Δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου Δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου
13.

13. Εάν ο Eρευνών Δικαστής είναι της άποψης ότι δικαιολογείται η διεξαγωγή Πειθαρχικής Διαδικασίας ή η καταχώριση αναφοράς, αναλόγως της περιπτώσεως, ετοιμάζει το κατηγορητήριο ή την αναφορά μέσα σε 15 ημέρες και το/την παρουσιάζει προς καταχώριση στον Γραμματέα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου. Στο κατηγορητήριο εκτίθεται η κατηγορία ή οι κατηγορίες και συνοπτικά οι λεπτομέρειες που την στοιχειοθετούν και στην αναφορά περιγράφεται η ανικανότητα και συνοπτικά τα γεγονότα που την στοιχειοθετούν.

14.

14. Το κατηγορητήριο ή η αναφορά, ως η περίπτωση, επιδίδεται στο Δικαστικό Λειτουργό, προς τον οποίο στρέφεται, από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί, μαζί με τις καταθέσεις και όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει στην κατοχή του Ερευνώντος Λειτουργού κατά τη διαδικασία της έρευνας.

15.

15. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των κατηγοριών ή τη φύση της ανικανότητας του Δικαστικού Λειτουργού, αναλόγως της περίπτωσης, να αποφασίσει ότι ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός θα απέχει, εκκρεμούσης της δίκης του, από τα δικαστικά του καθήκοντα.

16.

16. Κατά τη δίκη, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός έχει όλα τα δικαιώματα, που εξασφαλίζει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για τη διάπραξη αδικήματος.

17.

17. Η παρουσίαση της υπόθεσης εναντίον του υπό δίωξη ή υπό αναφορά Δικαστικού Λειτουργού γίνεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή εκπρόσωπο του. Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός καλείται να απαντήσει στην κατηγορία, ή στις κατηγορίες, ή στην αναφορά, ως η περίπτωση. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, ορίζεται ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, ο Γενικός Εισαγγελέας ή εκπρόσωπος του καταθέτει όλες τις καταθέσεις, στοιχεία και πληροφορίες, που έχουν συλλέγει και αφού το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο ακούσει τον υπό δίωξη ή τον υπό αναφορά Δικαστικό Λειτουργό, εκδίδει την απόφασή του.

18.

18. Η διαδικασία εκδίκασης είναι δικαστικής φύσεως και διενεργείται mutatis mutandis ως η ποινική δίκη.

Τηρουμένης της γενικής αυτής πρόνοιας:

(α) κάθε πλευρά έχει το δικαίωμα να προσάγει ή να προκαλεί την εισαγωγή αποδεικτικών μέσων, να εξετάζει μάρτυρες και να αντεξετάζει τους μάρτυρες της άλλης πλευράς, όπως ο Νόμος ορίζει.

(β) Οι μάρτυρες δίδουν τον νενομισμένο όρκο ή βεβαίωση.

19.

19. (α) Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να ρυθμίζει την ενώπιον του διαδικασία, κατά την κρίση του, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και το τελέσφορο της ενώπιον του διαδικασίας, διαφυλάττοντας εν πάση περιπτώσει τα δικαιώματα του Δικαστικού Λειτουργού.

(β) Άνευ επηρεασμού της παραπάνω γενικής πρόνοιας το Συμβούλιο σε οποιοδήποτε στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης, ή σε προηγούμενο στάδιο, δύναται να εκδώσει οδηγίες, περιλαμβανομένων οδηγιών αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας δημοσίως ή κεκλεισμένων των θυρών, εν όλω ή εν μέρει, την κατάθεση παραδεκτών γεγονότων, την ανταλλαγή και αποκάλυψη εγγράφων, τον περιορισμό του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων, την κατάθεση γραπτών αγορεύσεων, τον τρόπο και τον χρόνο προσαγωγής μαρτυρίας ως και οποιεσδήποτε άλλες οδηγίες.

20.

20. Μετά το πέρας της δίκης, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, στην περίπτωση δίωξης, κατά πόσο έχει αποδειχθεί ότι ο υπό δίωξη Δικαστικός Λειτουργός είναι ένοχος –

(α) Ανάρμοστης συμπεριφοράς· ή

(β) πειθαρχικού παραπτώματος,

ως η περίπτωση, και, στην περίπτωση αναφοράς, κατά πόσο ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος.

21.

21. Εφόσον το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί η κατηγορία ή οι κατηγορίες εναντίον του υπό δίωξη Δικαστικού Λειτουργού, τον αθωώνει και τον απαλλάττει.

22.

22. Εφόσον το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος, απορρίπτει την αναφορά.

23.

23. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος, έχει το δικαίωμα να ακουστεί πριν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο προχωρήσει στην επιβολή της ποινής.

24.

24. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς, απολύεται ως προβλέπει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (Άρθρο 133.7(4), και κατ’ ακολουθίαν του Άρθρου 135Α.3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας).

25.

25. Δικαστικός Λειτουργός ο οποίος κρίνεται ανίκανος, αποχωρεί ως προβλέπει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (Άρθρο 133.7(3) και κατ’ ακολουθίαν του Άρθρου 135Α.3 του Συντάγματος).

26.

26. Σε Δικαστικό Λειτουργό, ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος, επιβάλλεται

(α) Γραπτή προειδοποίηση ή

(β) Γραπτή επίπληξη ή

(γ) Επίπληξη η οποία δημοσιεύεται ή

(δ) Στέρηση του δικαιώματος διορισμού σε ανώτερη δικαστική θέση για περίοδο μέχρι πέντε (5) χρόνια ή

(ε) Πρόωρη αφυπηρέτηση ή

(στ) Απόλυση.

Οι ανωτέρω ποινές, πλην (α) και (β), δημοσιεύονται και ενημερώνεται σχετικά ο προσωπικός φάκελος του Δικαστικού Λειτουργού.

27

27. Επηρεαζόμενος Δικαστικός Λειτουργός δύναται να υποβάλει Ένσταση εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου, στο Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο.