ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΑΡΟΧΕΣ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΟΧΕΣ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ
Είδη παροχών

21.-(1) Οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος Μέρους είναι οι ακόλουθες:

(α) Παροχές που καταβάλλονται σε περιοδική βάση -

(i) επίδομα μητρότητας∙

(ii) επίδομα ασθενείας∙

(iii) επίδομα ανεργίας∙

(iv) θεσμοθετημένη σύνταξη∙

(v) σύνταξη ανικανότητας∙

(vi) σύνταξη χηρείας∙

(vii) επίδομα ορφανίας∙

(viii) επίδομα αγνοουμένου∙

(ix) επίδομα πατρότητας∙

(x) επίδομα γονικής άδειας.

(β) Παροχές που καταβάλλονται εφάπαξ -

(i) βοήθημα γάμου∙

(ii) βοήθημα τοκετού∙

(iii) βοήθημα κηδείας.

(2) Οι παροχές που καταβάλλονται σε περιοδική βάση, δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), περιλαμβάνουν βασική και συμπληρωματική παροχή.

Μετατροπή ασφαλιστικών μονάδων σε ασφαλιστέες αποδοχές

22. Για σκοπούς παροχών, κάθε ασφαλιστική μονάδα αποτιμάται σε ασφαλιστέες αποδοχές, με βάση το ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών που είναι ορισμένο κατά τον ουσιώδη χρόνο:

Νοείται ότι, στην περίπτωση επιδόματος μητρότητας, επιδόματος πατρότητας, επιδόματος γονικής άδειας, επιδόματος ασθενείας, επιδόματος ανεργίας ή επιδόματος σωματικής βλάβης, η εν λόγω μετατροπή γίνεται με βάση το ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, με το οποίο υπολογίστηκαν οι ασφαλιστικές μονάδες για το σχετικό έτος εισφορών.

Ασφαλιστικές προϋποθέσεις για παροχές

23. Οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις για τις παροχές που αναφέρονται στο άρθρο 21 καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα.

Περίοδοι ασφάλισης που λαμβάνονται υπόψη για κάθε είδος παροχής

24.-(1) Για σκοπούς προσδιορισμού του δικαιώματος οποιουδήποτε προσώπου για παροχή, περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου λαμβάνονται υπόψη όπως θα λαμβάνονταν υπόψη δυνάμει του νόμου που καταργήθηκε και συνυπολογίζονται με περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν μετά από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5)-

(α) περίοδοι ασφάλισης, αναφορικά με απασχόληση αυτοτελώς εργαζομένου, δεν λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς επιδόματος ανεργίας και επιδόματος γονικής άδειας∙

(β) περίοδοι ασφάλισης, δυνάμει πιστοποιητικού προαιρετικής ασφάλισης, δεν λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς επιδόματος μητρότητας, επιδόματος πατρότητας, επιδόματος γονικής άδειας, επιδόματος ασθενείας και επιδόματος ανεργίας:

Νοείται ότι, για σύνταξη ανικανότητας οι περίοδοι αυτές λαμβάνονται υπόψη μόνο για σκοπούς υπολογισμού του ύψους της σύνταξης:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι περίοδοι ασφάλισης, αναφορικά με απασχόληση εκτός Κύπρου από Κύπριο εργοδότη, λαμβάνονται υπόψη για όλες τις παροχές∙

(γ) περίοδοι ασφάλισης, δυνάμει του άρθρου 7, λαμβάνονται υπόψη ως περίοδοι εξομοιούμενης ασφάλισης για όλες τις παροχές και ως περίοδοι πραγματικής ασφάλισης για σκοπούς σύνταξης ανικανότητας, σύνταξης χηρείας και επιδόματος ορφανίας, όταν η ανικανότητα ή ο θάνατος δεν προκλήθηκε ως εκ της υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά, καθώς και για σκοπούς επιδόματος ασθενείας όταν η ανικανότητα προς εργασία προκαλείται από ατύχημα κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι (6) μηνών από τη συμπλήρωση της εν λόγω υπηρεσίας∙

(δ) περίοδοι εξομοιούμενης ασφάλισης δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 17, δεν λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς θεσμοθετημένης σύνταξης, σύνταξης ανικανότητας ή σύνταξης χηρείας∙

(ε) περίοδοι εξομοιούμενης ασφάλισης δυνάμει των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 17, λαμβάνονται υπόψη μόνο για σκοπούς θεσμοθετημένης σύνταξης, σύνταξης ανικανότητας, σύνταξης χηρείας και επιδόματος ορφανίας·

(στ) δεν λαμβάνεται υπόψη, για σκοπούς θεσμοθετημένης σύνταξης, συνολική περίοδος πέραν των έξι (6) ετών εξομοιούμενης ασφάλισης, δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου και δυνάμει της αντίστοιχης διάταξης του νόμου που καταργήθηκε·

(ζ) περίοδοι ασφάλισης δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 95 λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς όλων των παροχών.

(3) Περίοδοι ασφάλισης δυνάμει των άρθρων 11 και 14, αναφορικά με τις οποίες οι αντίστοιχες εισφορές καταβλήθηκαν μετά την επέλευση του γεγονότος για το οποίο απαιτείται παροχή, λαμβάνονται υπόψη μόνο εάν οι εισφορές καταβλήθηκαν εντός της προθεσμίας της καθορισμένης για την καταβολή εισφορών που καταβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11.

(4) Όταν πρόκειται για παροχή χορηγούμενη λόγω θανάτου του ασφαλισμένου, περίοδοι ασφάλισης, που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει του άρθρου 11 από την έναρξη του τελευταίου συμπληρωμένου έτους εισφορών πριν από το θάνατό του, λαμβάνονται υπόψη εάν οι αντίστοιχες εισφορές καταβλήθηκαν πριν από την εκπνοή έξι (6) μηνών από το θάνατό του:

Νοείται ότι, η καταβολή οποιασδήποτε περιοδικής παροχής, η οποία χορηγείται αναφορικά με τις εν λόγω περιόδους ασφάλισης, αρχίζει από την ημερομηνία καταβολής των αντίστοιχων εισφορών.

(5) Για σκοπούς χορήγησης σύνταξης ανικανότητας, σύνταξης χηρείας, θεσμοθετημένης σύνταξης ή επιδόματος ορφανίας, περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 5 Οκτωβρίου 1964, λαμβάνονται υπόψη, εάν ο αιτητής μόνο με το συνυπολογισμό τους αποκτά δικαίωμα για την παροχή ή εάν ο συνυπολογισμός αυτός αυξάνει το ύψος της παροχής.

Περίοδοι εισφορών για τις οποίες ο εργοδότης παραλείπει να καταβάλει εισφορές

25. Για σκοπούς προσδιορισμού του δικαιώματος οποιουδήποτε προσώπου για παροχή, περίοδοι εισφορών αναφορικά με τις οποίες ο εργοδότης παραλείπει να καταβάλει εισφορές, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λογίζονται ως περίοδοι πραγματικής ασφάλισης, εφόσον ο Διευθυντής, με τεκμηριωμένη απόφασή του, βεβαιώνει την υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή των εισφορών ή εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του εργοδότη για την παράλειψη καταβολής των εν λόγω εισφορών:

Νοείται ότι, το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται για περιόδους για τις οποίες ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει εισφορές, σύμφωνα με το άρθρο 13.

Ποσό και ύψος παροχών

26.-(1) To ύψος των βοηθημάτων γάμου, τοκετού και κηδείας υπολογίζεται όπως αυτό ορίζεται στο Μέρος Ι του Τέταρτου Πίνακα.

(2) Το εβδομαδιαίο ύψος του επιδόματος ασθενείας και ανεργείας υπολογίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΙΙ του Τέταρτου Πίνακα, των επιδομάτων μητρότητας και πατρότητας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Μέρος III του ίδιου Πίνακα, και του επιδόματος γονικής άδειας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Μέρος IV(1) του ιδίου Πίνακα.

(3) Το εβδομαδιαίο ύψος των θεσμοθετημένων συντάξεων, ανικανότητας και χηρείας υπολογίζεται όπως αυτό ορίζεται στο Μέρος IV του Τέταρτου Πίνακα και του επιδόματος ορφανίας όπως ορίζεται στο Μέρος VΙ του ίδιου Πίνακα.

(4) Το ύψος των εφάπαξ ποσών γήρατος και χηρείας υπολογίζεται όπως αυτό ορίζεται στο Μέρος V του Τέταρτου Πίνακα.

Κατάργηση του βοηθήματος γάμου

27. Κανένα πρόσωπο δε δικαιούται σε βοήθημα γάμου, εάν ο ουσιώδης χρόνος του εμπίπτει στην περίοδο η οποία αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά.

Βοήθημα τοκετού

28.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κάθε γυναίκα η οποία έτεκε δικαιούται βοήθημα τοκετού -

(α) εάν κατά την ημερομηνία του τοκετού η ίδια, ή ο σύζυγός της ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις.

(β) εάν η αίτηση για βοήθημα υποβάλλεται αναφορικά με τον τοκετό τέκνου του συζύγου της, μετά το θάνατο του, εφόσον ο σύζυγός της κατά το χρόνο του θανάτου του ικανοποιούσε τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις.

Νοείται ότι, σε καμιά περίπτωση δεν καταβάλλεται βοήθημα τοκετού δυνάμει τόσο της ασφάλισης της γυναίκας όσο και εκείνης του συζύγου της.

(2) Σε περίπτωση τοκετού διδύμων ή περισσότερων τέκνων καταβάλλεται βοήθημα τοκετού για κάθε τέκνο.

Επίδομα μητρότητας

29.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένη δικαιούται επίδομα μητρότητας -

(α) (i) εάν πιστοποιηθεί από ιατρό, μετά τη συμπλήρωση της εικοστής πέμπτης (25) εβδομάδας κύησης ότι, η ασφαλισμένη αναμένει τοκετό σε εβδομάδα που καθορίζεται στο ιατρικό πιστοποιητικό, στο εξής αναφερόμενη ως «η εβδομάδα αναμενόμενου τοκετού», ή

(ii) εάν η ασφαλισμένη ή και ο σύζυγος της έχουν συντελέσει υιοθεσία παιδιού ηλικίας μέχρι δώδεκα (12) χρόνων, ή

(iii) εάν έχει αποκτήσει παιδί μέσω παρένθετης μητέρας δυνάμει των διατάξεων του περί της Εφαρμογής της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής Νόμου∙

(β) η εν λόγω ασφαλισμένη ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις.

(2) Για τους σκοπούς καταβολής του επιδόματος μητρότητας, εβδομάδα θεωρείται η εβδομάδα η οποία αρχίζει Δευτέρα και τελειώνει Κυριακή.

(3) Η ασφαλισμένη δεν δικαιούται επίδομα μητρότητας για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, για το οποίο λαμβάνει πλήρεις αποδοχές από τον εργοδότη της, και όταν λαμβάνει μόνο μέρος των αποδοχών της, το επίδομα μητρότητας μειώνεται, έτσι ώστε το άθροισμα  του επιδόματος και των αποδοχών που λαμβάνει να μην υπερβαίνει τις πλήρεις αποδοχές της.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (5) και (6), επίδομα μητρότητας καταβάλλεται -

(α) σε περίπτωση τοκετού, για χρονικό διάστημα είκοσι δύο (22) συναπτών εβδομάδων, που δυνατόν να αρχίσει οποιαδήποτε εβδομάδα από την ένατη μέχρι και τη δεύτερη εβδομάδα, πριν από την εβδομάδα του αναμενόμενου τοκετού·

(β) σε περίπτωση υιοθεσίας, για χρονικό  διάστημα είκοσι (20) συναπτών εβδομάδων, αρχομένων όπως ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 3 του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(γ) σε περίπτωση απόκτησης παιδιού μέσω παρένθετης μητέρας με βάση τις διατάξεις του περί της Εφαρμογής της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής Νόμου, για χρονικό διάστημα είκοσι δύο (22) συναπτών εβδομάδων που αρχίζουν δυο (2) εβδομάδες πριν από την εβδομάδα του αναμενόμενου τοκετού ή από την εβδομάδα του πραγματικού τοκετού, κατ’ επιλογή της αιτήτριας∙

(δ) σε περίπτωση παρένθετης μητέρας, για χρονικό διάστημα δεκατεσσάρων (14) συναπτών εβδομάδων που δυνατό να αρχίζουν από τη δεύτερη εβδομάδα πριν από τον αναμενόμενο τοκετό:

Νοείται ότι, εάν η δικαιούχος επιδόματος μητρότητας πεθάνει, δεν καταβάλλεται επίδομα για το χρονικό διάστημα μετά το θάνατο της:

Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση τοκετού που απολήγει στη γέννηση περισσότερων του ενός (1) παιδιού, οι περίοδοι που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (γ) του παρόντος εδαφίου αυξάνονται κατά τέσσερεις (4) εβδομάδες για κάθε παιδί πέραν του ενός (1) από τον ίδιο τοκετό:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση τρίτου και μεταγενέστερων αυτού τοκετών ή/και απόκτησης τρίτου και μεταγενέστερων αυτού τέκνων με υιοθεσία ή/και απόκτησης τρίτου και μεταγενέστερων αυτού τέκνων μέσω παρένθετης μητέρας, οι περίοδοι που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ), αντίστοιχα, αυξάνονται κατά τέσσερις (4) επιπρόσθετες εβδομάδες για σκοπούς φροντίδας του τέκνου.

(5)(α) Ο Διευθυντής δύναται να καλέσει την ασφαλισμένη να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση για την έκδοση νέου πιστοποιητικού που να καθορίζει την εβδομάδα αναμενόμενου τοκετού, εάν διαπιστωθεί ότι, το πιστοποιητικό που προσκόμισε η ασφαλισμένη για να διεκδικήσει επίδομα μητρότητας από αβλεψία δεν αποδίδει την ορθή εβδομάδα αναμενόμενου τοκετού ή έχει γίνει επέμβαση ή αλλοίωση στο πιστοποιητικό αυτό.

(β) Εάν μετά την ιατρική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου αυτού, υπάρχει διαφορά μεταξύ του αρχικού και του νέου πιστοποιητικού, τότε το δικαίωμα της ασφαλισμένης για επίδομα μητρότητας προσδιορίζεται με βάση το νέο πιστοποιητικό, εκτός εάν στο μεταξύ επισυνέβη ο τοκετός.

(6) Σε περίπτωση ασφαλισμένης που αιτείται επίδομα μητρότητας μετά τον τοκετό, χωρίς προηγουμένως να έχει υποβάλει αίτηση ενόψει του αναμενόμενου τοκετού, το δικαίωμά της για χορήγηση επιδόματος προσδιορίζεται, ως η εβδομάδα του αναμενόμενου τοκετού να ήταν η εβδομάδα μέσα στην οποία επισυνέβη ο τοκετός.

(7) Σε περίπτωση που αμέσως μετά τον τοκετό το βρέφος  νοσηλεύεται είτε σε θερμοκοιτίδα λόγω πρόωρου τοκετού, είτε νοσηλεύεται λόγω άλλου προβλήματος υγείας, θα παραχωρείται επιπρόσθετο επίδομα μητρότητας μιας (1) εβδομάδας για κάθε είκοσι μία (21) ημέρες που το βρέφος χρειάστηκε να νοσηλευτεί, εφόσον η δικαιούχος προσκομίσει πιστοποιητικό από το θεράποντα ιατρό ή τους θεράποντες ιατρούς του βρέφους και πιστοποιητικό από το νοσηλευτικό ίδρυμα, στο οποίο νοσηλεύτηκε το βρέφος:

Νοείται ότι εάν η νοσηλεία μετά την πάροδο των πρώτων είκοσι μία (21) ημερών, διαρκέσει για περίοδο μικρότερη των είκοσι μία (21) ημερών, τότε όπου οι ημέρες νοσηλείας υπερβαίνουν το πενήντα τοις εκατόν (50 %)  των είκοσι μία (21) ημερών, θα παραχωρείται η επιπρόσθετη εβδομάδα επιδόματος μητρότητας:

Νοείται περαιτέρω ότι η επέκταση του επιδόματος μητρότητας θα παραχωρείται για περίοδο συνεχόμενη με τις αναφερόμενες στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (4) περιόδους, ανάλογα με την περίπτωση, αυξανόμενη κατά τέσσερις (4) εβδομάδες για κάθε τέκνο πέραν του ενός από τον ίδιο τοκετό και δεν θα υπερβαίνει τη μέγιστη περίοδο των οκτώ (8) εβδομάδων:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, εάν η νοσηλεία συνεχιστεί μετά την πάροδο των πρώτων εξήντα τριών (63) ημερών, τότε παραχωρείται μία επιπρόσθετη εβδομάδα επιδόματος μητρότητας για κάθε επιπλέον δεκατέσσερις (14) ημέρες νοσηλείας, σε καμία, όμως, σε περίπτωση η επιπρόσθετη περίοδος επιδόματος θα υπερβαίνει τις οκτώ (8) εβδομάδες:

Νοείται έτι έτι περαιτέρω ότι η επέκταση του επιδόματος μητρότητας δεν εφαρμόζεται για την παρένθετη μητέρα.

Επίδομα πατρότητας

29Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένος πατέρας ο οποίος απέκτησε τέκνο είτε μέσω τοκετού είτε μέσω παρένθετης μητρότητας είτε μέσω συντέλεσης υιοθεσίας τέκνου μέχρι δώδεκα (12) ετών, δικαιούται επίδομα πατρότητας εάν ο ίδιος ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (3) και (4), επίδομα πατρότητας καταβάλλεται για χρονικό διάστημα δύο (2) συναπτών εβδομάδων εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει την εβδομάδα γέννησης/υιοθεσίας του παιδιού και λήγει μετά την παρέλευση δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία λήξης της περιόδου άδειας μητρότητας, όπως αυτή εκάστοτε καθορίζεται στις διατάξεις του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.

(3) Για τους σκοπούς καταβολής του επιδόματος πατρότητας, εβδομάδα θεωρείται η εβδομάδα η οποία αρχίζει Δευτέρα και τελειώνει Κυριακή.

(4) Ο ασφαλισμένος δεν δικαιούται επίδομα για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα για το οποίο λαμβάνει πλήρεις απολαβές από τον εργοδότη του και όταν λαμβάνει μόνο μέρος των αποδοχών του, το επίδομα πατρότητας μειώνεται ώστε το άθροισμα του επιδόματος και των αποδοχών που λαμβάνει να μην υπερβαίνει τις πλήρεις απολαβές του.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, για σκοπούς φροντίδας του τέκνου, σε περίπτωση θανάτου της μητέρας πριν ή κατά τη διάρκεια του τοκετού ή κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας, το δικαίωμα σε επίδομα πατρότητας δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), αυξάνεται κατά τόσες βδομάδες όσες και οι εναπομείνασες βδομάδες επιδόματος μητρότητας που θα δικαιούταν η μητέρα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29, εάν δεν είχε αποβιώσει:

Νοείται ότι, οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και στην περίπτωση που η αποβιώσασα μητέρα δεν θεμελιώνει δικαίωμα σε παροχή επιδόματος μητρότητας δυνάμει των διατάξεων του Τρίτου Πίνακα αλλά ο πατέρας θεμελιώνει δικαίωμα σε παροχή επιδόματος πατρότητας.

Επίδομα γονικής άδειας

29Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένος μισθωτός γονέας δικαιούται επίδομα γονικής άδειας εάν-

(α) ο ίδιος ικανοποίει τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις·

(β) έχει απασχοληθεί για περίοδο δώδεκα (12) μηνών εντός της περιόδου των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών πριν από την ημερομηνία έναρξης της περιόδου για την οποία υποβάλλει αίτηση για επίδομα γονικής άδειας·

(γ) εάν απουσιάζει από την εργασία του με γονική άδεια:

Νοείται ότι, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων (β) και (γ), περιόδοι απουσίας από την εργασία λόγω ανικανότητας για εργασία, άδειας μητρότητας ή πατρότητας, γονικής άδειας, άδειας φροντίδας ή άδειας για λόγους ανωτέρας βίας, θεωρούνται ως περίοδοι απασχόλησης.

(2) Το επίδομα γονικής άδειας καταβάλλεται-

(α) για συνολική περίοδο έξι (6) εβδομάδων μέχρι και την 1η Αυγούστου 2024·

(β) για συνολική περίοδο οκτώ (8) εβδομάδων από τις 2 Αυγούστου 2024 και μετέπειτα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση τέκνου με αναπηρία, η διάρκεια καταβολής του επιδόματος γονικής άδειας επεκτείνεται κατά-

(α) τέσσερις (4) εβδομάδες, νοουμένου ότι το τέκνο έχει πιστοποιηθεί από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας και Λειτουργικότητας του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, ως άτομο με σοβαρή αναπηρία ή με μέτρια νοητική αναπηρία·

(β) έξι (6) εβδομάδες, νοουμένου ότι το τέκνο έχει πιστοποιηθεί από το Σύστημα Αξιολόγησης Αναπηρίας και Λειτουργικότητας του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, ως άτομο με ολική αναπηρία:

Νοείται περαιτέρω ότι, στην περίπτωση τέκνου με αναπηρία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Ατόμων με Αναπηρίες Νόμου, το επίδομα δύναται να καταβάλλεται μέχρι το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του τέκνου:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, το επίδομα καταβάλλεται από τη λήξη της περιόδου κατά την οποία ο ασφαλισμένος μισθωτός γονέας λαμβάνει επίδομα μητρότητας ή επίδομα πατρότητας, ανάλογα με την περίπτωση, ή εάν ο ασφαλισμένος μισθωτός γονέας δεν θεμελιώνει δικαίωμα για καταβολή επιδόματος μητρότητας ή επιδόματος πατρότητας, κατά τη λήξη της περιόδου που θα λάμβανε επίδομα εάν θεμελίωνε δικαίωμα μέχρι και τη συμπλήρωση του όγδοου (8ου) έτους ηλικίας του κάθε τέκνου ή μέχρι την ηλικία του δέκατου όγδοου (18ου) έτους στην περίπτωση τέκνου με αναπηρία.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), το επίδομα γονικής άδειας δύναται να καταβάλλεται σε δικαιούχους με ελάχιστη περίοδο μίας (1) μέρας και μέγιστη περίοδο ως ακολούθως:

(α) Τριών (3) εβδομάδων ανά ημερολογιακό έτος για την περίοδο από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Νόμου του 2022 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2023·

(β) τεσσάρων (4) εβδομάδων ανά ημερολογιακό έτος για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2024 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2024·

(γ) πέντε (5) εβδομάδων ανά ημερολογιακό έτος από την 1η Ιανουαρίου 2025 και εντεύθεν.

(4) Ο ασφαλισμένος μισθωτός γονέας δεν δικαιούται επίδομα για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα για το οποίο λαμβάνει πλήρεις απολαβές από τον εργοδότη του και όταν λαμβάνει μόνο μέρος των αποδοχών του, το επίδομα γονικής άδειας μειώνεται ώστε το άθροισμα του επιδόματος και των αποδοχών που λαμβάνει να μην υπερβαίνει τις πλήρεις απολαβές του.

(5) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος “τέκνο” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία Μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου.

Έκπτωση από το δικαίωμα λήψης επιδόματος μητρότητας

30. Η δικαιούχος επιδόματος μητρότητας εκπίπτει από το δικαίωμα λήψης του επιδόματος -

(α) για όλη τη χρονική περίοδο που εργάστηκε είτε ως μισθωτή είτε ως αυτοτελώς εργαζόμενη αν αυτή η χρονική περίοδος εμπίπτει στο χρονικό διάστημα που δικαιούται, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, σε καταβολή επιδόματος μητρότητας·

(β) για όλο το χρονικό διάστημα που χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να συμμορφωθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 29 του παρόντος Νόμου, του χρονικού αυτού διαστήματος αρχόμενου από την ημέρα της παράλειψης μέχρι και μιας ημέρας πριν τον τοκετό.

Έκπτωση από το δικαίωμα λήψης επιδόματος πατρότητας

30Α. Ο δικαιούχος επιδόματος πατρότητας εκπίπτει από το δικαίωμα λήψης του επιδόματος για όλη τη χρονική περίοδο που εργάστηκε είτε ως μισθωτός είτε ως αυτοτελώς εργαζόμενος, αν αυτή η χρονική περίοδος εμπίπτει στο χρονικό διάστημα που δικαιούται, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, επίδομα πατρότητας.

Έκπτωση από το δικαίωμα λήψης επιδόματος γονικής άδειας

30Β. Ο δικαιούχος επιδόματος γονικής άδειας εκπίπτει από το δικαίωμα λήψης του επιδόματος για τη χρονική περίοδο που εργάστηκε εάν αυτή η χρονική περίοδος εμπίπτει στο χρονικό διάστημα που δικαιούται επίδομα γονικής άδειας.

Επιδόματα ασθενείας και ανεργίας

31.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένο πρόσωπο δικαιούται επίδομα ασθενείας για κάθε ημέρα ανικανότητας προς εργασία, η οποία αποτελεί μέρος διακοπής της απασχóλησης, και επίδομα ανεργίας για κάθε ημέρα ανεργίας, η οποία αποτελεί μέρος τέτοιας περιόδου, εάν την ημέρα αυτή ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και είναι ηλικίας μεταξύ δεκαέξι (16) και εξήντα πέντε (65) ετών και δεν δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη:

Νοείται ότι, κανένας δεν δικαιούται επίδομα για τις πρώτες τρεις (3) ημέρες της περιόδου διακοπής της απασχόλησής του:

Νοείται περαιτέρω ότι -

(α) πρόσωπο που ικανοποιεί τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις δυνάμει περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 11, δεν δικαιούται επίδομα ασθενείας για τις πρώτες εννέα (9) ημέρες της περιόδου διακοπής της απασχόλησης, εκτός εάν η ανικανότητα για εργασία προκλήθηκε από ατύχημα ή εάν το πρόσωπο αυτό, κατά τη διάρκεια των πρώτων εννέα (9) ημερών της ανικανότητάς του, διανυκτερεύσει για ένα τουλάχιστον βράδυ σε νοσηλευτικό ίδρυμα∙ και

(β) πρόσωπο που ικανοποιεί τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις δυνάμει περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 14, δεν δικαιούται επίδομα ανεργίας για τις πρώτες τριάντα (30) ημέρες της περιόδου διακοπής της απασχόλησής του:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, πρόσωπο το οποίο έχει αποκτήσει δικαίωμα σε θεσμοθετημένη σύνταξη μεταξύ του εξηκοστού τρίτου (63ου) έτους της ηλικίας του και της συντάξιμης ηλικίας, δεν έχει όμως ασκήσει το δικαίωμα στη λήψη τέτοιας σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Α, έχει δικαίωμα σε επίδομα ασθενείας κατ’ ανώτατον όριο διάρκειας εκατόν πενήντα έξι (156) ημερών εντός της ίδιας περιόδου διακοπής της απασχόλησής του, εφόσον ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και νοουμένου ότι-

(α) αμέσως πριν από την έναρξη της περιόδου διακοπής της απασχόλησής του λόγω ανικανότητας για εργασία, ασκούσε ασφαλιστέα απασχόληση η οποία δεν έχει τερματιστεί· και

(β) έχει συμπληρώσει, αμέσως πριν από την έναρξη της εν λόγω περιόδου, δεκατρείς (13) τουλάχιστον συναπτές εβδομάδες απασχόλησης για τις οποίες κατέβαλε εισφορές οι οποίες ισούνται τουλάχιστον με τις βασικές ασφαλιστέες αποδοχές επί δεκατρία (13).

(2) Κανένα πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ηλικία του, δεν δικαιούται επίδομα ανεργίας, εάν το εν λόγω πρόσωπο αφυπηρέτησε πρόωρα ή υποχρεωτικά, δυνάμει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, σύμβασης ή κανόνων εργασίας και, λόγω της αφυπηρέτησής του, λαμβάνει σύνταξη ή και άλλη συνταξιοδοτική παροχή από επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων, για την οποία το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά:

Νοείται ότι, κάθε πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στις πρόνοιες της προηγούμενης επιφύλαξης, αποκτά δικαίωμα για επίδομα ανεργίας, εάν μετά την αφυπηρέτησή του, απασχολήθηκε εκ νέου και πληροί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις από τη νέα του απασχόληση.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο ανώτατος αριθμός ημερών, για τις οποίες καταβάλλεται επίδομα ασθενείας και ανεργίας σε κάθε περίοδο διακοπής της απασχόλησης, είναι εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες για το καθένα από τα εν λόγω επιδόματα:

Νοείται ότι, πρόσωπο το οποίο λάμβανε επίδομα ασθενείας κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε περιόδου διακοπής απασχόλησης και δεν δικαιούται σύνταξη ανικανότητας στην περίοδο αυτή, δυνάμει του άρθρου 40, για μόνο το λόγο ότι δεν προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανο προς εργασία, δικαιούται από την πρώτη ημέρα που θα του χορηγούνταν σύνταξη ανικανότητας επίδομα ασθενείας για περίοδο εκατόν πενήντα έξι (156) ημερών, εφόσον εξακολουθεί να είναι ανίκανο προς εργασία και το ύψος του επιδόματος υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των ασφαλιστικών μονάδων, πάνω στις οποίες υπολογίστηκε το ύψος του επιδόματος ασθενείας που λάμβανε τελευταία ο ασφαλισμένος.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου -

(α) ως ημέρα ανικανότητας προς εργασία, θεωρείται κάθε ημέρα για την οποία ο αιτητής αποδεικνύει ότι είναι ανίκανος προς εργασία ή ότι τον συμβούλευσε ιατρός να απέχει από οποιαδήποτε εργασία, είτε γιατί βρίσκεται υπό παρακολούθηση λόγω του ότι είναι φορέας μεταδοτικής ασθένειας, είτε γιατί ήλθε σε επαφή με πρόσωπο που είναι φορέας τέτοιας ασθένειας∙

(β) ως ημέρα ανεργίας, θεωρείται κάθε ημέρα για την οποία ο αιτητής αποδεικνύει ότι είναι άνεργος, ικανός και διαθέσιμος για εργασία ή ότι είναι άνεργος και τυγχάνει επαγγελματικής εκπαίδευσης με βάση σχέδιο εγκεκριμένο από τον Υπουργό∙

(γ) ημέρα ανικανότητας για εργασία δεν θεωρείται ημέρα ανεργίας και αντιστρόφως∙

(δ) η Κυριακή και άλλες καθοριζόμενες από το Διευθυντή ημέρες, δεν θεωρούνται ως ημέρες ανικανότητας προς εργασία ή ως ημέρες ανεργίας·

(ε) ως ημέρα ανεργίας δεν θεωρείται η ημέρα, κατά την οποία ο αιτητής ασκεί βιοποριστικό επάγγελμα, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία -

(i) ο αιτητής θα μπορούσε υπό ομαλές συνθήκες να ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα, επιπρόσθετα από τη συνήθη εργασία του και εκτός των συνήθων ωρών εργασίας του, και

(ii) οι αποδοχές του αιτητή από το εν λόγω επάγγελμα για την ημέρα αυτή δεν υπερβαίνουν καθορισμένο ποσό ή εάν οι αποδοχές του κερδίζονται από εργασία για χρονικό διάστημα πέραν της μιας ημέρας, το ημερήσιο μέσο ποσό των αποδοχών αυτών δεν υπερβαίνει το εν λόγω καθορισμένο ποσό.

(στ) ημέρα κατά την οποία πρόσωπο βρίσκεται σε διακοπές δεν θεωρείται ημέρα ανεργίας∙

(ζ) κανένας δεν θεωρείται άνεργος για οποιαδήποτε ημέρα-

(i) εάν, παρά το γεγονός ότι έχει τερματιστεί ή διακοπεί η απασχόλησή του, αυτός λαμβάνει για την ημέρα αυτή αποδοχές ή άλλη πληρωμή ουσιωδώς ίση με τις αποδοχές που θα λάμβανε για την ημέρα αυτή, εάν δεν τερματιζόταν ή δεν διακοπτόταν η απασχόλησή του, ως αποζημίωση για την απώλεια των αποδοχών αυτών:

Νοείται ότι, δύναται να καταβάλλεται επίδομα ανεργίας σε  περίπτωση μισθωτού του οποίου έχει τερματιστεί η απασχόληση για την περίοδο που λαμβάνει πληρωμή ουσιωδώς ίση με τις απολαβές που θα ελάμβανε για την κάθε ημέρα ανεργίας, εάν δεν τερματιζόταν η απασχόλησή του, ως αποζημίωση για την απώλεια των αποδοχών αυτών, νοουμένου ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του μισθωτού λαμβάνει χώρα εντός της χρονικής περιόδου από την 1η Απριλίου 2022 έως την 31η Δεκεμβρίου 2023.

(ii) εάν δεν εργάζεται συνήθως κάθε ημέρα της εβδομάδας με εξαίρεση την Κυριακή ή την καθοριζόμενη στην περίπτωσή του δυνάμει της παραγράφου (δ) ημέρα και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που περιλαμβάνει την εν λόγω ημέρα, απασχολήθηκε στην έκταση που συνήθως απασχολείται∙

(iii) εάν πρόκειται για λιμενεργάτη, εγγεγραμμένο ή μη και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που περιλαμβάνει την εν λόγω ημέρα οι αποδοχές του δεν είναι κατώτερες από καθορισμένο ποσό∙

(5) Ημέρα, αναφορικά με την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό οποιασδήποτε περιόδου συναπτών ημερών, για σκοπούς επιδόματος ασθενείας ή ανεργίας.

(6) Εάν ο εργοδότης εξακολουθεί να καταβάλλει τις αποδοχές ή μέρος των αποδοχών του ασφαλισμένου για οποιαδήποτε ημέρα, κατά την οποία αυτός δικαιούται επίδομα ασθενείας, το επίδομα, ανάλογα με την περίπτωση, δεν καταβάλλεται ή μειώνεται έτσι ώστε προστιθέμενο στο καταβαλλόμενο μέρος αποδοχών του δικαιούχου να μην υπερβαίνει τις πλήρεις αποδοχές του.

(7) Το επίδομα ανεργίας, που δικαιούται ένα πρόσωπο για κάθε ημέρα ανεργίας, κατά την οποία τυγχάνει επαγγελματικής εκπαίδευσης με βάση σχέδιο εγκεκριμένο από τον Υπουργό, δυνατόν να καταβάλλεται στην αρχή που είναι η αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού.

Ανάκτηση δικαιώματος για επιδόματα ασθενείας και ανεργίας μετά την εξάντλησή τους

32. Πρόσωπο που έχει λάβει επίδομα ασθενείας ή ανεργίας για τον ανώτατο αριθμό ημερών που καθορίζεται στο άρθρο 31, ανακτά το δικαίωμά του για λήψη τέτοιου επιδόματος εάν, μετά την εξάντληση του δικαιώματός του, έχει απασχοληθεί για δεκατρείς (13) τουλάχιστον εβδομάδες, προκειμένου περί επιδόματος ασθενείας ή είκοσι έξι (26) εβδομάδες, προκειμένου περί επιδόματος ανεργίας και εφόσον, σ’ οποιαδήποτε των περιπτώσεων, έχει καταβάλει για την εν λόγω περίοδο απασχόλησής του εισφορές αναφορικά με ασφαλιστέες αποδοχές, ίσες τουλάχιστον με το εικοσιεξαπλάσιο του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται ότι, πρόσωπο που έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα (60) ετών και δεν λαμβάνει σύνταξη, ανακτά το δικαίωμά του για επίδομα ανεργίας ως να επρόκειτο για επίδομα ασθενείας και για τους σκοπούς της παρούσας επιφύλαξης -

(α) «σύνταξη» σημαίνει σύνταξη αφυπηρέτησης από οποιαδήποτε πηγή, το ύψος της οποίας δεν είναι χαμηλότερο του ετήσιου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, και

(β) πρόσωπο που λόγω αφυπηρέτησης, έλαβε εφάπαξ πληρωμή από ταμείο προνοίας ή οποιαδήποτε άλλη διευθέτηση, το ποσό της οποίας δεν ήταν χαμηλότερο του δεκαπλάσιου του ποσού των ετήσιων ασφαλιστέων αποδοχών κατά το χρόνο αφυπηρέτησής του, λογίζεται ότι λαμβάνει σύνταξη.

Έκπτωση από το δικαίωμα για λήψη επιδόματος ασθενείας

33. Πρόσωπο εκπίπτει από το δικαίωμά του για λήψη επιδόματος ασθενείας για περίοδο μέχρι έξι (6) εβδομάδων, εάν -

(α) έχει καταστεί ανίκανο προς εργασία λόγω υπαιτιότητάς του, ή

(β) παρόλο που κλήθηκε από το Διευθυντή για να υποβληθεί σε ιατρική ή άλλη εξέταση, ή σε ιατρική ή άλλη νοσηλεία, αρνήθηκε ή παρέλειψε να το πράξει χωρίς εύλογη αιτία, ή

(γ) εργάστηκε σε ημέρα, για την οποία υπέβαλε αίτηση για επίδομα ασθενείας, ή

(δ) συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που πιθανόν να καθυστερήσει την ανάρρωσή του.

Έκπτωση από το δικαίωμα για λήψη επιδόματος ανεργίας

34.-(1) Πρόσωπο που έχει απολέσει την εργασία του, λόγω στάσης εργασιών οφειλόμενης σε εργατική διαφορά που προέκυψε στον τόπο απασχόλησής του, εκπίπτει από το δικαίωμά του για λήψη επιδόματος ανεργίας, ενόσω διαρκεί η εν λόγω στάση εργασιών, εκτός εάν, κατά τη διάρκειά της, το εν λόγω πρόσωπο εργάστηκε αλλού με καλή πίστη και στο σύνηθες επάγγελμά του ή προσλήφθηκε για τακτική απασχόληση σ’ άλλο επάγγελμα:

Νοείται ότι, το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε σχέση με πρόσωπο, το οποίο αποδεικνύει ότι -

(α) δεν συμμετέχει ή δεν έχει άμεσο συμφέρον ούτε και ενισχύει οικονομικά την εργατική διαφορά, από την οποία προέκυψε η στάση εργασιών, και

(β) δεν ανήκει σε τάξη ή κατηγορία εργαζομένων, μέλη της οποίας, αμέσως πριν από την έναρξη της στάσης εργασιών, εργάζονταν στον τόπο απασχόλησής του, και ορισμένα από αυτά συμμετέχουν, έχουν άμεσο συμφέρον ή ενισχύουν οικονομικά τη στάση εργασιών.

(2) Πρόσωπο εκπίπτει από το δικαίωμά του για λήψη επιδόματος ανεργίας για περίοδο μέχρι έξι (6) εβδομάδων, εάν -

(α) έχει απολέσει την εργασία του λόγω υπαιτιότητάς του ή την έχει εγκαταλείψει εκούσια, χωρίς εύλογη αιτία, ή

(β) παρόλο που του κοινοποιήθηκε από γραφείο ευρέσεως εργασίας ή άλλο αναγνωρισμένο γραφείο ή από ή εκ μέρους εργοδότη, η ύπαρξη κατάλληλης θέσης εργασίας, που κενώθηκε ή θα κενωθεί, αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να υποβάλει αίτηση για τη θέση αυτή ή αρνείται να αποδεχτεί την προσφορά αυτής της θέσης, ή

(γ) αμελεί να επωφεληθεί, χωρίς εύλογη αιτία, ευκαιρίας για κατάλληλη απασχόληση, ή

(δ) αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να τύχει επαγγελματικής εκπαίδευσης, κατ’ εντολή του Διευθυντή.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, απασχόληση δεν θεωρείται κατάλληλη για ένα πρόσωπο, εάν αυτή είναι απασχόληση -

(α) σε θέση που κενώθηκε λόγω στάσης εργασιών οφειλόμενης σε εργατική διαφορά, ή

(β) στο σύνηθες επάγγελμά του, στην περιοχή που τελευταία εργαζόταν συνήθως, είτε έναντι αποδοχών κατώτερων είτε με όρους λιγότερο ευνοϊκούς εκείνων που εύλογα μπορούσε να αναμένει ότι θα απολάμβανε, λαμβανομένων υπόψη των όρων εργασίας που απολάμβανε στο σύνηθες επάγγελμά του στην εν λόγω περιοχή ή που θα απολάμβανε, εάν συνεχιζόταν η απασχόλησή του, ή

(γ) στο σύνηθες επάγγελμά του, σ’ οποιαδήποτε άλλη περιοχή, έναντι αποδοχών κατώτερων ή με όρους λιγότερο ευνοϊκούς εκείνων που τηρούνται στην περιοχή αυτή, με βάση συμφωνία μεταξύ των οργανώσεων των εργοδοτών και των μισθωτών ή εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, εκείνων που αναγνωρίζουν οι καλοί εργοδότες.

(4) Μετά την πάροδο εύλογου, υπό τις περιστάσεις, χρονικού διαστήματος από την ημέρα που ένα πρόσωπο παρέμεινε άνεργο, απασχόληση δεν θεωρείται ακατάλληλη για μόνο το γεγονός ότι είναι εκτός του συνήθους επαγγέλματος του εν λόγω προσώπου, εάν πρόκειται για απασχόληση έναντι αποδοχών όχι κατώτερων και όρων όχι λιγότερο ευνοϊκών εκείνων που γενικά τηρούνται με βάση συμφωνία μεταξύ των οργανώσεων των εργοδοτών και των μισθωτών ή, εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, εκείνων που αναγνωρίζουν γενικά οι καλοί εργοδότες.

Θεσμοθετημένη σύνταξη

35.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπο δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν -

(α) συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία και ταυτόχρονα ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις, ή

(β) συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών, ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και, ο αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων της βασικής ασφάλισής του δεν υπολείπεται του 70% του αριθμού των ετών που εμπίπτουν στην περίοδο αναφοράς, η οποία ισχύει στην περίπτωσή του, ή

(γ) κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών (63) ετών δικαιούταν σύνταξη ανικανότητας, ή

(δ) είναι ηλικίας μεταξύ εξήντα τριών (63) και εξήντα πέντε (65) ετών και θα δικαιούταν σύνταξη ανικανότητας, εάν δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών.

(2) Η θεσμοθετημένη σύνταξη καταβάλλεται εφ΄ όρου ζωής, από την ημέρα που ο ασφαλισμένος ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1).

Μείωση του ύψους της θεσμοθετημένης σύνταξης

35Α. Το ύψος της θεσμοθετημένης σύνταξης, που καταβάλλεται σε πρόσωπο το οποίο αποκτά δικαίωμα σε θεσμοθετημένη σύνταξη δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 35 όπως αυτό υπολογίζεται με βάση τις πρόνοιες του Μέρους IV του Τέταρτου Πίνακα, μειώνεται εφ' όρου ζωής, νοουμένου ότι αυτό υποβάλλει αίτηση στον καθορισμένο από τον Διευθυντή τύπο για έναρξη της καταβολής της σύνταξής του πριν τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας, όταν ο ουσιώδης χρόνος του εμπίπτει στην περίοδο από την -

(α) 1η Ιανουαρίου 2013 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013, κατά 0,5% για κάθε συμπληρωμένο μήνα ή μέρος αυτού, που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία έναρξης της πληρωμής της παροχής μέχρι και την ημερομηνία συμπλήρωσης της ηλικίας των εξήντα τριών ετών (63) και έξι (6) μηνών,

(β) 1η Ιανουαρίου 2014 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2014, κατά 0,5% για κάθε συμπληρωμένο μήνα ή μέρος αυτού, που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία έναρξης της πληρωμής της παροχής μέχρι και την ημερομηνία συμπλήρωσης της ηλικίας των εξήντα τεσσάρων (64) ετών,

(γ) 1η Ιανουαρίου 2015 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2015, κατά 0,5% για κάθε συμπληρωμένο μήνα ή μέρος αυτού, που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία έναρξης της πληρωμής της παροχής μέχρι και την ημερομηνία συμπλήρωσης της ηλικίας των εξήντα τεσσάρων (64) ετών και (6) μηνών, και

(δ) 1η Ιανουαρίου 2016 και μετά, κατά 0,5% για κάθε συμπληρωμένο μήνα ή μέρος αυτού, που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία έναρξης της παροχής μέχρι και την ημερομηνία συμπλήρωσης της ηλικίας των εξήντα πέντε (65) ετών:

Νοείται ότι οι μειώσεις ισχύουν και όσον αφορά το ύψους των θεσμοθετημένων συντάξεων και χηρείας που προνοούνται στην παράγραφο (5) του Μέρους IV του Τέταρτου Πίνακα.

Μείωση συντάξιμης ηλικίας μεταλλωρύχων

36.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 35, στην περίπτωση προσώπου που απασχολήθηκε ως μεταλλωρύχος μετά τις 7 Ιανουαρίου 1957 για χρονικό διάστημα τριών (3) τουλάχιστον ετών, η συντάξιμη ηλικία μειώνεται κατά ένα (1) μήνα για κάθε πέντε (5) μήνες τέτοιας απασχόλησης, σε καμιά όμως περίπτωση, δεν μειώνεται κάτω των πενήντα οκτώ (58) ετών.

(2) Η κατά το εδάφιο (1) μείωση της συντάξιμης ηλικίας ισχύει μόνο στην περίπτωση προσώπου που έπαυσε να εργάζεται σε μεταλλείο.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

«μεταλλείο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 3 τον περί Ρυθμίσεως Μεταλλείων και Λατομείων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και∙

«μεταλλωρύχος» σημαίνει μισθωτό, απασχολούμενο υπογείως ή επιφανειακώς σε μεταλλείο, σε εργασία που έχει άμεση σχέση με την παραγωγή ή τον εμπλουτισμό του μεταλλεύματος.

Ειδική παροχή σε πρόσωπα με θαλασσαιμία

36Α.-(1) Άνευ επηρεασμού άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατόπιν αίτησης προσώπου με θαλασσαιμία, καταβάλλεται από το Ταμείο σε τέτοιο πρόσωπο ειδική παροχή, νοουμένου ότι έχει συμπληρώσει την ηλικία των πενήντα (50) ετών, αλλά δεν έχει συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία.

(2) Το ύψος της ειδικής παροχής σε πρόσωπο με θαλασσαιμία υπολογίζεται κατά τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται το ύψος της θεσμοθετημένης σύνταξης, νοουμένου ότι πληρούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις.

(3) Η ειδική παροχή σε πρόσωπο με θαλασσαιμία καταβάλλεται στον δικαιούχο από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και τερματίζεται, όταν ο δικαιούχος συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία ή/και όταν ο δικαιούχος καταστεί δικαιούχος θεσμοθετημένης σύνταξης.

(4) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 8 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, η ειδική παροχή σε πρόσωπο με θαλασσαιμία δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, “πρόσωπο με θαλασσαιμία” σημαίνει πρόσωπο το οποίο πιστοποιείται από τις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και τα Κέντρα Θαλασσαιμίας του Υπουργείου Υγείας ότι πάσχει από θαλασσαιμία και είναι ενταγμένο σε μόνιμο και τακτικό πρόγραμμα μεταγγίσεων των δημόσιων νοσηλευτηρίων.

Αύξηση θεσμοθετημένης σύνταξης λόγω καταβολής εισφοράς μετά τη συνταξιοδότηση

37.-(1) Ο δικαιούχος θεσμοθετημένης σύνταξης, σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 35, δικαιούται από την ημέρα που συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία, αύξηση του εβδομαδιαίου ύψους της σύνταξής του, ίση με 1,5% της εβδομαδιαίας αξίας των ασφαλιστικών μονάδων πραγματικής ασφάλισής του, για την περίοδο από τον ουσιώδη χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας.

(2) Η αύξηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης του δικαιούχου, στο μέτρο που το εν λόγω άθροισμα δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό βασικής σύνταξης, που θα μπορούσε να καταβληθεί στην περίπτωσή του και το τυχόν υπόλοιπο προστίθεται στο ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης του δικαιούχου:

Νοείται ότι, η αύξηση που προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης του δικαιούχου, δεν λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς υπολογισμού της αύξησης για εξαρτωμένους.

Εφάπαξ ποσό γήρατος

38. Ασφαλισμένος, ο οποίος κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα οκτώ (68) ετών δεν πληροί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις για θεσμοθετημένη σύνταξη, δικαιούται εφάπαξ ποσό γήρατος εφόσον πληροί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις:

Νοείται ότι, το εν λόγω πρόσωπο δεν δικαιούται εφάπαξ ποσό γήρατος εάν δικαιούται κοινωνική σύνταξη.

Αναβολή της θεσμοθετημένης σύνταξης

39.-(1) Πρόσωπο που δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35 ή 36, δικαιούται να ζητήσει την αναβολή της έναρξής της, μέχρι και τη συμπλήρωση του εξηκοστού όγδοου έτους της ηλικίας του.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλλει δήλωση στο Διευθυντή πάνω στον καθορισμένο από αυτόν τύπο, το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημέρα που δικαιούται σύνταξη:

Νοείται ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης στην υποβολή της δήλωσης, το χρονικό διάστημα της αναβολής, θα θεωρείται ότι άρχισε τρεις (3) μήνες πριν από την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης.

(3) Πρόσωπο που αναβάλλει την έναρξη της σύνταξής του, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί από τη συμπλήρωση του εξηκοστού όγδοου έτους της ηλικίας του ή από την πρώτη του μηνός που ακολουθεί το μήνα μέσα στον οποίο υποβάλλει την αίτησή του για θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν αυτή υποβληθεί πριν τη συμπλήρωση της εν λόγω ηλικίας.

(4) Το ύψος της θεσμοθετημένης σύνταξης που θα καταβαλλόταν, εάν ο δικαιούχος δεν επέλεγε αναβολή της σύνταξης, αυξάνεται κατά 0,5%, για κάθε μήνα που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα της αναβολής, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (3).

Νοείται ότι, η έναρξη του χρονικού διαστήματος της αναβολής αρχίζει την επόμενη της συμπλήρωσης των ηλικιών των εξήντα τριών (63) ετών και έξι (6) μηνών, των εξήντα τεσσάρων (64) ετών, των εξήντα τεσσάρων (64) ετών και έξι (6) μηνών και των εξήντα πέντε (65) ετών, όπως αντίστοιχα αυτό καθορίζεται στις παραγράφους (α), (β), (γ), και (δ) του άρθρου 35Α.

Σύνταξη ανικανότητας

40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας, εάν -

(α) ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του∙

(β) σ’ αυτήν την περίοδο της διακοπής της απασχόλησής του αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος προς εργασία∙

(γ) δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών∙ και

(δ) ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 79, η σύνταξη ανικανότητας καταβάλλεται από τον ουσιώδη χρόνο, ενόσω ο ασφαλισμένος παραμένει μόνιμα ανίκανος προς εργασία και δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται σύνταξη, δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών.

(3) Κάθε πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη ανικανότητας ή το οποίο υπέβαλε αίτηση για τέτοια σύνταξη οφείλει να συμμορφώνεται με κάθε οδηγία που εκδίδει ο Διευθυντής, με την οποία καλείται να-

(α) υποβληθεί σε ιατρική εξέταση ή επανεξέταση,

(β) υποβληθεί σε ιατρική περίθαλψη, η οποία θεωρείται κατάλληλη για την περίπτωσή του από το θεράποντα ιατρό του ή άλλο ιατρό, στον οποίο παραπέμφθηκε από το Διευθυντή,

(γ) συμμετάσχει σε οποιαδήποτε μαθητεία επαγγελματικής εκπαίδευσης ή αναπροσαρμογής κατ’ εντολήν του Διευθυντή.

(4) Πρόσωπο εκπίπτει από το δικαίωμα για λήψη σύνταξης ανικανότητας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις έξι (6) εβδομάδες, εάν χωρίς εύλογη αιτία, παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε οδηγία που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (3):

Νοείται ότι, το ήμισυ του ποσού της σύνταξης ανικανότητας που θα καταβαλλόταν στο εν λόγω πρόσωπο για το διάστημα αυτό, καταβάλλεται στους εξαρτωμένους του.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «ανίκανος προς εργασία», θεωρείται ο ασφαλισμένος, όταν λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, η οποία άρχισε ή επιδεινώθηκε ουσιωδώς μετά την ασφάλισή του, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησής του, πέραν από το ένα τρίτο ή, εάν πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας μεταξύ εξήντα (60) και εξήντα τριών (63) ετών, πέραν από το ένα δεύτερο, του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης.

Σύνταξη χηρείας

41.-(1) Χήρα, η οποία κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της και/ή χήρος, ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του συζούσε με αυτόν ή αυτήν ή συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν/αυτήν, νοουμένου ότι ο/η σύζυγος απεβίωσε κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν-

(i) Ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και ο/η σύζυγος δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(ii)  ο/η σύζυγός είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και ήταν δικαιούχος σε θεσμοθετημένη σύνταξη ή θα είχε δικαίωμα σε θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), η σύνταξη χηρείας καταβάλλεται εφ΄όρου ζωής.

(3) Χήρα ή χήρος που συνέρχεται σε γάμο εκ νέου και/ή συνάπτει πολιτική συμβίωση, παύει να έχει δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), στην περίπτωση που ο/η αποβιώσας/σα έχει τελέσει το γάμο μετά τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας, η/ο χήρα/ος δεν δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την ημερομηνία του γάμου μέχρι την ημερομηνία του θανάτου.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), στην περίπτωση κατά την οποία αποβιώσας ή αποβιώσασα είχε τελέσει περισσότερους του ενός γάμους με το ίδιο πρόσωπο, η σύνταξη χηρείας συνυπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψιν τη χρονική διάρκεια εκάστου γάμου και εφόσον συνολικά η έγγαμη συμβίωση είχε διάρκεια τουλάχιστον πέντε (5) έτη.

Εφάπαξ ποσό χηρείας

42. Χήρα ή χήρος, που δεν δικαιούται σύνταξη χηρείας, επειδή στην περίπτωσή της/του δεν ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις, δικαιούται εφάπαξ ποσό χηρείας, εάν -

(α) ο αποβιώσας ή η αποβιώσασα σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση, κατά το χρόνο του θανάτου του/της, δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και ικανοποιούσε τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις, ή

(β) ο αποβιώσας ή η αποβιώσασα σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση, κατά το χρόνο του θανάτου του/της, είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και ικανοποιούσε τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις για εφάπαξ ποσό γήρατος:

Νοείται ότι, χήρα ή χήρος δεν δικαιούται σε εφάπαξ ποσό χηρείας εάν δικαιούται κοινωνική σύνταξη.

Επίδομα ορφανίας

43.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, επίδομα ορφανίας χορηγείται-

(α) για ανήλικο, του οποίου και οι δύο γονείς έχουν αποβιώσει και ο ένας τουλάχιστον ήταν ασφαλισμένος·

(β) για ανήλικο, του οποίου έχει αποβιώσει ο γονέας που το συντηρούσε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο κατά το χρόνο του θανάτου του, εφόσον ο γονέας αυτός ήταν ασφαλισμένος και ο επιζών γονέας δεν συζούσε με το γονέα που έχει αποβιώσει·

(γ) για κάθε ανήλικο τέκνο του αποβιώσαντος προσώπου, αναφορικά με το οποίο θα καταβαλλόταν αύξηση σύνταξης χηρείας σύμφωνα με το άρθρο 62, όταν ο θάνατος ασφαλισμένου προσώπου, που κατά το χρόνο του θανάτου του ικανοποιούσε τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις για σύνταξη χηρείας, δεν παρέχει δικαίωμα για σύνταξη χηρείας δυνάμει του άρθρου 41 ή για επίδομα ορφανίας δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) του παρόντος εδαφίου.

(2) Όταν πρόσωπο αναφορικά με το οποίο καταβάλλεται επίδομα ορφανίας δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1), παύσει να θεωρείται ανήλικο πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των δεκαεπτά (17) ετών, δικαιούται εφάπαξ ποσό ίσο με το γινόμενο του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος ορφανίας επί τον αριθμό πενήντα δύο (52) ή τον αριθμό εβδομάδων για τις οποίες θα του καταβαλλόταν επίδομα ορφανίας μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας των δεκαεπτά (17) ετών, εάν ο αριθμός αυτός είναι μικρότερος του πενήντα δύο (52).

(3) Το επίδομα ορφανίας που χορηγείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο για ανήλικο που δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ (18) ετών ή που είναι ανίκανος να ενεργεί για οποιοδήποτε λόγο, καταβάλλεται στο πρόσωπο που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου και σ’ οποιαδήποτε άλλη περίπτωση καταβάλλεται στον ίδιο τον ανήλικο.

(4) Σε περίπτωση ανάκτησης δικαιώματος για επίδομα ορφανίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, κάθε ποσό που καταβλήθηκε σε σχέση με τον ανήλικο δυνάμει του εδαφίου (2), θεωρείται ότι καταβλήθηκε δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β), ανάλογα με την περίπτωση, στο μέτρο που η περίοδος υπολογισμού του εν λόγω ποσού συμπίπτει με την περίοδο καταβολής του επιδόματος μετά την ανάκτησή του.

Βοήθημα κηδείας

44.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, βοήθημα κηδείας για το θάνατο οποιουδήποτε προσώπου χορηγείται στα πρόσωπα που καθορίζονται στο εδάφιο (3), εάν -

(α) το εν λόγω πρόσωπο κατά το χρόνο του θανάτου του, ικανοποιούσε τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις, ή

(β) το εν λόγω πρόσωπο, κατά το χρόνο του θανάτου του δικαιούταν θεσμοθετημένη σύνταξη, σύνταξη χηρείας, επίδομα αγνοουμένου ή παροχή λόγω θανάτου, ή

(γ) αναφορικά με το πρόσωπο αυτό καταβαλλόταν κατά το χρόνο του θανάτου του επίδομα ορφανίας, ή

(δ) πρόκειται για μισθωτό, του οποίου ο θάνατος επήλθε από σωματική βλάβη, που προκλήθηκε από επαγγελματικό ατύχημα, όπως αυτό καθορίζεται στο Μέρος IV ή από καθορισμένη ασθένεια οφειλόμενη στην απασχόλησή του, ή

(ε) κατά το χρόνο του θανάτου του εν λόγω προσώπου αυτό ήταν εξαρτώμενο ασφαλισμένου που ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις ή εξαρτώμενο δικαιούχου μιας από τις παροχές που αναφέρονται στην παράγραφο (β).

(2) Προκειμένου περί βοηθήματος κηδείας που καταβάλλεται για θάνατο αγνοουμένου, ο χρόνος θανάτου για σκοπούς προθεσμίας υποβολής της αίτησης και καθορισμού του ποσού του βοηθήματος, είναι η ημερομηνία διαπίστωσης του θανάτου.

(3) Το βοήθημα κηδείας που χορηγείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο καταβάλλεται-

(α) στη χήρα ή στο χήρο του προσώπου που έχει αποβιώσει, εφόσον τούτο ήταν έγγαμο και συζούσε με το σύζυγο ή τη σύζυγό του, ανάλογα με την περίπτωση, και

(β) σε κάθε άλλη περίπτωση, στο πρόσωπο που ορίζει ο Διευθυντής για είσπραξη του εν λόγω βοηθήματος.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, “αγνοούμενος” σημαίνει πρόσωπο που εξαφανίστηκε κατά ή μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, λόγω των περιστάσεων που δημιουργήθηκαν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 ή από την Τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου 1974 και για το οποίο η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας έχει προβεί σε ταυτοποίηση των οστών του και βεβαίωση του θανάτου του.

Επίδομα αγνοουμένου

45.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), κάθε πρόσωπο που, αμέσως πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου λάμβανε επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του νόμου που καταργήθηκε, συνεχίζει να λαμβάνει επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 41 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στην περίπτωση συζύγου αγνοουμένου που συνεχίζει να λαμβάνει επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.

(3) Το ύψος του επιδόματος που χορηγείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) είναι το ίδιο με το ύψος της σύνταξης χηρείας.