ΜΕΡΟΣ IV ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Ποινική ευθύνη φυσικού προσώπου

39.-(1) Φυσικό πρόσωπο το οποίο-

(α) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει την υποβολή αναφοράς. ή

(β) προβαίνει σε αντίποινα σε βάρος προσώπου από τα  προβλεπόμενα στα άρθρα 5 ή 32. ή

(γ) κινεί κακόβουλη διαδικασία κατά προσώπου από τα  προβλεπόμενα στα άρθρα 5 ή 32. ή

(δ) παραβαίνει την υποχρέωση τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα της ταυτότητας του αναφερόντος, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 17.

είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία  (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000)  ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2)  Πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του  προβαίνει σε ψευδείς αναφορές ή σε ψευδείς δημόσιες αποκαλύψεις είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Ποινική ευθύνη νομικού προσώπου

40.-(1) Νομικό πρόσωπο υπέχει την ίδια ευθύνη και δύναται να διωχθεί για οποιοδήποτε αδίκημα προβλέπεται στον παρόντα Νόμο το οποίο διαπράττεται για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού αυτού προσώπου ή/και ασκεί εντός του νομικού προσώπου διευθυντική εξουσία, η οποία στηρίζεται είτε σε εξουσία αντιπροσώπευσης είτε σε εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου είτε σε εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

(2) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), νομικό πρόσωπο υπέχει την ίδια ευθύνη και δύναται να διωχθεί σε περίπτωση που η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους του αναφερόμενου στο εδάφιο (1) προσώπου καθιστά δυνατή τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος προβλέπεται στον παρόντα Νόμο για λογαριασμό του νομικού προσώπου από πρόσωπο ιεραρχικά υπαγόμενο σε αυτό.

(3)  Σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο κριθεί ένοχο δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000).

(4) Η μη λήψη επανορθωτικών μέτρων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 20 από πρόσωπο του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα θεωρείται επιβαρυντικός παράγοντας.