Προοίμιο

Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται σύμφωνα με το Άρθρο 163 (2)(στ) του Συντάγματος και το άρθρο 17 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει τον ακόλουθο Διαδικαστικό Κανονισμό.

1.

1. Ο παρών Διαδικαστικός Κανονισμός θα αναφέρεται ως ο περί της Eνάσκησης της Πειθαρχικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 2023.

2.

2.Στον παρόντα Κανονισμό εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει αντίθετη έννοια-

«Ανώτατο Δικαστήριο» σημαίνει το Δικαστήριο που εγκαθιδρύθηκε από το Άρθρο 153 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από την 1η Ιουλίου 2023 ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 9(3) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο» σημαίνει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο όπως αυτό ορίζεται στο Άρθρο 157.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και άρχισε τη λειτουργία του την 1η Ιουλίου 2023, σύμφωνα με το άρθρο 10(5)(α) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο» σημαίνει το Δικαστήριο που εγκαθιδρύθηκε από το Άρθρο 133 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από την 1η Ιουλίου 2023 ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 9(2) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο» σημαίνει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ενεργώντας στο πλαίσιο των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 9(2)(δ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Γενικός Εισαγγελέας» σημαίνει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά το Άρθρο 112 του Συντάγματος.

«Γραμματέας» σημαίνει τον Γραμματέα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, δηλαδή τον Αρχιπρωτοκολλητή, ή άλλο Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου που, στην απουσία του Αρχιπρωτοκολλητή, του ανατίθεται να εκτελεί χρέη Γραμματέα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

«Δικαστής» σημαίνει τον Πρόεδρο και Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

«Δικαστικός Λειτουργός" σημαίνει Δικαστή του Εφετείου ή κατώτερου Δικαστηρίου.

«Ένσταση» σημαίνει την ένσταση που μπορεί να υποβληθεί αναφορικά με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και αναφέρεται στο άρθρο 10(5)(ζ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023.

«Έρευνα» σημαίνει την προβλεπόμενη από τον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό έρευνα. Υποκείμενο της έρευνας είναι Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος είναι ενδεχόμενο να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά, ή να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα ή να έχει καταστεί ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντά του.

«Ερευνών Δικαστής» σημαίνει Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή Δικαστή του Εφετείου, στον οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή έρευνας.

«Εφετείο» σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 3Α των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023, καθιδρυθέν Δικαστήριο.

«Κατώτερο Δικαστήριο» σημαίνει το Επαρχιακό και κάθε άλλο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθιδρυόμενο διά νόμου.

«Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς» σημαίνει τον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς που βρίσκεται αναρτημένος στην ιστοσελίδα του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

«Πειθαρχικό παράπτωμα» περιλαμβάνει την άρνηση, παράλειψη, ολιγωρία ή παρέκκλιση από την εκτέλεση του δικαστικού καθήκοντος και, γενικά, συμπεριφορά απαράδεκτη από Δικαστικό Λειτουργό. Ειδικότερα, σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, υπό τους όρους που τίθενται στην παρ. Β.3 του Οδηγού, δυνατό να συνιστά «πειθαρχικό παράπτωμα».

Όροι οι οποίοι δεν ορίζονται στον παρόντα Κανονισμό, έχουν τη σημασία η οποία τους αποδίδεται από το Σύνταγμα, τους περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμους του 1964 έως 2023 και τους περί Δικαστηρίωv Νόμους του 1960 έως (Αρ.2) του 2023.

Μέρος Προκαταρκτική Εξέταση
3.

3.Οποτεδήποτε περιέρχεται σε γνώση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας, αρμοδιοτήτων και εξουσιών του ή κατόπιν παραπόνου, ότι Δικαστικός Λειτουργός δυνατό –

(α) Να έχει καταστεί ανίκανος,

(β) να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά,

(γ) να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα,

θέτει υπόψη του Δικαστικού αυτού Λειτουργού τα εις χείρας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στοιχεία ή τους προβληθέντες ισχυρισμούς και ζητά τις απόψεις του μέσα σε καθορισμένη προθεσμία.

4.

4.Αφού λάβει τις απόψεις του Δικαστικού Λειτουργού ή, μετά την εκπνοή της προθεσμίας που έχει οριστεί, σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψής του να τις καταθέσει, το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας ως προς το ενδεχόμενο ο Δικαστικός Λειτουργός να έχει καταστεί ανίκανος ή να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά ή να έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.

5.

5.Εάν η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ότι δεν συντρέχουν λόγοι οι οποίοι να δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας τούτο γνωστοποιείται στο Δικαστικό Λειτουργό και στον παραπονούμενο, εάν το θέμα ηγέρθη με παράπονο που υποβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Μέρος Διεξαγωγή Έρευνας
6.

6. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρήσει ότι δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας, αυτή διενεργείται, με τον τρόπο που ορίζεται πιο κάτω:

7.

7.Το Ανώτατο Δικαστήριο ορίζει Ερευνώντα Δικαστή, στον οποίο ανατίθεται η διερεύνηση του θέματος και ο οποίος προχωρεί σε έρευνα το ταχύτερο δυνατό και διεκπεραιώνει το έργο του χωρίς χρονοτριβή.

(α) Στην περίπτωση που ο Δικαστικός Λειτουργός, ο υποκείμενος σε έρευνα, είναι Δικαστής κατώτερου Δικαστηρίου, η έρευνα ανατίθεται σε Δικαστή του Εφετείου.

(β) Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ορίζεται ως Ερευνώντας Δικαστής μόνο εφόσον ο Δικαστικός Λειτουργός ο υποκείμενος σε έρευνα είναι Δικαστής του Εφετείου. Σε τέτοια περίπτωση, ο Ερευνών Δικαστής εξαιρείται της συνθέσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, ο Ερευνών Δικαστής βοηθάται στο έργο του από μέλος ή μέλη της Γραμματείας των Δικαστηρίων.

8.

8.Πριν την έναρξη της έρευνας, τίθενται υπόψη του Ερευνώντος Δικαστή όλα τα στοιχεία στην κατοχή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων, αν υπάρχουν, και των απόψεων του Δικαστικού Λειτουργού, για τον οποίο διεξάγεται η έρευνα.

9.

9.Ο Ερευνών Δικαστής λαμβάνει καταθέσεις και συλλέγει στοιχεία από κάθε πρόσωπο, που είναι σε θέση να παράσχει στοιχεία και πληροφορίες, ως προς το αντικείμενο της έρευνας:

Ο Ερευνών Δικαστής δύναται να αναθέσει τη λήψη καταθέσεων ή τη συλλογή στοιχείων από καθοριζόμενα πρόσωπα σε μέλος της Γραμματείας των Δικαστηρίων.

10.

10.Ο Ερευνών Δικαστής δύναται να λάβει γραπτή ή προφορική κατάθεση από τον Δικαστικό Λειτουργό που υπόκειται σε έρευνα, αναφορικά με την υπόθεση, εάν ο τελευταίος το επιθυμεί, αφού τον προειδοποιήσει ότι η εν λόγω κατάθεση είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που καταχωριστεί πειθαρχική διαδικασία εναντίον του.

11.

11.Στο τέλος οι καταθέσεις, οι οποίες λαμβάνονται, και τα στοιχεία τα οποία συλλέγονται, τίθενται υπόψη του υπό διερεύνηση Δικαστικού Λειτουργού, στον οποίο παρέχεται η ευκαιρία να προβεί, εάν το επιθυμεί, αφού τύχει προειδοποίησης ως άνω, σε κατάθεση ή συμπληρωματική κατάθεση μέσα σε καθορισμένη προθεσμία.

12.

12.Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, ο Eρευνών Δικαστής εάν κρίνει ότι δεν δικαιολογείται η παραπομπή του Δικαστικού Λειτουργού σε δίκη, υποβάλλει αιτιολογημένη έκθεση προς το Ανώτατο Δικαστήριο.

13.

13.Το αποτέλεσμα γνωστοποιείται από το Ανώτατο Δικαστήριο στον υπό διερεύνηση Δικαστικό Λειτουργό και στον παραπονούμενο, εάν η έρευνα είχε ως αφετηρία υποβληθέν παράπονο.

Μέρος Δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου
14.

14.Εάν ο Eρευνών Δικαστής είναι της άποψης ότι δικαιολογείται η διεξαγωγή Πειθαρχικής Διαδικασίας ή η καταχώριση Αναφοράς, αναλόγως της περιπτώσεως, ετοιμάζει το κατηγορητήριο ή την αναφορά μέσα σε 15 ημέρες και το/την παρουσιάζει προς καταχώριση στον Γραμματέα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Στο κατηγορητήριο εκτίθεται η κατηγορία ή οι κατηγορίες και συνοπτικά οι λεπτομέρειες που την στοιχειοθετούν και στην αναφορά περιγράφεται η ανικανότητα και συνοπτικά τα γεγονότα που την στοιχειοθετούν.

15.

15.Το κατηγορητήριο ή η αναφορά, ως η περίπτωση, επιδίδεται στο Δικαστικό Λειτουργό, προς τον οποίο στρέφεται, από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί, μαζί με τις καταθέσεις και όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει στην κατοχή του Ερευνώντος Λειτουργού κατά τη διαδικασία της έρευνας.

16.

16.Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται κατά την κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των κατηγοριών ή τη φύση της ανικανότητας του Δικαστικού Λειτουργού, αναλόγως της περίπτωσης, να αποφασίσει ότι ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός θα απέχει, εκκρεμούσης της δίκης του, από τα δικαστικά του καθήκοντα.

17.

17.Κατά τη δίκη, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός έχει όλα τα δικαιώματα, που εξασφαλίζει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος σε πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για τη διάπραξη αδικήματος.

18.

18.Η παρουσίαση της υπόθεσης εναντίον του υπό δίωξη ή υπό αναφορά Δικαστικού Λειτουργού γίνεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή εκπρόσωπο του. Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός καλείται να απαντήσει στην κατηγορία, ή στις κατηγορίες, ή στην αναφορά, ως η περίπτωση. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, ορίζεται ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης.

Εάν η απάντηση είναι καταφατική, ο Γενικός Εισαγγελέας ή εκπρόσωπος του καταθέτει όλες τις καταθέσεις, στοιχεία και πληροφορίες, που έχουν συλλέγει και αφού το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ακούσει τον υπό δίωξη ή τον υπό αναφορά Δικαστικό Λειτουργό, εκδίδει την απόφασή του.

19.

19.Η διαδικασία εκδίκασης είναι δικαστικής φύσεως και διενεργείται mutatis mutandis ως η ποινική δίκη.

Τηρουμένης της γενικής αυτής πρόνοιας:

(α) κάθε πλευρά έχει το δικαίωμα να προσάγει ή να προκαλεί την εισαγωγή αποδεικτικών μέσων, να εξετάζει μάρτυρες και να αντεξετάζει τους μάρτυρες της άλλης πλευράς, όπως ο Νόμος ορίζει.

(β) Οι μάρτυρες δίδουν τον νενομισμένο όρκο ή βεβαίωση.

20.

20.(α) Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να ρυθμίζει την ενώπιον του διαδικασία κατά την κρίση του, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και το τελέσφορο της ενώπιον του διαδικασίας.

(β) Άνευ επηρεασμού της παραπάνω γενικής πρόνοιας το Συμβούλιο σε οποιοδήποτε στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης, ή σε προηγούμενο στάδιο, δύναται να εκδώσει οδηγίες, περιλαμβανομένων οδηγιών αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας δημοσίως ή κεκλεισμένων των θυρών, εν όλω ή εν μέρει, την κατάθεση παραδεκτών γεγονότων, την ανταλλαγή και αποκάλυψη εγγράφων, τον περιορισμό του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων, την κατάθεση γραπτών αγορεύσεων, τον τρόπο και τον χρόνο προσαγωγής μαρτυρίας ως και οποιεσδήποτε άλλες οδηγίες.

21.

21.Μετά το πέρας της δίκης, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, στην περίπτωση δίωξης, κατά πόσο έχει αποδειχθεί ότι ο υπό δίωξη Δικαστικός Λειτουργός είναι ένοχος –

(α) Ανάρμοστης συμπεριφοράς· ή

(β) πειθαρχικού παραπτώματος,

ως η περίπτωση, και, στην περίπτωση Αναφοράς, κατά πόσο ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος.

22.

22. Εφόσον το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί η κατηγορία ή οι κατηγορίες εναντίον του υπό δίωξη Δικαστικού Λειτουργού, το Δικαστήριο τον αθωώνει και τον απαλλάττει.

23.

23. Εφόσον το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος, απορρίπτει την Αναφορά.

24.

24. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος, έχει το δικαίωμα να ακουστεί πριν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προχωρήσει στην επιβολή της ποινής.

25.

25. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς, απολύεται ως προβλέπει το Σύνταγμα.

26.

26. Δικαστικός Λειτουργός ο οποίος κρίνεται ανίκανος, αποχωρεί ως προβλέπει το Σύνταγμα.

27.

27.Σε Δικαστικό Λειτουργό, ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος, επιβάλλεται

(α) Επίπληξη· ή

(β) Επίπληξη, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

28.

28. Επηρεαζόμενος Δικαστικός Λειτουργός δύναται να υποβάλει Ένσταση εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, στο Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο.

29.

29.Ο περί της Ενάσκησης της Πειθαρχικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022 καταργείται και αντικαθίσταται με τον παρόντα Κανονισμό, πλην σε σχέση με εκκρεμούσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Κανονισμού υποθέσεις.