25.-(1) Κάθε υπόχρεη οντότητα θεσπίζει και εφαρμόζει επαρκείς και κατάλληλες πολιτικές, ελέγχους, συστήματα και διαδικασίες, ώστε-
(α) να εντοπίζει, να αξιολογεί, να μετριάζει και να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους κινδύνους παράβασης των Κυρώσεων· και
(β) να εντοπίζει πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες σχετίζονται με τις επαγγελματικές της δραστηριότητες και οι οποίες παραβαίνουν ή ενδεχομένως να παραβαίνουν τις Κυρώσεις.
(2) Οι πολιτικές, οι έλεγχοι, τα συστήματα και οι διαδικασίες είναι ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τη δραστηριότητα της υπόχρεης οντότητας.
(3) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, κάθε Εποπτική Αρχή δύναται να εκδίδει κανονιστικού περιεχομένου ή και δεσμευτικές οδηγίες με τις οποίες καθορίζονται οι λεπτομέρειες και εξειδικεύεται ο τρόπος εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους από τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της.
(4) Για σκοπούς συντονισμού, οι Εποπτικές Αρχές ενημερώνουν την ΕΜΕΚ για τις οδηγίες που εκδίδουν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3).
(5) Κάθε Εποπτική Αρχή παρακολουθεί, αξιολογεί και εποπτεύει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και των προβλεπόμενων στο εδάφιο (3) οδηγιών που η ίδια έχει εκδώσει, από τις υπόχρεες οντότητες που υπόκεινται στην εποπτεία της.
26.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου και άνευ επηρεασμού των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομές Δραστηριότητες Νόμου, για την υποβολή από τις υπόχρεες οντότητες αναφορών στη ΜΟΚΑΣ οι υπόχρεες οντότητες διαβιβάζουν στην ΕΜΕΚ οποιεσδήποτε πληροφορίες δυνατό να έχουν περιέλθει στην κατοχή ή την αντίληψή τους σχετικά με πιθανή παραβίαση Κυρώσεων στο πλαίσιο άσκησης των δραστηριοτήτων τους.
(2) H ΕΜΕΚ δύναται κατόπιν γραπτού, αιτιολογημένου αιτήματος να ζητήσει και να λάβει οποιεσδήποτε επιπρόσθετες πληροφορίες κρίνει αναγκαίες και τις οποίες οι υπόχρεες οντότητες προσκομίζουν εντός του χρόνου που καθορίζει η ΕΜΕΚ.
27.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία υπόχρεη οντότητα που υπόκειται στην εποπτεία της Εποπτικής Αρχής παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 25 και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες της, αφού δώσει την ευκαιρία στην υπόχρεη οντότητα να ακουστεί, δύναται να λάβει όλα ή οποιαδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα-
(α) να απαιτεί από την υπόχρεη οντότητα να λάβει τέτοια μέτρα εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ως η Εποπτική Αρχή ήθελε καθορίσει για τη θεραπεία της κατάστασης∙
(β) να επιβάλει-
(i) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000)· και
(ii) σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης∙
(γ) να τροποποιήσει ή αναστείλει ή ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ή την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος υπόχρεης οντότητας, ανάλογα με την περίπτωση∙
(δ) να απαγορεύσει, προσωρινά ή μόνιμα, σε πρόσωπα που ασκούν διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα ή σε άλλο φυσικό πρόσωπο που θεωρείται υπαίτιο για την παράβαση την άσκηση διοικητικών καθηκόντων σε υπόχρεη οντότητα·
(ε) να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο που προβλέπεται στην παράγραφο (β) σε πρόσωπο που ασκεί διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια·
(στ) να υποχρεώσει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο θεωρείται υπαίτιο για την παράβαση να τερματίσει την παράβαση και να μην την επαναλάβει·
(ζ) να προβεί σε δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο θεωρείται υπαίτιο για την παράβαση και τη φύση της σχετικής παράβασης.
(2) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή δημοσιεύει στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο το διοικητικό πρόστιμο ή τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (1), κατ΄ αναλογία εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 59(6Α) του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.
(3) Κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου του διοικητικού μέτρου, η Εποπτική Αρχή λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση-
(α) της σοβαρότητας και διάρκειας της παράβασης·
(β) του βαθμού ευθύνης του υπαίτιου προσώπου·
(γ) της οικονομικής κατάστασης του υπαίτιου προσώπου, όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του εάν είναι νομικό πρόσωπο ή από το ετήσιο εισόδημα του εάν είναι φυσικό πρόσωπο·
(δ) του κέρδους που το υπαίτιο πρόσωπο αποκόμισε από την παράβαση, στον βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί·
(ε) τις ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·
(στ) του βαθμού συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την αρμόδια Εποπτική Αρχή·
(ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου προσώπου τις οποίες η Εποπτική Αρχή θεωρήσει σχετικές.
(4) Η Εποπτική Αρχή ασκεί τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο εξουσίες επιβολής διοικητικών μέτρων άμεσα ή/και σε συνεργασία με άλλες αρχές.
(5) Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών μέτρων, οι Εποπτικές Αρχές συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα επιβληθέντα μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και, σε περίπτωση διασυνοριακών υποθέσεων, συντονίζουν τις ενέργειές τους.