Τρόπος πωλήσεως και διάθεσις εκπλειστηριάσματος

42.-(1) Η δυνάμει του παρόντος Μέρους πώλησις ακινήτου διενεργείται διά δημοσίου πλειστηριασμού συμφώνως ταις διατάξεσι των Κανονισμών Πωλήσεως:

Νοείται ότι οσάκις το τοιούτο ακίνητον βαρύνεται διά της πληρωμής οιουδήποτε τέλους, φόρου ή δικαιώματος, όπερ δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε  εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου βαρύνει κατά πρώτον λόγον το τοιούτο ακίνητον ικανοποιούμενον κατά προτεραιότητα έναντι παντός ετέρου βάρους επί του αυτού ακινήτου, ο Διευθυντής διατάσσει, τηρουμένων των διατάξεων του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Περιορισμός Πωλήσεων) Νόμου, όπως μη διενεργηθή η πώλησις του ως είρηται ακινήτου εκτός εάν το προσφερόμενον διά τούτο ποσόν μετά την αφαίρεσιν των δικαιωμάτων του δημοπράτου και των δαπανών της πωλήσεως είναι ουχί έλασσον ελαχίστης τιμής ίσης προς το ποσόν του τέλους, φόρου ή, αναλόγως της περιπώσεως, δικαιώματος, διά της πληρωμής ούτινος βαρύνεται το τοιούτο ακίνητον.

(2) Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός της επαρχίας εν ή κείται το δυνάμει του παρόντος Μέρους πωληθέν ή υπό πώλησιν ακίνητον δύναται δι’ αιτήσεως να ζητήση παρά του Επαρχιακού Δικαστηρίου οδηγίας περί την επίλυσιν οιουδήποτε ερωτήματος ανακύπτοντος ή δυναμένου να ανακύψη κατά την διενέργειαν της πωλήσεως, περιλαμβανομένου και οιουδήποτε ερωτήματος αφορώντος εις την διάθεσιν του εκπλειστηριάσματος εις τας εκτιθεμένας εν ταις επιφυλάξεσι της παραγράφου (στ) του εδαφίου (3) περιστάσεις· επί τούτω τυγχάνουσιν εφαρμογής αι διατάξεις του άρθρου 31 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ως εάν ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός εξετέλει ένταλμα πωλήσεως ακινήτου εκδοθέν δυνάμει των διατάξεων του άνω μνησθέντος Νόμου.

(3) Το εκπλειστηρίασμα όπερ ήθελεν αποφέρει πώλησις διενεργηθείσα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους διατίθεται ως ακολούθως και κατά την εν τοις εφεξής καθοριζομένην τάξιν:-

(α) διά την πληρωμήν παντός τέλους, φόρου ή δικαιώματος όπερ δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου βαρύνει κατά πρώτον λόγον το πωληθέν ακίνητον, ικανοποιούμενον κατά προτεραιότητα έναντι παντός ετέρου βάρους επί του αυτού ακινήτου·

(β) προς εξόφλησιν παντός ποσού καθοριζομένου εν διατάγματι του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδοθέντι δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 41 και αφορώντι εις οιανδήποτε υποθήκην προγενεστέραν της υποθήκης της συσταθείσης υπέρ του ενυποθήκου δανειστού όστις ητήσαντο την πώλησιν:

Νοείται ότι το διατιθέμενον προς εξόφλησιν του τοιούτου ποσού εκπλειστηρίασμα καταβάλλεται εις το πρόσωπον όπερ κατέβαλε τω Δικαστηρίω ή άλλως εξησφάλισε την πληρωμήν του ως είρηται ποσού

(γ) προς εξόφλησιν παντός ποσού εξασφαλιζομένου δι’ υποθήκης συσταθείσης υπέρ του ενυποθήκου δανειστού όστις ητήσατο την πώλησιν·

(δ) προς εξόφλησιν παντός ποσού εξασφαλιζομένου δι’ υποθήκης μεταγενεστέρας της υποθήκης της συσταθείσης υπέρ του ενυποθήκου δανειστού όστις ητήσατο την πώλησιν (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένης ως “μεταγενεστέρα υποθήκη”) ως ήθελε καθορισθή συμφώνως ταις διατάξεσι του εδαφίου (4):

Νοείται ότι οσάκις υφίστανται δύο ή πλείονες τοιαύται μεταγενέστεραι υποθήκαι και το υπόλοιπον του εκπλειστηριάσματος το διατιθέμενον διά ταύτας δυνάμει της παρούσης παραγράφου δεν επαρκεί προς εξόφλησιν των διά τούτων εξασφαλιζομένων ποσών, το υπόλοιπον τούτο θα διατίθεται προς εξόφλησιν των ειρημένων ποσών κατά την αντίστοιχον τάξιν προτεραιότητος των τοιούτων υποθηκών

(ε) προς εξόφλησιν απαιτήσεων δυνάμει δικαστικών αποφάσεων εγγεγραμμένων δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 53 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, κατά την αντίστοιχον τάξιν προτεραιότητος της εγγραφής αυτών:

Νοείται ότι εάν το τοιούτο εκπλειστηρίασμα προέκυψε καθ’ ολοκληρίαν ή μερικώς εκ της πωλήσεως οιασδήποτε οικίας, τούτο δεν διατίθεται προς εξόφλησιν τοιούτων απαιτήσεων δυνάμει δικαστικών αποφάσεων μέχρις ου γενώσιν επαρκείς κατά την κρίσιν του Επαρχιακού Δικαστηρίου διευθετήσεις προς στέγασιν του ενυποθήκου οφειλέτου και της οικογενείας αυτού:

Νοείται περαιτέρω ότι εάν ο ενυπόθηκος οφειλέτης είναι γεωργός και το τοιούτο ποσόν προέκυψε καθ’ ολοκληρίαν ή μερικώς εκ της πωλήσεως οιασδήποτε γαίας, τούτο δεν διατίθεται προς εξόφλησιν τοιούτων απαιτήσεων δυνάμει δικαστικών αποφάσεων αναφορικώς προς χρέη συναφθέντα μετά την 2αν Μαϊου 1919, εκτός εάν επαρκής κατά την κρίσιν του Επαρχιακού Δικαστηρίου έκτασις γης παρασχεθή εις τον ενυπόθηκον οφειλέτην και την οικογένειαν αυτού, ή εκτός εάν τα χρέη ταύτα οφείλωνται εις τινα Συνεργατικήν Εταιρείαν προσηκόντως εγγεγραμμένην ως τοιαύτην δυνάμει των διατάξεων του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, εάν δε μετά την εξόφλησιν των ως εν τοις ανωτέρω οφειλών υφίσταται εισέτι περίσσευμα τι του εκπλειστηριάσματος τούτο καταβάλλεται τω ενυποθήκω οφειλέτη:

Νοείται ότι, οποιαδήποτε τέλη, δικαιώματα κει έξοδα πώλησης καταβάλλονται από τον ενυπόθηκο δανειστή.

(4) Το διά μεταγενεστέρας υποθήκης εξασφαλιζόμενον ποσόν όπερ αναφέρεται εν παραγράφω (ε) του εδαφίου (3) καθορίζεται ως ακολούθως:

(α) εάν ο ενυπόθηκος δανειστής συμμορφούμενος προς την γνωστοποίησιν την δοθείσαν αυτώ υπό του Διευθυντού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 37 παράσχη τω Διευθυντή στοιχεία αποδεικνύοντα το δυνάμει της υποθήκης οφειλόμενον ποσόν, ο Διευθυντής δύναται να θεωρήση τούτο απαιτητόν ως και άπαντα τα έξοδα άτινα κατά την κρίσιν αυτού προσηκόντως εγένοντο υπό του ενυποθήκου δανειστού σχετικώς προς νόμιμα μέτρα ληφθέντα προς είσπραξιν του υπό του υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού( επί τούτω ο Διευθυντής δίδει έγγραφον γνωστοποίησιν εις τον ενυπόθηκον οφειλέτην και τον ενυπόθηκον δανειστήν περί το ποσόν το ούτω θεωρηθέν ως απαιτητόν δυνάμει της τοιαύτης υποθήκης·

(β) εάν ο ενυπόθηκος δανειστής παραλείψη να παράσχη τα εν παραγράφω (α) του παρόντος εδαφίου αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, ο Διευθυντής δύναται να θεωρήση απαιτητόν ολόκληρον το υπό της ειρημένης υποθήκης εξασφαλιζόμενον ποσόν, κατά την έκτασιν του μεγίστου δυνατού ποσού υπό αίρεσιν οφειλής ή υπολοίπου τρέχοντος λογαριασμού εξασφαλιζομένου διά της τοιαύτης υποθήκης, ως και πάντα τόκον πληρωτέον δυνάμει των όρων της τοιαύτης υποθήκης, και ότι ουδεμία δαπάνη εγένετο υπό του ενυποθήκου δανειστού σχετικώς προς νόμιμα μέτρα ληφθέντα προς είσπραξιν του υπό της υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού( επί τούτω ο Διευθυντής δίδει έγγραφον γνωστοποίησιν εις τον ενυπόθηκον οφειλέτην και τον ενυπόθηκον δανειστήν περί το ποσόν το ούτω θεωρηθέν απαιτητόν δυνάμει της τοιαύτης υποθήκης, ουδέν δε μέρος του εκπλειστηριάσματος διατίθεται προς απόσβεσιν της τοιαύτης υποθήκης προ της παρόδου τριάκοντα ημερών από της εκδόσεως της αναφερομένης εν παραγράφω (α) ή, αναλόγως της περιπτώσεως, εν  παραγράφω (β) του παρόντος εδαφίου γνωστοποιήσεως.

(5) Το περί ου η παράγραφος (στ) του εδαφίου (3) οφειλόμενον δυνάμει οιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως ποσόν καθορίζεται ως ακολούθως:

(α) ο Διευθυντής δι’ εγγράφου αυτού γνωστοποιήσεως καλεί τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτήν, όστις προέβη εις εγγραφήν της τοιαύτης αποφάσεως, όπως εντός μηνός παράσχη αυτώ ένορκον δήλωσιν περί το οφειλόμενον δυνάμει της δικαστικής αποφάσεως ποσόν και τας υπ’ αυτού διενεργηθείσας δαπάνας εν σχέσει προς οιαδήποτε μέτρα ληφθέντα προς είσπραξιν του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους·

(β) εάν ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής συμμορφωθή προς την δοθείσαν αυτώ υπό του Διευθυντού συμφώνως ταις διατάξεσι της παραγράφου (α) γνωστοποίησιν, ο Διευθυντής δύναται να θεωρήση ως απαιτητόν το ποσόν όπερ ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής ήθελε καθορίσει ως οφειλόμενον δυνάμει της δικαστικής αποφάσεως ως και πάσας τας δαπάνας αίτινες κατά την κρίσιν του Διευθυντού ευλόγως εγένοντο υπό του πιστωτού εν σχέσει προς την λήψιν μέτρων προς είσπραξιν του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους( επί τούτω ο Διευθυντής δίδει εις τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτήν και τον ενυπόθητον οφειλέτην έγγραφον γνωστοποίησιν περί του ούτω θεωρηθέντος απαιτητού ποσού·

(γ) εάν ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής παραλείψη να συμμορφωθή προς την δοθείσαν αυτώ υπό του Διευθυντού συμφώνως ταις διατάξεσι της παραγράφου (α) γνωστοποίησιν, ο Διευθυντής δύναται να θεωρήση απαιτητόν ολόκληρον το εν τη δικαστική αποφάσει εκτιθέμενον ποσόν, περιλαμβανομένου παντός δυνάμει ταύτης πληρωτέου τόκου ως και πάσης δαπάνης διενεργηθείσης υπό του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτού υπό μορφήν τελών και δικαιωμάτων καταβληθέντων υπ’ αυτού τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω εν σχέσει προς την εγγραφήν της δικαστικής αποφάσεως( επί τούτω ο Διευθυντής δίδει έγγραφον γνωστοποίησιν εις τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτήν και τον ενυπόθηκον οφειλέτην περί του ούτω θεωρηθέντος ως απαιτητού ποσού,

ουδέν δε μέρος του εκπλειστηριάσματος διατίθεται προς εξόφλησιν του δυνάμει της τοιαύτης δικαστικής αποφάσεως οφειλομένου ποσού προ της παρόδου τριάκοντα ημερών από της επιδόσεως της εν παραγράφω (β) ή, αναλόγως της περιπτώσεως, εν παραγράφω (γ) του παρόντος εδαφίου αναφερομένης γνωστοποιήσεως.