Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2009 για τα καλλυντικά προϊόντα»,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Καλλυντικών Προϊόντων Νόμος του 2017.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«εξουσιοδοτημένος λειτουργός σημαίνει:

(α) Λειτουργό των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών∙

(β) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει τα κατάλληλα προσόντα, διορίζεται από τον Υπουργό και ενεργεί κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και σύμφωνα με τις οδηγίες του Διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας∙

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«Κανονισμός» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2009 για τα καλλυντικά προϊόντα.

«Κυβερνητικό Χημείο» σημαίνει –

(α) Το Γενικό Χημείο του Κράτους∙

(β) εργαστήριο ή χημείο που ορίζεται από τον Υπουργό Υγείας∙

«Κυβερνητικός Χημικός» σημαίνει χημικό ή άλλο επιστήμονα ή λειτουργό που υπηρετεί ή εργάζεται σε Κυβερνητικό Χημείο·

«Συμβούλιο Καλλυντικών» σημαίνει το Συμβούλιο που καθιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Υγείας.

(2) Οποιοιδήποτε ορισμοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται στον παρόντα Νόμο και δεν ορίζονται ειδικά σε αυτόν, έχουν την έννοια που αποδίδει στους ορισμούς αυτούς ο Κανονισμός.

Ίδρυση Συμβουλίου Καλλυντικών

3.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, καθιδρύεται Συμβούλιο Καλλυντικών το οποίο αποτελείται από-

(α) Το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, ως εκ της θέσεώς του ή εκπρόσωπο αυτού∙

(β) το Διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, ως εκ της θέσεώς του ή εκπρόσωπο αυτού∙

(γ) το Διευθυντή του Γενικού Χημείου του Κράτους, ως εκ της θέσεώς του ή εκπρόσωπο αυτού∙

(δ) έναν εγγεγραμμένο ιατρό, κατά προτίμηση με ειδικότητα στη δερματολογία, ο οποίος υπηρετεί στη δημόσια υπηρεσία, διοριζόμενο από το Υπουργικό Συμβούλιο·

(ε) έναν εγγεγραμμένο ιατρό, κατά προτίμηση με ειδικότητα στη δερματολογία, διοριζόμενο από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού συμβουλευτεί το Συμβούλιο του Ιατρικού Σώματος που καθιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12 του περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμου·

(στ) έναν εγγεγραμμένο φαρμακοποιό, ο οποίος υπηρετεί στη δημόσια υπηρεσία διοριζόμενο από το Υπουργικό Συμβούλιο∙

(ζ) έναν εγγεγραμμένο φαρμακοποιό διοριζόμενο από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού συμβουλευτεί το Συμβούλιο του Φαρμακευτικού Σώματος που καθιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12 του περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμου·

(η) έναν εγγεγραμμένο χημικό ή χημικό μηχανικό, ο οποίος υπηρετεί στη δημόσια υπηρεσία, διοριζόμενο από το Υπουργικό Συμβούλιο· και

(θ) έναν εγγεγραμμένο χημικό ή έναν εγγεγραμμένο χημικό μηχανικό διοριζόμενο από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού συμβουλευτεί την Παγκύπρια Ένωση Επιστημόνων Χημικών ή το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, αντίστοιχα.

(2) Τα μέλη του Συμβουλίου Καλλυντικών ασκούν το λειτούργημά τους υπό τους όρους τους οποίους το Υπουργικό Συμβούλιο εκάστοτε καθορίζει.

(3) Στον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου Καλλυντικών δύναται να παρέχεται αμοιβή, το ύψος της οποίας καθορίζεται εκάστοτε από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(4) Πρόεδρος του Συμβουλίου Καλλυντικών είναι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας.

(5) Σε περίπτωση απουσίας εκτός της Δημοκρατίας, ασθένειας, αναπηρίας, πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή οποιουδήποτε άλλου κωλύματος του Προέδρου του Συμβουλίου Καλλυντικών, ο Διευθυντής των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών αναπληροί τον Πρόεδρο κατά τη διάρκεια της απουσίας, ασθένειας, αναπηρίας, ανικανότητας ή κωλύματός του, και ασκεί τις εξουσίες και τα καθήκοντα του Προέδρου κατά την περίοδο αυτή.

(6) Σε περίπτωση απουσίας εκτός της Δημοκρατίας, ασθένειας, αναπηρίας, πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή οποιουδήποτε άλλου κωλύματος μέλους του Συμβουλίου Καλλυντικών, εκτός των ως εκ της θέσης τους μελών, ο Υπουργός έχει εξουσία να διορίζει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο κατέχει όσο το δυνατό ανάλογα προσόντα με αυτά του προαναφερόμενου μέλους, ως μέλος του Συμβουλίου Καλλυντικών κατά τη διάρκεια της απουσίας, ασθένειας, αναπηρίας, ανικανότητας ή κωλύματός του και το διοριζόμενο πρόσωπο ασκεί τις εξουσίες και τα καθήκοντα του αντικαθιστάμενου μέλους κατά την περίοδο αυτή.

(7) Τα μέλη του Συμβουλίου Καλλυντικών, εκτός από τα ως εκ της θέσης τους μέλη, ασκούν το λειτούργημά τους για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία του διορισμού τους, το δε Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να επαναδιορίζει οποιοδήποτε τέτοιο μέλος μετά την πάροδο της περιόδου αυτής για δεύτερη και τελευταία θητεία, με εξαίρεση το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, το Διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και το Διευθυντή του Γενικού Χημείου του Κράτους.

(8) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία, με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή του, να ανακαλεί σε οποιοδήποτε χρόνο το διορισμό οποιουδήποτε μέλους του Συμβουλίου Καλλυντικών, εκτός των ως εκ της θέσης τους μελών και κοινοποιεί το συντομότερο δυνατό τέτοια απόφασή του στο επηρεαζόμενο μέλος του Συμβουλίου Καλλυντικών, η οποία καθίσταται εκτελεστή με την εν λόγω κοινοποίησή της.

(9) Κάθε μέλος του Συμβουλίου Καλλυντικών, το οποίο δεν υπηρετεί στη δημόσια υπηρεσία, δύναται κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε χρόνου να παραιτηθεί από τη θέση του στο Συμβούλιο Καλλυντικών, με την υποβολή γραπτής παραίτησης στο Υπουργικό Συμβούλιο:

Νοείται ότι η παραίτηση δεν υπόκειται σε ανάκληση και επενεργεί αμέσως, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Λειτουργία Συμβουλίου Καλλυντικών

4.-(1) Το Συμβούλιο Καλλυντικών συνέρχεται σε τόπο και χρόνο που ορίζονται από τον Πρόεδρό του. Ο Πρόεδρος και τέσσερα άλλα μέλη του Συμβουλίου Καλλυντικών συνιστούν απαρτία.

(2) Ο Πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Καλλυντικών όποτε κρίνει σκόπιμο και προεδρεύει αυτών, έχει δε υποχρέωση να συγκαλεί, το συντομότερο δυνατό, συνεδρίαση του Συμβουλίου Καλλυντικών, σε περίπτωση που το ζητούν τέσσερα ή περισσότερα άλλα μέλη του Συμβουλίου Καλλυντικών.

(3) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Καλλυντικών λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών του και, σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Καλλυντικών έχει νικώσα ψήφο.

(4) Οι εξουσίες του Συμβουλίου Καλλυντικών ασκούνται έγκυρα παρά το γεγονός ότι υπάρχει κενή θέση μέλους του Συμβουλίου Καλλυντικών, νοουμένου ότι ο αριθμός των υπολοίπων μελών δεν είναι μικρότερος του απαιτούμενου αριθμού για σκοπούς απαρτίας.

(5) Κατά τα λοιπά και με την επιφύλαξη των διατάξεων του Μέρους III του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, το Συμβούλιο Καλλυντικών ρυθμίζει τη διαδικασία λειτουργίας του.

Καθήκοντα και εξουσίες Συμβουλίου Καλλυντικών

5. (1) Το Συμβούλιο Καλλυντικών έχει αρμοδιότητα και εξουσία-

(α) Να εκδίδει, αναστέλλει ή ανακαλεί άδειες παρασκευής σε υποστατικά στα οποία παρασκευάζονται καλλυντικά προϊόντα με βάση Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου∙

(β) να εξετάζει παραβάσεις ή παραλείψεις συμμορφώσεως δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 17 και να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18∙ και

(γ) οτιδήποτε άλλο απορρέει από τον Κανονισμό.

(2) Ο Διευθυντής των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών έχει τη γενική ευθύνη της διοικητικής διαχείρισης των αποφάσεων του Συμβουλίου Καλλυντικών και παρέχει σε αυτό, μέσω των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, την απαραίτητη γραμματειακή υποστήριξη, η οποία περιλαμβάνει-

(α) Την ετοιμασία ημερήσιας διάταξης και τήρησης των πρακτικών των συνεδριών του Συμβουλίου Καλλυντικών·

(β) την παραλαβή και προκαταρτική εξέταση των αιτήσεων για έκδοση αδειών παρασκευής καλλυντικών προϊόντων·

(γ) την έκδοση των αδειών παρασκευής καλλυντικών προϊόντων και την τήρηση σχετικού μητρώου·

(δ) την τήρηση μητρώου επιθεώρησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8·

(ε) οτιδήποτε άλλο ανατίθεται σε αυτόν από το Συμβούλιο Καλλυντικών.

Υποχρεώσεις Συμβουλίου Καλλυντικών

6. Το Συμβούλιο Καλλυντικών εξασφαλίζει τη δημιουργία υποδομών και διαδικασιών και μέσω επανειλημμένων ελέγχων εξασφαλίζει την εφαρμογή των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κανονισμός και ειδικότερα αυτές που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 1, 8, 12, 18, 19, 20, 23, 24, 25, 26, 28, 29, 30, 34 και 37.

Παρασκευή καλλυντικών προϊόντων

7.-(1) Απαγορεύεται η παρασκευή καλλυντικών προϊόντων, χωρίς άδεια που εκδίδεται από το Συμβούλιο Καλλυντικών.

(2) Η έκδοση άδειας παρασκευής καλλυντικών προϊόντων γίνεται σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί

8.-(1) Κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός έχει εξουσία σε κάθε εύλογο χρόνο -

(α) Να εισέρχεται, επιθεωρεί, ερευνά και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο και μεταφορικό μέσο, εκτός από κατοικία, στο οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι παρασκευάζεται, συσκευάζεται, αποθηκεύεται, ελέγχεται ή πωλείται καλλυντικό προϊόν ή πρώτες ύλες για την παρασκευή ή συσκευασία καλλυντικών προϊόντων∙

(β) να ανοίγει και εξετάζει οποιαδήποτε συσκευασία για την οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχει καλλυντικό προϊόν∙

(γ) να εξετάζει και να λαμβάνει αντίγραφα για οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων, βιβλία και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο, εκτός από κατοικία, σε σχέση με καλλυντικά προϊόντα∙

(δ) να εξετάζει οτιδήποτε έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή, συσκευασία, σήμανση, διαφήμιση, διακίνηση ή διάθεση καλλυντικού προϊόντος, με σκοπό-

(i) την επιθεώρηση των εργαστηρίων, των χώρων παρασκευής, συσκευασίας και αποθήκευσης, εξοπλισμού και τον έλεγχο των εγγράφων και όλων των στοιχείων που αφορούν την τήρηση των κανόνων και των κατευθυντήριων γραμμών καλής παρασκευής καλλυντικών προϊόντων σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου,

(ii) την επιθεώρηση των χώρων, των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού και τον έλεγχο των αρχείων, καθώς και κάθε στοιχείου που αφορά την τήρηση των διατάξεων αναφορικά με την αποθήκευση και διανομή των καλλυντικών προϊόντων,

(iii) την επιθεώρηση των χώρων όπου εκτίθενται ή κατέχονται προς πώληση καλλυντικά προϊόντα,

(iv) τον έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων των υπεύθυνων προσώπων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 5 του Κανονισμού και των διανομέων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 6 του Κανονισμού,

(v) τη λήψη δειγμάτων,

(vi) τη δέσμευση ή/και κατάσχεση καλλυντικών προϊόντων σε σχέση με τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι διαπράχθηκε παράβαση ή αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού και τα οποία αναμένεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία,

(ε) να καταστρέφει οποιοδήποτε καλλυντικό προϊόν, το οποίο Κυβερνητικός Χημικός πιστοποίησε ότι αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τις διατάξεις του Κανονισμού:

Νοείται ότι οι δαπάνες για την καταστροφή βαρύνουν τον ιδιοκτήτη του καλλυντικού προϊόντος:

Νοείται περαιτέρω ότι, αν δεν επιβληθούν τα διοικητικά μέτρα ή δεν ασκηθεί ποινική δίωξη αναφορικά με την παράβαση ή το αδίκημα εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία δέσμευσης ή κατάσχεσης των καλλυντικών προϊόντων, τα καλλυντικά προϊόντα επιστρέφονται και σε περίπτωση που έχουν καταστραφεί ή υποστεί βλάβη, καταβάλλεται εύλογη αποζημίωση στον ιδιοκτήτη τους.

(2) Κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός έχει υποχρέωση να επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) το πιστοποιητικό της ιδιότητάς του, το οποίο ο Διευθυντής των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών έχει την υποχρέωση να παράσχει.

(3)(α) Κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός συντάσσει έκθεση επιθεώρησης η οποία τίθεται στη διάθεση του υπεύθυνου προσώπου ή διανομέα ή εισαγωγέα ή παρασκευαστή καλλυντικών προϊόντων, ανάλογα με την περίπτωση και του Διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, ο οποίος μεριμνά για την τήρηση μητρώου επιθεώρησης.

(β) Στην έκθεση επιθεώρησης περιλαμβάνονται τα ευρήματα του εξουσιοδοτημένου λειτουργού όσον αφορά τυχόν παραβάσεις και/ή μη συμμόρφωση και/ή αδικήματα, καθώς και τα μέτρα που λήφθηκαν ή προτείνεται να ληφθούν για τη θεραπεία αυτών.

(4) Σε περίπτωση που εξουσιοδοτημένος λειτουργός –

(α) Λαμβάνει δείγμα αντικειμένου ή

(β) λαμβάνει αντίγραφο, φωτοτυπία ή απόσπασμα στοιχείων, βιβλίων ή εγγράφων ή

(γ) κατακρατεί, δεσμεύει ή κατάσχει αντικείμενο ή

(δ) αποφασίζει να καταστρέψει καλλυντικό προϊόν,

πληροφορεί σχετικά το πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται από τη σχετική πράξη ή απόφαση, στις δε περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ), πληροφορεί το πρόσωπο αυτό γραπτώς για τους λόγους στους οποίους βασίζεται η σχετική πράξη ή απόφαση, καθώς και-

(i) περί του δικαιώματος του εν λόγω προσώπου να προσβάλει την πράξη με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 146 του Συντάγματος. και

(ii) περί της προθεσμίας, εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το προαναφερόμενο δικαίωμα, το οποίο καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εξουσιοδοτημένος λειτουργός δεν καταστρέφει καλλυντικό προϊόν, ενόσω διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής.

Έκδοση γραπτής οδηγίας προς συμμόρφωση

9.-(1) Σε περίπτωση που εξουσιοδοτημένος λειτουργός διαπιστώσει ότι-

(α) Παρασκευάζονται προς διάθεση στην αγορά, συσκευάζονται προς διάθεση στην αγορά, αποθηκεύονται προς διάθεση στην αγορά, διακινούνται προς διάθεση στην αγορά ή διατίθενται στην αγορά, σε υποστατικά ή άλλους χώρους, καλλυντικά προϊόντα που αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού ή/και

(β) έχουν διαμορφωθεί ή επικρατούν στο υποστατικό ή άλλο χώρο ελλείψεις, παραλείψεις ή συνθήκες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία του προσωπικού ή τη δημόσια υγεία,

έχει εξουσία με τη διαβίβαση γραπτής οδηγίας προς τον κάτοχο ή υπεύθυνο του υποστατικού ή άλλου χώρου να-

(i) ζητεί, ανάλογα με την περίπτωση, τερματισμό της μη συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο (α), ή στην άρση των επικίνδυνων ελλείψεων, παραλείψεων ή συνθηκών, που αναφέρονται στην παράγραφο (β), και να καθορίζει το χρόνο εντός του οποίου ο προαναφερόμενος τερματισμός ή η άρση πρέπει, κατά την κρίση του, να επέλθει.

(ii) αναστέλλει τη λειτουργία του υποστατικού ή άλλου χώρου, στο οποίο παρασκευάζονται προς διάθεση στην αγορά καλλυντικά προϊόντα, για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις επτά (7) ημέρες, για σκοπούς άρσης των λόγων για τους οποίους επιβάλλεται η αναστολή.

(2) Κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός έχει εξουσία να παρατείνει την περίοδο ισχύος της οδηγίας αναστολής της λειτουργίας υποστατικού ή άλλου χώρου, η οποία διαβιβάσθηκε δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (ii) του εδαφίου (1), με τη διαβίβαση, μία η περισσότερες φορές, παρόμοιας γραπτής οδηγίας προς τον κάτοχο ή τον υπεύθυνο του υποστατικού ή άλλου χώρου, εάν, κατά την κρίση του, τέτοια παράταση είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους διαβιβάστηκε η πρώτη οδηγία αναστολής λειτουργίας του υποστατικού ή άλλου χώρου.

(3) Σε κάθε γραπτή οδηγία, εκδιδόμενη δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), με την οποία αναστέλλεται η λειτουργία υποστατικού ή άλλου χώρου, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός καθορίζει την περίοδο ισχύος της αναστολής και τους λόγους που επέβαλαν την αναστολή και πληροφορεί το πρόσωπο, στο οποίο η γραπτή οδηγία διαβιβάζεται, περί των δικαιωμάτων του και περί των προθεσμιών άσκησης αυτών, όπως αναφέρονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 8.

(4) Ο κάτοχος ή ο υπεύθυνος του υποστατικού ή άλλου χώρου, στον οποίο έχει διαβαστεί γραπτή οδηγία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), έχει υποχρέωση κατά το χρόνο ο οποίος καθορίζεται στη γραπτή οδηγία, να προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός διαβίβασε τη γραπτή οδηγία.

(5) Σε περίπτωση που ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός, ο οποίος με γραπτή οδηγία δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (ιι) του εδαφίου (1), έχει αναστείλει τη λειτουργία υποστατικού ή άλλου χώρου, ικανοποιηθεί ότι οι λόγοι, για τους οποίους ανέστειλε την εν λόγω λειτουργία, εξέλιπαν πριν την εκπνοή της περιόδου αναστολής που καθορίζεται στην οδηγία, έχει εξουσία να επιτρέπει την επαναλειτουργία του υποστατικού ή άλλου χώρου πριν από τη λήξη της προαναφερόμενης περιόδου εκπνοής και έχει υποχρέωση το συντομότερο δυνατό να κοινοποιεί την απόφασή του στον κάτοχο ή τον υπεύθυνο του υποστατικού ή άλλου χώρου.

Υποχρεώσεις επιθεωρούμενων

10. Ο κάτοχος και ο υπεύθυνος οποιουδήποτε υποστατικού ή άλλου χώρου ή μεταφορικού μέσου ξηράς, θάλασσας ή αέρα, ο διανομέας, το υπεύθυνο πρόσωπο και οποιοδήποτε πρόσωπο απασχολείται με τέτοιο υποστατικό ή άλλο χώρο ή μεταφορικό μέσο, στο οποίο εισέρχεται εξουσιοδοτημένος λειτουργός, έχουν έκαστος υποχρέωση -

(α) Να θέτουν, ανά πάσα στιγμή, τους χώρους, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 9, στη διάθεση των εξουσιοδοτημένων λειτουργών,

(β) να παρέχουν στον εξουσιοδοτημένο λειτουργό οποιαδήποτε πληροφορία που κατέχουν και διευκόλυνση, την οποία ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός εύλογα απαιτεί, ο δε εξουσιοδοτημένος λειτουργός έχει εξουσία να απαιτεί και να λαμβάνει οποιαδήποτε τέτοια πληροφορία και διευκόλυνση.

Χειρισμός δειγμάτων που λαμβάνονται από εξουσιοδοτημένους λειτουργούς

11.-(1) Σε περίπτωση που εξουσιοδοτημένος λειτουργός λαμβάνει, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 8, δείγμα καλλυντικού προϊόντος ή δείγμα ουσίας, η οποία χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή καλλυντικού προϊόντος -

(α) Το φυλάττει και το χειρίζεται στη βάση γραπτών διαδικασιών που τυχόν υπάρχουν και με τρόπο που δεν επηρεάζει την ποιότητά του∙

(β) συμμορφώνεται με τις σχετικές μεθόδους δειγματοληψίας που τυχόν καθορίζονται με Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Ανάλυση δειγμάτων από Κυβερνητικό Χημικό

12.-(1) Σε περίπτωση που εξουσιοδοτημένος λειτουργός λαμβάνει, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 8, δείγμα καλλυντικού προϊόντος ή δείγμα ουσίας, η οποία χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή καλλυντικού προϊόντος, δύναται να υποβάλει μέρος δείγματος σε Κυβερνητικό Χημικό για ανάλυση, για να διαπιστώσει κατά πόσο έχει παραβιαστεί ή δεν έχει τύχει συμμόρφωσης οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή του Κανονισμού αναφορικά με το εν λόγω δείγμα ή το είδος από το οποίο λήφθηκε το δείγμα.

(2)(α) Ο Κυβερνητικός Χημικός ή πρόσωπο που ενεργεί υπό τις οδηγίες και την άμεση επίβλεψή του, το συντομότερο δυνατό, αναλύει οποιοδήποτε δείγμα, που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), σύμφωνα με αναγνωρισμένες μεθόδους και τηρουμένων οποιωνδήποτε μεθόδων που τυχόν καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(β) Ο Κυβερνητικός Χημικός εκδίδει προς τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό που του υπέβαλε το δείγμα, εργαστηριακή έκθεση, η οποία καταδεικνύει το αποτέλεσμα της διενεργηθείσας ανάλυσης και την οποία συντάσσει βάσει των σχετικών διαδικασιών του Κυβερνητικού Χημείου.

(3) Ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός ενημερώνει το πρόσωπο από το οποίο έλαβε δείγματα ή/και το διανομέα ή/και το υπεύθυνο πρόσωπο για τα αποτελέσματα της εργαστηριακής ανάλυσης, σε περίπτωση που το δείγμα δεν συνάδει με τις πρόνοιες του Κανονισμού.

(4) Το Συμβούλιο Καλλυντικών έχει εξουσία, με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να ορίζει εργαστήριο ή χημείο ως Κυβερνητικό Χημείο, για το σκοπό διεξαγωγής ανάλυσης καλλυντικού προϊόντος ή ουσίας, η οποία χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή καλλυντικού προϊόντος ή δείγματος ή μέρους δείγματος οποιουδήποτε αυτών, βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού.

Επισήμανση

13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 19 και 20 του Κανονισμού, επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά της Δημοκρατίας καλλυντικού προϊόντος, νοουμένου ότι οι ενδείξεις που καθορίζονται στην υποπαράγραφο δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Κανονισμού αναγράφονται, στην ελληνική γλώσσα, χωρίς να απαγορεύεται η χρήση επιπρόσθετης γλώσσας.

(2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους β), γ) και στ) της παραγράφου 1) και στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού, αναγράφονται στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα, χωρίς να απαγορεύεται η χρήση επιπρόσθετης γλώσσας.

(3) Αναφορικά με τα καλλυντικά προϊόντα τα οποία-

(α)Δεν είναι προσυσκευασμένα ή

(β)συσκευάζονται στο χώρο πώλησής τους, εφόσον το ζητήσει ο αγοραστής ή

(γ)είναι προσυσκευασμένα για την άμεση πώλησή τους,

εφαρμόζονται οι διατάξεις των υποπαραγράφων γ), δ) και ζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Κανονισμού.

Διάπραξη ποινικού αδικήματος από νομικό πρόσωπο

14. Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή έγκριση είτε ότι έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια φυσικού προσώπου που, κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος, κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο είναι ένοχο για το ίδιο ποινικό αδίκημα και υπόκειται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.

Τεκμήρια

15.-(1) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου-

(α) Απόδειξη ότι καλλυντικό προϊόν βρισκόταν σε υποστατικό ή άλλο χώρο, ο οποίος χρησιμοποιείται για την παρασκευή προς διάθεση στην αγορά, αποθήκευση προς διάθεση στην αγορά, διακίνηση προς διάθεση στην αγορά ή διάθεση στην αγορά καλλυντικού προϊόντος, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι προοριζόταν για διάθεση στην αγορά∙

(β) απόδειξη ότι ουσία, η οποία χρησιμοποιείται συνήθως στην παρασκευή καλλυντικού προϊόντος, βρισκόταν σε υποστατικό ή άλλο χώρο, ο οποίος χρησιμοποιείται για την παρασκευή προς διάθεση στην αγορά καλλυντικού προϊόντος, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί στην παρασκευή καλλυντικού προϊόντος∙

(γ) απόδειξη ότι ουσία, της οποίας η προσθήκη ή η παρουσία σε καλλυντικό προϊόν απαγορεύεται ή περιορίζεται βάσει του παρόντος Νόμου, προστέθηκε ή περιέχεται σε καλλυντικό προϊόν, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι το καλλυντικό προϊόν βλάπτει την ανθρώπινη υγεία∙

(δ) απόδειξη ότι καλλυντικό προϊόν αντίκειται σε διάταξη του Κανονισμού και είναι μέρος μίας παρτίδας ή αποστολής καλλυντικών προϊόντων της ίδιας περιγραφής ή τάξης, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι όλα τα καλλυντικά προϊόντα σε εκείνη την παρτίδα ή αποστολή αντίκεινται στην προαναφερόμενη διάταξη.

(2) Κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός ασκεί τις εξουσίες, τις οποίες του χορηγεί το άρθρο 8, βάσει των τεκμηρίων, τα οποία καθορίζονται στο εδάφιο (1), εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι οποιοδήποτε των εν λόγω τεκμηρίων δεν ισχύει σε συγκεκριμένη περίπτωση.

Υπερασπίσεις

16.-(1) Σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αναφορικά με τη διάθεση στην αγορά καλλυντικού προϊόντος, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι –

(α)(i) Δεν είναι ο εισαγωγέας στην επικράτεια της Δημοκρατίας ή ο κατασκευαστής του καλλυντικού προϊόντος ή ο αντιπρόσωπος του κατασκευαστή ή το πρόσωπο κατά παραγγελία του οποίου ο κατασκευαστής παρασκεύασε το καλλυντικό προϊόν και

(ii) προμηθεύτηκε το καλλυντικό προϊόν από άλλο πρόσωπο και το διέθεσε στη συσκευασία και περιέκτη, εάν υπάρχουν, και στην ίδια κατάσταση, στην οποία βρισκόταν το καλλυντικό προϊόν κατά το χρόνο κατά τον οποίο το προμηθεύτηκε, χωρίς να γνωρίζει ότι το καλλυντικό προϊόν κατά αντίκειται σε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή των διαταγμάτων, που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή του Κανονισμού∙

(β) το καλλυντικό προϊόν, που σχετίζεται με την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος, προοριζόταν για εξαγωγή και πληρούσε τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας της χώρας εισαγωγής.

(2) Σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την υποβολή αίτησης ή προσφυγής, η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι υπέβαλε την αίτηση ή προσφυγή με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η αίτηση ή η προσφυγή περιείχε ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία.

(3) Σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, στοιχείου, βιβλίου ή εγγράφου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, το στοιχείο, βιβλίο ή έγγραφο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, τα στοιχεία, το βιβλίο ή έγγραφο ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.

Εξέταση παραβάσεων

17.-(1) Άνευ επηρεασμού της εξουσίας να εκδίδει και να ανακαλεί ή να αναστέλλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, άδειες παρασκευής καλλυντικών προϊόντων, το Συμβούλιο Καλλυντικών έχει καθήκον και αρμοδιότητα να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή αυτεπάγγελτα, κατά πόσο πρόσωπο, αυτοπροσώπως ή διά υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου, παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με-

(α) Τις απαγορευτικές ή επιτακτικές διατάξεις των άρθρων 5, 6, 7, 8, 10, 11, 13, 16, 19, 20, 21, 23 και 24 του Κανονισμού,

(β) τις απαγορευτικές ή επιτακτικές διατάξεις οποιωνδήποτε Κανονισμών, οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Όταν το Συμβούλιο Καλλυντικών, κατά τη διερεύνηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), διαπιστώσει οποιαδήποτε παράβαση οποιασδήποτε διάταξης που αναφέρεται στο εδάφιο αυτό, έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέργειες είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ανάλογα με τη φύση, διάρκεια και βαρύτητα της παράβασης:

(α) Να διατάξει ή να συστήσει στον παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον ή σε περίπτωση που η παράβαση τερματίστηκε πριν την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου Καλλυντικών να βεβαιώσει με απόφασή του την παράβαση ή να αποστείλει αυστηρή επίπληξη και/ή

(β) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, το οποίο δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000,00) και/ή

(γ) να αποφασίσει ότι σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης θα επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ (€300) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.

(3) Το Συμβούλιο Καλλυντικών έχει υποχρέωση να αιτιολογεί δεόντως την απόφασή του σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2).

Επιβολή διοικητικών προστίμων

18.-(1) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 17 διοικητικά πρόστιμα, επιβάλλονται στον παραβάτη με αιτιολογημένη γραπτή απόφαση του Συμβουλίου Καλλυντικών, η οποία βεβαιώνει την παράβαση, αφού δώσει την ευκαιρία στον παραβάτη να προβεί σε γραπτές παραστάσεις, οι οποίες πρέπει να προσκομιστούν εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ανωτέρω απόφασης.

(2) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από το Συμβούλιο Καλλυντικών όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του Συμβουλίου Καλλυντικών, για επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκήθηκε προσφυγή, μετά την έκδοση μη ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.

(3) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από το Συμβούλιο Καλλυντικών χρηματικών κυρώσεων, το Συμβούλιο Καλλυντικών λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Αδικήματα

19.-(1) Πρόσωπο το οποίο αυτοπροσώπως ή διά υπαλλήλου ή άλλου εκπροσώπου του-

(α) Παρασκευάζει καλλυντικό προϊόν χωρίς την άδεια που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου. ή

(β) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ή παρέχει οποιαδήποτε ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ή αρνείται να προσκομίσει πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο τα οποία ζητεί εξουσιοδοτημένος λειτουργός κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το άρθρο 8∙ ή

(γ) μετακινεί, μεταβάλλει ή επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς την εξουσιοδότηση εξουσιοδοτημένου λειτουργού, σε οποιοδήποτε αντικείμενο, το οποίο εξουσιοδοτημένος λειτουργός κατακράτησε ή δέσμευσε δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 8∙ ή

(δ) εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό, Κυβερνητικό Χημικό ή άλλο λειτουργό, κατά την άσκηση των εξουσιών ή εκτέλεση των καθηκόντων του, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει οποιοδήποτε τέτοιο λειτουργό από τη δέουσα άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού∙ ή

(ε) παραβιάζει τα άρθρα 14, 15 και 18 του Κανονισμού,

είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ (€25.000,00) ή και τις δύο αυτές ποινές και, επιπρόσθετα, το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, δύναται να διατάξει την κατάσχεση των καλλυντικών προϊόντων αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα, άνευ επηρεασμού της εξουσίας του Συμβουλίου Καλλυντικών να ανακαλέσει ή να αναστείλει την άδεια παρασκευής, σε περίπτωση που ο καταδικασθείς είναι κάτοχος της εν λόγω άδειας.

(2) Σε περίπτωση διάπραξης δεύτερου ή μεταγενέστερου αδικήματος και καταδίκης γι’ αυτό, από το ίδιο το πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1), το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες ευρώ (€40.000,00) ή και τις δύο αυτές ποινές και επιπρόσθετα, το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, δύναται να διατάξει την κατάσχεση των καλλυντικών προϊόντων αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα, άνευ επηρεασμού της εξουσίας του Συμβουλίου Καλλυντικών να ανακαλέσει ή να αναστείλει την άδεια παρασκευής σε περίπτωση που ο καταδικασθείς είναι κάτοχος της εν λόγω άδειας.

Ποινική δίωξη μόνο κατόπιν συναίνεσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

20. Δεν ασκείται ποινική δίωξη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Εξουσία έκδοσης Κανονισμών

21.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Καλλυντικών, έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη λειτουργία ή εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για τον καθορισμό ή τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος που αφορά καλλυντικό προϊόν και δύναται να καθοριστεί ή, αντίστοιχα, ρυθμιστεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να εκδίδονται για όλους ή μερικούς από τους ακόλουθους σκοπούς:

(α) Τον καθορισμό μεθόδων δειγματοληψίας που εφαρμόζει κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός σε περίπτωση που παίρνει δείγμα καλλυντικού προϊόντος ή δείγμα ουσίας, η οποία χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή καλλυντικού προϊόντος∙

(β) τον καθορισμό των μεθόδων ανάλυσης που εφαρμόζει κάθε Κυβερνητικός Χημικός αναφορικά με καλλυντικά προϊόντα και ουσίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ή μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή καλλυντικού προϊόντος∙

(γ) τον καθορισμό των κριτηρίων μικροβιολογικής ή χημικής καθαρότητας για τα καλλυντικά προϊόντα και των μεθόδων ελέγχου των κριτηρίων αυτών∙

(δ) την επιβολή, απαγόρευση ή ρύθμιση της χρήσης οποιασδήποτε μεθόδου παρασκευής, συσκευασίας, αποθήκευσης, διακίνησης ή διάθεσης καλλυντικού προϊόντος∙

(ε) την πρόνοια τήρησης οποιωνδήποτε βιβλίων ή εγγράφων ή αρχείων ή πληροφοριών ή στοιχείων τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου∙

(στ) την πρόνοια εγγραφής ή χορήγησης άδειας σε υποστατικά ή άλλους χώρους, όπου παρασκευάζεται ή συσκευάζεται καλλυντικό προϊόν∙

(ζ) την πρόνοια εγγραφής ή χορήγησης άδειας σε κατασκευαστές ή συσκευαστές καλλυντικού προϊόντος∙

(η) τον καθορισμό τελών για εγγραφή ή χορήγηση άδειας σε υποστατικά ή άλλους χώρους ή πρόσωπα, που αναφέρονται στις παραγράφους (στ) και (ζ), αντίστοιχα, ή τον καθορισμό τελών για υποβαλλόμενη αίτηση για τέτοια εγγραφή ή χορήγηση άδειας∙

(θ) τον καθορισμό των προσόντων των προσώπων που είτε παρασκευάζουν είτε προΐστανται και εποπτεύουν πρόσωπα που παρασκευάζουν καλλυντικό προϊόν.

(3) Οι κανονισμοί, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτούς διαφορετικά.

(4) Η έκδοση Κανονισμών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Εξουσία έκδοσης διαταγμάτων και υιοθέτησης κατευθυντηρίων οδηγιών

22.-(1) Ο Υπουργός δύναται, μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Καλλυντικών, με διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προσαρμόζει στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 21, με τροποποίηση ή αντικατάσταση Παραρτήματος ή με την υιοθέτηση νέου Παραρτήματος των εν λόγω Κανονισμών, αφού λάβει υπόψη τυχόν κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδονται από την Επιτροπή.

(2) Ο Υπουργός, μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Καλλυντικών, δύναται να εκδίδει διατάγματα τα οποία υιοθετούν τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σε σχέση με τα καλλυντικά προϊόντα ή διευκρινίζουν τον τρόπο εφαρμογής τεχνικών θεμάτων.

Αστική και ποινική ευθύνη

23. Η έκδοση άδειας παρασκευής καλλυντικών προϊόντων, κοινοποιήσεις ή αδειοδοτήσεις που γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή σύμφωνα με τον Κανονισμό, δεν θίγουν την αστική και ποινική ευθύνη των παρασκευαστών, εισαγωγέων ή διανομέων ή υπεύθυνων προσώπων.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

24.-(1) Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι περί Καλλυντικών Προϊόντων Νόμοι του 2001 έως 2010 παύουν να ισχύουν καθ‘ όσον αφορά τα καλλυντικά προϊόντα για τα οποία γίνονται ρυθμίσεις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(3) Κανονισμοί, διατάγματα, διορισμοί, εξουσιοδοτήσεις, εγκρίσεις, πιστοποιητικά ή άλλης φύσης πράξεις εκδοθείσες δυνάμει των διατάξεων των περί Καλλυντικών Προϊόντων Νόμων του 2001 έως 2010, εξακολουθούν να ισχύουν και καθ’ όσον αφορά τα καλλυντικά προϊόντα για τα οποία γίνονται ρυθμίσεις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν, στην έκταση που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(4) Άδειες που εκδόθηκαν με βάση τις διατάξεις των περί Καλλυντικών Προϊόντων Νόμων του 2001 έως 2010, εξακολουθούν να ισχύουν καθ’ όσον αφορά τα καλλυντικά προϊόντα για τα οποία γίνονται ρυθμίσεις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου μέχρις ότου λήξουν, ανακληθούν ή αντικατασταθούν.