Επιδόματα ασθενείας και ανεργίας

31.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένο πρόσωπο δικαιούται επίδομα ασθενείας για κάθε ημέρα ανικανότητας προς εργασία, η οποία αποτελεί μέρος διακοπής της απασχóλησης, και επίδομα ανεργίας για κάθε ημέρα ανεργίας, η οποία αποτελεί μέρος τέτοιας περιόδου, εάν την ημέρα αυτή ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και είναι ηλικίας μεταξύ δεκαέξι (16) και εξήντα πέντε (65) ετών και δεν δικαιούται σύνταξη γήρατος:

Νοείται ότι, κανένας δεν δικαιούται επίδομα για τις πρώτες τρεις (3) ημέρες της περιόδου διακοπής της απασχόλησής του:

Νοείται περαιτέρω ότι -

(α) πρόσωπο που ικανοποιεί τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις δυνάμει περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 11, δεν δικαιούται επίδομα ασθενείας για τις πρώτες εννέα (9) ημέρες της περιόδου διακοπής της απασχόλησης, εκτός εάν η ανικανότητα για εργασία προκλήθηκε από ατύχημα ή εάν το πρόσωπο αυτό, κατά τη διάρκεια των πρώτων εννέα (9) ημερών της ανικανότητάς του, διανυκτερεύσει για ένα τουλάχιστον βράδυ σε νοσηλευτικό ίδρυμα∙ και

(β) πρόσωπο που ικανοποιεί τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις δυνάμει περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 14, δεν δικαιούται επίδομα ανεργίας για τις πρώτες τριάντα (30) ημέρες της περιόδου διακοπής της απασχόλησής του.

(2) Κανένα πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ηλικία του, δεν δικαιούται επίδομα ανεργίας, εάν το εν λόγω πρόσωπο αφυπηρέτησε πρόωρα ή υποχρεωτικά, δυνάμει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, σύμβασης ή κανόνων εργασίας και, λόγω της αφυπηρέτησής του, λαμβάνει σύνταξη ή και άλλη συνταξιοδοτική παροχή από επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων, για την οποία το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά:

Νοείται ότι, κάθε πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στις πρόνοιες της προηγούμενης επιφύλαξης, αποκτά δικαίωμα για επίδομα ανεργίας, εάν μετά την αφυπηρέτησή του, απασχολήθηκε εκ νέου και πληροί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις από τη νέα του απασχόληση.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο ανώτατος αριθμός ημερών, για τις οποίες καταβάλλεται επίδομα ασθενείας και ανεργίας σε κάθε περίοδο διακοπής της απασχόλησης, είναι εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες για το καθένα από τα εν λόγω επιδόματα:

Νοείται ότι, πρόσωπο το οποίο λάμβανε επίδομα ασθενείας κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε περιόδου διακοπής απασχόλησης και δεν δικαιούται σύνταξη ανικανότητας στην περίοδο αυτή, δυνάμει του άρθρου 40, για μόνο το λόγο ότι δεν προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανο προς εργασία, δικαιούται από την πρώτη ημέρα που θα του χορηγούνταν σύνταξη ανικανότητας επίδομα ασθενείας για περίοδο εκατόν πενήντα έξι (156) ημερών, εφόσον εξακολουθεί να είναι ανίκανο προς εργασία και το ύψος του επιδόματος υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των ασφαλιστικών μονάδων, πάνω στις οποίες υπολογίστηκε το ύψος του επιδόματος ασθενείας που λάμβανε τελευταία ο ασφαλισμένος.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου -

(α) ως ημέρα ανικανότητας προς εργασία, θεωρείται κάθε ημέρα για την οποία ο αιτητής αποδεικνύει ότι είναι ανίκανος προς εργασία ή ότι τον συμβούλευσε ιατρός να απέχει από οποιαδήποτε εργασία, είτε γιατί βρίσκεται υπό παρακολούθηση λόγω του ότι είναι φορέας μεταδοτικής ασθένειας, είτε γιατί ήλθε σε επαφή με πρόσωπο που είναι φορέας τέτοιας ασθένειας∙

(β) ως ημέρα ανεργίας, θεωρείται κάθε ημέρα για την οποία ο αιτητής αποδεικνύει ότι είναι άνεργος, ικανός και διαθέσιμος για εργασία ή ότι είναι άνεργος και τυγχάνει επαγγελματικής εκπαίδευσης με βάση σχέδιο εγκεκριμένο από τον Υπουργό∙

(γ) ημέρα ανικανότητας για εργασία δεν θεωρείται ημέρα ανεργίας και αντιστρόφως∙

(δ) η Κυριακή και άλλες καθοριζόμενες από το Διευθυντή ημέρες, δεν θεωρούνται ως ημέρες ανικανότητας προς εργασία ή ως ημέρες ανεργίας·

(ε) ως ημέρα ανεργίας δεν θεωρείται η ημέρα, κατά την οποία ο αιτητής ασκεί βιοποριστικό επάγγελμα, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία -

(i) ο αιτητής θα μπορούσε υπό ομαλές συνθήκες να ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα, επιπρόσθετα από τη συνήθη εργασία του και εκτός των συνήθων ωρών εργασίας του, και

(ii) οι αποδοχές του αιτητή από το εν λόγω επάγγελμα για την ημέρα αυτή δεν υπερβαίνουν καθορισμένο ποσό ή εάν οι αποδοχές του κερδίζονται από εργασία για χρονικό διάστημα πέραν της μιας ημέρας, το ημερήσιο μέσο ποσό των αποδοχών αυτών δεν υπερβαίνει το εν λόγω καθορισμένο ποσό.

(στ) ημέρα κατά την οποία πρόσωπο βρίσκεται σε διακοπές δεν θεωρείται ημέρα ανεργίας∙

(ζ) κανένας δεν θεωρείται άνεργος για οποιαδήποτε ημέρα-

(i) εάν, παρά το γεγονός ότι έχει τερματιστεί ή διακοπεί η απασχόλησή του, αυτός λαμβάνει για την ημέρα αυτή αποδοχές ή άλλη πληρωμή ουσιωδώς ίση με τις αποδοχές που θα λάμβανε για την ημέρα αυτή, εάν δεν τερματιζόταν ή δεν διακοπτόταν η απασχόλησή του, ως αποζημίωση για την απώλεια των αποδοχών αυτών∙

(ii) εάν δεν εργάζεται συνήθως κάθε ημέρα της εβδομάδας με εξαίρεση την Κυριακή ή την καθοριζόμενη στην περίπτωσή του δυνάμει της παραγράφου (δ) ημέρα και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που περιλαμβάνει την εν λόγω ημέρα, απασχολήθηκε στην έκταση που συνήθως απασχολείται∙

(iii) εάν πρόκειται για λιμενεργάτη, εγγεγραμμένο ή μη και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που περιλαμβάνει την εν λόγω ημέρα οι αποδοχές του δεν είναι κατώτερες από καθορισμένο ποσό∙

(5) Ημέρα, αναφορικά με την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό οποιασδήποτε περιόδου συναπτών ημερών, για σκοπούς επιδόματος ασθενείας ή ανεργίας.

(6) Εάν ο εργοδότης εξακολουθεί να καταβάλλει τις αποδοχές ή μέρος των αποδοχών του ασφαλισμένου για οποιαδήποτε ημέρα, κατά την οποία αυτός δικαιούται επίδομα ασθενείας, το επίδομα, ανάλογα με την περίπτωση, δεν καταβάλλεται ή μειώνεται έτσι ώστε προστιθέμενο στο καταβαλλόμενο μέρος αποδοχών του δικαιούχου να μην υπερβαίνει τις πλήρεις αποδοχές του.

(7) Το επίδομα ανεργίας, που δικαιούται ένα πρόσωπο για κάθε ημέρα ανεργίας, κατά την οποία τυγχάνει επαγγελματικής εκπαίδευσης με βάση σχέδιο εγκεκριμένο από τον Υπουργό, δυνατόν να καταβάλλεται στην αρχή που είναι η αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού.