ΤΜΗΜΑ 1 - ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ
Ενότητα 1 Γενικές Διατάξεις
Εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου

256.-(1) Η εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3), τις διατάξεις του άρθρου 285 και με τις διατάξεις του Τρίτου Κεφαλαίου του παρόντος Νόμου.

(2) Αναφορικά με τις περιπτώσεις που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 251 του παρόντος Νόμου, οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε τουλάχιστον ίσα με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων που περλαμβάνονται στις Ενότητες 2, 3 και 4 του παρόντος Τμήματος.

(3) Αναφορικά με τις περιπτώσεις που καθορίζονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 251, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ένα όμιλο οφείλουν να μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε ίσα με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων που περιλαμβάνονται στην Ενότητα 5 του παρόντος Τμήματος.

(4) Οι απαιτήσεις των εδαφίων (2) και (3) υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από τον Έφορο, εφόσον είναι η αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 286 του παρόντος Νόμου και οι διατάξεις των άρθρων 143 και των εδαφίων (1) μέχρι (4) του άρθρου 145 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

(5) Μόλις η συμμετέχουσα επιχείρηση παρατηρήσει και πληροφορήσει τον Έφορο ότι ο όμιλος δεν συμμορφώνεται πλέον προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή ότι υπάρχει κίνδυνος να πάψει να συμμορφώνεται μέσα στους επόμενους τρεις μήνες, ο Έφορος ενημερώνει τις άλλες εποπτικές αρχές του σώματος εποπτικών αρχών, το οποίο προβαίνει σε ανάλυση της κατάστασης του ομίλου.

Συχνότητα υπολογισμού

257.-(1) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μεριμνά ώστε οι υπολογισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους (2) και (3) του άρθρου 256 του παρόντος Νόμου να διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως, είτε από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου είτε από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

(2) Τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό και τα αποτελέσματα του υπολογισμού υποβάλλονται στον Έφορο από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση ή, όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την επιχείρηση που ανήκει στον όμιλο και καθορίζεται από τον Έφορο, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών επιβλέπουν σε συνεχή βάση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου και σε περίπτωση που το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται εκ νέου αμελλητί και υποβάλλονται στον Έφορο, ως αρχή εποπτείας του ομίλου.

(4) Σε περίπτωση που υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι το προφίλ κινδύνου του ομίλου έχει αλλάξει σημαντικά από την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να ζητήσει επανυπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.

Ενότητα 2 Επιλογή της μεθόδου υπολογισμού και γενικές αρχές
Επιλογή της μεθόδου

258.-(1) Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 251 του παρόντος Νόμου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις τεχνικές αρχές και μία από τις μεθόδους που παρατίθενται στα άρθρα 259 έως 272.

(2) Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που καθορίζονται στην παράγραφο (α), του εδαφίου (3), του άρθρου 251 διενεργείται σύμφωνα με τη μέθοδο 1, η οποία καθορίζεται στα άρθρα 268 έως 271:

Νοείται ότι, ο Έφορος, εφόσον αποτελεί την αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να αποφασίζει, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο, να εφαρμόζουν στο συγκεκριμένο όμιλο τη μέθοδο 2 που περιγράφεται στα άρθρα 272 έως 273 ή συνδυασμό των μεθόδων 1 και 2, εφόσον η αποκλειστική εφαρμογή της μεθόδου 1 κρίνεται ακατάλληλη.

Συμπερίληψη αναλογικού μεριδίου

259.-(1) Στον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου λαμβάνεται υπόψη το αναλογικό μερίδιο που κατέχει η συμμετέχουσα επιχείρηση στις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της και για το σκοπό αυτό το αναλογικό μερίδιο περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω:

(α) Όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 1, τα ποσοστά που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών·

(β) όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2, την αναλογία του εκδοθέντος κεφαλαίου που κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από τη συμμετέχουσα επιχείρηση:

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, όταν η συνδεδεμένη επιχείρηση είναι θυγατρική και δεν διαθέτει επαρκή επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για να καλύψει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής:

Νοείται περαιτέρω ότι όταν, κατά τη γνώμη των εποπτικών αρχών, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης που κατέχει μερίδιο του κεφαλαίου είναι αυστηρά περιορισμένη στο τμήμα αυτό του κεφαλαίου, ο Έφορος ως εποπτική αρχή του ομίλου, δύναται να επιτρέψει να ληφθεί υπόψη σε αναλογική βάση το έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής επιχείρησης.

(2) Ο Έφορος, ως εποπτική αρχή του ομίλου, καθορίζει μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, το αναλογικό μερίδιο που λαμβάνεται υπόψη στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν δεν υπάρχουν δεσμοί κεφαλαίου μεταξύ ορισμένων από τις επιχειρήσεις ενός ομίλου·

(β) όταν ο Έφορος έχει καθορίσει ότι η κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε μια επιχείρηση θεωρείται ως συμμετοχή επειδή, κατά τη γνώμη του, ασκείται στην πραγματικότητα σημαντική επιρροή στην επιχείρηση αυτή·

(γ) όταν ο Έφορος έχει καθορίσει ότι μια επιχείρηση είναι η μητρική επιχείρηση μιας άλλης διότι, κατά τη γνώμη του, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή στην άλλη αυτή επιχείρηση.

Εξάλειψη του διπλού υπολογισμού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων

260. (1) Δεν επιτρέπεται ο διπλός υπολογισμός ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ των διαφόρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό αυτό και, για σκοπούς εφαρμογής της παρούσας απαγόρευσης, κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, και εφόσον οι μέθοδοι που περιγράφονται στην Ενότητα 4 του παρόντος Τμήματος δεν προνοούν σχετικά, αποκλείονται τα ακόλουθα ποσά:

(α) Η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας από τις συνδεδεμένες της ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

(β) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(γ) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας οποιασδήποτε άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1), τα ακόλουθα στοιχεία μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό, μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της σχετικής συνδεδεμένης επιχείρησης:

(α) τα πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στο εδάφιο (2) του άρθρου 97 του παρόντος Νόμου, συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης Ασφάλισης Κλάδου Ζωής της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, για την οποία υπολογίζεται το επίπεδο φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου·

(β) το εκδοθέν και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, για την οποία υπολογίζονται τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου:

Νοείται ότι, τα ακόλουθα στοιχεία εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση από τον υπολογισμό:

(i) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο, το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συμμετέχουσας επιχείρησης·

(ii) το εκδοθέν αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(iii) το εκδοθέν αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της ιδίας συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(3) Εάν οι αρμόδιες εποπτικές αρχές θεωρήσουν ότι ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, πέραν εκείνων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), δεν μπορούν ουσιαστικά να διατεθούν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα εν λόγω στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συνδεδεμένης επιχείρησης.

(4) Το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3) δεν υπερβαίνει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(5) Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα οποία υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 96 του παρόντος Νόμου, μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό μόνον εφόσον έχουν δεόντως εγκριθεί από τον Έφορο, εφόσον είναι η αρμόδια εποπτική αρχή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συνδεδεμένης αυτής επιχείρησης.

Κατάργηση της σύστασης κεφαλαίου στο πλαίσιο ομίλου

261.-(1) Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τα οποία απορρέουν από αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και οποιασδήποτε από τις πιο κάτω:

(α) συνδεδεμένης επιχείρησης·

(β) συμμετέχουσας επιχείρησης· ή

(γ) άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οποιασδήποτε από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.

(2) Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, όταν τα σχετικά ίδια κεφάλαια προκύπτουν από αμοιβαία χρηματοδότηση με οποιαδήποτε άλλη συνδεδεμένη επιχείρηση της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(3) Θεωρείται ότι υπάρχει αμοιβαία χρηματοδότηση όταν τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, κατέχει μερίδια σε άλλη επιχείρηση ή δανειοδοτεί άλλη επιχείρηση η οποία, άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ίδια κεφάλαια επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των πρώτων επιχειρήσεων.

Αποτίμηση

262. Η αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος Νόμου.

Ενότητα 3 Εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού
Συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις

263.-(1) Όταν η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει περισσότερες της μιας συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο υπολογισμός της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου διενεργείται με συνεκτίμηση της κάθε μίας από τις συνδεδεμένες αυτές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(2) Εφόσον η συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη, ως προς τη συνδεδεμένη επιχείρηση, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, όπως ορίζεται σε αυτό το άλλο κράτος μέλος.

Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου

264.-(1) Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία κατέχει συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση αυτής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

(2) Για το σκοπό του υπολογισμού της φερεγγυότητας δυνάμει του εδαφίου (1) και μόνο, η ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αντιμετωπίζεται ως εάν να ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στις διατάξεις του Μέρους ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητες 1, 2 και 3 του παρόντος Νόμου, σε σχέση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ορίζονται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 3, Ενότητες 1, 2 και 3, σε σχέση με τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

(3) Στις περιπτώσεις στις οποίες μια ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατέχει οφειλές μειωμένης εξασφάλισης ή άλλα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που υπόκεινται σε περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 104, αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια μέχρι τα ποσά που υπολογίζονται με την εφαρμογή των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 104, στα συνολικά οφειλόμενα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

(4) Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή ενδιάμεσης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, για τα οποία απαιτείται προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια εποπτική αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 96 του παρόντος Νόμου εάν κρατούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί δεόντως από τον Έφορο ως εποπτική αρχή του ομίλου.

Συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών

265.-(1) Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας, σε επίπεδο ομίλου, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 272, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας αντιμετωπίζεται, μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού, ως συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση:

Νοείται ότι, αν η τρίτη χώρα στην οποία η συγκεκριμένη επιχείρηση έχει την έδρα της, την υπαγάγει σε απαίτηση αδείας και της επιβάλει καθεστώς φερεγγυότητας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, για τη συγκεκριμένη επιχείρηση λαμβάνεται υπόψη η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της συγκεκριμένης απαίτησης, όπως ορίζεται από την ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα.

(2) Σε περίπτωση που δεν έχει εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (6), η εξακρίβωση του κατά πόσο το καθεστώς της τρίτης χώρας είναι τουλάχιστον ισοδύναμο στη βάση των κριτηρίων του εδαφίου (4) πραγματοποιείται από τον Έφορο, εάν αυτός ενεργεί ως επόπτης ομίλου, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική του πρωτοβουλία και σε τέτοια περίπτωση-

(α) η EIOPA επικουρεί τον Έφορο, ως εποπτική αρχή ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(β) ο Έφορος, ως εποπτική αρχή ομίλου, επικουρούμενος από την EIOPA, διαβουλεύεται με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές πριν λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία.

(3) Ο Έφορος, ως επόπτης ομίλου δεν λαμβάνει, σε σχέση με τρίτη χώρα, αποφάσεις οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με παλαιότερες αποφάσεις για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, παρά μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς εποπτείας που καθορίζεται στον Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο του παρόντος Νόμου και στο καθεστώς εποπτείας της τρίτης χώρας.

(4) Τα κριτήρια αξιολόγησης του κατά πόσο το καθεστώς φερεγγυότητας σε τρίτη χώρα είναι ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, καθορίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις.

(5) Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δύνανται να καθορίζουν ότι το εποπτικό καθεστώς τρίτης χώρας είναι ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο.

(6) Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δύνανται να καθορίζουν ότι το εποπτικό καθεστώς τρίτης χώρας είναι προσωρινά ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο και σε τέτοια περίπτωση, για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η εν λόγω τρίτη χώρα θεωρείται ισοδύναμη.

(7) Σε περίπτωση που η απόφαση περί ισοδυναμίας έχει ληφθεί από εποπτική αρχή άλλης χώρας, η οποία ενεργεί ως επόπτης ομίλων, και ο Έφορος διαφωνεί με τέτοια απόφαση, δύναται να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης από τον επόπτη ομίλου.

Συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες επενδύσεων και χρηματοδοτικά ιδρύματα

266.-(1) Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τους μπορούν να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1 και 2 που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι των Οδηγιών που εκδίδει ο Έφορος, αναφορικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων:

Νοείται ότι η μέθοδος 1 που αναφέρεται στο εν λόγω Παράρτημα Ι εφαρμόζεται μόνο εάν ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, είναι ικανοποιημένος ως προς το επίπεδο της ενοποιημένης διοίκησης και του εσωτερικού ελέγχου αναφορικά με τις οντότητες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο της ενοποίησης. Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με διαχρονικά σταθερό τρόπο.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να αποφασίζει, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική του πρωτοβουλία, να αφαιρεί οποιαδήποτε συμμετοχή που προβλέπεται στο εδάφιο (1) από τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας επιχείρησης.

Μη διαθεσιμότητα των αναγκαίων πληροφοριακών στοιχείων

267. Όταν οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, σχετικά με συνδεδεμένη επιχείρηση της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, δεν είναι διαθέσιμες στον Έφορο, η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τη φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου. Σε τέτοια περίπτωση, τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τη φερεγγυότητα του ομίλου.

Ενότητα 4 Μέθοδοι υπολογισμού
Μέθοδος 1 (προκαθορισμένη μέθοδος): μέθοδος με βάση τη λογιστική ενοποίηση

268.-(1) Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πραγματοποιείται στη βάση των ενοποιημένων λογαριασμών και η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι η διαφορά μεταξύ των ακολούθων στοιχείων:

(α) Των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, που υπολογίζονται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων·

(β) των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου που υπολογίζονται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων.

(2) Οι κανόνες που ορίζονται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 3, Ενότητες 1, 2 και 3 και στο Μέρος ΙΙ Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητες 1, 2 και 3 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων.

(3) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου με βάση τα ενοποιημένα δεδομένα (ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ομίλου) υπολογίζονται σύμφωνα είτε με την τυποποιημένη μέθοδο είτε με εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα, κατά τρόπο συνεπή προς τις γενικές αρχές που περιλαμβάνονται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητες 1 και 2 και στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητες 2 και 3 αντίστοιχα.

(4) Οι ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου περιλαμβάνουν, κατ’ ελάχιστο, το άθροισμα των πιο κάτω:

(α) Των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 136 του παρόντος Νόμου, της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(β) το αναλογικό μερίδιο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων των συνδεδεμένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(5) Το ελάχιστο ποσό του εδαφίου (4) καλύπτεται από επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 104 του παρόντος Νόμου.

(6) Για τον καθορισμό του κατά πόσον τα επιλέξιμα αυτά ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 259 έως 267 και οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου του άρθρου 146 του παρόντος Νόμου.

Εσωτερικό υπόδειγμα του ομίλου

269. -(1) Στην περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος είναι η αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου και υποβάλλεται σε αυτόν αίτηση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου για να επιτραπεί ο υπολογισμός της ενοποιημένης κεφαλαιακής απαίτησης του ομίλου και της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τα άλλα μέλη του Σώματος εποπτών, περιλαμβανομένης και της ΕΙΟΡΑ, σχετικά με την παραλαβή της αίτησης και διαβιβάζει στα εν λόγω μέλη την πλήρη αίτηση, περιλαμβανομένης της τεκμηρίωσης που υπέβαλε η επιχείρηση, ώστε να αποφασίσουν σε συνεργασία μεταξύ τους για την  έγκριση ή μη της αίτησης και να καθορίσουν τυχόν όρους και προϋποθέσεις. ο Έφορος δύναται να υποβάλει αίτημα στην ΕΙΟΡΑ για παροχή τεχνικής συνδρομής, σύμφωνα με το Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, σχετικά με την απόφαση για την αίτηση.

(2) Ο Έφορος, ως η αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου, σε συνεργασία με τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση αναφορικά με την αίτηση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης.

(3) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές αναφορικά με την παραλαβή της αίτησης, και κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στο εδάφιο (2), οποιαδήποτε από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και σε τέτοια περίπτωση ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει την απόφασή του και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 3 του πιο πάνω αναφερόμενου Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή του σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA, η οποία είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία η ΕΙΟΡΑ δεν λάβει απόφαση, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 231, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος, ως επόπτης του ομίλου, λαμβάνει την τελική απόφαση, η οποία είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

(5) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα δύνανται να καθορίζουν τους ενιαίους όρους εφαρμογής της διαδικασίας για τη λήψη κοινής απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), όσον αφορά τις αιτήσεις για χορήγηση άδειας.

(6) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία της παραλαβής της πλήρους αίτησης του ομίλου, ο Έφορος αποφασίζει ο ίδιος σχετικά με την αίτηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών που διατυπώθηκαν μέσα στην εν λόγω εξάμηνη προθεσμία και η απόφασή του είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

(7) Ο Έφορος, σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, και ανεξάρτητα από τη διαδικασία βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, διαβιβάζει στον αιτούντα και σε όλες τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έγγραφο, στο οποίο εκθέτει την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του.

Έγκριση εσωτερικού υποδείγματος του ομίλου από την αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου και υποχρεώσεις του Εφόρου

270.-(1) Ο Έφορος, όταν του διαβιβαστεί από την αρμόδια εποπτική αρχή ομίλου αίτηση που της έχει υποβληθεί για την έγκριση εσωτερικού υποδείγματος, αποστέλλει τις απόψεις του στην αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου, εντός της ταχθείσας από την εν λόγω αρχή προθεσμίας.

(2) Ο Έφορος καταβάλλει, μαζί με την αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου και τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, κάθε δυνατή προσπάθεια με στόχο την κατάληξή τους σε κοινή απόφαση αναφορικά με την αίτηση καθώς και σε ενδεχόμενες προϋποθέσεις που μπορούν να τεθούν.

(3) Ο Έφορος δύναται, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης από την εποτπική αρχή του ομίλου, εφόσον κρίνει απαραίτητο, να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(4) Ο Έφορος συμμορφώνεται και δεσμεύεται από την απόφαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του ομίλου, την οποία και εφαρμόζει από την ημέρα που του κοινοποιείται η τελική απόφαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του ομίλου.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3), εάν ο Έφορος θεωρήσει ότι το προφίλ κινδύνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία της αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα που εγκρίθηκε σε επίπεδο ομίλου και, εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις ανησυχίες που εξέφρασε ο Έφορος, ο Έφορος δύναται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40 του παρόντος Νόμου, να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού υποδείγματος.

(6) Σε εξαιρετικές περιστάσεις, αν δεν ενδείκνυται η επιβολή της πρόσθετης αυτής κεφαλαιακής απαίτησης, ο Έφορος μπορεί να ζητήσει από τη συγκεκριμένη επιχείρηση να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητάς της χρησιμοποιώντας τον κανονικό τύπο που αναφέρεται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο Τμήμα 4, Ενότητες 1 και 2 του παρόντος Νόμου. Σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 40, ο Έφορος δύναται να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του κανονικού τύπου.

(7) Κάθε απόφαση του Εφόρου δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (5) και (6) επεξηγείται τόσο στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και στα άλλα μέλη του Σώματος εποπτών.

Πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ομίλου

271.-(1) Για να διαπιστωθεί αν η ενοποιημένη κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας του ομίλου αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, ο Έφορος ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να ανακύψουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) μέχρι (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 40, επίπεδο ομίλου, ιδίως όταν-

(α) τυχόν υφιστάμενοι ειδικοί κίνδυνοι σε επίπεδο ομίλου δεν καλύπτονται επαρκώς από την τυποποιημένη μέθοδο ή το χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, επειδή είναι δύσκολη η επιμέτρησή τους∙

(β) επιβάλλεται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές τυχόν πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 40 και τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 300 του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που το προφίλ κινδύνου του ομίλου δεν αντικατοπτρίζεται κατάλληλα, ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στις ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου και σε τέτοια περίπτωση, τα εδάφια (1) μέχρι (5) του άρθρου 40, σε συνδυασμό με τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με τα εδάφια (6), (7) και (8) του ιδίου άρθρου, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

Μέθοδος 2 (Εναλλακτική μέθοδος): μέθοδος αφαίρεσης και άθροισης

272.-(1) Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποτελεί τη διαφορά μεταξύ των πιο κάτω:

(α) των συνολικών επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων του ομίλου, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2)·

(β) της αξίας στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3).

(2) Τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου αποτελούν το άθροισμα των πιο κάτω:

(α) των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(β) του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(3) Οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου αποτελούν το άθροισμα των πιο κάτω:

(α) των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(β) του αναλογικού μεριδίου των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(4) Όταν η συμμετοχή στις συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συνίσταται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, σε έμμεση κυριότητα, η αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενσωματώνει την αξία της έμμεσης αυτής κυριότητας, με συνεκτίμηση των σχετικών διαδοχικών συμφερόντων και τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3, περιλαμβάνουν αντίστοιχα τα αναλογικά μερίδια των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(5) Στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 269 του παρόντος Νόμου, τηρουμένων των αναλογιών.

(6) Για να καθορισθεί εάν οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, που έχουν υπολογιστεί όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3), αντικατοπτρίζουν κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, ο Έφορος, δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν ειδικούς κινδύνους που υφίστανται σε επίπεδο ομίλου, και οι οποίοι δεν καλύπτονται επαρκώς, επειδή είναι δύσκολη η επιμέτρησή τους. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, μπορεί να επιβάλλεται πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου. Τα εδάφια (1) μέχρι (5) του άρθρου 40 του παρόντος Νόμου, σε συνδυασμό με τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με τα εδάφια (6) μέχρι (8) του ιδίου άρθρου, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σε σχέση με τα άρθρα 258 έως 267 και 268 έως 272

273. Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τις τεχνικές αρχές και μεθόδους που αναφέρονται στα άρθρα 220 έως 229 και για την εφαρμογή των άρθρων 230 έως 233, στις οποίες αντανακλάται η οικονομική φύση των συγκεκριμένων νομικών διαρθρώσεων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5 ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΟΜΙΛΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ Η ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ
Φερεγγυότητα ομίλου ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

274.-(1) Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ο Έφορος, ως εποπτική αρχή του ομίλου, μεριμνά ώστε ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου να διεξάγεται στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 258 μέχρι το άρθρο 272, του παρόντος Νόμου.

(2) Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν να ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητες 1, 2, 3 του παρόντος Νόμου, όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, και στις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Μέρος 2, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 3, Ενότητες 1, 2 και 3 όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6 ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΟΜΙΛΟΥ ΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥΣ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προϋποθέσεις

275. Τα άρθρα 277 και 278 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) η θυγατρική, σε σχέση με την οποία η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου δεν έχει λάβει κάποια απόφαση δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 252 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνεται στην εποπτεία του ομίλου που ασκείται από την αρμόδια αρχή στο επίπεδο της θυγατρικής επιχείρησης σύμφωνα με το παρόν Μέρος ·

(β) οι διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου της μητρικής επιχείρησης καλύπτουν τη θυγατρική και η μητρική επιχείρηση ικανοποιεί την αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου, όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής·

(γ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (5) του άρθρου 285∙

(δ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη συμφωνία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 295∙

(ε) έχει υποβληθεί αίτηση στην αρμόδια εποπτική αρχή, για έγκριση υπαγωγής στις διατάξεις των άρθρων 277 και 278 από τη μητρική επιχείρηση και έχει ληφθεί θετική απόφαση επί της αιτήσεως αυτής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 277.

Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: απόφαση επί της αιτήσεως

276.-(1) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για έγκριση υπαγωγής στους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 277 και 278 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος συνεργάζεται μαζί με τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Σώματος εποπτών, σε πλήρη συνεργασία, προκειμένου να αποφασίσουν για τη χορήγηση ή μη της έγκρισης και για τους άλλους όρους και προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, στους οποίους πρέπει να υπαχθεί ή έγκριση αυτή.

(2) Σε περίπτωση θυγατρικής ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει αδειοδοτηθεί από τον Έφορο, η αίτηση υποβάλλεται στον Έφορο, ο οποίος ενημερώνει τις υπόλοιπες εποπτικές αρχές και διαβιβάζει την πλήρη αίτηση στο Σώμα εποπτών χωρίς καθυστέρηση.

(3) Ο Έφορος μαζί με τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την αίτηση εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από όλες τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Σώματος εποπτών.

(4) Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (3), εάν οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος ως επόπτης ομίλου αναβάλλει την απόφασή του, και, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και στη συνέχεια, λαμβάνει την απόφασή του σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA, η οποία απόφαση είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές:

Νοείται ότι το θέμα δεν παραπέμπεται στην EIOPA μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης του Σώματος εποπτών.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία η ΕΙΟΡΑ δεν λάβει απόφαση, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 237, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος, ως επόπτης του ομίλου, λαμβάνει την τελική απόφαση, η οποία είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

(6) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εξασφαλίζουν ενιαίους όρους εφαρμογής της διαδικασίας για τη λήψη κοινής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 όσον αφορά τις αιτήσεις για έγκριση που αναφέρονται στο εδάφιο (1), για να διευκολύνεται η λήψη κοινών αποφάσεων.

(7) Ο Έφορος, εφόσον είναι η αρχή αδειοδότησης της θυγατρικής, διαβιβάζει γραπτώς στον αιτούντα όμιλο την κοινή απόφαση των αρμόδιων εποπτικών αρχών που αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4), η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη και η οποία αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται από όλες τις σχετικές εποπτικές αρχές, ενώ σε περίπτωση που ο Έφορος δεν είναι η εποπτική αρχή του ομίλου, υποχρεούται να αναγνωρίζει και να εφαρμόζει την απόφαση των εποπτικών αρχών του ομίλου.

(8) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές εντός της προθεσμίας των τριών μηνών, ο Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 286 του παρόντος Νόμου, λαμβάνει ο ίδιος απόφαση για την αίτηση, συνεκτιμώντας δεόντως τα πιο κάτω:

(α) οποιεσδήποτε απόψεις και επιφυλάξεις που εξέφρασαν οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

(β) οποιεσδήποτε επιφυλάξεις που εξέφρασαν άλλες εποπτικές αρχές από το Σώμα εποπτών.

(9) Η απόφαση του Εφόρου, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, είναι πλήρως αιτιολογημένη, περιλαμβάνει επεξήγηση κάθε σημαντικής απόκλισης από τις επιφυλάξεις των άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών και διαβιβάζεται στον αιτούντα και στις υπόλοιπες αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προσδιορισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

277.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 269, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται σύμφωνα με τα εδάφια (2), (4) και (5) του παρόντος άρθρου.

(2) Όταν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 269, ο Έφορος, εφόσον έχει χορηγήσει την άδεια στη θυγατρική, δύναται όταν θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της θυγατρικής αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό αυτό υπόδειγμα και η θυγατρική δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες του, εφόσον η περίπτωση εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 40, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου τον καθορισμό πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής που προκύπτουν από την εφαρμογή του υποδείγματος ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες μια τέτοια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση θα κρινόταν ακατάλληλη, να απαιτεί από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με βάση την τυποποιημένη μέθοδο και για το σκοπό αυτό συζητεί την πρότασή του στο Σώμα των εποπτικών αρχών και ανακοινώνει την αιτιολόγηση των προτάσεων αυτών τόσο στη θυγατρική όσο και στο Σώμα των εποπτικών αρχών.

(3) Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση εσωτερικό υπόδειγμα και ο Έφορος, εφόσον έχει χορηγήσει την άδεια στη θυγατρική, κρίνει ότι το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό αυτό υπόδειγμα και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από τον Έφορο, δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με βάση την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους που χρησιμοποιούνται ειδικά για τις εν λόγω επιχειρήσεις κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων που αφορούν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο στην ασφάλιση Ζωής, Γενικής Φύσεως και στον κλάδο ασθενείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 117 του παρόντος Νόμου ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 40, να καθορίσει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής και για το σκοπό αυτό συζητεί την πρότασή του στο Σώμα των εποπτικών αρχών και κοινοποιεί τους λόγους για την πρόταση αυτή τόσο στη θυγατρική όσο και στο Σώμα των εποπτικών αρχών.

(4) Το Σώμα εποπτών καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρόταση του Εφόρου, ως εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, ή για άλλα δυνατά μέτρα και σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

(5) Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Εφόρου, είτε ως εθνικής εποπτικής αρχής είτε ως Επόπτη ομίλου, και του επόπτη ομίλου ή της εθνικής εποπτικής αρχής, αντίστοιχα και ανάλογα με την περίπτωση, ο Έφορος, δύναται μέσα σε ένα μήνα από την πρόταση της εποπτικής αρχής ή του επόπτη ομίλου, ανάλογα με την περίπτωση, να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010:

Νοείται ότι ο Έφορος δεν δύναται να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA μετά την παρέλευση της περιόδου ενός μηνός που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Σώματος σύμφωνα με το εδάφιο (4).

(6) Ο Έφορος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (5), αναβάλλει την απόφασή του και αναμένει την έκδοση απόφασης από την EIOPA και σε περίπτωση έκδοσης τέτοιας απόφασης λαμβάνει την απόφασή του σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA και η απόφαση του Εφόρου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

(7) Η απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6) συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζεται στη θυγατρική και στο Σώμα εποπτών.

Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας

278.-(1) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 145 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος, ως η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική διαβιβάζει το συντομότερο δυνατόν, στο Σώμα των εποπτικών αρχών το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, εντός έξι μηνών από τότε που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

(2) Σε περίπτωση που το Σώμα των εποπτικών αρχών δεν κατορθώσει να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με την πρόταση του Εφόρου όσον αφορά την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, μέσα σε τέσσερεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, ο Έφορος ως η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, λαμβάνει ο ίδιος απόφαση σχετικά με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη του τις απόψεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Σώμα των εποπτικών αρχών

(3) Σε περίπτωση που ο Έφορος, ως η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, διαπιστώσει, σύμφωνα με το άρθρο 143 του παρόντος Νόμου, υποβάθμιση των οικονομικών συνθηκών, ενημερώνει αμέσως το Σώμα εποπτικών αρχών και δύναται, σε περίπτωση που συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατ΄εξαίρεση να λαμβάνει έκτακτα μέτρα, πριν ακόμα αυτά συζητηθούν στο Σώμα των εποπτικών αρχών.

(4) Σε περίπτωση που το Σώμα των εποπτικών αρχών δεν κατορθώσει να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με την πρόταση του Εφόρου όσον αφορά τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν στην περίπτωση του εδαφίου (3), μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της πρότασής του, ο Έφορος ως η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, λαμβάνει ο ίδιος απόφαση σχετικά με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη της τις απόψεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Σώμα των εποπτικών αρχών.

(5) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 146 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος ως η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατόν, στο Σώμα των εποπτικών αρχών, το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και ενημερώνει επίσης το Σώμα των εποπτικών αρχών σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνεται για την ενίσχυση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων στο επίπεδο της θυγατρικής.

(6) Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Εφόρου, είτε ως εθνικής εποπτικής αρχής είτε ως Επόπτη ομίλου και του επόπτη ομίλου ή της εθνικής εποπτικής αρχής, αντίστοιχα και ανάλογα με την περίπτωση, δύνανται να παραπέμψουν το θέμα στην EIOPA και να ζητήσουν τη βοήθειά της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ τους σχετικά με οποιοδήποτε από τα εξής:

(α) την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε παράτασης της περιόδου ανάκαμψης, μέσα στην τετράμηνη περίοδο που αναφέρεται στο εδάφιο (2)· ή

(β) την έγκριση των προτεινόμενων μέτρων μέσα στο χρονικό διάστημα ενός μηνός που αναφέρεται στο εδάφιο (4).

(7) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΙΟΡΑ-

(α) μετά την παρέλευση του τετράμηνου ή του ενός μηνός αντιστοίχως, που αναφέρεται στα εδάφια (2) και (4)·

(β) μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Σώματος σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή το εδάφιο (4)·

(γ) στην περίπτωση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (3):

Νοείται ότι το χρονικό διάστημα των τεσσάρων μηνών ή του ενός μηνός αντιστοίχως,  θεωρείται περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(8) Ο Έφορος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (6), αναβάλλει την απόφασή του και αναμένει την έκδοση απόφασης από την EIOPA και σε περίπτωση έκδοσης τέτοιας απόφασης λαμβάνει την απόφασή του σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA και η απόφαση του Εφόρου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

(9) Η απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (8) συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζεται στη θυγατρική και στο Σώμα εποπτών.

Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: λήξη των παρεκκλίσεων για θυγατρικές

279.-(1) Οι διατάξεις των άρθρων 277 και 278 του παρόντος Νόμου, δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν δεν συντρέχει πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του άρθρου 275:

Νοείται ότι, σε αυτή την περίπτωση, ο Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 275, όταν αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με το Σώμα των εποπτικών αρχών, να μην συμπεριλάβει πλέον τη θυγατρική στην εποπτεία που ασκεί, ενημερώνει αμέσως την αρμόδια εποπτική αρχή της θυγατρικής και τη μητρική επιχείρηση·

(β) όταν δεν συντρέχει πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του άρθρου 275 και δεν αποκαθίσταται η συμμόρφωση του ομίλου με την προϋπόθεση αυτή εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου·

(γ) όταν δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις των παραγράφων (γ) και (δ) του άρθρου 275.

(2) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (1), παράγραφοι (β) και (γ) σε ό,τι αφορά την αναφορά στις παραγράφους (β), (γ) και (δ) του άρθρου 275, η μητρική επιχείρηση είναι υπεύθυνη να εξασφαλίσει ότι οι προϋποθέσεις πληρούνται σε συνεχή βάση και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενημερώνει αμελλητί τον Έφορο, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου και την αρμόδια εποπτική αρχή της θυγατρικής επιχείρησης ενώ υποβάλλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της κατάλληλης χρονικής περιόδου.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, εξακριβώνει, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, με δική του πρωτοβουλία, ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων (β), (γ) και (δ) του άρθρου 275 και προβαίνει επίσης στην εξακρίβωση αυτή, μετά από αίτημα της ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, όταν αυτή εκφράζει σοβαρούς ενδοιασμούς αναφορικά με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με τις εν λόγω προϋποθέσεις.

(4) Εάν από την εξακρίβωση προκύπτουν ελλείψεις, ο Έφορος ως αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου, ζητεί από τη μητρική επιχείρηση να υποβάλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου το οποίο θέτει προς διαβούλευση στο Σώμα των εποπτικών αρχών.

(5) Εάν, μετά από διαβούλευση με το Σώμα εποπτικών αρχών, ο Έφορος ως εποπτική αρχή του ομίλου αποφασίσει ότι το σχέδιο που αναφέρεται στα εδάφια (2) και (4) είναι ανεπαρκές ή στη συνέχεια ότι δεν εφαρμόζεται εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου, ο Έφορος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις των παραγράφων (β), (γ) και (δ) του άρθρου 275 δεν πληρούνται πλέον και ενημερώνει άμεσα την εποπτική αρχή της θυγατρικής επιχείρησης.

(6) Οι διατάξεις των άρθρων 277 και 278 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται εκ νέου εάν η μητρική επιχείρηση υποβάλει νέα αίτηση και επιτύχει ευνοϊκή απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 276.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις - Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης

280. Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν-

(α) Τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 275 του παρόντος Νόμου·

(β) τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται για να αποφασιστεί τι συνιστά κατάσταση έκτακτης ανάγκης δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 278·

(γ) τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται από τις εποπτικές αρχές κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, την άσκηση των δικαιωμάτων τους και την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τα άρθρα 276 έως 279.

Θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου και εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

281. Οι διατάξεις των άρθρων 275 μέχρι 280 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.