ΤΜΗΜΑ 2 - ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Περιπτώσεις εφαρμογής εποπτείας ομίλου

251.-(1) Η εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε επίπεδο ομίλου ασκείται από τον Έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, όταν ο Έφορος αποτελεί την αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 286 του παρόντος Νόμου.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες ορίζουν τους κανόνες για την εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ατομική βάση, εξακολουθούν να ισχύουν σε επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Μέρος.

(3) Η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου ασκείται ως ακολούθως:

(α) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι συμμετέχουσες επιχειρήσεις σε μία τουλάχιστον ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 256 έως 298 του παρόντος Νόμου.

(β) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα στην Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 256 έως 298·

(γ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα σε τρίτη χώρα ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 299 έως 302 του παρόντος Νόμου·

(δ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 304 του παρόντος Νόμου.

(4) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2), όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση, είναι, είτε συνδεδεμένη επιχείρηση, είτε είναι η ίδια ρυθμιζόμενη οντότητα ή μεικτή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία εποπτικής αρχής άλλου κράτους μέλους, ο Έφορος, ως η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μη διενεργήσει την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 282 του παρόντος Νόμου ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 284 του παρόντος Νόμου ή και τα δύο, στο επίπεδο της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

(5) Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμο εποπτικό έλεγχο στο πλαίσιο των εκάστοτε Οδηγιών του Εφόρου αναφορικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, με τον εποπτικό έλεγχο που καθορίζεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, ο Εφόρος, ως η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να αποφασίσει, μετά από διαβούλευση με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τις διατάξεις αναφορικά με την συμπληρωματική εποπτεία.

(6) Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και δυνάμει των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως 2015, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, ο Έφορος, ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να αποφασίσει, μετά από συμφωνία με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως εφαρμοστούν μόνο εκείνες οι νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως καθορίζεται στις εκάστοτε Οδηγίες του Εφόρου ή/και της Κεντρικής Τράπεζας ή/και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών ‘η αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.

(7) Ο Έφορος, ως η αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και την ΕΙΟPA για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των εδαφίων (4) και (5).

Πεδίο εφαρμογής της εποπτείας ομίλου

252.-(1) Η άσκηση της εποπτείας ομίλου από τον Έφορο σύμφωνα με το άρθρο 251 του παρόντος Νόμου, δεν απαιτεί την άσκηση του εποπτικού του ρόλου σε ατομική βάση, σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρησης τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 297 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

(2) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να μην συμπεριλάβει μια επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 251 του παρόντος Νόμου -

(α) εάν η επιχείρηση ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 267·

(β) εάν η επιχείρηση που πρέπει να συμπεριληφθεί έχει αμελητέα σημασία όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου· ή

(γ) εάν ο συνυπολογισμός της επιχείρησης δεν είναι κατάλληλος ή είναι παραπλανητικός σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), όταν αρκετές επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου, λαμβανόμενες υπόψη ατομικά, μπορούν να εξαιρεθούν σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, ο Έφορος ως αρχή εποπτείας τους ομίλου, οφείλει να τις συμπεριλάβει στην εποπτεία εφόσον, συλλογικά, είναι μη αμελητέας σημασίας.

(4) Όταν ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, θεωρεί ότι μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην εποπτεία ομίλου δυνάμει μιας των περιπτώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (2), συμβουλεύεται, προτού λάβει απόφαση, τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών.

(5) Σε περίπτωση που αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου είναι εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους, και δεν περιλαμβάνει κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου δυνάμει των αντίστοιχων παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (2) της εθνικής της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, ο Έφορος δύναται να ζητά από την επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου οποιαδήποτε πληροφορία η οποία μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία των κυπριακών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων από τον ίδιο.