Αυτή είναι η τελευταία ενoποιημένη έκδοση της διάταξης αυτής. |
ΜΕΡΟΣ 41 : ΕΦΕΣΕΙΣ
41.1. Πεδίο Εφαρμογής και ερμηνεία
(1) Οι κανονισμοί του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται σε εφέσεις στο Εφετείο κατά την άσκηση πολιτικής δικαιοδοσίας.
(2) Στο παρόν Μέρος:
(α) η «έφεση» περιλαμβάνει έφεση υπό μορφή υπομνήματος·
(β) «Εφετείο» σημαίνει το δικαστήριο, το οποίο καθιδρύεται δυνάμει των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ. 3) του 2022, (Ν. 33/1964), («ο Νόμος»)·
(γ) «κατώτερο δικαστήριο» σημαίνει το δικαστήριο επί της αποφάσεως του οποίου ασκείται έφεση·
(δ) «εφεσείων» σημαίνει πρόσωπο το οποίο ασκεί ή επιδιώκει να ασκήσει έφεση·
(ε) «εφεσίβλητος» σημαίνει :
(i) πρόσωπο άλλο από τον εφεσείοντα, το οποίο ήταν διάδικος στη διαδικασία στο κατώτερο δικαστήριο και το οποίο επηρεάζεται από την έφεση· και
(ii) πρόσωπο στο οποίο επιτρέπει το Εφετείο να καταστεί διάδικος στην έφεση·
(στ) «ειδοποίηση έφεσης» σημαίνει ειδοποίηση εφεσείοντα ή ειδοποίηση εφεσιβλήτου.
(3) Το παρόν Μέρος τελεί υπό την αίρεση οποιουδήποτε κανονισμού ή νομοθεσίας που καθορίζει ειδικές πρόνοιες αναφορικά με οποιαδήποτε κατηγορία εφέσεων.
(4) Οι παρόντες κανονισμοί εφαρμόζονται σε εφέσεις στο Εφετείο όπου αυτό είναι πρακτικά εφικτό.
(5) Τα έντυπα των ειδοποιήσεων έφεσης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος Μέρους.
(6) Το Εφετείο είναι δεόντως συντεθειμένο για τον σκοπό της άσκησης οποιωνδήποτε από τις αρμοδιότητές του αν αποτελείται από έναν ή περισσότερους δικαστές, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου.
[τα άρθρα 3Α, 9(4), 11(5), 22(2) και 23 του Νόμου αναφέρονται στην καθίδρυση, τη δικαιοδοσία και σε πτυχές αναφορικά με τη λειτουργία του Εφετείου]
(1) Εφεσείων δύναται να καταχωρίσει έφεση με ειδοποίηση εφεσείοντα, Έντυπο αρ.ΕΕ63 ή Έντυπο αρ.ΕΕ64, μικρές απαιτήσεις.
(2) Ο εφεσείων οφείλει να καταχωρίσει την ειδοποίηση εφεσείοντα στο κατώτερο δικαστήριο, η απόφαση του οποίου αποτελεί αντικείμενο της έφεσης, συνοδευόμενη από το κατάλληλο τέλος:
(α) εντός 42 ημερών από την έκδοση της απόφασης προκειμένου για τελική απόφαση· ή
(β) εντός 14 ημερών από την έκδοση της απόφασης προκειμένου για ενδιάμεση απόφαση επί οποιουδήποτε θέματος το οποίο δεν κρίνει τελικά την απαίτηση.
(3) Εκτός αν το Εφετείο διατάξει διαφορετικά, η ειδοποίηση εφεσείοντα πρέπει να επιδίδεται σε κάθε εφεσίβλητο:
(α) το συντομότερο δυνατόν· και
[Δ.Κ. 26.07.2024] (β) σε κάθε περίπτωση εντός
[Κείμενο διαγράφηκε από: Δ.Κ. 26.07.2024:] 21 [Προστέθηκε από: Δ.Κ. 26.07.2024:] 28 ημερών, από την καταχώρισή της.
(4) Η ειδοποίηση εφεσείοντα πρέπει να αναφέρει τους λόγους έφεσης και την αιτιολογία τους και να υποστηρίζεται από τα έγγραφα τα οποία παρατίθενται στο σχετικό έντυπο.
(5) Όταν ο εφεσείοντας διαμένει στην Κύπρο, ειδοποίηση εφεσείοντα η οποία παρουσιάζεται από δικηγόρο δεν καταχωρίζεται εκτός αν συνοδεύεται από γραπτό έντυπο διορισμού δικηγόρου σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 5, με τις ανάλογες αλλαγές. Ειδοποίηση εφεσείοντα μπορεί να καταχωριστεί κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, χωρίς να συνοδεύεται από έντυπο διορισμού δικηγόρου εφόσον αποδειχθεί καλή αιτία.
[Οι κανονισμοί 41.16(7) και (8) προβλέπουν σε σχέση με το περιεχόμενο περιγράμματος αγόρευσης]
41.3. Ειδοποίηση εφεσιβλήτου (σημείωμα εμφάνισης / αντέφεση)
(1) Εφεσίβλητος δύναται να καταχωρίσει και επιδώσει ειδοποίηση εφεσιβλήτου, Έντυπο αρ.ΕΕ65.
[Δ.Κ. 29.9.2023] (2) Ο Εφεσίβλητος ο οποίος επιθυμεί να εμφανιστεί στην έφεση και να ζητήσει την επικύρωση της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου ολικώς ή μερικώς ή να εμφανιστεί και να εφεσιβάλει ή να ζητήσει από το Εφετείο να επικυρώσει την απόφαση τού κατώτερου δικαστηρίου για λόγους διαφορετικούς ή πρόσθετους από εκείνους οι οποίοι δόθηκαν από το κατώτερο δικαστήριο, οφείλει να καταχωρίσει ειδοποίηση εφεσιβλήτου.
[Δ.Κ. 29.9.2023] (3) Η ειδοποίηση εφεσιβλήτου πρέπει να καταχωρίζεται εντός 28 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία επιδίδεται στον εφεσίβλητο η ειδοποίηση εφεσείοντα.
(4) Εκτός αν το Εφετείο διατάξει διαφορετικά, η ειδοποίηση εφεσιβλήτου πρέπει να επιδίδεται στον εφεσείοντα και σε οποιοδήποτε άλλο εφεσίβλητο:
(α) το συντομότερο δυνατόν· και
(β) σε κάθε περίπτωση εντός 7 ημερών, από την καταχώρισή της.
(5) Η ειδοποίηση εφεσιβλήτου πρέπει να αναφέρει τους λόγους έφεσης και την αιτιολογία τους και να υποστηρίζεται από τα έγγραφα τα οποία παρατίθενται στο κατάλληλο έντυπο.
[Δ.Κ. 29.9.2023] (6) Όταν ο εφεσίβλητος διαμένει στην Κύπρο, ειδοποίηση εφεσιβλήτου η οποία παρουσιάζεται από δικηγόρο δεν καταχωρίζεται εκτός αν συνοδεύεται από γραπτό έντυπο διορισμού δικηγόρου σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 11, με τις ανάλογες αλλαγές. Ειδοποίηση εφεσιβλήτου μπορεί να καταχωριστεί κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, χωρίς να συνοδεύεται από έντυπο διορισμού δικηγόρου εφόσον αποδειχθεί καλή αιτία.
[Οι κανονισμοί 41.16(7) και (8) προβλέπουν σε σχέση με το περιεχόμενο περιγράμματος αγόρευσης]
41.4. Διαχείριση της έφεσης - προδικασία
(1) Το Εφετείο δύναται να ορίσει ημερομηνία για να δώσει οδηγίες για τη διαχείριση της έφεσης και για προδικασία, στην παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους.
(2) Το Εφετείο κατά το στάδιο της προδικασίας δύναται:
(α) να δώσει οδηγίες για την καταχώριση οποιασδήποτε αίτησης από τον εφεσείοντα ή τον εφεσίβλητο·
(β) να δώσει οδηγίες για την καταχώριση περιγραμμάτων αγόρευσης από κάθε ένα από τους διαδίκους όπως προβλέπεται στον κανονισμό 16 του παρόντος Μέρους·
(γ) να ορίσει ημερομηνία ακρόασης της έφεσης. Η έφεση δεν ορίζεται για ακρόαση πριν την ετοιμασία των σχετικών πρακτικών του κατώτερου δικαστηρίου·
(δ) να δώσει οδηγίες για επίσπευση της ακρόασης της έφεσης·
(ε) να δώσει οδηγίες όπως η ακρόαση δύο ή περισσότερων εφέσεων οι οποίες εκκρεμούν στην ίδια ή σε συναφή διαδικασία πραγματοποιηθούν μαζί ή διαδοχικά·
(στ) να εξετάσει αν η ειδοποίηση έφεσης συνάδει προς τους κανονισμούς, να επιληφθεί κάθε συναφούς θέματος και να εκδώσει την πρέπουσα διαταγή ή οδηγία σε σχέση με οποιαδήποτε παρατυπία και την τυχόν θεραπεία της·
(ζ) να εξετάσει κατά πόσο οι διάδικοι έχουν συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διαταγή του κατώτερου δικαστηρίου ή του Εφετείου που αφορά ή άπτεται της ειδοποίησης έφεσης και να εκδώσει οδηγίες προς συμμόρφωση·
(η) να εξετάσει τους λόγους έφεσης προς ακριβή προσδιορισμό των θεμάτων που εγείρουν·
(θ) να πραγματοποιήσει οποιοδήποτε άλλο βήμα ή να δώσει οποιαδήποτε άλλη διαταγή με σκοπό τη διαχείριση της έφεσης και την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού, περιλαμβανομένης της πραγματοποίησης βημάτων με στόχο την υποβοήθηση των διαδίκων στον διακανονισμό της έφεσης.
(3) Έφεση δυνατό να οριστεί για προδικασία μετά από αίτηση οποιουδήποτε των διαδίκων.
(4) Έφεση δυνατό να οριστεί για ακρόαση χωρίς να προηγηθεί προδικασία, οποτεδήποτε το Εφετείο κρίνει τούτο ορθό.
(5) Ο πρωτοκολλητής οφείλει να γνωστοποιεί στους διαδίκους ή τους δικηγόρους τους οποιαδήποτε οδηγία, δυνάμει των παραγράφων (1), (2) (3) και (4).
[Ο κανονισμός 41.17 προβλέπει για τις επιπτώσεις παράλειψης κατά την προδικασία]
41.5. Αντίγραφα
(1) Επίσημο αντίγραφο της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου ή οποιουδήποτε μέρους της μαρτυρίας ή της διαδικασίας στο κατώτερο δικαστήριο εξασφαλίζεται με έξοδα του εφεσείοντα.
(2) Ταυτόχρονα με την καταχώριση της ειδοποίησης έφεσης, κατατίθεται από τον εφεσείοντα στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου στον οποίο παραδίδεται η ειδοποίηση έφεσης ποσό €32 (τριάντα δύο ευρώ) ως προκαταβολή, για την κάλυψη των εξόδων ετοιμασίας αντιγράφων του φακέλου της υπόθεσης (δικογράφων, τεκμηρίων, πρακτικών της δίκης).
(3) Εκτός από τον εφεσείοντα αντίγραφα μπορεί να ζητηθούν, με τους ίδιους όρους και από οποιοδήποτε άλλο μέρος ή πρόσωπο που επηρεάζεται από την έφεση.
(4) Ο εφεσείοντας ή οποιοδήποτε άλλο μέρος εξαιτείται την ετοιμασία των πρακτικών, όπως και o δικηγόρος ο οποίος υποβάλλει το αίτημα εκ μέρους του, υπέχει υποχρέωση για την καταβολή της δαπάνης (τελών) ετοιμασίας των πρακτικών.
(5) Ο Πρωτοκολλητής ετοιμάζει το συντομότερο το μέρος του φακέλου το οποίο κρίνει αναγκαίο για την έφεση.
(6) Ο Πρωτοκολλητής μπορεί να ζητήσει επ` αυτού τις απόψεις των διαδίκων και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που επηρεάζεται από την ειδοποίηση έφεσης.
(7) Όταν ετοιμαστεί ο φάκελος, κοινοποιείται το γεγονός στον εφεσείοντα και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος είχε αποταθεί για ετοιμασία του, γνωστοποιούνται τα καταβλητέα τέλη και καλείται o αιτηθείς την ετοιμασία του να τον παραλάβει.
(8) Σε περίπτωση παράλειψης του αιτητή ή του δικηγόρου του να καταβάλουν τα νενομισμένα τέλη ή μέρος τους, η είσπραξή τους, περιλαμβανομένου παντός υπολοίπου μπορεί να διαταχθεί από τον Πρόεδρο του Εφετείου ή οποιοδήποτε μέλος του, μετά από αίτηση Πρωτοκολλητή του Εφετείου.
(9) Αν η έφεση εγκαταλειφθεί πριν την ετοιμασία του φακέλου ή μέρους του, δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε τέλος ή καταβάλλεται τέλος σύμφωνα με το μέρος που έχει ετοιμαστεί ανάλογα με την περίπτωση.
(10) Το ποσό των €32 (τριάντα δύο ευρώ) της προκαταβολής δεν επιστρέφεται στον αιτητή ή στο δικηγόρο του αν η έφεση εγκαταλειφθεί πριν την ετοιμασία του φακέλου, ούτε επιστρέφεται ανάλογο τέλος σε περίπτωση που τα τέλη για την ετοιμασία του φακέλου είναι μικρότερα της προκαταβολής.
41.6. Διαφοροποίηση προθεσμίας
[Δ.Κ. 26.07.2024] (1) Αίτηση για διαφοροποίηση προθεσμίας για καταχώριση ειδοποίησης έφεσης, υποβάλλεται στο κατώτερο δικαστήριο ή στο Εφετείο.
[Προστέθηκε από: Δ.Κ. 26.07.2024:] Η αίτηση υποβάλλεται πρώτα στο κατώτερο δικαστήριο και σε περίπτωση απόρριψης, στο Εφετείο. (2) Οι διάδικοι δεν δύνανται να συμφωνήσουν να παρατείνουν οποιαδήποτε ημερομηνία ή χρόνο ο οποίος ορίζεται από:
(α) τους παρόντες κανονισμούς· ή
(β) διάταγμα του Εφετείου ή του κατώτερου δικαστηρίου.
[Ο κανονισμός 3.1(2)(α) προνοεί ότι το δικαστήριο δύναται να παρατείνει ή βραχύνει τον χρόνο συμμόρφωσης με οποιονδήποτε κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα (ακόμα και αν υποβληθεί αίτηση παράτασης μετά τη λήξη του χρόνου συμμόρφωσης)].
[Ο κανονισμός 3.1(2)(β) προνοεί ότι το δικαστήριο δύναται να αναβάλει ή να επισπεύσει μια ακρόαση].
41.7. Αναστολή
(1) (α) Εκτός αν το Εφετείο ή το κατώτερο δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η έφεση δεν επενεργεί ως αναστολή οποιουδήποτε διατάγματος ή απόφασης τού κατώτερου δικαστηρίου.
(β) Αίτηση για αναστολή διατάγματος ή απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου γίνεται πρώτα στο κατώτερο Δικαστήριο.
41.8. Τροποποίηση ειδοποίησης έφεσης
(1) Ειδοποίηση έφεσης δεν μπορεί να τροποποιηθεί χωρίς την άδεια του Εφετείου.
41.9. Διαγραφή ειδοποιήσεων έφεσης και παραμερισμός ή επιβολή όρων
(1) Το Εφετείο δύναται κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα:
(α) να διαγράψει ειδοποίηση έφεσης εν όλω ή εν μέρει·
(β) να επιβάλει ή να διαφοροποιήσει όρους υπό τους οποίους μπορεί να ασκηθεί έφεση.
(2) Το Εφετείο ασκεί τις εξουσίες του, δυνάμει της παραγράφου (1) μόνο όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος να το πράξει και αφού ακούσει τον επηρεαζόμενο διάδικο.
(3) Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.
41.10. Συναινετική διεκπεραίωση αιτήσεων και εφέσεων
(1) Εφεσείων δύναται με γραπτή ειδοποίηση να ζητήσει από το Εφετείο να απορρίψει έφεση ή αίτηση την οποία ο ίδιος καταχώρισε. Αν το αίτημα γίνει δεκτό, το Εφετείο δύναται να διατάξει τον εφεσείοντα να καταβάλει τα έξοδα τής έφεσης ή της αίτησης.
(2) Αν ο εφεσείων επιθυμεί την απόρριψη τής έφεσης ή της αίτησης χωρίς έξοδα, το αίτημα τού πρέπει να συνοδεύεται από επιστολή υπογεγραμμένη από τον εφεσίβλητο, στην οποία να δηλώνεται ότι ο εφεσίβλητος συναινεί.
(3) Σε περίπτωση επίτευξης διακανονισμού για απόρριψη της έφεσης ή της αίτησης, οι διάδικοι δύνανται να υποβάλουν από κοινού αίτημα στο Εφετείο για συναινετική απόρριψη της έφεσης ή της αίτησης. Αν το αίτημα εγκριθεί, η έφεση ή η αίτηση, απορρίπτεται.
(4) Το Εφετείο δύναται να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση ή διάταγμα κατώτερου δικαστηρίου χωρίς να αποφασίσει την ουσία της έφεσης με συναίνεση των διαδίκων, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν καλοί και επαρκείς λόγοι για να το πράξει. Το Εφετείο δύναται να εξετάσει αίτημα από όλους τους διαδίκους για έγκριση έφεσης ή αίτησης με βάση τα έγγραφα.
(5) Όταν ένας από τους διαδίκους είναι παιδί ή προστατευμένος διάδικος, για απόρριψη έφεσης ή αίτησης απαιτείται η έγκριση του Εφετείου.
41.11. Διατάγματα για περιορισμό των ανακτήσιμων εξόδων έφεσης – γενικά
(1) Σε οποιαδήποτε διαδικασία στην οποία η ανάκτηση εξόδων πρωτόδικα συνήθως περιορίζεται ή εξαιρείται, το Εφετείο δύναται να εκδώσει διάταγμα όπως τα ανακτήσιμα έξοδα της έφεσης περιοριστούν στην έκταση που καθορίζει το Εφετείο.
(2) Κατά την έκδοση τέτοιου διατάγματος το Εφετείο λαμβάνει υπόψη του:
(α) τις οικονομικές δυνατότητες όλων των διαδίκων·
(β) όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης· και
(γ) την ανάγκη διευκόλυνσης της πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
(3) Αν η έφεση εγείρει ζήτημα αρχής ή πρακτικής αναφορικά με το οποίο μπορεί να διακυβευθούν σημαντικά ποσά, ενδέχεται να μην ενδείκνυται η έκδοση διατάγματος, δυνάμει της παραγράφου (1).
(4) Αίτηση για τέτοιο διάταγμα πρέπει να υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν και αποφασίζεται χωρίς ακρόαση εκτός αν το Εφετείο διατάξει διαφορετικά.
41.12. Εξουσίες Εφετείου
(1) Σε σχέση με έφεση το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου δικαστηρίου.
(2) Το Εφετείο έχει εξουσία:
(α) να επικυρώνει, παραμερίζει ή διαφοροποιεί διάταγμα ή απόφαση η οποία εκδόθηκε από το κατώτερο δικαστήριο·
(β) να παραπέμπει απαίτηση ή ζήτημα για απόφαση από το κατώτερο δικαστήριο·
(γ) να διατάσσει νέα δίκη ή ακρόαση·
(δ) να εκδίδει διαταγές για την καταβολή τόκου·
(ε) να εκδίδει διαταγή αναφορικά με τα έξοδα·
(στ) να παραπέμπει στο Ανώτατο Δικαστήριο, με υπόμνημα, έφεση επί θέματος μείζονος δημόσιου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, (άρθρο 9(3)(β) του Νόμου).
Το υπόμνημα συνοδευόμενο από πλήρες αντίγραφο του φακέλου της έφεσης πρέπει να προσδιορίζει σε χωριστές παραγράφους:
(i) το ιστορικό της διαδικασίας,
(ii) τα επίδικα θέματα της υπόθεσης,
(iii) τους λόγους μείζονος δημόσιου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του Δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου με ειδική αναφορά στις αποφάσεις που επιβάλλουν κατά την κρίση του Εφετείου την παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο, και
(iv) σε Παράρτημα τα ουσιώδη έγγραφα που κατατέθηκαν στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου.
(3) Το Εφετείο δύναται να ασκήσει τις εξουσίες του σε σχέση με ολόκληρο ή μέρος απόφασης ή διατάγματος τού κατώτερου δικαστηρίου.
[Το Μέρος 3 περιέχει γενικούς κανονισμούς αναφορικά με τις εξουσίες του δικαστηρίου για διαχείριση υποθέσεων].
(4) Αν το Εφετείο:
(α) διαγράψει ειδοποίηση εφεσείοντα· ή
(β) απορρίψει έφεση,
και κρίνει ότι η ειδοποίηση εφεσείοντα ή η έφεση είναι ανυπόστατη, εφαρμόζει τις πρόνοιες της παραγράφου (5).
(5) Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος (4):
(α) το διάταγμα του Εφετείου καταγράφει το γεγονός ότι κρίνει την αίτηση, την ειδοποίηση εφεσείοντα ή την έφεση ως ανυπόστατη· και
(β) το Εφετείο ταυτόχρονα εξετάζει κατά πόσον είναι κατάλληλο να εκδώσει διάταγμα περιορισμού έγερσης πολιτικών διαδικασιών.
41.13. Ακρόαση εφέσεων
(1) Κάθε έφεση περιορίζεται σε επανεξέταση τής απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου εκτός αν:
(α) το δικαστήριο κρίνει ότι υπό τις περιστάσεις συγκεκριμένης έφεσης θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να γίνει επανακρόαση.
(2) Εκτός αν διατάξει διαφορετικά, το Εφετείο δεν δέχεται:
(α) προφορική μαρτυρία· ή
(β) μαρτυρία η οποία δεν τέθηκε ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου.
(3) Το Εφετείο επιτρέπει έφεση όταν η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου είναι:
(α) λανθασμένη· ή
(β) άδικη λόγω σοβαρής διαδικαστικής ή άλλης παρατυπίας στη διαδικασία ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου.
(4) Το Εφετείο δύναται να εξαγάγει οποιοδήποτε συμπέρασμα γεγονότος το οποίο θεωρεί δικαιολογημένο με βάση τη μαρτυρία.
(5) Κατά την ακρόαση της έφεσης, διάδικος δεν δύναται να στηριχτεί σε θέμα το οποίο δεν περιέχεται στην ειδοποίηση έφεσής του, εκτός αν το Εφετείο δώσει άδεια.
41.14. Μη αποκάλυψη προτάσεων και πληρωμών υπό το Μέρος 35
(1) Το γεγονός ότι έχει γίνει πρόταση ή πληρωμή στο δικαστήριο υπό το Μέρος 35 δεν πρέπει να αποκαλυφθεί σε οποιονδήποτε δικαστή του Εφετείου ο οποίος πρόκειται να εξετάσει ή να αποφασίσει έφεση, μέχρις ότου αποφασιστούν όλα τα ζητήματα (εκτός των εξόδων).
(2) Η παράγραφος (1) δεν εφαρμόζεται αν η πρόταση ή η πληρωμή στο δικαστήριο υπό το Μέρος 35 είναι σχετική με την ουσία της έφεσης.
(3) Η παράγραφος (1) δεν εμποδίζει την αποκάλυψη σε αίτηση στο πλαίσιο διαδικασίας της έφεσης, αν η αποκάλυψη τού γεγονότος ότι έχει γίνει πρόταση ή πληρωμή στο δικαστήριο υπό το Μέρος 35 είναι δεόντως σχετική με το προς απόφαση θέμα.
[Ο κανονισμός 35.4 έχει ως αποτέλεσμα, πρόταση υπό το Μέρος 35 η οποία έγινε σε πρωτόδικη δικαστική διαδικασία, να μην έχει επιπτώσεις σε οποιαδήποτε διαδικασία έφεσης. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να γίνει νέα πρόταση υπό το Μέρος 35 σε διαδικασία έφεσης. Ωστόσο, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε πρόταση υπό το Μέρος 35 είτε αυτή έγινε στην αρχική διαδικασία είτε στην έφεση].
41.15. Επανάνοιγμα τελικών εφέσεων
(1) Το Εφετείο δεν επανανοίγει έφεση μετά την έκδοση της τελικής απόφασης εκτός αν:
(α) είναι αναγκαίο να το πράξει προκειμένου να αποφευχθεί πραγματική αδικία·
(β) οι περιστάσεις είναι εξαιρετικές και καθιστούν κατάλληλο το επανάνοιγμα της έφεσης· και
(γ) δεν υπάρχει εναλλακτική αποτελεσματική θεραπεία.
(2) Για την υποβολή αίτησης, δυνάμει του παρόντος κανονισμού για επανάνοιγμα έφεσης μετά την έκδοση τελικής απόφασης είναι αναγκαία η εξασφάλιση άδειας από το Εφετείο.
(3) Δεν υπάρχει δικαίωμα προφορικής ακρόασης αίτησης για άδεια εκτός αν, κατ’ εξαίρεση, δώσει σχετικές οδηγίες ο δικαστής.
(4) Ο δικαστής δεν χορηγεί άδεια χωρίς να δώσει οδηγίες για επίδοση της αίτησης στον άλλο διάδικο στην αρχική έφεση και χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον διάδικο αυτό να προβεί σε παραστάσεις.
(5) Δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης ή αναθεώρησης της απόφασης τού δικαστή επί της αίτησης για άδεια η οποία είναι τελεσίδικη.
(6) Η διαδικασία υποβολής αίτησης για άδεια καθορίζεται στο Μέρος 23.
41.16. Περιγράμματα αγόρευσης
(1) Τα περιγράμματα αγορεύσεων είναι δύο:
(α) περίγραμμα αγόρευσης εφεσείοντα και
(β) περίγραμμα αγόρευσης εφεσίβλητου·
(γ) όπου υπάρχει αντέφεση, το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσίβλητου επεκτείνεται και στην αντέφεση και περιλαμβάνει την επιχειρηματολογία του υπέρ της αντέφεσης·
(δ) στην περίπτωση καταχώρισης περιγράμματος αγόρευσης υπέρ της αντέφεσης, ο εφεσείων καταχωρίζει δεύτερο περίγραμμα αγόρευσης, στο οποίο εκτίθεται η επιχειρηματολογία του σε απάντηση της αντέφεσης.
(2) (α) Εκτός αν δοθούν διαφορετικές οδηγίες, τα περιγράμματα αγορεύσεων καταχωρίζονται μέσα στις προθεσμίες που καθορίζονται πιο κάτω.
(β) Πριν καταχωριστεί το περίγραμμα αγόρευσης επιδίδεται ή παραδίδεται στον αντίδικο και η σχετική ημερομηνία σημειώνεται στο καταχωρούμενο περίγραμμα.
(3) Το περίγραμμα αγόρευσης εφεσείοντα καταχωρίζεται μέσα σε 45 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης οδηγιών για την καταχώριση περιγραμμάτων αγορεύσεων.
(4) (α) Το περίγραμμα αγόρευσης εφεσίβλητου καταχωρίζεται μέσα σε 45 ημέρες από την ημερομηνία επίδοσης ή παραλαβής του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα.
(β) Αν ο εφεσείων παραλείψει να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης, ο εφεσίβλητος (αντεφεσείων) καταχωρίζει, μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, περίγραμμα αγόρευσης το οποίο περιορίζεται στην αντέφεση.
(5) Δεύτερο περίγραμμα αγόρευσης εφεσείοντα σε περίπτωση αντέφεσης καταχωρίζεται μέσα σε 21 ημέρες από την ημερομηνία επίδοσης ή παραλαβής του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσίβλητου.
(6) Η προθεσμία για την υποβολή περιγραμμάτων αγορεύσεων μπορεί να παραταθεί από το Εφετείο, εφόσον κρίνεται ότι το επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης.
(7) Περιεχόμενο περιγράμματος αγόρευσης:
(α) Το περίγραμμα αγόρευσης ενσωματώνει συνοπτικά και περιεκτικά την επιχειρηματολογία υπέρ των θέσεων του διαδίκου στην έφεση ή αντέφεση, ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς επαναλήψεις και αναφορά σε αποφάσεις που επαναλαμβάνουν το ίδιο νομικό σημείο.
(β) Κατά κανόνα, γίνεται αναφορά στην κύρια ή στις κύριες αυθεντίες που υιοθετούν τον κανόνα ή την αρχή δικαίου που επικαλείται ο διάδικος.
(8) Στον καταρτισμό του περιγράμματος αγόρευσης τηρούνται οι ακόλουθες αρχές:
(α) Προσδιορίζονται τα ουσιώδη σημεία στα οποία και επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία. Οι λόγοι έφεσης αναπτύσσονται ξεχωριστά, εκτός αν είναι επάλληλοι ή συναφείς.
(β) Όπου η έφεση αφορά νομικό σημείο, γίνεται αναφορά στη σχετική πρόνοια του Συντάγματος ή του νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και στις βασικές αυθεντίες που άπτονται του σημείου το οποίο συζητείται και εξειδικεύονται τα αποσπάσματα των αποφάσεων που κατ’ εξοχήν στοιχειοθετούν την αρχή που επικαλείται ο διάδικος. Φωτοαντίγραφα των αυθεντιών με υπογραμμισμένα τα ουσιώδη αποσπάσματα επισυνάπτονται.
(γ) Όπου η έφεση αφορά ευρήματα γεγονότων ή συμπεράσματα του κατώτερου δικαστηρίου, γίνεται αναφορά στα σχετικά αποσπάσματα της μαρτυρίας στα πρακτικά και στις αρχές δικαίου που τείνουν να δικαιολογήσουν ή που καθιστούν απαράδεκτη, ανάλογα με την περίπτωση, την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του κατώτερου δικαστηρίου.
(δ) Το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα συνοδεύεται από χρονολογικό πίνακα, στον οποίο παρατίθεται το ιστορικό της διαδικασίας.
(9) Μετά την καταχώριση των περιγραμμάτων αγορεύσεων, η έφεση και η αντέφεση (αν υπάρχει) ορίζονται για ακρόαση. Εκτός αν το Εφετείο διατάξει διαφορετικά, η έφεση και η αντέφεση ακούονται συγχρόνως.
41.17. Παράλειψη εμφάνισης κατά την προδικασία
(1) Παράλειψη εμφάνισης του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου κατά την προδικασία, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης ή της αντέφεσης, αν υπάρχει.
(2) Παράλειψη εμφάνισης του εφεσείοντα κατά την προδικασία, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης, εκτός αν το Εφετείο κρίνει ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την αναβολή της προδικασίας σε μελλοντική ημερομηνία. Αν υπάρχει αντέφεση, το Εφετείο, εκτός όπου κρίνεται επιβεβλημένη η αναβολή της έφεσης, επιλαμβάνεται της αντέφεσης και εκδίδει την πρέπουσα διαταγή και παρέχει τις κατάλληλες οδηγίες.
(3) Παράλειψη εμφάνισης του εφεσίβλητου κατά την προδικασία, συνεπάγεται τη διεξαγωγή της προδικασίας στην απουσία του, εκτός αν το Εφετείο κρίνει ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την αναβολή της προδικασίας σε μελλοντική ημερομηνία. Αν υπάρχει αντέφεση, η απουσία του εφεσίβλητου ενέχει τις ίδιες συνέπειες για την αντέφεση ως η απουσία του εφεσείοντα σε σχέση με την έφεση.
(4) Έφεση ή αντέφεση, η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης διαδίκου να εμφανιστεί κατά την προδικασία, βάσει των παραγράφων (1), (2), (3), μπορεί να επαναφερθεί μετά από αίτηση δια κλήσεως, εάν το Εφετείο το κρίνει πρέπον.
41.18. Παράλειψη καταχώρισης περιγραμμάτων αγόρευσης
(1) Αν ο εφεσείων παραλείψει να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης, η έφεση απορρίπτεται. Αν υπάρχει αντέφεση εφόσον έχει καταχωριστεί περίγραμμα αγόρευσης για την αντέφεση, αυτή ορίζεται για ακρόαση.
(2) Αν ο εφεσίβλητος παραλείψει να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης, η έφεση ορίζεται για ακρόαση και ο εφεσίβλητος δε δικαιούται να ακουστεί κατά την ακρόαση της έφεσης.
(3) Αν ο εφεσίβλητος παραλείψει να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης υπέρ της αντέφεσης, αυτή απορρίπτεται.
(4) Στο τέλος εκάστου μηνός, ο Πρωτοκολλητής του Εφετείου ετοιμάζει κατάλογο των εφέσεων στις οποίες οι διάδικοι παρέλειψαν να καταχωρίσουν περιγράμματα αγορεύσεων και θέτει τον κατάλογο ενώπιον του αρμοδίου Εφετείου, το οποίο επιλαμβάνεται του θέματος.
(5) Έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή του εφεσιβλήτου ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν.
41.19. Παράλειψη εμφάνισης κατά την ακρόαση έφεσης
(1) Όταν κατά τον ορισμένο χρόνο για την ακρόαση της έφεσης, ουδείς εκ των διαδίκων εμφανίζεται, n έφεση διαγράφεται. Το Εφετείο δύναται να δώσει άδεια για επαναφορά της αν το θεωρεί ορθό και με τέτοιους όρους ως ήθελε κρίνει δίκαιο.
(2) Αν κατά τον ορισμένο χρόνο για την ακρόαση της έφεσης, οποιοσδήποτε από τους διαδίκους είναι απών, το Εφετείο πρέπει να ζητήσει απόδειξη της δέουσας επίδοσης στον μη εμφανισθέντα διάδικο της ειδοποίησης της ημερομηνίας ορισμού, εκτός αν πρόκειται για τον διάδικο κατόπιν αιτήσεως του οποίου ορίσθηκε n εν λόγω ημερομηνία.
(3) Αν κατά τον ορισμένο χρόνο για την ακρόαση της έφεσης, ο εφεσίβλητος εμφανίζεται και ο εφεσείων παραλείπει να εμφανιστεί, n έφεση μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του εφεσίβλητου, να απορριφθεί ή να τύχει διαφορετικού χειρισμού ως το Εφετείο κρίνει δίκαιο.
(4) Έφεση που απορρίπτεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, επαναφέρεται αν αποδειχθεί ότι n μη εμφάνιση του εφεσείοντα οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεών του, με αποτέλεσμα n μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος του να ακουστεί.
(5) Αν κατά τον ορισμένο χρόνο για την ακρόαση της έφεσης ο εφεσείων παρουσιάζεται και ο εφεσίβλητος παραλείπει να εμφανιστεί, το Εφετείο αφού αποδειχθεί δέουσα επίδοση στον εφεσίβλητο της ειδοποίησης ακρόασης της έφεσης, δύναται να ακούσει τον εφεσείοντα και να εκδικάσει την έφεση ως αν ο εφεσίβλητος να ήταν παρών.
41.20. Διαδικασία κατά την ακρόαση έφεσης
(1) Η ακρόαση της έφεσης αρχίζει με την αγόρευση του εφεσείοντα.
(2) Ακολουθούν η απάντηση του εφεσίβλητου, η οποία καλύπτει και την αντέφεση, (αν υπάρχει), και η ανταπάντηση του εφεσείοντος, στην οποία δίδεται απάντηση και στην αντέφεση του εφεσίβλητου.
(3) Η χρονική διάρκεια της αγόρευσης έκαστου διαδίκου δεν υπερβαίνει τα 30 λεπτά.
(4) Η ανταπάντηση του εφεσείοντα δεν υπερβαίνει τα 10 λεπτά.
(5) 'Οπου υπάρχει αντέφεση, ο χρόνος που παρέχεται για την απάντηση του εφεσίβλητου επεκτείνεται σε 40 λεπτά και ο χρόνος που παρέχεται για την ανταπάντηση του εφεσείοντα επεκτείνεται σε 20 λεπτά.
(6) Οι αγορεύσεις επικεντρώνονται στα ουσιώδη σημεία της έφεσης, χωρίς να προηγείται εισαγωγή στα επίδικα θέματα.
(7) Αναφορά στη νομολογία δεν περιλαμβάνει ανάγνωση αποσπασμάτων από το κείμενο των αποφάσεων.
(8) Ο χρόνος των προφορικών αγορεύσεων μπορεί να παραταθεί, εφόσον το Εφετείο το θεωρεί αναγκαίο.
(9) Στον υπολογισμό του χρόνου των αγορεύσεων, δεν περιλαμβάνεται ο χρόνος που αναλώνεται για την απάντηση σε ερωτήσεις του Εφετείου.
41.21. Αποφάσεις και διατάγματα του Εφετείου
(1) Οι αποφάσεις και τα διατάγματα του Εφετείου επί εφέσεων καταχωρίζονται και εκτελούνται στο Δικαστήριο η απόφαση του οποίου εφεσιβάλλεται.
(2) Εντάλματα εκτέλεσης αποφάσεων ή διαταγμάτων του Εφετείου επί εφέσεων, εκδίδονται από το Δικαστήριο του οποίου n απόφαση εφεσιβάλλεται αφού καταχωριστεί επίσημο αντίγραφο τέτοιας απόφασης ή διατάγματος.
41.22. Έφεση σε σχέση με τα έξοδα
(1) Έφεση που ασκείται επί αποφάσεως με μόνο λόγο εφέσεως τις λανθασμένες οδηγίες ως προς τα έξοδα, ή επί διατάγματος που αφορά στον υπολογισμό ή την αναθεώρηση του υπολογισμού των εξόδων δεν επιτρέπεται παρά μόνο κατόπιν αδείας του Εφετείου ή Δικαστή αυτού.
(2) Άδεια χορηγείται κατόπιν αιτήσεως χωρίς ειδοποίηση μόνο εάν προκύψει ότι οι οδηγίες ή το διάταγμα είναι αντίθετο προς τις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, ή βασίζεται σε παρανόηση γεγονότος ή διατάσσει οποιοδήποτε διάδικο να καταβάλλει έξοδα που προκλήθηκαν χωρίς επαρκή αιτία, από άλλο διάδικο.