Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται σύμφωνα με το Άρθρο 135A του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και σύμφωνα με το Άρθρο 10Α(4) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2025, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο εκδίδουν τον ακόλουθο Διαδικαστικό Κανονισμό.
1. Ο παρών Διαδικαστικός Κανονισμός θα αναφέρεται ως ο περί της Eνάσκησης της Πειθαρχικής Εξουσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 2025.
2. Στον παρόντα Κανονισμό εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει αντίθετη έννοια-
«Ανώτατο Δικαστήριο» σημαίνει το Δικαστήριο που εγκαθιδρύθηκε από το Άρθρο 153 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από την 1η Ιουλίου 2023 ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στα Άρθρα 9(3) και 10(1) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2025.
«Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο» σημαίνει το Δικαστήριο που εγκαθιδρύθηκε από το Άρθρο 133 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από την 1η Ιουλίου 2023 ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στο Άρθρο 9(2) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2025.
«Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο» σημαίνει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο όπως αυτό ορίζεται στο Άρθρο 135A του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και άρχισε τη λειτουργία του την 25η Ιουλίου 2025, σύμφωνα με το Άρθρο 10A(1) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2025.
«Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο» σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο ενεργώντας στο πλαίσιο των εξουσιών του δυνάμει του Άρθρου 10Α(7) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2025 ως Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
«Γενικός Εισαγγελέας» σημαίνει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά το Άρθρο 112 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
«Γραμματέας» σημαίνει τον Γραμματέα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου, δηλαδή τον Αρχιπρωτοκολλητή, ή άλλο Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου που, στην απουσία του Αρχιπρωτοκολλητή, του ανατίθεται από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο να εκτελεί χρέη Γραμματέα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου.
«Δικαστής» σημαίνει τον Πρόεδρο και Δικαστή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
«Δικαστικός Λειτουργός» σημαίνει Δικαστή του Διοικητικού Εφετείου ή πρωτοβάθμιου Διοικητικού Δικαστηρίου.
«Διοικητικό Εφετείο» σημαίνει το δυνάμει του Άρθρου 3Β των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2025, καθιδρυθέν Δικαστήριο.
«Ένσταση» σημαίνει την ένσταση που μπορεί να υποβληθεί αναφορικά με απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου και αναφέρεται στο Άρθρο 10A(7) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2025.
«Έρευνα» σημαίνει την προβλεπόμενη από τον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό έρευνα. Υποκείμενο της έρευνας είναι Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος είναι ενδεχόμενο να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά, ή να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, ή να έχει καταστεί ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντά του.
«Ερευνών Δικαστής» σημαίνει Δικαστή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ή Δικαστή του Διοικητικού Εφετείου, στον οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή έρευνας.
«Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς» σημαίνει τον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς που βρίσκεται αναρτημένος στην ιστοσελίδα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
«Πειθαρχικό παράπτωμα» σημαίνει την άρνηση, παράλειψη, ολιγωρία ή παρέκκλιση από την εκτέλεση του δικαστικού καθήκοντος, συμπεριλαμβανομένης της παραβίασης του περί της Έγκαιρης Έκδοσης Αποφάσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων Διαδικαστικού Κανονισμού του 2025 και, γενικά, συμπεριφορά απαράδεκτη από Δικαστικό Λειτουργό. Σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, υπό τους όρους που τίθενται στην παρ. Β.3 του Οδηγού, δυνατό να συνιστά «πειθαρχικό παράπτωμα».
«Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο» σημαίνει το Διοικητικό Δικαστήριο και το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.
Όροι οι οποίοι δεν ορίζονται στον παρόντα Κανονισμό, έχουν τη σημασία η οποία τους αποδίδεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τους περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμους του 1964 έως 2025, τους περί Δικαστηρίωv Νόμους του 1960 έως (Αρ. 2) του 2024 και το Κεφάλαιο 1.
3. Οποτεδήποτε περιέρχεται σε γνώση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας, αρμοδιοτήτων και εξουσιών του ή κατόπιν παραπόνου, ότι Δικαστικός Λειτουργός δυνατό –
(α) Να έχει καταστεί, κατά το Σύνταγμα, ανίκανος,
(β) να έχει επιδείξει ανάρμοστη, κατά το Σύνταγμα, συμπεριφορά,
(γ) να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα,
θέτει υπόψη του Δικαστικού αυτού Λειτουργού τα εις χείρας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στοιχεία ή τους προβληθέντες ισχυρισμούς και ζητά τις απόψεις του μέσα σε καθορισμένη προθεσμία.
4. Αφού λάβει τις απόψεις του Δικαστικού Λειτουργού ή, μετά την εκπνοή της προθεσμίας που έχει οριστεί, σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψής του να τις καταθέσει, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας ως προς το ενδεχόμενο ο Δικαστικός Λειτουργός να έχει καταστεί ανίκανος ή να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά ή να έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.
6. Εάν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θεωρήσει ότι δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας, αυτή διενεργείται, με τον τρόπο που ορίζεται πιο κάτω:
7. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ορίζει Ερευνώντα Δικαστή, στον οποίο ανατίθεται η διερεύνηση του θέματος και ο οποίος προχωρεί σε έρευνα το ταχύτερο δυνατό και διεκπεραιώνει το έργο του χωρίς χρονοτριβή.
(α) Στην περίπτωση που ο Δικαστικός Λειτουργός, ο υποκείμενος σε έρευνα, είναι Δικαστής πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η έρευνα ανατίθεται σε Δικαστή του Διοικητικού Εφετείου.
(β) Δικαστής του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ορίζεται ως Ερευνώντας Δικαστής μόνο εφόσον ο Δικαστικός Λειτουργός ο υποκείμενος σε έρευνα είναι Δικαστής του Διοικητικού Εφετείου. Σε τέτοια περίπτωση, ο Ερευνών Δικαστής εξαιρείται της συνθέσεως του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου.
Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, ο Ερευνών Δικαστής βοηθάται στο έργο του από Λειτουργό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, τον οποίο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ήθελε υποδείξει.
8. Πριν την έναρξη της έρευνας, τίθενται υπόψη του Ερευνώντος Δικαστή όλα τα στοιχεία στην κατοχή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
9. Ο Ερευνών Δικαστής λαμβάνει καταθέσεις και συλλέγει στοιχεία από κάθε πρόσωπο, που είναι σε θέση να παράσχει στοιχεία και πληροφορίες, ως προς το αντικείμενο της έρευνας.
10. Στο τέλος οι καταθέσεις, οι οποίες λαμβάνονται και τα στοιχεία τα οποία συλλέγονται, τίθενται υπόψη του υπό διερεύνηση Δικαστικού Λειτουργού, στον οποίο παρέχεται η ευκαιρία να προβεί, μέσα σε καθορισμένη προθεσμία, εάν το επιθυμεί, σε κατάθεση, αφού τύχει προειδοποίησης ότι η εν λόγω κατάθεση είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που καταχωριστεί πειθαρχική διαδικασία εναντίον του.
11. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, ο Eρευνών Δικαστής εάν κρίνει ότι δεν δικαιολογείται η παραπομπή του Δικαστικού Λειτουργού σε δίκη, υποβάλλει αιτιολογημένη έκθεση περί τούτου προς το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
13. Εάν ο Eρευνών Δικαστής είναι της άποψης ότι δικαιολογείται η διεξαγωγή Πειθαρχικής Διαδικασίας ή η καταχώριση αναφοράς, αναλόγως της περιπτώσεως, ετοιμάζει το κατηγορητήριο ή την αναφορά μέσα σε 15 ημέρες και το/την παρουσιάζει προς καταχώριση στον Γραμματέα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου. Στο κατηγορητήριο εκτίθεται η κατηγορία ή οι κατηγορίες και συνοπτικά οι λεπτομέρειες που την στοιχειοθετούν και στην αναφορά περιγράφεται η ανικανότητα και συνοπτικά τα γεγονότα που την στοιχειοθετούν.
14. Το κατηγορητήριο ή η αναφορά, ως η περίπτωση, επιδίδεται στο Δικαστικό Λειτουργό, προς τον οποίο στρέφεται, από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί, μαζί με τις καταθέσεις και όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει στην κατοχή του Ερευνώντος Λειτουργού κατά τη διαδικασία της έρευνας.
15. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των κατηγοριών ή τη φύση της ανικανότητας του Δικαστικού Λειτουργού, αναλόγως της περίπτωσης, να αποφασίσει ότι ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός θα απέχει, εκκρεμούσης της δίκης του, από τα δικαστικά του καθήκοντα.
16. Κατά τη δίκη, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός έχει όλα τα δικαιώματα, που εξασφαλίζει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για τη διάπραξη αδικήματος.
17. Η παρουσίαση της υπόθεσης εναντίον του υπό δίωξη ή υπό αναφορά Δικαστικού Λειτουργού γίνεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή εκπρόσωπο του. Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός καλείται να απαντήσει στην κατηγορία, ή στις κατηγορίες, ή στην αναφορά, ως η περίπτωση. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, ορίζεται ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, ο Γενικός Εισαγγελέας ή εκπρόσωπος του καταθέτει όλες τις καταθέσεις, στοιχεία και πληροφορίες, που έχουν συλλέγει και αφού το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο ακούσει τον υπό δίωξη ή τον υπό αναφορά Δικαστικό Λειτουργό, εκδίδει την απόφασή του.
18. Η διαδικασία εκδίκασης είναι δικαστικής φύσεως και διενεργείται mutatis mutandis ως η ποινική δίκη.
Τηρουμένης της γενικής αυτής πρόνοιας:
(α) κάθε πλευρά έχει το δικαίωμα να προσάγει ή να προκαλεί την εισαγωγή αποδεικτικών μέσων, να εξετάζει μάρτυρες και να αντεξετάζει τους μάρτυρες της άλλης πλευράς, όπως ο Νόμος ορίζει.
(β) Οι μάρτυρες δίδουν τον νενομισμένο όρκο ή βεβαίωση.
19. (α) Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να ρυθμίζει την ενώπιον του διαδικασία, κατά την κρίση του, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και το τελέσφορο της ενώπιον του διαδικασίας, διαφυλάττοντας εν πάση περιπτώσει τα δικαιώματα του Δικαστικού Λειτουργού.
(β) Άνευ επηρεασμού της παραπάνω γενικής πρόνοιας το Συμβούλιο σε οποιοδήποτε στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης, ή σε προηγούμενο στάδιο, δύναται να εκδώσει οδηγίες, περιλαμβανομένων οδηγιών αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας δημοσίως ή κεκλεισμένων των θυρών, εν όλω ή εν μέρει, την κατάθεση παραδεκτών γεγονότων, την ανταλλαγή και αποκάλυψη εγγράφων, τον περιορισμό του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων, την κατάθεση γραπτών αγορεύσεων, τον τρόπο και τον χρόνο προσαγωγής μαρτυρίας ως και οποιεσδήποτε άλλες οδηγίες.
20. Μετά το πέρας της δίκης, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, στην περίπτωση δίωξης, κατά πόσο έχει αποδειχθεί ότι ο υπό δίωξη Δικαστικός Λειτουργός είναι ένοχος –
(α) Ανάρμοστης συμπεριφοράς· ή
(β) πειθαρχικού παραπτώματος,
ως η περίπτωση, και, στην περίπτωση αναφοράς, κατά πόσο ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος.
21. Εφόσον το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί η κατηγορία ή οι κατηγορίες εναντίον του υπό δίωξη Δικαστικού Λειτουργού, τον αθωώνει και τον απαλλάττει.
22. Εφόσον το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος, απορρίπτει την αναφορά.
23. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος, έχει το δικαίωμα να ακουστεί πριν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο προχωρήσει στην επιβολή της ποινής.
24. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς, απολύεται ως προβλέπει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (Άρθρο 133.7(4), και κατ’ ακολουθίαν του Άρθρου 135Α.3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας).
25. Δικαστικός Λειτουργός ο οποίος κρίνεται ανίκανος, αποχωρεί ως προβλέπει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (Άρθρο 133.7(3) και κατ’ ακολουθίαν του Άρθρου 135Α.3 του Συντάγματος).
26. Σε Δικαστικό Λειτουργό, ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος, επιβάλλεται
(α) Γραπτή προειδοποίηση ή
(β) Γραπτή επίπληξη ή
(γ) Επίπληξη η οποία δημοσιεύεται ή
(δ) Στέρηση του δικαιώματος διορισμού σε ανώτερη δικαστική θέση για περίοδο μέχρι πέντε (5) χρόνια ή
(ε) Πρόωρη αφυπηρέτηση ή
(στ) Απόλυση.
Οι ανωτέρω ποινές, πλην (α) και (β), δημοσιεύονται και ενημερώνεται σχετικά ο προσωπικός φάκελος του Δικαστικού Λειτουργού.