Προοίμιο

Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 163 του Συντάγματος και το άρθρο 11(4)(ε) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ.3) του 2022, το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει τους ακόλουθους Διαδικαστικούς Κανονισμούς.

Μέρος 1 Ερμηνεία και πεδίο εφαρμογής
Συνοπτικός τίτλος

1. Οι παρόντες Κανονισμοί θα αναφέρονται ως οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί του Ανώτατου Δικαστηρίου του 2023.

Ερμηνεία

2. (1) Στους παρόντες Κανονισμούς, εκτός αν από το κείμενο τους προκύπτει άλλη έννοια:

«Δικαστήριο» σημαίνει το καθιδρυθέν υπό του Νόμου Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας και περιλαμβάνει τον Πρόεδρο ή Δικαστή αυτού, και οποιαδήποτε σύνθεση αυτού περιλαμβανομένης της Ολομέλειας.

«Δικαστής» σημαίνει τον Πρόεδρο ή κάθε άλλο Δικαστή του Δικαστηρίου.

«Έφεση» περιλαμβάνει και αντέφεση.

«Κανονισμοί» σημαίνει τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανώτατου Δικαστηρίου του 2023.

«Μητρώο» σημαίνει το Μητρώο των πολιτικών και ποινικών υποθέσεων ή οποιοδήποτε άλλο Μητρώο ήθελε τηρηθεί για τις ανάγκες του Δικαστηρίου.

«Νόμος» σημαίνει τους περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμους του 1964 έως (Αρ. 3) του 2022.

«Πρωτοκολλητείο» σημαίνει το Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου.

«Πρωτοκολλητής» σημαίνει τον λειτουργό στον οποίο ανατίθενται από το Δικαστήριο καθήκοντα Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 8Α του Νόμου.

Πεδίο εφαρμογής και σκοπός

3. (1) Οι Κανονισμοί εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

(2) Πρωταρχικός σκοπός των Κανονισμών είναι να διασφαλιστεί το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο και ότι το Δικαστήριο θα λειτουργεί δίκαια και αποτελεσματικά.

(3) Το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τους Κανονισμούς με σκοπό τη διασφάλιση της πρόσβασης σε αυτό κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό και προς αποφυγή αχρείαστων διαδικασιών σε σχέση με διαδικαστικά θέματα.

Έντυπα

4.(1) Κάθε έντυπο που προβλέπεται από τους Κανονισμούς συμπληρώνεται ανάλογα με τις ανάγκες της διαδικασίας την οποία αφορά.

Προθεσμίες

5.(1) Το Δικαστήριο δύναται να διαφοροποιήσει οποιαδήποτε προθεσμία η οποία καθορίζεται στους Κανονισμούς, εκτός εάν αυτό αντιβαίνει στις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει την πιο πάνω εξουσία κατόπιν αίτησης διαδίκου ή αυτεπάγγελτα.

(3) Ο Πρωτοκολλητής ενημερώνει τους διαδίκους σε περίπτωση διαφοροποίησης προθεσμίας δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, εκτός όπου η διαφοροποίηση διατάσσεται στην παρουσία τους.

(4) Αίτηση για παράταση χρόνου δύναται να εγκριθεί και μετά την εκπνοή της σχετικής προθεσμίας.

(5) Όταν η περίοδος που καθορίζεται−

(α) από τους Κανονισμούς ή

(β) από οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή διάταγμα,

για την τέλεση οποιασδήποτε πράξης στο Πρωτοκολλητείο, εκπνέει σε ημέρα κατά την οποία το Πρωτοκολλητείο είναι κλειστό, η πράξη αυτή θεωρείται εμπρόθεσμη εφόσον τελεστεί την επόμενη ημέρα κατά την οποία το Πρωτοκολλητείο είναι ανοικτό.

Επίδοση

6. (1) Έγγραφο επιδίδεται με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους−

(α) με επίδοση σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες κανονισμούς ή νόμο.

(β) με τη συγκατάθεση του διαδίκου στον οποίο θα επιδοθεί ή του δικηγόρου του:

(i) μέσω δικαστηριακής θυρίδας,

(ii) με ηλεκτρονικά μέσα,

(iii) μέσω του δικηγόρου του διαδίκου.

(2) Έγγραφο το οποίο επιδίδεται μέσω δικαστηριακής θυρίδας θεωρείται ότι επιδόθηκε την επόμενη μέρα από την τοποθέτηση του στη θυρίδα, μη συμπεριλαμβανομένων των ημερών που το Πρωτοκολλητείο είναι κλειστό.

Καταχώριση

7. (1) Έγγραφο δύναται να καταχωριστεί με οποιανδήποτε από τις ακόλουθες μεθόδους−

(α) παράδοση στο Πρωτοκολλητείο,

(β) με ηλεκτρονικά μέσα.

(2) Ο Πρωτοκολλητής σφραγίζει όλα τα έγγραφα που καταχωρούνται.

(3) Έγγραφα που−

(α) καταχωρίστηκαν ηλεκτρονικά, εφόσον ζητηθεί, πρέπει να παραδίδονται στον Πρωτοκολλητή και σε έντυπη μορφή, και

(β) καταχωρίστηκαν σε έντυπη μορφή πρέπει να αποστέλλονται στον Πρωτοκολλητή και σε ηλεκτρονική μορφή.

Μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς

8.(1) Οποιαδήποτε παράλειψη διαδίκου να συμμορφωθεί με τους Κανονισμούς, δεν καθιστά τη διαδικασία άκυρη ή ακυρώσιμη.

(2) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με οποιαδήποτε πρόνοια των Κανονισμών, το Δικαστήριο δύναται να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες θεωρεί κατάλληλες, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της μη συμμόρφωσης και γενικά τις περιστάσεις της υπόθεσης.

(3) Ο Πρωτοκολλητής δύναται να μην αποδεχθεί οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο δεν συμμορφώνεται με τις πρόνοιες των Κανονισμών και δύναται να ζητήσει οδηγίες από το Δικαστήριο.

Μέρος 2 Αίτηση για χορήγηση άδειας
Έντυπο αίτησης

9. (1) Αίτηση για χορήγηση άδειας δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου, υποβάλλεται σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 1.

(2) Στην Αίτηση επισυνάπτονται:

(α)

(i) η απόφαση ή το διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου,

(ii) η ειδοποίηση έφεσης που καταχωρίστηκε στο Εφετείο,

(iii) η απόφαση ή το διάταγμα του Εφετείου,

(iv) Έκθεση νομικών θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, και

(β) παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια.

(3) Η Αίτηση επιδίδεται σε κάθε άλλο διάδικο.

Προθεσμία καταχώρισης Αίτησης

10. (1) Υπό την επιφύλαξη οποιουδήποτε νόμου ο οποίος προνοεί διαφορετικά, Αίτηση για χορήγηση άδειας υποβάλλεται εντός 42 ημερών από την έκδοση της απόφασης ή του διατάγματος του Εφετείου.

Ειδοποίηση Ένστασης

11. (1) Ειδοποίηση Ένστασης στην Αίτηση καταχωρίζεται εντός 14 ημερών από την επίδοση, σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 2 και αντίγραφο αυτής παραδίδεται στον αιτητή και σε κάθε άλλο διάδικο.

(2) Καθ’ ου η αίτηση ο οποίος δεν καταχωρίζει Ειδοποίηση Ένστασης σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό δεν δύναται να συμμετέχει στη διαδικασία της Αίτησης και δεν θα λαμβάνει ειδοποίηση για την πρόοδο της.

Εκδίκαση Αίτησης για χορήγηση άδειας

12. (1) Η Αίτηση για χορήγηση άδειας εξετάζεται, από σύνθεση Δικαστηρίου από τρείς Δικαστές, στη βάση των καταχωρισθέντων εγγράφων και δίδονται οι ανάλογες οδηγίες ως προς τον τρόπο διεκπεραίωσης της.

(2) Το Δικαστήριο δύναται−

(α) να ζητήσει από τον αιτητή να καταχωρίσει γραπτή αγόρευση, εντός 14 ημερών, και από τον καθ’ ου η αίτηση, εντός περαιτέρω 14 ημερών, ή

(β) να δώσει οδηγίες για τη διεξαγωγή προφορικής ακρόασης.

(3) Όταν το Δικαστήριο ζητά την καταχώριση γραπτών αγορεύσεων, επανεξετάζει την Αίτηση και με βάση τις γραπτές αγορεύσεις και δύναται να ζητήσει προφορικές διευκρινίσεις.

(4) Το Δικαστήριο δύναται να χορηγήσει ή να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας επί όλων ή ορισμένων εκ των εγειρομένων θεμάτων.

(5) Όταν το Δικαστήριο χορηγεί άδεια για την προώθηση ορισμένων εκ των εγειρομένων θεμάτων, θεωρείται ότι αρνείται τη χορήγηση άδειας για τα υπόλοιπα θέματα.

(6) Η απόφαση του Δικαστηρίου συντάσσεται και σφραγίζεται από τον Πρωτοκολλητή.

Προφορική ακρόαση της αίτησης

13. (1) Όταν το Δικαστήριο δίδει οδηγίες για τη διεξαγωγή προφορικής ακρόασης, ο αιτητής και κάθε διάδικος που καταχώρισε ειδοποίηση δυνάμει του Κανονισμού 11, ειδοποιείται για την ημερομηνία και ώρα της προφορικής ακρόασης.

Μέρος 3 Ακρόαση νομικών θεμάτων
Διαδικασία όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια

14. (1) Όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια:

(α) η Έκθεση νομικών θεμάτων (επισυναπτόμενο στην Αίτηση για χορήγηση άδειας δυνάμει του Κανονισμού 9(2)(α)(iv)) θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση,

(β) τα νομικά θέματα θα περιορίζονται σε εκείνα για τα οποία δόθηκε άδεια.

(2) Το Δικαστήριο δίδει οδηγίες στον αιτητή να επιδώσει αντίγραφο αυτής μαζί με τη συνταγμένη απόφαση χορήγησης άδειας στον καθ’ ου η αίτηση.

(3) Η ακρόαση των νομικών θεμάτων διεξάγεται από σύνθεση Δικαστηρίου από τουλάχιστον πέντε Δικαστές.

Κοινοποίηση συμμετοχής στη διαδικασία

15. (1) Καθ’ ου η αίτηση που προτίθεται να συμμετάσχει στη διαδικασία οφείλει, εντός 14 ημερών από την επίδοση δυνάμει του Κανονισμού 14(2), να καταχωρίσει ειδοποίηση σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 2, αντίγραφο της οποίας κοινοποιεί στους υπόλοιπους διαδίκους.

(2) Καθ’ ου η αίτηση ο οποίος δεν καταχωρίζει ειδοποίηση σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό, δεν δύναται να συμμετέχει στη διαδικασία και δεν θα λαμβάνει ειδοποίηση για την πρόοδο της.

Ορισμός για οδηγίες

16. (1) Μετά την εκπνοή της περιόδου που αναφέρεται στον Κανονισμό 15(1), η υπόθεση ορίζεται σε ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο δίδει τις αναγκαίες οδηγίες για την προετοιμασία της ακρόασης περιλαμβανομένων και οδηγιών για την καταχώριση γραπτών αγορεύσεων.

Ακρόαση νομικών ζητημάτων

17. (1) Ο αιτητής καταχωρίζει τη γραπτή του αγόρευση εντός 45 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των οδηγιών, και ο καθ’ ου η αίτηση εντός 45 ημερών από την παραλαβή της γραπτής αγόρευσεις του αιτητή και, όπου απαιτείται, ο αιτητής καταχωρίζει απαντητική αγόρευση εντός 15 ημερών από την παραλαβή της γραπτής αγόρευσης του καθ’ ου η αίτηση.

(2) Μετά την καταχώριση των αγορεύσεων η υπόθεση ορίζεται για ακρόαση και ειδοποιούνται οι διάδικοι για την ημερομηνία και ώρα.

(3) (α) Σε περίπτωση που ο αιτητής δεν καταχωρίσει γραπτή αγόρευση σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, η διαδικασία θεωρείται εγκαταλειφθείσα και απορρίπτεται.

(β) Σε περίπτωση που ο καθ’ ου η αίτηση δεν καταχωρίσει γραπτή αγόρευση σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου δεν δικαιούται να ακουστεί κατά την ακρόαση.

(γ) Διαδικασία η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης καταχώρισης γραπτής αγόρευσης μπορεί να επαναφερθεί μετά από αίτηση με ειδοποίηση, εάν το Δικαστήριο το κρίνει πρέπον.

Μέρος 4 Παραπομπή στο Δικαστήριο από το Εφετείο
Καταχώριση υπομνήματος

18. (1) Η παραπομπή δυνάμει του άρθρου 9(3)(β) του Νόμου ορίζεται για οδηγίες ενώπιον σύνθεσης Δικαστηρίου από τρεις Δικαστές και δίδονται οι κατάλληλες οδηγίες για την εξέταση της, περιλαμβανομένων οδηγιών για καταχώριση γραπτών αγορεύσεων.

(2) Η γραπτή αγόρευση του αιτητή καταχωρίζεται εντός 14 ημερών από την έκδοση των οδηγιών και η γραπτή αγόρευση του καθ΄ου η αίτηση εντός 14 ημερών από την παραλαβή της γραπτής αγόρευσης του αιτητή.

(3) (α) Η εξέταση της παραπομπής ορίζεται για ακρόαση μετά τη συμπλήρωση της καταχώρισης των γραπτών αγορεύσεων.

(β) Όταν δεν δίδονται οδηγίες για γραπτές αγορεύσεις, το Δικαστήριο ορίζει την παραπομπή για εξέταση με προφορικές αγορεύσεις.

Απόφαση επί της παραπομπής

19. (1) Σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται η παραπομπή της έφεσης ενώπιον του, απορρίπτει την παραπομπή και ο Πρωτοκολλητής ενημερώνει σχετικά το Εφετείο.

(2) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιολογείται η παραπομπή της έφεσης, δίδει οδηγίες για τη διεξαγωγή της ακρόασης της έφεσης ενώπιον σύνθεσης Δικαστηρίου από τουλάχιστον πέντε Δικαστές.

Ακρόαση έφεσης

20. (1) Ο εφεσείων καταχωρίζει τη γραπτή του αγόρευση στην έφεση εντός 45 ημερών από την ημερομηνία που η παραπομπή κρίθηκε δικαιολογημένη και ο εφεσίβλητος εντός 45 ημερών από την παραλαβή της γραπτής αγόρευσης του εφεσείοντα και, όπου απαιτείται, απαντητική αγόρευση από τον εφεσείοντα εντός 15 ημερών από την παραλαβή της γραπτής αγόρευσης του εφεσίβλητου.

(2) Μετά την καταχώριση των αγορεύσεων, η έφεση ορίζεται για ακρόαση και ειδοποιούνται οι διάδικοι για την ημερομηνία και ώρα.

(3) (α) Σε περίπτωση που ο εφεσείων δεν καταχωρίσει γραπτή αγόρευση σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, η έφεση θεωρείται εγκαταλειφθείσα και απορρίπτεται.

(β) Σε περίπτωση που ο εφεσίβλητος δεν καταχωρίσει γραπτή αγόρευση σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου δεν δικαιούται να ακουστεί κατά την ακρόαση.

(γ) Διαδικασία η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης καταχώρισης γραπτής αγόρευσης μπορεί να επαναφερθεί μετά από αίτηση με ειδοποίηση εάν το Δικαστήριο το κρίνει πρέπον.

Μέρος 5 Αίτηση για την επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης ή έφεσης
Έντυπο Αίτησης

21. (1) Η Αίτηση για επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης ή έφεσης, δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3) του άρθρου 9 του Νόμου, υποβάλλεται στο Δικαστήριο.

(2) Η Αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 3.

(3) Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία αναφέρονται τα νέα στοιχεία ή γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η αίτηση.

(4) Στην Αίτηση επισυνάπτονται:

(α) η πρωτόδικη απόφαση και, όπου εφαρμόζεται, η εφετειακή απόφαση και

(β) τα πρακτικά της διαδικασίας ή των διαδικασιών που προηγήθηκαν.

Σε περίπτωση που αυτά δεν έχουν ετοιμαστεί μέχρι και την καταχώριση της Αίτησης, επισυνάπτεται το γραπτό αίτημα για την ετοιμασία τους που έχει υποβληθεί στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου όπου διεξήχθη η διαδικασία.

Καταχώριση της Αίτησης

22. (1) Η Αίτηση για επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης ή έφεσης υποβάλλεται το συντομότερο μετά που τα νέα στοιχεία ή γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η Αίτηση περιήλθαν στην γνώση του αιτητή.

Επίδοση της Αίτησης

23. (1) Αντίγραφο της Αίτησης επιδίδεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή στον ιδιώτη κατήγορο, ανάλογα με την περίπτωση.

Ειδοποίηση ένστασης

24. (1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ή ο ιδιώτης κατήγορος, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται εντός 15 ημερών από την επίδοση, να καταχωρίσει ειδοποίηση ένστασης σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 2.

(2) Η ειδοποίηση ένστασης, όπου χρειάζεται, υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία αναφέρονται οι περιστάσεις στις οποίες εδράζεται η ένσταση.

(3) Η ειδοποίηση ένστασης επιδίδεται στον Αιτητή.

Η ακρόαση της Αίτησης

25. (1) Η Αίτηση ορίζεται για οδηγίες ενώπιον σύνθεσης Δικαστηρίου από τρεις Δικαστές και ειδοποιούνται τα μέρη για την ημερομηνία και ώρα.

(2) Κατά την ως άνω ημερομηνία δίδονται οδηγίες ως προς τον τρόπο διεκπεραίωσης της Αίτησης και αυτή ορίζεται για ακρόαση.

Μέρος 6 Αίτηση για εξαίρεση Δικαστή
Έντυπο της Αίτησης

26. (1) Η Αίτηση για εξαίρεση Δικαστή, δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (3) του άρθρου 9 του Νόμου, υποβάλλεται σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 4 στο οποίο:

(α) περιγράφεται η διαδικασία στην οποία απορρίφθηκε η αίτηση εξαίρεσης, το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω διαδικασία και η ημερομηνία ή ημερομηνίες που η υπόθεση είναι ορισμένη.

(β) αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση του Δικαστή.

(2) Στην Αίτηση επισυνάπτονται:

(α) η απόφαση του Δικαστή με την οποία απέρριψε την αίτηση για την εξαίρεση του, και

(β) τα πρακτικά ή μέρος των πρακτικών της διαδικασίας που είναι αναγκαία για την εξέταση της Αίτησης.

Σε περίπτωση που τα πιο πάνω δεν έχουν ετοιμαστεί μέχρι και την καταχώριση της Αίτησης, επισυνάπτεται το γραπτό αίτημα για την ετοιμασία τους που έχει υποβληθεί στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η διαδικασία.

Προθεσμία καταχώρισης της Αίτησης

27. (1) Η Αίτηση για εξαίρεση Δικαστή υποβάλλεται εντός τριών ημερών από την έκδοση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση εξαίρεσης από το Δικαστή.

Επίδοση της Αίτησης

28. (1) Αντίγραφο της Αίτησης επιδίδεται σε κάθε άλλο διάδικο στη διαδικασία στην οποία απορρίφθηκε η αίτηση εξαίρεσης.

Η ακρόαση της Αίτησης

29. (1) Η Αίτηση ορίζεται για ακρόαση ενώπιον σύνθεσης Δικαστηρίου από τρεις Δικαστές το συντομότερο δυνατό και ειδοποιούνται προς τούτο τα μέρη για την ημερομηνία και ώρα.

(2) Το Δικαστήριο δίδει οδηγίες ως προς τον τρόπο διεκπεραίωσης της Αίτησης το ταχύτερο δυνατό, περιλαμβανομένων οδηγιών για την ετοιμασία των αναγκαίων πρακτικών και της απόφασης του Δικαστή με την οποία απέρριψε την αίτηση για την εξαίρεση του.

Μέρος 7 Δικαιοδοσία προβλεπόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 9(3)(α) και 23(1)(β)(iii) του Νόμου)
Προνομιακά εντάλματα και λοιπές εξουσίες

30. (1) Κατά την άσκηση της εξουσίας για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018.

(2) (α) Η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ασκείται από ένα Δικαστή.

(β) Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ασκείται από σύνθεση Δικαστηρίου από τρεις Δικαστές, εκτός εάν η σύνθεση αυτή αποφασίσει τη διεύρυνση της.

(γ) Αναφορικά με τις πολιτικές εφέσεις για τις οποίες γίνεται πρόνοια στο άρθρο 23(1)(β)(iii) του Νόμου, η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ασκείται από σύνθεση Δικαστηρίου από πέντε Δικαστές.

(3) Κατά την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στο Άρθρο 156 του Συντάγματος και από οποιοδήποτε νόμο δυνάμει του Άρθρου 155.1. του Συντάγματος, εφαρμόζονται οι Κανονισμοί, διαδικασίες και πρακτικές που εφαρμόζονταν μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Κανονισμού.

Μέρος 8 Δικαιοδοσία εκδίκασης παλαιών υποθέσεων(άρθρο 23(1)(β)(i) και (ii) του Νόμου)
31.

(1) Κατά την εκδίκαση υποθέσεων δευτεροβάθμιας πολιτικής δικαιοδοσίας που αναφέρονται στο άρθρο 23(1)(β)(i) και (ii) του Νόμου, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (Αρ.4/1996), ως έχει τροποποιηθεί, με την προσθήκη στον ορισμό «Εφετείο» στον Κανονισμό 2 της φράσης «ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου» μετά τη λέξη «δικαιοδοσία».

(2) Η πιο πάνω δευτεροβάθμια διαδικασία του Δικαστηρίου ασκείται από σύνθεση Δικαστηρίου από τρεις Δικαστές.

Μέρος 9 Γενικές διατάξεις
Αιτήσεις

32. (1) Κάθε Αίτηση στο Δικαστήριο υποβάλλεται σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 5, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικό έντυπο για συγκεκριμένη περίπτωση.

(2) Η Αίτηση πρέπει−

(α) να παραθέτει τους λόγους για τους οποίους υποβάλλεται, και

(β) όπου αυτό είναι αναγκαίο, να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση.

(3) Αντίγραφο της Αίτησης επιδίδεται σε κάθε άλλο διάδικο και παραδίδεται στο Πρωτοκολλητείο ένορκη δήλωση επίδοσης.

(4) Διάδικος ο οποίος επιθυμεί να ενστεί στην Αίτηση οφείλει, εντός 7 ημερών από την επίδοση, να καταχωρίσει Ειδοποίηση Ένστασης σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 2 και να επιδώσει αντίγραφο της ένστασης στον αιτητή και σε οποιοδήποτε άλλο διάδικο.

Αίτηση τροποποίησης

33. (1) Αίτηση ή έγγραφο που καταχωρίζεται δυνάμει των Κανονισμών, δύναται να τροποποιηθεί κατόπιν Αιτήσεως σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό υπό τέτοιους όρους οι οποίοι θα θεωρηθούν κατάλληλοι και το Δικαστήριο δύναται να ζητήσει από τους διαδίκους να προβούν στην καταχώριση γραπτών αγορεύσεων επί της Αίτησης για τροποποίηση.

Συνεκδίκαση υποθέσεων

34. (1) Το Δικαστήριο δύναται να δίδει οδηγίες όπως υποθέσεις που εγείρουν τα ίδια ή παρόμοια επίδικα θέματα ή ζητήματα εκδικαστούν μαζί ή διαδοχικά και δύναται να δίδει οποιεσδήποτε άλλες οδηγίες ήθελε θεωρήσει κατάλληλες.

Αποσύρσεις

35. (1) Οποιαδήποτε διαδικασία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου δύναται να αποσυρθεί με τη συγκατάθεση όλων των διαδίκων ή με την άδεια του Δικαστηρίου υπό τέτοιους όρους τους οποίους ήθελε θεωρήσει κατάλληλους.

Αντίγραφα

36. (1) Εκτός των περιπτώσεων άσκησης πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας, όπως προνοείται στον Κανονισμό 30(2)(α), ανωτέρω, οποτεδήποτε καταχωρίζεται αίτηση, ειδοποίηση ένστασης, γραπτή αγόρευση ή άλλο έγγραφο στον Πρωτοκολλητή, ο διάδικος που το καταχωρίζει οφείλει να παραδώσει στον Πρωτοκολλητή τρία ή περισσότερα αντίγραφα ως ο αριθμός των Δικαστών που αποτελούν τη σύνθεση του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαδικασία.

(2) Δέσμη αυθεντιών, συνοδευόμενη από σχετικό πίνακα μαζί με τον απαραίτητο αριθμό αντιγράφων στις οποίες δυνατό να γίνει αναφορά κατά την ακρόαση από τους διαδίκους, καταχωρίζεται, οποτεδήποτε καταχωρίζεται γραπτή αγόρευση.

Ένορκη δήλωση επίδοσης

37. (1) Όπου στους Κανονισμούς προβλέπεται επίδοση εγγράφου, ένορκη δήλωση επίδοσης παραδίδεται στον Πρωτοκολλητή εντός τεσσάρων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης.

38

38. (1) Για οποιοδήποτε θέμα για το οποίο δεν γίνεται ρύθμιση στους Κανονισμούς, θα εφαρμόζονται οι κανονισμοί, πρακτικές και διαδικασίες που ίσχυαν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των Κανονισμών, με τις αναγκαίες προσαρμογές, και το Δικαστήριο δύναται να δίδει τέτοιες οδηγίες, ανεξαρτήτως της φύσεως της ενώπιον του αίτησης και διαδικασίας, ως επιβάλλουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι περιστάσεις, με γνώμονα την απρόσκοπτη προώθηση της διαδικασίας και τον πρωταρχικό σκοπό των Κανονισμών.

Μέρος 10 Προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

39. (1) Όταν στο πλαίσιο εξέτασης παραπομπής του Εφετείου ή αίτησης για χορήγηση άδειας εγείρεται ισχυρισμός για ύπαρξη ζητήματος που άπτεται του Ευρωπαϊκού Δικαίου το οποίο πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του Άρθρου 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η παραπομπή δεν κρίνεται δικαιολογημένη ή δεν χορηγείται η άδεια, το Δικαστήριο δεν υποβάλλει αίτημα για προδικαστική παραπομπή.

(2) Όταν πριν από την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης επί της ουσίας ή όταν κατά τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης, το Δικαστήριο αποφασίζει να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του Άρθρου 267 δίδει ανάλογες οδηγίες σε σχέση με τη μορφή της παραπομπής και την αναστολή της υπόθεσης (αλλά δύναται εάν το κρίνει σκόπιμο να διεκπεραιώσει άλλα μέρη της υπόθεσης που δεν επηρεάζονται από το προδικαστικό ερώτημα).

(3) Η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού συντάσσεται και σφραγίζεται από τον Πρωτοκολλητή και καταγράφει οποιοδήποτε εκδοθέν διάταγμα.

(4) Η διαβίβαση της απόφασης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται από τον Αρχιπρωτοκολλητή προς τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μέρος 11 Τέλη και έξοδα
Τέλη

40. (1) Σε περίπτωση που τέλος καθορίζεται βάσει του Παραρτήματος Α των Κανονισμών, ο Πρωτοκολλητής δεν παραλαμβάνει έγγραφο ή επιτρέπει σε διάδικο να προβεί σε οποιοδήποτε ενέργεια, εκτός εάν καταβληθεί το προβλεπόμενο τέλος.

Διαταγές για έξοδα

41. (1) Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοια διαταγή που κρίνει δίκαιη όσον αφορά στα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου που προβλέπεται από το Νόμο. Όταν το Δικαστήριο διατάσσει διάδικο να καταβάλει έξοδα σε άλλο διάδικο, δύναται να διατάξει την καταβολή εφάπαξ ποσού ή να διατάξει λεπτομερή υπολογισμό των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή, ο οποίος εγκρίνεται από το Δικαστήριο.

(2) Οι εξουσίες του Δικαστηρίου να αποφαίνεται για τα έξοδα ασκούνται σε οποιοδήποτε χρόνο το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.

Παραστάσεις σχετικά με τα έξοδα

42. (1) Αν διάδικος επιθυμεί να προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας οφείλει να το πράξει στο πλαίσιο της τελικής αγόρευσης του.

Κατάλογος εξόδων για λεπτομερή υπολογισμό

43.(1) Όταν το Δικαστήριο διατάσσει λεπτομερή υπολογισμό των εξόδων αυτός διενεργείται από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίνεται από το Δικαστήριο.

(2) Σε κάθε κατάλογο εξόδων, οι χρεώσεις για δικηγορική αμοιβή καταχωρίζονται ξεχωριστά από τα πραγματικά έξοδα και οι δύο ομάδες αξιούμενων ποσών αθροίζονται ξεχωριστά στον κατάλογο. Ο διάδικος που δικαιούται σε έξοδα υποχρεούται να παρέχει τέτοια περαιτέρω στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα που ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου δυνατόν να απαιτήσει.

Αίτηση για υπολογισμό εξόδων

44. (1) Όταν υποβάλλεται αίτηση για υπολογισμό εξόδων μεταξύ διαδίκων (όπου δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός 41.1) ή μεταξύ δικηγόρου πελάτη:

(α) ο Πρωτοκολλητής ορίζει τέτοιο χρόνο για τον υπολογισμό, ως κατά τη γνώμη του θα είναι επαρκής για να μπορούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι διάδικοι ή πρόσωπα να εμφανιστούν ενώπιόν του·

(β) η αίτηση μαζί με ειδοποίηση για τον χρόνο ο οποίος ορίζεται από τον Πρωτοκολλητή επιδίδεται σε όλους τους ενδιαφερόμενους διαδίκους ή πρόσωπα με ενέργειες του διαδίκου ή προσώπου που αιτείται τον υπολογισμό.

(2) Ο υπολογισμός που αμφισβητείται εξετάζεται στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας.

(3) Εντός 21 ημερών, από την ημέρα επίδοσης της αίτησης για υπολογισμό εξόδων, ο διάδικος πληρωτής, μπορεί να καταχωρίσει ένσταση με ειδική αναφορά στις επιμέρους χρεώσεις που διαφωνεί με τη σχετική αιτιολογία και να κοινοποιήσει αντίγραφο της στον αιτητή.

(4) Εντός 14 ημερών από την ημέρα επίδοσης της ένστασης, ο αιτητής μπορεί να καταθέσει απάντηση. Εάν το πράξει, κοινοποιεί αντίγραφο αυτής στο διάδικο πληρωτή.

(5) Ο υπολογισμός δύναται να καθορίζει τα έξοδα της διαδικασίας του υπολογισμού ενώπιον του Πρωτοκολλητή.

(6) O Πρωτοκολλητής μπορεί να προβεί σε προκαταρκτικό υπολογισμό των εξόδων χωρίς τη συμμετοχή των διαδίκων εφόσον το ζητήσει ένας από τους διαδίκους γραπτώς τρεις μέρες πριν από τον καθοριζόμενο από τον Πρωτοκολλητή χρόνο για τον υπολογισμό σύμφωνα με τον κανονισμό 44(1)(α). Ο Πρωτοκολλητής ενημερώνει γραπτώς τους διαδίκους για το αποτέλεσμα του προκαταρκτικού υπολογισμού εξόδων.

(7) Σε περίπτωση που διάδικος δεν είναι ικανοποιημένος ή αν η διαφωνία στις επιμέρους χρεώσεις δεν επιλύεται συναινετικά, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων το οποίο υποβάλλεται εντός 7 ημερών από τη γραπτή ενημέρωση του διαδίκου για το αποτέλεσμα του προκαταρκτικού υπολογισμού, ορίζεται ημερομηνία προφορικής ακρόασης.

(8) Πρόσωπο το οποίο δικαιούται να ανακτήσει έξοδα, κατόπιν αίτησης εφοδιάζεται από τον Πρωτοκολλητή με πιστοποιητικό του ποσού το οποίο επιτράπηκε με τον υπολογισμό, χρονολογημένο με την ημερομηνία του υπολογισμού.

Βάση Υπολογισμού

45. (1) Οι διάδικοι μεταξύ τους και oι δικηγόροι μεταξύ αυτών και των πελατών τους, δικαιούνται να χρεώνουν και τους επιτρέπονται τέτοιες αμοιβές ως καθορίζονται στο Παράρτημα Β των Κανονισμών.

Ποσό εξόδων που υπολογίζεται

46. (1) Το ποσό των εξόδων μεταξύ διαδίκων που υπολογίζεται θα ενσωματώνεται στη διαταγή που εκδίδεται σύμφωνα με τον κανονισμό 41(1), αλλά, αν η εν λόγω διαταγή συνταχθεί πριν από την ολοκλήρωση του υπολογισμού, το ποσό θα πιστοποιείται από τον Πρωτοκολλητή.

Έφεση κατά του Υπολογισμού με Αίτηση.

47. (1) Διάδικος που δεν είναι ικανοποιημένος από τον υπολογισμό των εξόδων που έγινε με ακροαματική διαδικασία μπορεί να ζητήσει την επανεξέταση της απόφασης αυτής από Δικαστή και κάθε αίτημα δυνάμει του κανονισμού αυτού πρέπει να υποβληθεί σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 5 και να καταχωριστεί εντός 14 ημερών από την ημερομηνία του πιστοποιητικού της απόφασης του Πρωτοκολλητή.

(2) Ο Δικαστής δύναται (χωρίς προφορική ακρόαση) να επιβεβαιώσει την απόφαση που ελήφθη από τον Πρωτοκολλητή ή εφόσον κρίνει σκόπιμο, να παραπέμψει το ζήτημα για να αποφασιστεί με ή χωρίς ακρόαση.

(3) Αίτηση σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό μπορεί να υποβληθεί μόνο όταν άπτεται ζητήματος αρχής και όχι για το ποσό που επιτράπηκε για την κάθε αξίωση στον κατάλογο εξόδων.

Ασφάλεια Εξόδων

48. (1) Σε περίπτωση που διατάχθηκε ασφάλεια εξόδων από τον εφεσείοντα και τα έξοδα επιδικάστηκαν εναντίον του, το ποσό της ασφάλειας θα τυγχάνει χειρισμού από τον Πρωτοκολλητή, σύμφωνα με οδηγίες του Δικαστηρίου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΛΗ

(Κανονισμός 40(1))
Τα πληρωτέα τέλη, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά, θα είναι τα καθοριζόμενα με τον παρακάτω Πίνακα

 

Πρώτη Στήλη
Στοιχείο
Δεύτερη Στήλη
Δικαστικά Τέλη
Τρίτη Στήλη
Έγγραφο για χαρτοσήμανση
1. Αίτηση για χορήγηση άδειας €350 Το Έγγραφο προς καταχώριση
2. Αίτηση για επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης ή έφεσης €350
3. Αίτηση για εξαίρεση Δικαστή €350
4. Ενδιάμεση Αίτηση €34
5. Ένορκη Δήλωση €6
6. Για κάθε Έγγραφο επισυνημμένο σε Ένορκη Δήλωση €1
7. Για παροχή επίσημου αντιγράφου της δικογραφίας ή οποιουδήποτε
μέρους αυτής ή για παροχή επίσημου αντιγράφου
οποιουδήποτε εγγράφου που κατατίθεται στο Δικαστήριο εκτός
εάν προβλέπεται διαφορετικά
Το βιβλίο Δικαστικών τελών
(α) Όταν το αντίγραφο δεν υπερβαίνει τις 200 λέξεις στα
Ελληνικά, Τουρκικά ή Αγγλικά
€2
(β) Για κάθε 100 επόμενες λέξεις ή μέρους αυτών €1
Νοείται ότι για την παροχή αντιγράφου της
Δικαστικής απόφασης τόσο σε
δακτυλογραφημένo όσο και σε ηλεκτρονική μορφή (εφόσον ο
αιτητής προμηθεύει τη δισκέττα) δεν καταβάλλεται τέλος
8. Για καταχώριση στο μητρώο Αποφάσεων ή οποιουδήποτε
Διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου
€25 Το μητρώο Δικαστικών
Αποφάσεων ή Διαταγμάτων
9. Για έρευνα που περιλαμβάνει και επιθεώρηση δικογραφίας για
κάθε ώρα ή μέρος αυτής
€6
10. Για αίτηση υπολογισμού καταλόγου εξόδων:
(α) Για κάθε €2 ή μέρος αυτών για τα οποία ζητείται υπολογισμός €0,20 Επικολλώνται στο Μητρώο
Αιτήσεων Υπολογισμού Εξόδων
(β) Για καταχώριση αίτησης για αναθεώρηση του υπολογισμού €9 Επικολλώνται στην Αιτήση προς
καταχώριση
11. Για οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ή θέμα που δεν
προβλέπεται ειδικά ισχύουν τα ίδια δικαστικά τέλη όπως στις
πολιτικές απαιτήσεις από τον εκάστοτε εν ισχύι περί
Δικαστικών Τελών Διαδικαστικό Κανονισμό σε πολιτική
διαδικασία.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

(Κανονισμός 45(1)) 
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΑΜΟΙΒΗ

Άρθρο  9 (3) (β) και (γ) του Νόμου

Α. Πολιτική Δικαιοδοσία
1. Για διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 9 (3) (β) και (γ) του Νόμου,  εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, για καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εκάστοτε εν ισχύ «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Β» των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας για δικηγορική αμοιβή για πολιτικές απαιτήσεις αναφορικά με Εφέσεις, επαυξημένες κατά 20%.

Β. Ποινική Δικαιοδοσία 
1.  Για διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 9 (3) (β) και (γ) του Νόμου και σε περίπτωση που η διαδικασία αφορά ιδιωτική ποινική υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, για καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εκάστοτε εν ισχύ περί Ιδιωτικών Ποινικών Υποθέσεων και Εφέσεων (Δικηγορική Αμοιβή) Διαδικαστικού Κανονισμού αναφορικά με Εφέσεις,  επαυξημένες  κατά 20%.

Άρθρο 9 (3) (δ) του Νόμου 
1.  Για διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 9 (3) (δ)  του Νόμου και σε περίπτωση που η διαδικασία αφορά καταδικαστική απόφαση σε Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου για καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εκάστοτε εν ισχύ περί Ιδιωτικών Ποινικών Υποθέσεων και Εφέσεων (Δικηγορική Αμοιβή) Διαδικαστικού Κανονισμού αναφορικά με Αιτήσεις, επαυξημένες κατά 20%.

Άρθρο  9 (3) (ε) του Νόμου 
1.  Για διαδικασίες  ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 9 (3) (ε) του Νόμου, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, για καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εκάστοτε εν ισχύ «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Β», των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας για δικηγορική αμοιβή για πολιτικές απαιτήσεις αναφορικά με Εναρκτήριες Αιτήσεις με κλίμακα απαίτησης σύμφωνα με την αξία του επιδίκου θέματος στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου διεξάγεται η διαδικασία, επαυξημένες κατά 20%.

Όπου η αξία του επίδικου θέματος δεν μπορεί να προσδιοριστεί θα εφαρμόζεται η κλίμακα αμοιβής €10.000-€50.000, επαυξημένη κατά 20%.

Δικαιοδοσία προβλεπόμενη από το Σύνταγμα , ΄Aρθρο 9 (3) (α) του Νόμου

Α. Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία 
1. Για διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πρωτοβάθμια Διικαιοδοσία - Προνομιακά Εντάλματα) εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά για καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εκάστοτε εν ισχύ «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Α», του  περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία ‘Εκδοσης Ενταλμάτων της φύσεως Ηabeas Corpus, Mandamus, Prohibition, Quo Warranto και Certriorari) Διαδικαστικού  Κανονισμού.

Β. Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία   
1. Για διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία) σε πολιτικές εφέσεις, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά για καθορισμό δικηγορικής αμοιβής εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εκάστοτε εν ισχύ «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Β»  των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας για δικηγορική αμοιβή για πολιτικές απαιτήσεις αναφορικά με εφέσεις.

Δικαιοδοσία Εκδίκασης Παλαιών Υποθέσεων 
1. Για διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία) σε πολιτικές εφέσεις δυνάμει του άρθρου 23 (1) (β) (i) και  (ii)  του Νόμου, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά για καθορισμό δικηγορικής αμοιβής εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εκάστοτε εν ισχύ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Β, των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας για Δικηγορική Αμοιβή για πολιτικές απαιτήσεις.  



ΕΝΤΥΠΟ 1

Πατήστε εδώ για το ΕΝΤΥΠΟ 1.

ΕΝΤΥΠΟ 2

Πατήστε εδώ για το ΕΝΤΥΠΟ 2.

ΕΝΤΥΠΟ 3

Πατήστε εδώ για το ΕΝΤΥΠΟ 3.

ΕΝΤΥΠΟ 4

Πατήστε εδώ για το ΕΝΤΥΠΟ 4.

ΕΝΤΥΠΟ 5

Πατήστε εδώ για το ΕΝΤΥΠΟ 5.