3. – (1) Κάθε πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει των παρόντων Κανονισμών θα διεξάγεται προσωπικά από δημοπράτη εξουσιοδοτημένο από το Διευθυντή και θα εκτελείται στην πόλη, το χωριό ή την ενορία στην οποία βρίσκεται η ιδιοκτησία, εκτός αν προνοείται διαφορετικά από διάταγμα του Δικαστηρίου ή από ειδικές οδηγίες του Διευθυντή.

(2) Δημοπράτης μπορεί να διορισθεί από το Διευθυντή οποιοσδήποτε Κοινοτάρχης ή πρόσωπο που διετέλεσε Κοινοτάρχης ή οποιοσδήποτε συνταξιούχος κτηματολογικός υπάλληλος ή κτηματομεσίτης ή δικηγορικός υπάλληλος και ο οποίος κατέχει τα προσόντα που αναφέρονται στην παράγραφο (3) του παρόντος Κανονισμού, αφού προηγουμένως δώσει εγγύηση. Η εγγύηση μπορεί να δοθεί είτε με ενυπόθηκη ασφάλεια είτε με τραπεζική εγγύηση είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που να ικανοποιεί το Διευθυντή.

(3) Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (2) δικαιούται στο εξής να διορισθεί ως δημοπράτης εάν υποβάλει αίτηση στο Διευθυντή και -

(α) Έχει συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας του, και είναι απόφοιτος σχολής μέσης εκπαίδευσης αναγνωρισμένης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, εκτός αν είναι εν ενεργεία Κοινοτάρχης·

(β) δεν έχει καταδικασθεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα·

(γ) δεν ισχύει εναντίον του διάταγμα πτώχευσης·

(δ) ικανοποιήσει το Διευθυντή, με γραπτή ή/και προφορική εξέταση, ότι έχει επαρκή γνώση των παρόντων Κανονισμών και της νομοθεσίας της σχετικής με τις πωλήσεις ακινήτων σε δημόσιο πλειστηριασμό:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή στους ήδη διορισμένους κατά την ημερομηνία εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών δημοπράτες.

(4) Δημοπράτης παύει να ασκεί το λειτούργημά του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν έχει συμπληρώσει το 70ό έτος της ηλικίας του, εκτός αν είναι δημοπράτης ήδη διορισμένος κατά την ημερομηνία εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών·

(β) αν καταδικασθεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα·

(γ) αν κατά την κρίση του Διευθυντή, έχει επιδείξει κατά την άσκηση των καθηκόντων του ανέντιμη ή επονείδιστη διαγωγή ή διαγωγή που να μη συνάδει με το λειτούργημα του δημοπράτη ή θεωρηθεί ανεπαρκής στην εκτέλεση των καθηκόντων του·

(δ) αν κηρυχθεί σε πτώχευση·

(ε) προκειμένου περί κτηματομεσίτη, όταν έχει διαγραφεί το όνομά του από το Μητρώο Κτηματομεσιτών ή έχει ανασταλεί ή άδεια ασκήσεως του επαγγέλματός του με διαταγή του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών·

(στ) προκειμένου περί δικηγορικού υπαλλήλου, όταν έχει διαγραφεί το όνομά του από το Μητρώο δικηγορικών υπαλλήλων.