (α) Άπασαι αι δαπάναι, αι ενεργούμεναι αναφορικώς προς την λειτουργίαν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ή υφ’ οιουδήποτε λειτουργού προσληφθέντος υπό ή διά λογαριασμόν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, βαρύνουσι το Πάγιον Ταμείον της Δημοκρατίας·

(β) παν ταμείον ή σχέδιον ή αρχή ποιουμένη χρήσιν των υπηρεσιών του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, θέλει καταβάλλει εν ω τρόπω και καθ’ ον χρόνον ο Γενικός Λογιστής ήθελεν εκάστοτε ορίσει, χρηματικόν τι ποσόν καθοριζόμενον εκάστοτε υπό του Γενικού Λογιστού εν συνεννοήσει μετά του διοικητικού συμβουλίου του τοιούτου ταμείου ή σχεδίου ή αρχής.

(13) (α) Το Ανώτατον Δικαστήριον, αφού προηγουμένως συμβουλευθή τον Υπουργόν, εκδίδει Δικονομικούς Κανονισμούς, δημοσιευομένους εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, εν σχέσει προς την πρακτικήν και την διαδικασίαν την ακολουθητέαν υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, προσέτι δε τα καθήκοντα και εξουσίας των υπαλλήλων αυτού·

(β) οι δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδιδόμενοι Δικονομικοί Κανονισμοί θα περιλαμβάνωσι-

(i) πρόβλεψιν διά την κλήτευσιν προσώπων όπως προσέλθωσι και δώσωσι μαρτυρίαν και παρουσιάσωσιν έγγραφα και δι’ εξουσιοδότησιν της λήψεως όρκου παρά μαρτύρων και δι’ επιβολήν ποινών διά παράλειψιν τινος να προσέλθη αφού ούτος εκλητεύθη δεόντως, καθώς και διά περιφρόνησιν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών·

(ii) ρύθμισιν των καθηκόντων και εξουσιών των υπαλλήλων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών͘

(iii) καθορισμόν των τύπων των δικογράφων και των δικαστικών τελών και δαπανών της ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίας·

(iv)καθορισμόν των προθεσμιών, εντός των οποίων αξιούται συμμόρφωσις προς τας διατάξεις των Δικονομικών Κανόνων.