3. – (1) Κάθε πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει των παρόντων Κανονισμών θα διεξάγεται προσωπικά από δημοπράτη εξουσιοδοτημένο από το Διευθυντή και θα εκτελείται στην πόλη, το χωριό ή την ενορία στην οποία βρίσκεται η ιδιοκτησία, εκτός αν προνοείται διαφορετικά από διάταγμα του Δικαστηρίου ή από ειδικές οδηγίες του Διευθυντή.

Νοείται ότι σε περίπτωση πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, αρ. 9/1965, εκτός του Κανονισμού 14, θα εξαιρείται από την εφαρμογή των παρόντων Κανονισμών.

(2) Δημοπράτης μπορεί να διορισθεί από τον Διευθυντή οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο το οποίο κατέχει τα προσόντα που αναφέρονται στην παράγραφο (3) του παρόντος Κανονισμού, αφού προηγουμένως δώσει εγγύηση διακόσιες χιλιάδες ευρώ (€200.000,00). Η εγγύηση μπορεί να δοθεί, είτε με ενυπόθηκη ασφάλεια, είτε με τραπεζική εγγύηση προς όφελος του Διευθυντή.

(3) Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (2) δικαιούται στο εξής να διορισθεί ως δημοπράτης, εάν υποβάλει αίτηση στο Διευθυντή και –

(α) έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του και είναι απόφοιτος σχολής μέσης εκπαίδευσης αναγνωρισμένης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.

(β) δεν έχει καταδικασθεί για αδίκημα που ενέχει ανεντιμότητα ή ηθική αισχρότητα.

(γ) δεν ισχύει εναντίον του διάταγμα πτώχευσης.

(δ) ικανοποιήσει τον Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του, με γραπτή και/ή προφορική εξέταση, ότι έχει επαρκή γνώση των παρόντων Κανονισμών και της νομοθεσίας της σχετικής με τις πωλήσεις ακινήτων σε δημόσιο πλειστηριασμό.

(4) Δημοπράτης παύει να ασκεί το λειτούργημα του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) όταν έχει συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας του, εκτός σε περιπτώσεις όπου ο δημοπράτης είναι ήδη διορισμένος δυνάμει προηγούμενων σε ισχύ Κανονισμών.

(β) αν καταδικασθεί για αδίκημα που ενέχει ανεντιμότητα ή ηθική αισχρότητα.

(γ) αν κατά την κρίση του Διευθυντή, έχει επιδείξει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανέντιμη ή επονείδιστη διαγωγή ή διαγωγή που να μη συνάδει με το λειτούργημα του δημοπράτη ή θεωρηθεί ανεπαρκής στην εκτέλεση των καθηκόντων του και

(δ) αν κηρυχθεί σε πτώχευση.

(5) Οι διατάξεις των υποπαραγράφων 2 και 3 δεν έχουν εφαρμογή στους ήδη διορισμένους δημοπράτες, κατά την ημερομηνία εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών.