ΤΜΗΜΑ 2 - ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Γενικές απαιτήσεις διακυβέρνησης

43. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο να εγγυάται την ορθή και συνετή διαχείριση των δραστηριοτήτων, να περιλαμβάνει τουλάχιστον μια κατάλληλη διαφανή οργανωτική δομή, με σαφή κατανομή και ορθό διαχωρισμό καθηκόντων, καθώς και έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διασφάλισης της μετάδοσης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζουν τα άρθρα 44 μέχρι 49 του παρόντος Νόμου, καθώς και τις διαδικασίες που ακολουθούν έτσι ώστε το σύστημα διακυβέρνησης να υπόκειται σε τακτική εσωτερική εξέταση από την επιχείρηση.

(2) Το σύστημα διακυβέρνησης του εδαφίου (1) θα πρέπει να είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εργασιών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές, σε σχέση τουλάχιστον με τη διαχείριση του κινδύνου, τον εσωτερικό έλεγχο, τους εσωτερικούς λογιστικούς ελέγχους και, κατά περίπτωση, την εξωτερική ανάθεση και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για εφαρμογή των πολιτικών αυτών.

(4) Οι γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές του εδαφίου (3) επανεξετάζονται σε ετήσια, τουλάχιστον, βάση ενώ υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου και προσαρμόζονται σε κάθε σημαντική αλλαγή του εκάστοτε συστήματος ή τομέα.

(5) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης σχεδίων έκτακτης ανάγκης και για τον σκοπό αυτό, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν και χρησιμοποιούν κατάλληλα και αναλογικά συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

(6) Ο Έφορος επαληθεύει το σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που επισημαίνονται από τις επιχειρήσεις, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική τους ευρωστία και δύναται να ζητήσει από τις επιχειρήσεις, και αυτές οφείλουν να συμμορφώνονται, την αναθεώρηση ή τροποποίηση του συστήματος διακυβέρνησης έτσι ώστε αυτό να βελτιωθεί και ενδυναμωθεί προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 51 μέχρι 57 του παρόντος Νόμου.

(7) Ο Έφορος δύναται, όποτε κρίνει αυτό αναγκαίο, να ζητά από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποβολή οποιωνδήποτε στοιχείων που αναφέρονται στα εδάφια (1) μέχρι (5) για σκοπούς άσκησης των εξουσιών του δυνάμει του εδαφίου (6).

(8) Δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε παραχώρηση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δανείων ή προσωρινών παροχών, εξαιρουμένων των δανείων που χορηγούνται από ασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με ασφαλιστήρια ζωής μέσα στα πλαίσια της αξίας εξαγοράς τους, έστω και αν αυτά εξασφαλίζονται με υποθήκη, προσωπική εγγύηση ή άλλο τρόπο, σε οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης, διευθυντή, αντιπρόσωπο, αναλογιστή, ελεγκτή, ή υπάλληλο της επιχείρησης ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο ασκεί ουσιαστικά έλεγχο της επιχείρησης, ή σε οποιοδήποτε γονέα, σύζυγο, παιδί, αδελφό ή αδελφή των πιο πάνω ή σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ή οργανισμό στον οποίο οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα κατέχει θέση διοικητικού συμβούλου, διευθυντή, αντιπροσώπου, αναλογιστή, ελεγκτή, υπαλλήλου ή συνεταίρου ή άλλως πως ασκεί ουσιαστικό έλεγχο:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού “παιδί” περιλαμβάνει προγονό ή πρόγονη και υιοθετημένο παιδί:

Νοείται περαιτέρω ότι, οτιδήποτε προβλέπεται στο εδάφιο αυτό δεν εφαρμόζεται-

(i) σε σχέση με δάνεια που παραχωρούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε οποιοδήποτε υπάλληλο της επιχείρησης, για τους σκοπούς και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, ή

(ii) σε σχέση με δάνεια που παραχωρούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική της εταιρεία ή σε άλλη εταιρεία που ανήκει στον ίδιο όμιλο, νοουμένου ότι τα εν λόγω δάνεια δεν θα παραχωρηθούν, άμεσα ή έμμεσα σε οποιαδήποτε από τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και σε σχέση με τα οποία δυνάμει του παρόντος εδαφίου απαγορεύεται η χορήγηση δανείων από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Απαιτήσεις ικανότητας και καταλληλότητας για πρόσωπα τα οποία διοικούν την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα

44. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε όλα τα πρόσωπα, του διοικητικού συμβουλίου και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλου είδους βασικά καθήκοντα, να πληρούν ανά πάσα στιγμή τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(α) Τα επαγγελματικά τους προσόντα, οι γνώσεις και η πείρα τους, τους επιτρέπουν να ασκούν υγιή και συνεπή διαχείριση (ικανότητα)∙ και

(β) είναι επαρκή από πλευράς υπόληψης και ακεραιότητας (ήθος).

(2) Ο Έφορος κρίνει σε κάθε περίπτωση εάν και κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), λαμβάνοντας ιδίως υπόψη κατά πόσο τα εν λόγω πρόσωπα διαθέτουν εντιμότητα, καλή φήμη, ειδική γνώση και πείρα στον τομέα τους και είναι καλής οικονομικής κατάστασης:

Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, πρόσωπο του εδαφίου (1)-

(α) δεν λογίζεται ότι διαθέτει ήθος σε περίπτωση που καταδικάστηκε για πλαστογραφία, κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, εκβίαση, δωροδοκία, λαθρεμπορία, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, φόνο εκ προμελέτης, ανθρωποκτονία, βιασμό, αδικήματα ηθικής αισχρότητας ή άλλα συναφή προς τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα∙

(β) δεν λογίζεται ότι είναι καλής οικονομικής κατάστασης εάν κηρύχθηκε σε πτώχευση:

Νοείται περαιτέρω ότι, πρόσωπο του εδαφίου (1) δεν λογίζεται ότι πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω εδαφίου εάν κατείχε προηγουμένως ειδική συμμετοχή ή θέση διευθύνοντος προσώπου, σε ασφαλιστική επιχείρηση ή άλλη συναφή επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, της οποίας επιχείρησης η άδεια ανακλήθηκε από οποιοδήποτε νόμο για σοβαρή παραβίαση των υποχρεώσεών της, εκτός εάν αποδείξει ότι δεν συναίνεσε ή συνέπραξε στην παραβίαση.

(3) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθορίζουν τα αποδεικτικά που πρέπει να προσκομίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προς απόδειξη της ικανότητας και καταλληλότητας των προσώπων του εδαφίου (1).

(4) Εκτός από τους διοικητικούς συμβούλους της ασφαλιστικής επιχείρησης που δεν ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα, τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης οφείλουν να έχουν το συνήθη τόπο διαμονής τους στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, ο Έφορος δύναται να επιτρέψει όπως ορισμένα από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν τη συνήθη διαμονή τους εκτός της Δημοκρατίας, εφ’ όσον κρίνει ότι αυτό δεν επηρεάζει δυσμενώς την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης.

(5) Στον Έφορο ανακοινώνεται η ταυτότητα των προσώπων του εδαφίου (1) της επιχείρησης κατά τον καθορισμένο τύπο, προς έγκριση, κατά την υποβολή της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.

(6)(α) Στον Έφορο επίσης ανακοινώνεται, προς έγκριση, κατά τον καθορισμένο τύπο, κάθε μεταγενέστερος διορισμός επιπρόσθετος ή εις αντικατάσταση άλλου, κάθε εκούσια αποχώρηση ή τερματισμός των υπηρεσιών ή αντικατάσταση και γενικά κάθε άλλη μεταβολή των προσώπων του εδαφίου (1), μέσα σε προθεσμία ενός μηνός αφότου επεσυνέβη ο διορισμός, αποχώρηση, τερματισμός υπηρεσιών ή άλλη μεταβολή. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό οποιουδήποτε προσώπου λόγω του ότι αυτό δεν πληροί τα απαραίτητα προσόντα, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα της ανακοινώσεως του διορισμού:

Νοείται ότι η απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

(7) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν τον Έφορο εάν οποιοδήποτε πρόσωπο του εδαφίου (1) έχει αποχωρήσει, παραιτηθεί, παυθεί ή αντικατασταθεί, και να κοινοποιούν παράλληλα οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση από τον Έφορο του κατά πόσον νέα πρόσωπα που έχουν ορισθεί για να αναλάβουν τη διοίκηση της επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους του παρόντος άρθρου.

(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1), θεωρούνται-

(α) οι διοικητικοί σύμβουλοι της επιχείρησης, περιλαμβανομένου και του εκτελεστικού προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου·

(β) ο ανώτερος εκτελεστικός λειτουργός της επιχείρησης, που είναι υπεύθυνος για τη διεύθυνση όλων των ασφαλιστικών εργασιών της, μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων του διοικητικού της συμβουλίου·

(γ) ο γενικός διευθυντής της επιχείρησης, εφ’ όσον τα καθήκοντά του δεν ασκούνται από ένα από τα αναφερόμενα στις πιο πάνω παραγράφους (α) και (β) πρόσωπα· και

(δ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που κατά την κρίση του Εφόρου, λόγω της φύσεως των καθηκόντων που ασκεί στην επιχείρηση, είναι σε θέση να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων ή την όλη πολιτική της επιχείρησης.

Διαχείριση κινδύνων

45. (1)Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά, σε συνεχή βάση, των κινδύνων, σε ατομικό και σε συνολικό επίπεδο, στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένες και τις αλληλεξαρτήσεις τους.

(2) Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και ενσωματώνεται κατάλληλα στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των προσώπων που διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή έχουν άλλες βασικές αρμοδιότητες.

(3) Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου, καθώς και τους κινδύνους, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται καθόλου ή δεν περιλαμβάνονται εξ ολοκλήρου στον υπολογισμό της απαίτησης αυτής και καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα πεδία:

(α) ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου και σύσταση προβλέψεων·

(β) διαχείριση ενεργητικού – παθητικού·

(γ) επενδύσεις, ιδίως θέσεις σε παράγωγα και παρόμοιες υποχρεώσεις·

(δ) διαχείριση κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης·

(ε) διαχείριση λειτουργικού κινδύνου·

(στ) αντασφάλιση και άλλες τεχνικές μείωσης του κινδύνου.

(4) Οι γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές για τη διαχείριση του κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 43 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνουν πολιτικές που συνδέονται με τις παραγράφους (α) έως (στ) του εν λόγω εδαφίου.

(5) Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 ή την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, καταρτίζουν σχέδιο ρευστότητας με προβολές των εισερχόμενων και των εξερχόμενων ταμειακών ροών σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στις προσαρμογές αυτές.

(6) Όσον αφορά τη διαχείριση ενεργητικού-παθητικού, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αξιολογούν τακτικά-

(α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 80 του παρόντος Νόμου∙

(β) όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος Νόμου-

(i) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 82 και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων∙

(ii) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους σε αλλαγές στη σύνθεση του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού∙

(iii) τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στο μηδέν∙

(γ) όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου-

(i) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων∙

(ii) τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.

(7) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν τις αξιολογήσεις των παραγράφων (α),(β) και (γ) του εδαφίου (6) σε ετήσια βάση στον Έφορο, ως Μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.

(8) Στις περιπτώσεις όπου η μείωση της προσαρμογής επιτοκίου, λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, η επιχείρηση υποβάλλει επίσης ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε τέτοια περίπτωση για να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτει η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.

(9) Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, η τεκμηριωμένη πολιτική διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 43 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνει πολιτική σχετικά με τα κριτήρια για την εφαρμογή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας.

(10) Όσον αφορά τον επενδυτικό κίνδυνο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου, Τμήμα 6 του παρόντος Μέρους.

(11) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν λειτουργική θέση για τη διαχείριση του κινδύνου που θα είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνει την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου.

(12) Οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης, όταν χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, για να αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, αξιολογούν την καταλληλότητα αυτών των εξωτερικών αξιολογήσεων στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους, με τη χρήση πρόσθετων αξιολογήσεων όπου είναι πρακτικά δυνατόν, για να αποφεύγεται οποιαδήποτε αυτόματη εξάρτηση από εξωτερικές αξιολογήσεις. Η αναφερόμενη αξιολόγηση γίνεται σύμφωνα με εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(13) Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 119 και 120 του παρόντος Νόμου, η λειτουργία διαχείρισης του κινδύνου καλύπτει τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α) το σχεδιασμό και την εφαρμογή του εσωτερικού υποδείγματος·

(β) τη δοκιμή και την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος·

(γ) την τεκμηρίωση του εσωτερικού υποδείγματος και τυχόν μεταγενέστερων τροποποιήσεών του·

(δ) την ανάλυση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος και τη σύνταξη συνοπτικών εκθέσεων·

(ε) την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, υποδεικνύοντας πεδία που χρειάζονται βελτίωση, και επίκαιρη ενημέρωση του οργάνου αυτού σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης προηγουμένως επισημανθεισών αδυναμιών.

Εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας

46. Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει τη δική της εσωτερική εκτίμηση κινδύνου και φερεγγυότητας η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης τα εγκεκριμένα περιθώρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης·

(β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπεται στο ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 4 και 5, του παρόντος Μέρους και με τις απαιτήσεις σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις, όπως προβλέπεται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·

(γ) το μέγεθος απόκλισης του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου που υπολογίζεται με την τυποποιημένη μέθοδο σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2 του παρόντος Μέρους ή με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό της υπόδειγμα σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους.

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), η οικεία επιχείρηση διαθέτει διαδικασίες ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενυπάρχουν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα και οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να αποτιμά καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και στους οποίους θα μπορούσε να εκτεθεί και παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην υπό αναφορά αξιολόγηση.

(3) Όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 ή τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 422 και 423 του παρόντος Νόμου, διεξάγει την αξιολόγηση συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα.

(4) Στην περίπτωση που αναφέρεται η παράγραφος (γ) του εδαφίου (1), όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναπροσαρμογή, η οποία μετατρέπει τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο σε μέτρηση κινδύνου και σε διαμόρφωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

(5) Η εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής στρατηγικής και λαμβάνεται υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές αποφάσεις της επιχείρησης.

(6) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διενεργούν την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) τακτικά και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ κινδύνου τους.

(7) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν τον Έφορο για τα αποτελέσματα της εσωτερικής εκτίμησης κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που διαβιβάζονται δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.

(8) Η αποτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας δεν εξυπηρετεί στον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων:

Νοείται ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας θα αναπροσαρμόζονται μόνο σύμφωνα με τα άρθρα 40, 270 έως 272 και 277 του παρόντος Νόμου.

Σύστημα εσωτερικού ελέγχου

47. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου (“internal control”), το οποίο περιλαμβάνει, τουλάχιστον, διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες ρυθμίσεις πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης και λειτουργία συμμόρφωσης.

(2) Η λειτουργία συμμόρφωσης περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης για τη συμμόρφωση με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς επίσης και εκτίμηση του πιθανού αντικτύπου, τυχόν αλλαγών στο νομικό περιβάλλον στις πράξεις της οικείας επιχείρησης και τον προσδιορισμό και την εκτίμηση του κινδύνου συμμόρφωσης.

Εσωτερικός έλεγχος

48. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν ουσιαστική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου (“internal audit”), η οποία περιλαμβάνει αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου καθώς και άλλων στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης.

(2) Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες.

(3) Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις του εσωτερικού ελέγχου αναφέρονται στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης, το οποίο καθορίζει ποιες ενέργειες αναλαμβάνονται σε σχέση με κάθε ένα από τα συμπεράσματα και τις συστάσεις του εσωτερικού λογιστικού ελέγχου και διασφαλίζει την εκτέλεση των ενεργειών αυτών.

Αναλογιστική λειτουργία.

49. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, η οποία-

(α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·

(β) εξασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·

(γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·

(δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις·

(ε) πληροφορεί το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την αξιοπιστία και καταλληλότητα του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων·

(στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 88 του παρόντος Νόμου·

(ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών κινδύνων∙

(η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητα των αντασφαλιστικών συμφωνιών· και

(θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 45, ιδίως σε σχέση με την υποδειγματοποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αναφέρονται στο Έκτο Κεφάλαιο, τμήματα 4 και 5 του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 46 του παρόντος Νόμου.

(2) Η αναλογιστική λειτουργία εκτελείται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία είναι σε θέση να αποδείξουν τη σχετική πείρα τους, σε σχέση με τα ισχύοντα επαγγελματικά και άλλου είδους πρότυπα, τα οποία καθορίζονται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.

(3) Ο διορισμός του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από το διορισμό. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης αναφέρονται η ημέρα του διορισμού, το όνομα και τα προσόντα του προσώπου που διορίζεται και το γεγονός ότι πληροί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (2).

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία τερματίζεται ο διορισμός του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία για οποιαδήποτε αιτία, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποχρέωση μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών να προβεί στο διορισμό άλλου, εις αντικατάστασή του.

(5) Ο τερματισμός του διορισμού του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο, από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και το ίδιο το πρόσωπο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών, αφότου επεσυνέβη ο τερματισμός. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης καθορίζονται οι λόγοι για τους οποίους τερματίστηκε ο διορισμός και ο Έφορος δύναται να ζητήσει περαιτέρω διευκρινήσεις για τους λόγους αυτούς, είτε από το ίδιο το πρόσωπο είτε από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

(6) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την απόφασή του στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση , και σε τέτοια περίπτωση η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποχρέωση εντός τριάντα ημερών να διορίσει νέο πρόσωπο.

(7) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να διορίσει πρόσωπο που εκτελεί αναλογιστική λειτουργία εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, δεν επιτρέπεται να ασκεί νέες ασφαλιστικές εργασίες, μέχρις ότου προβεί σε τέτοιο διορισμό και οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος εδαφίου επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο.

(8)(α) Η απόφαση του Εφόρου να μην εγκρίνει το πρόσωπο που θα εκτελεί αναλογιστική λειτουργία δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξει του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

Εξωτερική ανάθεση (Εξωπορισμός).

50. (1) Ανεξάρτητα από το κατά πόσο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναθέτουν εξωτερικά επιχειρησιακές λειτουργίες ή άλλου είδους ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες, αυτές εξακολουθούν να έχουν την πλήρη ευθύνη εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεών τους δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή οποιωνδήποτε άλλων εκτελεστικών μέτρων εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι τυχόν εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών ή δραστηριοτήτων τους δεν αναλαμβάνεται με τρόπο που να οδηγεί σε κάποια από τις κατωτέρω καταστάσεις:

(α) ουσιώδη μείωση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης της σχετικής επιχείρησης·

(β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου·

(γ) μείωση της ικανότητας του Εφόρου να παρακολουθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από την επιχείρηση·

(δ) υπονόμευση της συνεχούς και ικανοποιητικής παροχής υπηρεσιών προς τους αντισυμβαλλομένους.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν εγκαίρως τον Έφορο πριν από την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και για τυχόν μεταγενέστερες σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις λειτουργίες ή δραστηριότητες αυτές.

(4) Ο Έφορος δύναται, σε περίπτωση που κρίνει ότι η εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή δραστηριοτήτων της επιχείρησης οδηγεί στις καταστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2), να μην επιτρέψει την εξωτερική ανάθεση και να καλέσει την επιχείρηση όπως ακυρώσει οποιαδήποτε συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης. Παράλειψη συμμόρφωσης με την απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου, επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα.

51. (1) Ο Έφορος, κατά την άσκηση του εποπτικού ελέγχου δυνάμει του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζει τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις αναφορικά με-

(α) τα στοιχεία των συστημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 43, 45, 47 και 49 του παρόντος Νόμου και ιδίως των τομέων που καλύπτονται από τη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού-παθητικού και την επενδυτική πολιτική, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 45, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων∙

(β) τις λειτουργίες που αναφέρονται στα άρθρα 45, 47, 48 και 49 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Έφορος κατά την άσκηση του εποπτικού ελέγχου δυνάμει του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, αναφορικά με-

(α) τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 του παρόντος Νόμου και τις σχετικές λειτουργίες∙

(β) τους όρους για εξωτερική ανάθεση, ειδικότερα σε παρόχους υπηρεσιών εγκαταστημένους σε τρίτες χώρες.

(3) Ο Έφορος, κατά την άσκηση εποπτείας αναφορικά με την εσωτερική εκτίμηση κινδύνου και φερεγγυότητας που πρέπει να διεξάγουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 46, εφαρμόζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα.