Διάταγμα αναστολής λειτουργίας επιχείρησης ή οικονομικής δραστηριότητας

7Β.-(1) Σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7, μέλος της Αστυνομίας, κατ’ εντολήν του Αρχηγού της Αστυνομίας, δύναται να υποβάλει στο δικαστήριο μονομερή (ex parte) αίτηση σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώριση κατηγορητηρίου και το δικαστήριο δύναται να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αναστολής της λειτουργίας της επιχείρησης ή της οικονομικής δραστηριότητας που διεξάγεται σε οποιοδήποτε υποστατικό ή χώρο που συνδέεται με το εκδικαζόμενο αδίκημα, αφού ικανοποιηθεί ότι-

(α) το κατηγορητήριο περιέχει αναφορά σε αδικήματα προβλεπόμενα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και

(β) υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία που συνδέει συγκεκριμένο πρόσωπο ή υποστατικό ή τόπο με το εκδικαζόμενο αδίκημα.

(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμών ή πρακτικής, για την έκδοση των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) διαταγμάτων δεν απαιτείται να συντρέχει οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση ή επείγουσα περίσταση.

(3) Ως προς τον τύπο και τη διαδικασία έκδοσης του προβλεπόμενου στο εδάφιο (1) διατάγματος εφαρμόζονται οι διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας  που αφορούν στην έκδοση και εκδίκαση παρεμπίπτοντος διατάγματος.

(4) Σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3), εφόσον το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το διάταγμα παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί εντός του καθοριζόμενου σε αυτό χρόνου, ο Αρχηγός της Αστυνομίας προβαίνει στην εκτέλεση του διατάγματος και τα έξοδα της εκτέλεσης βαρύνουν το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα, θεωρούνται δε και εισπράττονται ως χρηματική ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

(5) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το οποίο παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με το διάταγμα αυτό εντός της χρονικής περιόδου που τυχόν καθορίζεται σε αυτό, ανεξαρτήτως του αν ο Αρχηγός της Αστυνομίας προχώρησε στην εκτέλεση ή εκτέλεσε το διάταγμα αυτό, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.