ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ
Επίβλεψη συστημάτων πληρωμών

6.-(1)Η Κεντρική Τράπεζα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 48 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου και με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012, διασφαλίζει τη συμμόρφωση των φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων πληρωμών που έχουν συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις σε σχέση με τα εν λόγω συστήματα πληρωμών και ελλείψει επίσημου φορέα εκμετάλλευσης ενός συστήματος πληρωμών, διασφαλίζει τη συμμόρφωση των συμμετεχόντων στο σύστημα πληρωμών που έχουν συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις σε σχέση με αυτό το σύστημα πληρωμών.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 48 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να θέτει υπό την επίβλεψή της κατά την έννοια του ιδίου άρθρου, σύστημα πληρωμών που λειτουργεί στη Δημοκρατία προκειμένου να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις σε σχέση με αυτό το σύστημα πληρωμών.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4, διασφαλίζει τη συμμόρφωση των προσώπων που έχουν συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία.

Παροχή εξαιρέσεων από την Κεντρική Τράπεζα

7.-(1)Αρμόδια αρχή για σκοπούς της παραγράφου 4 του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 ορίζεται η Κεντρική Τράπεζα.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, με οδηγία της που απευθύνεται στο πρόσωπο που αιτείται της εξαίρεσης, η οποία γνωστοποιείται σε αυτό ως η ίδια ήθελε ορίσει και μεριμνά για τη δημοσιοποίηση της χορηγηθείσας εξαίρεσης, στην επίσημη ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγεί την εξαίρεση υπό όρους:

Νοείται περαιτέρω ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλεί χορηγηθείσα εξαίρεση.

(3) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 9 και 11, η Κεντρική Τράπεζα δύναται για σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου 4 του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, να απαιτεί την παροχή πληροφοριών από οποιοδήποτε πρόσωπο και να τις διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Εποπτεία παρόχων ΥΠ

8. Η Κεντρική Τράπεζα ορίζεται ως η εποπτική αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 και του άρθρου 5, αναφορικά με όλες τις υπηρεσίες πληρωμών που προβλέπονται στο άρθρο 83 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου.

Εξουσία διενέργειας ελέγχων

9.-(1)Κάθε φορέας εκμετάλλευσης συστήματος πληρωμών, ο οποίος έχει συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία και κάθε πρόσωπο που έχει συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία και χρησιμοποιεί σύστημα πληρωμών ή συμμετέχει σε αυτό, οφείλει όταν κληθεί από την Κεντρική Τράπεζα, να θέσει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα και να δέχεται τη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου από αυτήν για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

(2) Κάθε πάροχος ΥΠ οφείλει όταν κληθεί από την κατά το άρθρο 8 αρμόδια εποπτική αρχή, να θέσει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα.

(3) Η κατά το άρθρο 8 εποπτική αρχή δύναται να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σε πάροχο ΥΠ που βρίσκεται υπό την εποπτεία της, καθώς και-

(α) σε κάθε αντιπρόσωπο, υποκατάστημα και φυσικό ή νομικό πρόσωπο μέσω του οποίου ο πάροχος ΥΠ ασκεί δραστηριότητες∙ ή

(β) σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πέρα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και τα οποία δεν αποτελούν μέρος του παρόχου ΥΠ, στον οποίο ο πάροχος ΥΠ αναθέτει λειτουργικές δραστηριότητες.

Κάλυψη εξόδων

10.-(1)Η Κεντρική Τράπεζα με οδηγία της δύναται να απαιτεί όπως οι φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων πληρωμών ή, κατά περίπτωση, τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτά, καταβάλλουν στην Κεντρική Τράπεζα όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εφαρμογή σε σχέση με τα αντίστοιχα συστήματα πληρωμών, του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου και του άρθρου 48 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγία της να απαιτεί όπως τα πρόσωπα, τα οποία αιτούνται της εξαίρεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, καταβάλλουν σε αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εξέταση των αιτήσεών τους.

(3) Η εποπτική αρχή δύναται με οδηγία της να απαιτεί όπως τα πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται υπό την εποπτεία της, καταβάλλουν σε αυτήν όλα τα έξοδα που σχετίζονται με τη δυνάμει του άρθρου 8 εποπτεία τους και την κατά το άρθρο 9 εξουσία της για διενέργεια ελέγχων.

(4) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, «οδηγία» σημαίνει οδηγία που συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Ανταλλαγή πληροφοριών

11.-(1)Η εποπτική αρχή δύναται να παρέχει τις πληροφορίες που λαμβάνει κατά την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων της -

(α) στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και σε κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών και αρχών εποπτείας ή επίβλεψης, και, κατά περίπτωση, σε κάθε άλλη δημόσια αρχή κράτους μέλους, επιφορτισμένης με την επίβλεψη συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού συναλλαγών. η εποπτική αρχή παρέχει τις πληροφορίες αυτές στους πιο πάνω φορείς ώστε να τους βοηθήσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ή για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων∙

(β) σε κάθε αρχή άλλου κράτους μέλους, επιφορτισμένης με την αδειοδότηση ή την εποπτεία παρόχων ΥΠ, ώστε να υποβοηθήσει την αρχή αυτή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων∙

(γ) στον Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που διορίζεται δυνάμει του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, σε αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους μέλους και σε αντίστοιχη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής των αρχών αυτών∙

(δ) στη Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, η οποία καθιδρύεται δυνάμει του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, σε αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους μέλους και σε αντίστοιχη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής των αρχών αυτών.

(2) Η κατά το άρθρο 8 αρμόδια εποπτική αρχή δύναται να παρέχει πληροφορίες σε φορέα εκκαθάρισης και σε φορέα διακανονισμού πράξεων πληρωμής εάν θεωρεί αυτό αναγκαίο για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας εκάστου, σε σχέση με το ενδεχόμενο αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους παρόχου ΥΠ.

(3) Παροχή πληροφοριών από την αρμόδια εποπτική αρχή γίνεται μόνον στην περίπτωση που αυτή ικανοποιείται ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εμπιστευτικότητας από την αρχή ή το πρόσωπο που πρόκειται να τις λάβει, οι οποίοι εφαρμόζονται για την αρμόδια εποπτική αρχή.

(4) Σε περίπτωση που η αρμόδια εποπτική αρχή έλαβε από άλλη αρχή τη ζητούμενη πληροφορία, η παροχή πληροφορίας επιτρέπεται μόνο μετά από ρητή έγκριση της αρχής που διαβίβασε την πληροφορία και μόνο στην περίπτωση που η έγκριση αυτή δόθηκε αποκλειστικά για συγκεκριμένο σκοπό.

(5) Χωρίς επηρεασμό άλλων διατάξεων που επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών, οποιαδήποτε αρχή ή/και πρόσωπο έχει υποχρέωση να παρέχει στην αρμόδια κατά το άρθρο 8 εποπτική αρχή, πληροφορίες τις οποίες κατέχει και που κατά την κρίση της εν λόγω εποπτικής αρχής είναι χρήσιμες για την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων αυτής.

(6) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του Άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

Ευθύνη αρμόδιας αρχής

12. Σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας που αφορά αξίωση αποζημιώσεων σχετικά με πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου καθηκόντων, η αρμόδια αρχή, οποιοσδήποτε σύμβουλος ή λειτουργός ή υπάλληλός της, δεν υπέχει οποιασδήποτε προσωπικής ευθύνης εκτός αν αποδειχθεί ότι η εν λόγω πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι το αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.