Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο -

"Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP" (ΕΕ L 175 της 10.7.1999, σελ.43).

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμος του 2003.

Ερμηνεία

2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

"αντίστοιχος εργοδοτούμενος με εργασία αορίστου χρόνου" σημαίνει τον εργοδοτούμενο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων·

"αρχή της αναλογικότητας" σημαίνει ότι όπου ένας αντίστοιχος εργοδοτούμενος με εργασία αορίστου χρόνου εργοδοτείται με βάση συγκεκριμένους όρους και συνθήκες απασχόλησης, ο εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου θα εργοδοτείται με τους ίδιους όρους και συνθήκες απασχόλησης κατ΄ αναλογία προς το χρόνο εργασίας του·

"εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου" σημαίνει τον εργοδοτούμενο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία έχει συναφθεί απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτούμενου και η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

"Συμβασιούχος Οπλίτης" ή "ΣΥ.ΟΠ." σημαίνει πρόσωπο που προσλαμβάνεται με σύμβαση ως οπλίτης δυνάμει των διατάξεων του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου ή του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου·

"Συμβασιούχος Υπαξιωματικός" ή "Σ.ΥΠ." σημαίνει πρόσωπο που υπηρετεί στο Στρατό της Δημοκρατίας με σύμβαση δυνάμει των διατάξεων του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·

"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Σκοπός

3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι:

(α) Η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης· και

(β) η αποτροπή της κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.

Πεδίον εφαρμογής

4.(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλους τους εργοδοτούμενους με εργασία ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική.

(2) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Στις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας·

(β) στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης.

Αρχή της μη διάκρισης

5.(1) Όσον αφορά τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης, ο εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται δυσμενώς σε σχέση με τον αντίστοιχο εργοδοτούμενο με εργασία αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

(2) Όπου κρίνεται αναγκαίο εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας.

(3) Όταν σε σχέση με συγκεκριμένους όρους και συνθήκες απασχόλησης απαιτείται περίοδος προϋπηρεσίας, η περίοδος αυτή θα είναι ίδια για τους εργοδοτούμενους με εργασία ορισμένου χρόνου όπως και για τους αντίστοιχους εργοδοτούμενους με εργασία αορίστου χρόνου, εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.

Σύγκριση σε περίπτωση μη ύπαρξης εργοδοτουμένων με εργασία αορίστου χρόνου

6. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργοδοτούμενος με εργασία αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ή συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική.

Μέτρα αποφυγής κατάχρησης - Συνολική περίοδος σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου για να θεωρηθεί σύμβαση αορίστου διάρκειας

7.(1) Όπου:

(α) Εργοδότης απασχολεί εργοδοτούμενο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε κατόπιν ανανέωσης της σύμβασης είτε άλλως·

(β) ο εργοδοτούμενος αυτός είχε προηγουμένως απασχοληθεί για συνολική περίοδο τριάντα μηνών ή περισσότερο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ανεξαρτήτως σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,

η σύμβαση θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως σύμβαση αορίστου διάρκειας, και οποιαδήποτε πρόνοια στη σύμβαση αυτή η οποία περιορίζει τη διάρκεια της δεν θα ισχύει, εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι η εργοδότηση του εργοδοτουμένου με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους.

(2) Αντικειμενικοί λόγοι υφίστανται ιδιαίτερα όταν:

(α) Οι ανάγκες της επιχείρησης ως προς την εκτέλεση μιας εργασίας είναι προσωρινές.

(β) Ο εργοδοτούμενος αναπληρώνει κάποιον άλλο εργοδοτούμενο.

(γ) Η ιδιαιτερότητα της υπό εκτέλεση εργασίας, η φύση των καθηκόντων και ο χαρακτήρας της απασχόλησης ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργοδοτουμένων δικαιολογεί την ορισμένη χρονική διάρκεια της σύμβασης.

(δ) Ο εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου εργοδοτείται υπό δοκιμασία.

(ε) Η εργοδότηση με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου γίνεται κατ΄ εφαρμογή δικαστικής απόφασης.

(στ) Η  εργοδότηση  με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου αφορά συμβάσεις για την απασχόληση προσώπων τα οποία για την άσκηση των σχετικών με την εν λόγω απασχόληση καθηκόντων τους απαιτείται να έχουν άρτια φυσική και ψυχική κατάσταση, καθώς και ακμαίες φυσικές και σωματικές δυνάμεις.

(2Α) Η εργοδότηση με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την απασχόληση Σ.ΥΠ. και ΣΥ.ΟΠ. εμπίπτει στους αντικειμενικούς λόγους που προβλέπονται στις παραγράφους (γ) και (στ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.

(3) Κατά την εφαρμογή του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, αναφορικά με εργοδοτούμενους με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σειρά συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο Νόμος αυτός τίθεται σε ισχύ, οποιαδήποτε περίοδος απασχόλησης που έλαβε χώρα πριν από την ημερομηνία αυτή δεν θα λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.

Ενημέρωση και ευκαιρίες απασχόλησης

8.(1) Ο εργοδότης ενημερώνει τους εργοδοτούμενους με εργασία ορισμένου χρόνου για κενές θέσεις που είναι διαθέσιμες στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση ώστε να εξασφαλιστεί ότι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες να διεκδικήσουν μόνιμες θέσεις όπως και άλλοι εργοδοτούμενοι. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω μιας γενικής ανακοίνωσης σε κατάλληλο μέρος μέσα στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση.

(2) Ο εργοδότης, στο μέτρο του δυνατού, πρέπει να διευκολύνει την πρόσβαση των εργοδοτουμένων με εργασία ορισμένου χρόνου σε κατάλληλες ευκαιρίες κατάρτισης, ώστε να ενισχύονται οι δεξιότητές τους, η εξέλιξη της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας και η επαγγελματική τους κινητικότητα.

Ενημέρωση και διαβούλευση

9.(1) Οι εργοδοτούμενοι με εργασία ορισμένου χρόνου λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου πάνω από το οποίο μπορούν τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργοδοτουμένων να συγκροτούνται μέσα στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις και πρακτική.

(2) Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου καθορίζονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις και πρακτική και τηρούμενης της αρχής της μη διάκρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος Νόμου.

(3) Ο εργοδότης, στο μέτρο του δυνατού, θα μεριμνά για την παροχή κατάλληλης ενημέρωσης στα υπάρχοντα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργοδοτουμένων σχετικά με την απασχόληση εργοδοτουμένων με εργασία ορισμένου χρόνου στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση.

Αρμόδιο Δικαστήριο

10. Αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

Κυρώσεις

11. Εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.

Επιθεωρητές ή άλλοι λειτουργοί

12. Ο Υπουργός δύναται να ορίζει Επιθεωρητές και/ή άλλους λειτουργούς, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

Κύριο έργο του Επιθεωρητή

12Α.  Επιθεωρητής, που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 12, έχει ως έργο κυρίως –

(α) Την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση παραπόνων που του υποβάλλονται για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού˙

(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργοδοτουμένους σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(γ) την αναφορά, προς τον Υπουργό, προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή του Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.

Εξουσίες του Επιθεωρητή

12Β.-(1) Κάθε Επιθεωρητής, για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος Νόμου, δύναται -

(α) Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, σε οποιοδήποτε χώρο απασχόλησης, εκτός από οικιακά υποστατικά:

Νοείται ότι η είσοδος σε οικιακά υποστατικά μπορεί να γίνεται, αφού εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του κατόχου τους˙

(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, οπόταν η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς για να το συνοδεύουν˙

(γ) να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο˙

(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως –

(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο Επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς·

(ii) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για την ενάσκηση από τον ίδιο οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του παρόντος άρθρου˙

(iii) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει.

(2)  Κατά τη διάρκεια της, κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, επίσκεψής του για επιθεώρηση, ο Επιθεωρητής θα ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ενέργειες του Επιθεωρητή σε περίπτωση υποβολής παραπόνου

12Γ.-(1) Ο Επιθεωρητής μπορεί να δέχεται παράπονα σχετικά με διαφορά που πιθανόν να προκύψει από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και, για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και, αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προνοείται στα εδάφια (2), (3) και (4) με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί σε δικαστηρίο.

(2) Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, ο Επιθεωρητής ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί, και ιδίως καλεί το πρόσωπο, κατά του οποίου γίνεται το παράπονο, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι'αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχο του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.

(3) Εάν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη.

(4) Εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και τις διαπιστώσεις του, το οποίο πρέπει να κοινοποιεί άμεσα στα δύο μέρη, και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.

(5) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, από την ημέρα της υποβολής του, κατά το εδάφιο (1), παραπόνου, μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4)  πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.

 

Καθήκον για παροχή πληροφοριών στον Επιθεωρητή

12Δ.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε εργοδοτούμενος στον εργοδότη αυτό πρέπει, όταν το απαιτεί ο Επιθεωρητής, να δίνει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.

(2)  Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποί του ή οι εργοδοτούμενοι σ’ αυτόν πρέπει γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.

Υποχρέωση του Επιθεωρητή για εχεμύθεια

12Ε.-(1) Ο Επιθεωρητής οφείλει να θεωρεί και να χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία, γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.

(2) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε Επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εχεμύθεια, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τότε ο Επιθεωρητής υπέχει αστική ευθύνη κατ΄ εφαρμογήν των προνοιών του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.

Αδικήματα και ποινές λόγω παρεμπόδισης του επιθεωρητή κατά την άσκηση των καθηκόντων του

12ΣΤ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), όποιος -

(α) Παρεμποδίζει επιθεωρητή κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που παρέχεται σ΄αυτόν από το Νόμο˙

(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία από το Νόμο˙

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε  αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με το Νόμο˙

(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον Επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν,

είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ3.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Αν τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι θα είναι, ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος παρόμοιος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος θα τιμωρείται κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, καθώς και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός που θα τιμωρείται μόνο με χρηματική ποινή που προβλέπεται από το εδάφιο αυτό.

Κανονισμοί

13. [Διαγράφηκε]
Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις

14. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εμποδίζουν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ εργοδότη και των εργοδοτουμένων ή των εκπροσώπων τους.