Εργασίες που προτίθενται να συμμορφώνονται με το Νόμο και τους Κανονισμούς και θεραπεία αναφορικά με άδειες που δεν συμμορφώνονται με αυτό τον τρόπο

4.-(1) Καμιά άδεια δεν χορηγείται δυνάμει του άρθρου 3 εκτός αν η αρμόδια αρχή ικανοποιείται ότι η εργασία που προβλέπεται ή άλλο ζήτημα, σχετικά με την οποία η άδεια ζητείται είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Νόμου αυτού και των Κανονισμών που εκάστοτε είναι σε ισχύ.

(1Α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, καμιά άδεια που συνεπάγεται κατασκευαστικές εργασίες δεν υλοποιείται, εκτός αν ο αιτητής ικανοποιήσει την αρμόδια αρχή ότι έχει κατάλληλα διορίσει επιβλέποντα μηχανικό για την επίβλεψη του προς εκτέλεσιν έργου:

Νοείται ότι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου δύνανται να προβλέπουν εξαιρέσεις από τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου στις περιπτώσεις στις οποίες αυτές δικαιολογούνται λόγω της περιορισμένης έκτασης ή αξίας του έργου.

(2) Όταν με την αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποδεικνύεται προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι άδεια που χορηγήθηκε κατά ή μετά τη 2η Φεβρουαρίου 1950 δυνάμει του άρθρου 3 δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών που εκάστοτε είναι σε ισχύ και ότι δεν υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, το Δικαστήριο δύναται-

(α) να διατάσσει όπως, εντός τέτοιου χρόνου ως ήθελε οριστεί στο διάταγμα, οποιαδήποτε εργασία ή ζήτημα που διεξάχθηκε ή που έγινε δυνάμει της άδειας αυτής κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί ή μετατραπεί με τέτοιο τρόπο ώστε να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών που εκάστοτε είναι σε ισχύ

(β) να διατάσσει όπως η αρμόδια αρχή ή οποιαδήποτε μέλη, ατομικά, οποιασδήποτε τέτοιας αρχής τα οποία κατείχαν θέση κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας, είτε τα μέλη αυτά εξακολουθούν να κατέχουν θέση είτε όχι (τα οποία στο εξής θα αναφέρονται ως “η παραλείπουσα αρχή” και “οι παραλείποντες” αντίστοιχα) πληρώσουν στον κάτοχο της άδειας που επηρεάζεται από διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει της παραγράφου (α), τέτοια αποζημίωση για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά την οποία υπέστη ο κάτοχος αυτός συνεπεία οποιουδήποτε που έγινε δυνάμει του διατάγματος αυτού, ως το Δικαστήριο ήθελε διατάξει:

Νοείται ότι καμιά αποζημίωση δεν διατάσσεται να καταβληθεί δυνάμει της παραγράφου αυτής, αν κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου ο κάτοχος της άδειας με τη συμπεριφορά του ή με άλλο τρόπο βοήθησε άμεσα ή έμμεσα στη χορήγηση της άδειας αναφορικά με την οποία υποβάλλεται η αίτηση.

(γ) να διατάσσει όπως τα έξοδα κατεδάφισης ή μετακίνησης καταβληθούν από τον κάτοχο της άδειας ή της παραλείπουσας αρχής ή των παραλειπόντων ή από τέτοιους από αυτούς σύμφωνα με τέτοια αναλογία ως το Δικαστήριο ήθελε διατάξει

(δ) ανεξάρτητα του ότι το Δικαστήριο έχει τη γνώμη ότι το σημείο που εγείρεται στην αίτηση θα ηδύνατο να αποφασιστεί υπέρ του αιτούντος, να απορρίπτει την αίτηση, αν ικανοποιείται ότι η παράβαση είναι επουσιώδης φύσης και ότι θα προκαλούσε δυσανάλογη βλάβη στον κάτοχο της άδειας αν χορηγείτο η αίτηση

(ε) να εκδίδει τέτοιο άλλο διάταγμα ως ήθελε απαιτήσει το δίκαιο της υπόθεσης:

Νοείται ότι ο αιτητής δίνει στη σχετική αρμόδια αρχή γνωστοποίηση δέκα τουλάχιστον ημερών για την πρόθεση του να απευθυνθεί προς το Δικαστήριο όπως προνοείται στο άρθρο αυτό:

Νοείται περαιτέρω ότι κανένα διάταγμα δεν εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου αυτού εναντίον οποιουδήποτε μέλους, ατομικά, αρμόδιας αρχής το οποίο αποδεικνύει προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι υπέβαλε ένσταση στην έκδοση της άδειας σχετικά με την οποία υποβάλλεται η αίτηση.

(3) Αίτηση δυνάμει του εδαφίου (2) υποβάλλεται με κλήση η οποία αναφέρει ως τους καθ’ ων η αίτηση τον κάτοχο της άδειας και την παραλείπουσα αρχή ή τους παραλείποντες ή και τους δυο την παραλείπουσα αυτή αρχή και τους παραλείποντες και εφαρμόζεται η δικονομία που καθορίζεται από τους εκάστοτε σε ισχύ Διαδικαστικούς Κανονισμούς σχετικά με πολιτικές διαδικασίες:

Νοείται ότι, όταν η αρμόδια αρχή είναι ο Έπαρχος ή συμβούλιο του οποίου ο Έπαρχος είναι ο Πρόεδρος, καμιά αίτηση δεν υποβάλλεται εκτός από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συναίνεση του:

Νοείται περαιτέρω ότι, όταν ο αιτητής δεν είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου, πριν από την καταχώριση της αίτησης, απαιτεί από τον αιτητή να παρέχει εξασφάλιση για τα έξοδα είτε με την κατάθεση πέντε λιρών ή με την καταβολή τέτοιας άλλης ικανοποιητικής και επαρκούς εξασφάλισης για το ποσό αυτό προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή, σχετικά με τον καθένα από τους καθ’ ων η αίτηση0 κατόπι αυτού το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να διατάσσει περαιτέρω κατάθεση ή να παρέχει περαιτέρω εξασφάλιση και αν ο αιτητής παραλείπει να προβεί στην κατάθεση ή να παρέχει την περαιτέρω εξασφάλιση η αίτηση απορρίπτεται.

(4) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-

“Δικαστήριο” σημαίνει Δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας

“ενδιαφερόμενο πρόσωπο” σημαίνει πρόσωπο το οποίο συνήθως διαμένει εντός της περιοχής στην οποία βρίσκεται η ιδιοκτησία σχετικά με την οποία εκδόθηκε η άδεια και, σε περίπτωση Δήμου, το όνομα του οποίου επίσης φαίνεται στον κατάλογο εκλογέων του Δήμου αυτού και περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, αν και δεν διαμένει με αυτό τον τρόπο, είναι ιδιοκτήτης ακίνητης ιδιοκτησίας που γειτονεύει στενά με την εργασία που διεξάχθηκε ή το ζήτημα που διενεργήθηκε δυνάμει της άδειας σχετικά με την οποία υποβάλλεται η αίτηση.